4.24.2007

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Καλοί μου φίλοι,

Το Σάββατο 28 Απριλίου θα διαβώ το κατώφλι της εκκλησιάς μαζί με τον πάπιο, ξεκινώντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στη δική μου ζωή.

Θέλω μέσα από την καρδιά μου να σας ευχαριστήσω ΟΛΟΥΣ για τα καλά σας λόγια και για τις πολύτιμες ευχές.

Οι φίλοι είναι πολύτιμοι. Και ειδικά οι φίλοι που επιλέγουν να είναι φίλοι κάποιου που στην ουσία δεν γνωρίζουν, είναι ιδιαίτερα ξεχωριστοί.

Ο γλυκός Ασκαρδαμυκτί έκανε πάλι το θαύμα του, με ένα πολύ πρωτότυπο δώρο στο οποίο συμμετείχατε όλοι σας με τα σχόλιά σας.

Με συγκινήσατε!

Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, σας φιλώ πολύ και σας εύχομαι.... και στα δικά σας!!!

Anima Rana

Υ.Γ. .... Για δείτε λίγο πιο κάτω το νέο επεισόδιο "Βάλια". Για να μην μου παραπονιέστε βρε!

ΒΑΛΙΑ - μέρος 6ο

«Η Μαρίνα με παράτησε για το Στέφανό σου. Με παράτησε για πάντα…. για πάντα…. για πάντα….»

Ξυπνούσα τη νύχτα από εφιάλτες απίστευτους! Είχα χάσει πια τον ύπνο μου και δεν είχα πια όρεξη ούτε για φαγητό, ούτε για δουλειά, ούτε για διασκέδαση.

Τα πρωινά πήγαινα στη δουλειά με κλειστό το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο. Στο γραφείο έπινα μόνο καφέ και δεν έτρωγα τίποτα. Στο σπίτι αντικαθιστούσα τον καφέ με τη βότκα-λεμόνι.

Κι έτσι, περνούσε ο καιρός….

Ο Στέφανος δεν απάντησε ποτέ πια στο τηλέφωνο. Το κινητό του ήταν μονίμως κλειστό ενώ μετά από λίγο καιρό πρέπει να άλλαξε και τον αριθμό του σταθερού του τηλεφώνου γιατί όταν τηλεφωνούσα το μόνο που άκουγα ήταν ένα αυτόματο μήνυμα ότι ο αριθμός που καλώ δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή.

Ο Βασίλης το είχε πάρει πολύ πιο ψύχραιμα από εμένα και μου είχε κάνει εντύπωση. Την πρώτη εβδομάδα ήταν αμίλητος και σπανίως μου μιλούσε ή με κοιτούσε στα μάτια. Τη δεύτερη εβδομάδα όμως άρχισε να ανεβαίνει ψυχολογικά και κάθε μέρα που περνούσε ήταν όλο και καλύτερα.

Έξι μήνες μετά, ο Βασιλάκης είχε γίνει όπως πριν. Λες και η αποχώρηση της Μαρίνας του είχε κάνει καλό τελικά.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο καλά και για μένα.

Έξι μήνες μετά, εγώ συνέχιζα να πηγαίνω στη δουλειά με κλειστό το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, να πίνω σκέτο καφέ, να μην τρώω σχεδόν τίποτα και στο σπίτι να τσιμπάω λίγο και να πνίγω την στεναχώρια μου στη βότκα.

Μία Παρασκευή απόγευμα μετά τη δουλειά ο Βασίλης μου ζήτησε να μιλήσουμε.

«Τι θα γίνει Βάλια? Θα είσαι για πολύ καιρό έτσι?»

«Γιατί, ενοχλώ κανέναν? Την δουλειά μου δεν την κάνω σωστά? Τι πρόβλημα υπάρχει?»

«Κανένα πρόβλημα στη δουλειά, αλλά μου λείπει το φιλαράκι μου. Θες να πάμε για φαγητό το βράδυ να ξεχαστούμε?»

Είχα να βγω έξω από εκείνη τη φορά που είχαμε βγει οι τέσσερίς μας. Σάστισα για λίγο, δίστασα να απαντήσω, αλλά κοιτώντας το πλατύ χαμόγελό του χαμογέλασα κι εγώ ελαφρά και δέχτηκα.

Μετά τη δουλειά πήγαμε σε ένα μικρό αλλά ζεστό ταβερνάκι για φαγητό. Ήταν πολύ ωραία και πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό ένιωσα πιο ήρεμη και πιο χαλαρή.

Ο Βασίλης είχε αυτό το χάρισμα. Να κάνει μια γυναίκα να μην νιώθει ότι πολιορκείται από κάποιον αδίστακτο κατακτητή άντρα. Όταν ήμουν μαζί του ένιωθα σαν να ήμουν με τον μεγάλο μου αδελφό. Πολλές φορές είχα σκεφτεί ότι αν είχα αδερφό, θα ήταν κάποιος σαν τον Βασίλη.

Πέρασα όμορφα.

Την επόμενη Παρασκευή μού πρότεινε να πάμε πάλι για φαγητό μετά τη δουλειά. Και είπα ναι.

Την μεθεπόμενη μού είπε να πάμε σινεμά και μετά για φαγητό. Και πάλι είπα ναι.

Δύο μήνες γινόταν αυτή η ιστορία. Κάθε Παρασκευή βγαίναμε για φαγητό, σινεμά, θέατρο ή απλώς για μια έκθεση βιβλίου ας πούμε.

Μια Παρασκευή βγήκαμε για ποτό.

Την άλλη μέρα ξύπνησα κοιτώντας γύρω μου σαν χαμένη. Μια σωμόν κουρτίνα ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκρισα. Δύο γκραβουρίτσες στον λευκό τοίχο… ένα χαριτωμένο πορτατίφ… λευκά σεντόνια με πορτοκαλί ρίγες… ο Βασίλης ξαπλωμένος δίπλα μου να κοιμάται…

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΝΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ?????

Πετάχτηκα σαν την τρελλή! Πετάχτηκε κι αυτός πανικόβλητος στον ύπνο του.

Ε ναι, ήταν πλέον γεγονός. Πιο χάλια δεν μπορούσα να τα κάνω. Είχα κάνει αυτό που δεν έπρεπε να κάνω. Κοιμήθηκα με τον προϊστάμενό μου.

Ένιωσα απαίσια, δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Είχα ντραπεί τόσο πολύ.

Αυτός ήταν αμίλητος και ξαφνιασμένος.

«Έγινε αυτό που νομίζω ότι έγινε?» με ρώτησε

«Μάλλον. Σάμπως θυμάμαι?» απάντησα εγώ

Σηκώθηκε πρώτος και μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα ντους. Αφού τελείωσε μπήκα κι εγώ.

Φάγαμε μαζί πρωινό. Το σπίτι του ήταν πολύ περιποιημένο. Σίγουρα πρέπει να μπαινόβγαινε κάποια γυναίκα εκεί μέσα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλιώς τόσο γούστο…

Αφού τελειώσαμε το πρωινό μας, με κοίταξε πολύ σοβαρά, πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε:

«Βάλια, εδώ και καιρό θέλω να σου πω κάτι. Και μάλλον ήρθε η ώρα. Ξέρεις ότι τόσα χρόνια είμαστε φίλοι, αλλά και συνεργάτες. Περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά και όμορφες. Πάντα ήμουν κατά του γάμου, το ξέρω. Κι είχα σκοπό να συνεχίσω να είμαι. Όταν πέθανε η Λία, η μητέρα μου κατέρρευσε. Η Λία ήταν τελείως διαφορετική από εμένα, το ξέρεις, στα είχα πει και τότε. Ενώ εγώ… Εγώ έχω κάνει πολλά στη ζωή μου. Μη με βλέπεις έτσι σοβαρό και τυπικό. Έκανα πολλά. Ό,τι κι αν έκανα όμως, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που κατάλαβα όταν χάσαμε τη Λία. Ότι ένα παιδί είναι αναντικατάστατο για έναν γονιό. Δεν θέλω μόνο μια σχέση και μια τρέλλα. Θέλω οικογένεια.

Γι’αυτό… Βάλια…. Θέλεις να παντρευτούμε??»

Έμεινα άφωνη! Το πρώτο που μου ‘ρθε στο μυαλό το ξεστόμισα. «Συγνώμη, γιατί δεν παντρευόσουν τη Μαρίνα τότε και την είχες τόσα χρόνια αστεφάνωτη?»

«Δεν θέλω να το συζητήσω. Το μόνο που έχω να σου πω είναι ότι εκείνη δεν ήθελε. Είτε το πιστεύεις, είτε όχι. Δεν ήθελε και με την πρώτη ευκαιρία έφυγε.»

Στάθηκα για λίγο αμίλητη και αναλογίστηκα πώς ήταν η ζωή μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είχα παντρευτεί πριν πολλά χρόνια έναν όμορφο άντρα, μα πολύ γυναικά, που δεν δίστασε να πηδήξει την υποτιθέμενα καλύτερή μου φίλη και μάλιστα μες το σπίτι μας και να τους πιάσω και στα πράσα.

Μετά, πέρασα μια φάση κατάθλιψης, για να πέσω τελικά στην αγκαλιά του «μίστερ τέλειου» να ξετρελλαθώ με τις απολαυστικές στιγμές ηδονής, ρομαντισμού και συναισθήματος που μου προσέφερε.

Μέχρι που κι αυτός, όπως όλοι, μόλις βρήκε μια άλλη που πρόθυμα θα άνοιγε τα σκέλια της και θα του προσέφερε στο πιάτο μια νέα και λαχταριστή σαρκική εμπειρία, με παράτησε.

Καθήκια!

Στεκόμουν μπροστά σε έναν άνθρωπο που όλοι θα αποκαλούσαν «καλό παιδί». Με καλούς τρόπους, με ευαισθησίες και έξυπνο. Δεν ήταν αυτός που θα παρακαλούσα κάθε βράδυ να τρώει λαίμαργα το κορμί μου, αλλά ήταν αυτός που θα μπορούσα να εμπιστευτώ.

Και παντρευτήκαμε!

…………..


- «Ναι μητέρα. Ο,τι πείτε. Θα το κανονίσω εγώ, μην σας απασχολεί καθόλου»

-…..

- «Μα ναι. Ασφαλώς και θα κανονίσουμε με τον δικό σας γιατρό, μην ανησυχείτε. Ε… μητέρα, σας αφήνω τώρα γιατί μου χτυπάνε το κουδούνι. Αντίο»

κλάτς!

«Αι στο διάολο, μητέρα!» μονολόγησα.

Η μάνα του Βασίλη ήταν κάτι παραπάνω από φορτική. Μου είχε σπάσει τα νεύρα. Όλο υποδείξεις, όλο παρατηρήσεις και όλο σχόλια ήταν. Της την είχε δώσει πολύ στα νεύρα που για μένα ήταν δεύτερος γάμος ενώ για το βλαστάρι της ήταν ο πρώτος. Είχε την απαίτηση να την αποκαλώ «μητέρα», πράγμα που φυσικά εγώ σπανίως έκανα, κι όταν το έκανα, είχα πάντα ειρωνικό ύφος. Όχι μόνο επειδή δεν το ένιωθα, αλλά επειδή ήθελα και να της την σπάσω με το ύφος μου!

Ήμασταν παντρεμένοι ήδη ενάμιση χρόνο. Στη δουλειά είχα πάρει μετάθεση σε κάποιο άλλο τμήμα, γιατί δεν επιτρεπόταν να δουλεύουν συγγενείς στον ίδιο χώρο.

Δεν μου άρεσε πολύ η δουλειά που έκανα. Ήταν βαρετή και δίχως το ενδιαφέρον που είχε η προηγούμενη θέση μου, αλλά επέλεξα να είμαι εγώ αυτή που θα φύγει, για να ευχαριστήσω τον Βασίλη.

Ενάμιση χρόνο μετά, ο γάμος μας είχε ήδη γίνει μια ρουτίνα. Το πρωί πηγαίναμε μαζί στη δουλειά. Εγώ τελείωνα πάντα πρώτη, γύριζα σπίτι και μαγείρευα και μετά από κανένα δίωρο γύριζε κι ο Βασίλης κουρασμένος. Τρώγαμε, αυτός ξάπλωνε λίγο, εγώ έκανα δουλειές στο σπίτι και όταν ξυπνούσε πίναμε καφέ.

Το βράδυ τρώγαμε στις 9 και μετά βλέπαμε λίγο τηλεόραση. Στις 11 το πολύ έπρεπε να πέσουμε για ύπνο και ούτε συζήτηση για λίγο ποτό. Είχαμε μόνο ένα μπουκάλι ουίσκι και μερικά μπουκάλια κρασί. Το κρασί ήταν το μόνο που μου «επιτρεπόταν» να πιω. Η βότκα δεν έμπαινε στο σπίτι μας. Βλέπετε η … «μητέρα» ισχυριζόταν ότι το ποτό ήταν ο λόγος που εγώ δεν καταφέρνω να τους κάνω ένα εγγόνι και κάθε τρεις και λίγο μού έδινε τηλέφωνα ειδικών γιατρών για να λύσω το πρόβλημά μου. Γιατί βέβαια, εγώ αποκλειστικά έφταιγα. Όχι το γεγονός ότι για να κάνουμε έρωτα με το γιο της έπρεπε να κλείσω ραντεβού δυο βδομάδες νωρίτερα… Κι όποτε κάναμε, ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο και σύντομο.

Κάθε Πέμπτη ο Βασίλης πήγαινε στις συναντήσεις κάποιας συμβουλευτικής ομάδας. Από τότε που είχε πεθάνει η αδερφή του, είχε ξεκινήσει τις συνεδρίες, αλλά τώρα πια, ήταν αυτός που συμβούλευε τους άλλους πώς να παλέψουν με την κατάθλιψη.

Τις Πέμπτες εγώ πήγαινα στο γυμναστήριο για να βγάλω όλη την αρνητική ενέργεια που με κυρίευε. Ένιωθα πνιγμένη, σκασμένη και μίζερη.

Μια Πέμπτη λοιπόν, μια κοπέλα που είχα γνωρίσει στο γυμναστήριο, η Μαρία, μου πρότεινε να πάμε για καφέ στην περιοχή της. Εκείνη έμενε μακριά από εμένα, αλλά η δουλειά της ήταν δίπλα στο γυμναστήριο, γι’ αυτό τη βόλευε. Με πήρε με το αυτοκίνητό της και πήγαμε για καφέ σε μια ωραία καφετέρια κοντά στο δικό της σπίτι.

Αρχίσαμε το κουτσομπολιό και η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Ήμουν ασυνόδευτη, οπότε μπορούσα να πιω και καμιά βοτκίτσα. Ήπια δύο και όταν είδα τι ώρα ήταν, της είπα ότι έπρεπε να φύγω. Πλήρωσα τον καφέ της και τα ποτά μου και φύγαμε.

«Μαρία, σ’ευχαριστώ πολύ. Πέρασα πολύ ωραία. Ξεχάστηκα λίγο και χαλάρωσα!»

«Αχ, κι εγώ πέρασα πολύ ωραία Βάλια. Να το ξανακάνουμε. Ελα τώρα να σε πάω μέχρι κάποιο σημείο με το αυτοκίνητο»

«Όχι, όχι, δεν χρειάζεται. Θέλω να περπατήσω λίγο. Να, θα περπατήσω μέχρι τη στάση του μετρό. Δεν είναι μακριά. Καληνύχτα και πάλι σ’ευχαριστώ»

Και τότε η μίζερη και βαρετή ζωή μου, αποφάσισε πάλι να αλλάξει.

Περπατούσα αργά και χαλαρά, ζαλισμένη λίγο από τις δύο βότκες – μιας που πλέον τις είχα ξεσυνηθίσει. Καθώς πλησίαζα στην στάση ο κόσμος πλήθαινε. Περπατούσαν όλοι βιαστικά στον κεντρικό αυτό δρόμο. Μέσα στο χαλαρό μου μυαλό μπορούσα να ακούσω τις ομιλίες τους, διάφορες λέξεις διάσπαρτες που όλες μαζί δεν έβγαζαν νόημα, αλλά για τον κάθε έναν άνθρωπο ξεχωριστά ήταν μια σκέψη, μια συζήτηση, μια ευχή… Αχ! Μέσα σ’όλες αυτές τις ανάκατες λέξεις, μέσα στο πλήθος μού φάνηκε ότι άκουσα και το όνομά μου. Τι παράξενο τελικά. Μέσα στην οχλαγωγία να νιώθεις ότι κάποιος σε φωνάζει. Βάλια… Βάλια… Βάλια…

«Βάλιααα!»

Γύρισα απότομα και τρομαγμένη. Μια φιγούρα ερχόταν τρέχοντας από μακριά σαν κυνηγημένη. Περνούσε ανάμεσα στο πλήθος, έσπρωχνε, σκόνταφτε, μα συνέχιζε να τρέχει προς το μέρος μου.

«ΒΑΛΙΑΑΑ!!!!»

Προσπαθούσα να καταλάβω ποιος ήταν. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και δεν έβλεπα πολύ καθαρά.

«Σταμάταααα! Περίμενε, Βάλιααα!»

Η φιγούρα άρχισε να πλησιάζει αρκετά κι εγώ είχα σταματήσει στη μέση του δρόμου και περίμενα κοιτώντας με απορία…

Μαρμάρωσα. Πάγωσα. Κέρωσα.

Ήταν αυτός! Ήταν ο Στέφανος! Ο Στέφανος κατακόκκινος, ιδρωμένος, με βλέμμα γεμάτο απελπισία και, πάνω απ’ όλα, βουρκωμένος!

Σταμάτησε λαχανιασμένος μπροστά μου.

«Βάλια μου, αγάπη μου, σε βρήκα!»




(συνεχίζεται….)

4.17.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 5ο

Ήταν μια ζεστή βραδιά και όλοι ήμασταν ακριβώς στην ώρα μας.

Από μακριά είδα τον Βασίλη και τη Μαρίνα και τους χαιρέτησα χαμογελαστή κουνώντας σαν μικρό παιδί το χέρι μου.

Συναντηθήκαμε μπροστά στην είσοδο του εστιατορίου. Η Μαρίνα μου χαμογέλασε ζεστά κι έριξε μια γρήγορη ματιά στον Στέφανο. Ο Βασίλης είχε το σοβαρό του και καλησπέρισε χωρίς πολλά-πολλά. Τους σύστησα και μπήκαμε στο εστιατόριο….

Σας έχει συμβεί κάποια στιγμή της ζωής σας να θυμηθείτε ένα γεγονός του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσετε ότι το συγκεκριμένο γεγονός στην ουσία ήταν μια αποκάλυψη της γυμνής αλήθειας, μα εσείς, τυφλοί, δεν μπορέσατε να την δείτε εγκαίρως?...

Σας έχει συμβεί να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο λέγοντας «μα τι βλάκας ήμουν, δεν έβλεπα τι γινόταν μπροστά στα μάτια μου»?...

Εμένα ναι, μου συνέβη. Τώρα, μετά από καιρό πια, μπορώ να τα θυμάμαι και να τα διηγούμαι. Αλλά τότε έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου…

Η βραδιά μας κύλησε ήρεμα. Εγώ καθόμουν απέναντι από τον Βασίλη κι η Μαρίνα απέναντι από τον Στέφανο. Για κάποιο ανεξήγητο, τότε, λόγο μου είχε φανεί ότι η Μαρίνα είχε επιδιώξει να καθήσουμε κατά αυτόν τον τρόπο.

Δόξα τω Θεώ, ηλίθια δεν ήμουν. Την είχα δει πώς κοιτούσε στα πεταχτά τον Στέφανο, αλλά έκανα πως δεν έδινα σημασία. Στο κάτω-κάτω ίσως να ζήλευε που ο Βασίλης μού είχε τόση αδυναμία τελικά.

Εκείνη δεν ήταν εντυπωσιακή. Ήταν όμως καλλιεργημένη και χαριτωμένη μπορώ να πω. Ταίριαζε με τον Βασίλη, μιας που ούτε αυτός ήταν ο άντρας που όλες οι γυναίκες θα ποθούσαν στο κρεββάτι τους. Προφανώς είχε βρει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου το ιδανικό ταίρι, γιατί αλλιώς δεν μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός ότι ήταν μαζί τόσα χρόνια, συζούσαν, αλλά δεν ήθελαν να παντρευτούν.

Στη διάρκεια του δείπνου μιλήσαμε για τις δουλειές μας, τα ενδιαφέροντά μας, για τον κινηματογράφο, τα βιβλία, τη μουσική και, φυσικά, το φαγητό, μιας που το εστιατόριο που είχε διαλέξει ο Στέφανος ήταν πραγματικά μια άριστη επιλογή.

«Αλήθεια» του είπε η Μαρίνα με λίγο νάζι και κοιτώντας τον στα μάτια «έρχεστε συχνά σε τόσο όμορφα εστιατόρια? Είσαι ένας μπον-βιβέρ Στέφανε?». Εκείνος χαμογέλασε γοητευτικά και της απάντησε «πάντα..». Εγώ έριξα μια ματιά στον Βασίλη κι αυτός σε εμένα.

Κάποια στιγμή, ενώ μιλούσαμε για μια έκθεση φωτογραφίας που ήθελε ο Στέφανος να πάμε, η Μαρίνα πάλι άλλαξε θέμα συζήτησης και ρώτησε ευθέως «Θα παντρευτείτε?». Αμέσως ο Βασίλης την αγριοκοίταξε και της είπε «Μαρίνα!»

«Γιατί..’Μαρίνα’ Βασίλη? Πειράζει που τα ρωτάω τα παιδιά?»

«Κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις και δεν είναι του τύπου σου»

«Δεν νομίζω να με παρεξήγησε η Βάλια. Ε, Βάλια?»

Εγώ, ξεροκαταπίνοντας, αποκρίθηκα «Όχι, αλλοίμονο, απλά, να, εμείς είμαστε πολύ λίγο καιρό μαζί και ούτε καν έχει περάσει από το μυαλό μας κάτι τέτοιο»

Και τότε με διέκοψε ο Στέφανος όμως για να της πει με ένα πλατύ χαμόγελο «Είμαι κατά του γάμου!»

Επικράτησε σιγή στο τραπέζι. Δεν είχα συζητήσει ποτέ με τον Στέφανο το κεφάλαιο ‘γάμος’ γιατί θεωρούσα ότι ήταν πάρα πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Αλλά το να ακούω από τα χείλη του αυτή τη φράση και μάλιστα χαμογελαστά, με πείραξε.

«Ώστε κι εσύ κατά του γάμου, ε?» συνέχισε η Μαρίνα. «Καλή διασκέδαση Βάλια!» μου είπε πονηρά.

Ο Βασίλης εξοργίστηκε. «Μπορείς να μου πεις τι παριστάνεις τώρα?»

«Ηρεμήστε, ηρεμήστε» διέκοψα εγώ. «Δεν έγινε και τίποτα Βασίλη, συζήτηση κάνουμε, προς Θεού, δεν θα μαλώσουμε κιόλας»

Αν εξαιρέσει κανείς αυτή τη μικρή σεισμική δόνηση, η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ομαλά και όμορφα.

Η Μαρίνα συνέχισε να είναι ο αρχηγός στις συζητήσεις και αυτό ομολογώ ότι με ενόχλησε. Ό,τι και να συζητούσαμε, εκείνη φρόντιζε να επεμβαίνει και να κάνει ερωτήσεις πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Ήταν ψυχολόγος στο επάγγελμα, αλλά χωρίς να το καταλάβει γινόταν κουραστική στην παρέα, γιατί οτιδήποτε τολμούσε να πει κανείς, εκείνη έπρεπε να το αναλύσει και να το ερμηνεύσει επιστημονικά.

Ερωτήσεις όπως «και ποιός είπαμε ότι είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας?» ή «ώστε προτιμάς τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και όχι τις έγχρωμες?» και «εσύ, μια καλλιτεχνική ψυχή, πώς και έγινες μαθηματικός?» έχαναν το φιλικό χαρακτήρα τους και αποκτούσαν έναν άλλον, πιο καχύποπτο, πιο πονηρό.

Κάτι δεν μου πήγαινε καλά.

Κάτι δεν μου πήγαινε καθόλου καλά…..

Την άλλη μέρα ήμουν στη δουλειά στην ώρα μου. Ετοίμασα τον καφέ μου όπως πάντα και άρχισα τη δουλειά μου. Μόνο όταν η ώρα πήγε 8.45 άρχισα να ανησυχώ για τον Βασίλη. Τόσα χρόνια τον ήξερα, δεν είχε αργήσει ποτέ. Του τηλεφώνησα στο κινητό του τηλέφωνο.

«Παρακαλώ?»

«Βασίλη, η Βάλια είμαι, καλημέρα»

«Καλημέρα Βάλια, ανεβαίνω» είπε και μου το’κλεισε.

Όταν τον είδα μού φάνηκε διαφορετικός. «Είσαι καλά?» τον ρώτησα. «Μια χαρά» μού απάντησε και για όλη την υπόλοιπη μέρα δεν μου μίλησε σχεδόν καθόλου.

Ο δε Στέφανος είχε κλειστό το δικό του κινητό και μου τηλεφώνησε κατά τις 12 το μεσημέρι να μου πει να βρεθούμε το απόγευμα για καφέ.

«Πού είσαι όλο το πρωί? Σου έκανα πέντε κλήσεις, δεν τις είδες?» είπα λίγο εκνευρισμένη.

«Άργησα να σηκωθώ αγάπη μου και πήγα κατ’ευθείαν στο φροντιστήριο για μάθημα. Τώρα μπόρεσα να ξεκλέψω λίγα λεπτά για να σου μιλήσω»

Κι όμως, κάτι δεν μου πήγαινε καλά….

Τις επόμενες τρεις μέρες ήμουν πολύ μπερδεμένη. Ο Βασίλης ερχόταν με ένα παράξενο ύφος στη δουλειά και, αν δεν κάνω λάθος, δεν μιλούσε με τη Μαρίνα στο τηλέφωνο καθόλου. Ο Στέφανος είχε πολλή δουλειά και δεν είχα πάει καθόλου από το διαμέρισμά του.

Την Παρασκευή όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, είπα να του ανάψω λίγο τα αίματα.

«Σήμερα τι ώρα να έρθω μωρό μου? Τη γνωστή? Μου έχεις λείψει και σε θέλω! Τι κολπάκια θα μου κάνεις σήμερα μωρό μου?»

Και τότε, έγινε το πρώτο σοβαρό.

«Αγάπη μου, να έρθεις καλύτερα αύριο το πρωί? Είμαι ένα πτώμα από όλη τη βδομάδα και θέλω σήμερα να γυρίσω σπίτι, να φάω και να κοιμηθώ»

Πήγα το Σάββατο το πρωί. Ήταν ξύπνιος κι έπινε καφέ. Μαγειρέψαμε, φάγαμε, κοιμηθήκαμε, το βράδυ βγήκαμε για ποτό και μετά όταν γυρίσαμε σπίτι τον στρίμωξα γιατί ήθελα να τον νιώσω μέσα μου σαν τρελλή.

Κάναμε σεξ! Κάναμε άγριο σέξ, μα όχι έρωτα. Ήταν το ίδιο δυνατό και πρόστυχο όπως τις άλλες φορές, αλλά κάτι έλειπε.

Δεν του είπα τίποτα γιατί δεν ήθελα πρώτα να δω αν θα συνεχιστεί αυτό για πολύ.

Αυτό συνεχίστηκε για τρεις εβδομάδες. Εγώ σταμάτησα να πηγαίνω από τις Παρασκευές, αυτός σταμάτησε να μου κάνει έρωτα, μα απλώς με πηδούσε, ενώ ο Βασίλης μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο σοβαρός.

Μέχρι που μία Παρασκευή ο Στέφανος μού ζήτησε να μην πάω καθόλου για το Σαββατοκύριακο. Ρώτησα γιατί, μα μου είπε ότι θέλει να ξεκουραστεί γιατί προετοιμάζει τους μαθητές του για εξετάσεις.

Ολο το Σαββατοκύριακο είχε κλειστό το κινητό του. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Του είχα στείλει γύρω στα είκοσι μηνύματα και είχα κάνει πάνω από τριάντα κλήσεις χωρίς αποτέλεσμα.

Τη Δευτέρα το πρωί, πήγα στη δουλειά 8.25 και βρήκα τον Βασίλη εκεί. Βρήκα τον Βασίλη κουρέλι κι έτρεξα προς το μέρος του.

«Βασίλη? Τι έχεις? Τι συμβαίνει? Εγινε κάτι? Μίλησέ μου!»

Αυτός με κοιτούσε κλαμμένος και δεν είχε δύναμη ούτε να μου μιλήσει. Είχα να τον δω έτσι από τότε που είχε πεθάνει η αδερφή του.

«Βασίλη, πες μου παιδί μου, τι έγινε? Με τρομάζεις!»

Και τότε ο Βασίλης με αγκάλιασε και κλαίγοντας γοερά μου είπε:

«Συγχώρεσέ με Βάλια. Συγχώρεσέ με..»

«Γιατί να σε συγχωρέσω? Εκανες κάτι? Πες μου!»

«Με παράτησε, Βάλια. Με παράτησε. Η Μαρίνα με παράτησε για πάντα. Η Μαρίνα, ναι, η Μαρίνα μου με παράτησε για.... για να φύγει με τον Στέφανό σου!!!»

(συνεχίζεται…)

4.02.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 4ο

Είχαν περάσει τρεις μήνες από εκείνη την ημέρα που τσακώθηκα άσχημα με τον Βασίλη.

Δεν το ξέχασα ποτέ εκείνο το πρωινό. Μέχρι σήμερα το θυμάμαι και βρίζω τον εαυτό μου που ήμουν τόσο τυφλή και δεν έβλεπα αυτά που ήταν κάτω από τη μύτη μου.

Εκείνο το πρωί μας άκουσε όλη η εταιρία. Ανταλλάξαμε πολύ βαριές κουβέντες και στο τέλος εγώ κατέληξα στην τουαλέτα κλαίγοντας ενώ ο Βασίλης πήρε το σακάκι του και, μονολογώντας δυνατά «δεν κάθομαι λεπτό παραπάνω σ’αυτό το μπουρδέλο», έφυγε κοπανώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Εκείνη την ημέρα δούλεψα μέχρι τις 11 το βράδυ γιατί, χωρίς το Βασίλη και με τα όσα είχαν προηγηθεί, η δουλειά έμεινε πολύ πίσω. Ανά διαστήματα με έπιαναν τα κλάματα και μου ‘ρχόταν να ετοιμάσω την παραίτησή μου και να του την αφήσω στο γραφείο του ώστε να την βρει το επόμενο πρωί. Τον μισούσα. Τόσα χρόνια ήμασταν οι καλύτεροι συνεργάτες, οι καλύτεροι φίλοι και όλα αυτά τα είχε τινάξει στον αέρα.

Δεν λέω, είχε δίκιο. Είχα αργήσει αφάνταστα εκείνο το πρωί. Αλλά τόση οργή? Τόσο μίσος? Με το που με είδε άρχισε να ουρλιάζει, να φωνάζει μες τα μούτρα μου. «Έχεις τρελλαθεί τελείως? Τι το πέρασες εδώ? Το μπακάλικο του μπαμπά σου, να έρχεσαι και να φεύγεις όποτε γουστάρεις? Ποια νομίζεις ότι είσαι? Ένα τίποτα είσαι εδώ μέσα. Είσαι αυτό που λέω ΕΓΩ ότι είσαι. Χτες έλεγα ότι είσαι αστέρι, σήμερα λέω ότι είσαι σκατά! Τ’ ακούς κορίτσι μου? ΣΚΑΤΑ!!!!»

Άρχισα κι εγώ τότε να φωνάζω. Και τι δεν του είπα. Ότι είναι απαίσιος, ότι είναι κομπλεξικός, ότι είναι τούβλο με δώδεκα τρύπες, ότι είναι ανάγωγος και βλάκας και αν νομίζει ότι η εταιρία του έχει δώσει το δικαίωμα να μιλάει μ’αυτόν τον τρόπο, είναι βαθιά νυχτωμένος. Ότι τόσα χρόνια δεν είχα δώσει κανένα δικαίωμα και ότι μια ζωή ανεχόμουν τις ηλίθιες παραξενιές του, τις βλακώδεις παρατηρήσεις του, τα άνοστα αστεία του και τους βαρετούς καφέδες μετά τη δουλειά μαζί του. Ότι σκατά ήμουν τόσο καιρό που δεν του έλεγα κατάμουτρα πόσο κουραστικός και βαρετός είναι, αλλά σεβόμουν ότι ήταν παλιότερος, ότι είχε μεγαλύτερη θέση και ότι ήταν καταθλιπτικός από τότε που πέθανε η αδερφή του.

Με κοίταξε για τρία δευτερόλεπτα, έσφιξε τα δόντια και μου ‘πε «είσαι μεγάλη πουτάνα». Τότε εγώ έτρεξα στην τουαλέτα κι έβαλα τα κλάματα. Όταν επέστρεψα στο γραφείο μου έτοιμη να του πω ότι παραιτούμαι, έμαθα ότι είχε φύγει βρίζοντας.

Πέρασαν τρεις μήνες από τότε και, ενώ δεν παραιτήθηκα, τα πράγματα μεταξύ μας είχαν γίνει πολύ δύσκολα. Μιλούσαμε ελάχιστα μες την ημέρα και αποκλειστικά και μόνο για υπηρεσιακά ζητήματα. Δεν αργούσα ούτε μισό λεπτό το πρωί κι όταν έπρεπε να καθήσω υπερωρία, δεν με ρωτούσε αν μπορώ, απλά μου το ανακοίνωνε.

Το παράξενο ήταν ότι η απόδοση και των δύο μας συνέχιζε να είναι πάρα πολύ καλή και ο διευθυντής μας στην ουσία δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα γιατί όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια στο τμήμα μας.

Μέσα σ’αυτή τη δύσκολη κατάσταση, ο μόνος που με βοηθούσε να ξεχαστώ ήταν ο Στέφανος. Αχ.. ο Στέφανος!

Ήμασταν πλέον ζευγάρι. Τρεις μήνες πια μαζί. Την ημέρα του καυγά μου με τον Βασίλη, μιλήσαμε δυόμισι ώρες στο τηλέφωνο με τον Στέφανο. Εγώ έκλαιγα κι αυτός με παρηγορούσε και με συμβούλευε να ηρεμήσω και, πάνω απ’ όλα, να μην παραιτηθώ. Ήταν τόσο καλός μαζί μου. Μετά από μερικές μέρες ξαναβρεθήκαμε, πήγαμε πρώτα για ένα ποτάκι, για δύο ποτάκια, για τρια ποτάκια και μετά στο σπίτι του.

Εκεί, ήπιαμε το τέταρτο ποτάκι και μετά έζησα επιτέλους τον έρωτα. Τον έρωτα έτσι όπως δεν τον είχα ξαναζήσει με κανέναν από τους προηγούμενους δεσμούς μου. Ήταν απίστευτος, ήταν γεμάτος ένταση και αισθησιασμό. Με άρπαξε από τη μέση και με φίλησε με πάθος στα χείλη. Φιλιόμασταν δεν ξέρω κι εγώ για πόση ώρα, γιατί ο χρόνος σταμάτησε για μένα εκείνη τη στιγμή. Φιλώντας με, με οδήγησε στο υπνοδωμάτιό του. Εκεί μου ξεκούμπωσε σαν τρελλός το πουκάμισο ενώ εγώ του τραβούσα με μανία το κοντομάνικο μπλουζάκι του. Με πέταξε στο κρεββάτι και όρμησε πάνω μου. Ήταν απίστευτος!

Δεν θυμάμαι πότε αποχωρίστηκα την φούστα μου και το καλσόν μου, θυμάμαι με τι λαχτάρα τα στήθη μου βγήκαν από το σουτιέν τους λες και είχαν δική τους θέληση, λες και τον έψαχναν απεγνωσμένα. Θυμάμαι με τι λαιμαργία τα ρούφηξε και τα έκανε να ξανανιώσουν επιθυμητά και ερεθισμένα. Θυμάμαι τη μυρωδιά του παντού στο σώμα μου, να με φιλάει, να με δαγκώνει, να με γλύφει παντού σαν τρελλός, σαν μανιακός, σαν πεινασμένος. Ξαπλωμένη στο κρεββάτι, με τα χέρια μου να χαιδεύουν πότε την πλάτη του, πότε τα μαλλιά του και πότε τα στήθη μου, τον άφησα να ακολουθήσει το ένστικτό του, να κατέβει χαμηλά στο σώμα μου και να ικανοποιήσει τις ορέξεις του για έντονο σεξ. Τελείωσα ουρλιάζοντας από ηδονή, απόλαυση και λαγνεία. Με βούτηξε και ζήτησε με το βλέμμα να του ανταποδώσω την γενναιόδωρη προσφορά του. Εσκυψα και απολαύσαμε και οι δύο την δική μου λαιμαργία, που τόσο καιρό είχα μείνει «νηστική». Ετοιμος πια να «επιτεθεί» με ξαναπέταξε στο κρεββάτι και με ορμή μπήκε μέσα μου. Χάθηκα σ’έναν κόσμο αισθήσεων, χρωμάτων, αρωμάτων και ήχων. Δεν ήταν απλώς αυτά που κάναμε. Ήταν η πρωτόγνωρη ένταση που ένιωθα. Μια αύρα, ένα κύμα, μια αόρατη δύναμη. Όλα μέσα μου ταρακουνήθηκαν, σώμα και ψυχή. Τελείωσα πάλι ουρλιάζοντας από ηδονή….

Τρεις μήνες είχαν περάσει. Κάθε μέρα βλεπόμασταν, πότε έξω, πότε στο σπίτι του. Κάθε Παρασκευή βράδυ πήγαινα σπίτι του και μέναμε μαζί μέχρι την Δευτέρα το πρωί που έφευγα για τη δουλειά. Κάθε φορά που κάναμε έρωτα έχανα τα λογικά μου. Ισως επειδή τον είχα ερωτευτεί τόσο τρελλά, πάθαινα αυτή την ερωτική υστερία μαζί του. Δεν ξέρω. Ξέρω ότι τότε ήμουν σίγουρη ότι είχα βρει τον άντρα των ονείρων μου. Αυτόν που είναι κούκλος, γυμνασμένος, μορφωμένος, έξυπνος, ευαίσθητος και στο κρεββάτι ταύρος! Θα μπορούσα να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου με έναν τέτοιο άντρα. Τα βράδια που κοιμόμουν σπίτι μου, μου έλειπε πολύ και έκανα όνειρα ότι μια μέρα θα μου ζητούσε να συγκατοικήσουμε και μια άλλη μέρα θα μου ζητούσε να τον παντρευτώ. Είχα καταντήσει σαν μια ερωτευμένη έφηβος.

Οσο για τη δουλειά… Είχα σταματήσει να την θεωρώ «παιδί μου». Συνέχιζα να είμαι υπάλληλος υψηλού επιπέδου και να δουλεύω σκληρά αλλά πλέον η πρώτη μου προτεραιότητα ήταν ο σύντροφός μου, ο αγαπημένος μου, ο κολλητός μου, το φιλαράκι μου, μα και ο εραστής μου, ο Στέφανος. Ο Στέφανος και τα μελί του μάτια, τα ξανθά του μαλλιά, η γλυκιά φωνή του, οι υπέροχες συζητήσεις μας και το ακόμα πιο υπέροχο και άγριο σεξ μας.

Τρεις μήνες πέρασαν. Εκείνη τη Δευτέρα λοιπόν είχα πάει με άλλη διάθεση στη δουλειά μου. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχα κάνει μια μεγάλη και πολύ σημαντική συζήτηση με τον Στέφανο. Με θέμα … τον Βασίλη. Μιλήσαμε με τις ώρες. Το εξαντλήσαμε το θέμα και καταλήξαμε κάπου.

Μπαίνοντας στο γραφείο, ο Βασίλης δεν είχε έρθει ακόμα. Η ώρα ήταν 8.25 και πήγα να βάλω έναν καφέ. Γυρίζοντας στη θέση μου, τον είδα. Είχε ήδη καθίσει και κοιτούσε κάτι χαρτιά.

«Καλημέρα» του είπα χαμογελώντας ελαφρά.
«Καλημέρα» μου απάντησε κοιτώντας τα χαρτιά του.

Κάθισα, άναψα τον υπολογιστή μου κι ήπια μια γουλιά καφέ.

«Συμβαίνει κάτι? Σε βλέπω προβληματισμένο» του είπα.

«Ναι ρε γαμώτο, θέλω να…» και σταμάτησε απότομα. «Εντάξει είμαι, σ’ ευχαριστώ» συμπλήρωσε.

Πήγα δίπλα του. Κάθισα ελαφρά πάνω στο γραφείο του. Αυτός σήκωσε το βλέμμα του και αυστηρά μου είπε «τι συμβαίνει? Έχω δουλειά, σε παρακαλώ, αν δεν σε πειράζει…»

«Με πειράζει», του απάντησα. «Θέλω να μιλήσουμε»

«Εχω δουλειά»

«Θα την δούμε μαζί τη δουλειά»

«Δεν γίνεται»

«Γίνεται. Αν θες εσύ, όλα γίνονται»

«Τι θες Βάλια?»

«Ωπα? Με φώναξες με το όνομά μου?»

Εμεινε για λίγο αμίλητος. Με κοιτούσε στα μάτια. Τον κοιτούσα κι εγώ. Ήταν τόσο καλούλης, τόσο γλυκούλης, τόσο φιλότιμος. Θυμήθηκα την κακία που του είχα πει πριν τρεις μήνες για την αδερφή του. Βούρκωσα.

«Βασίλη, συγνώμη..»

Αυτός μόλις με είδε να δακρύζω, γούρλωσε τα μάτια, σηκώθηκε πάνω και μου είπε «Πάμε στην αίθουσα συσκέψεων. Τώρα!»

Τον ακολούθησα. Μπήκαμε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.

«Τι θες Βάλια?»

«Να γίνουμε φίλοι»

«Μπα? Για να σκυλοβαρεθείς πάλι μαζί μου?»

«Συγνώμη. Τι άλλο να σου πω? Μου είπες ότι είμαι σκατά για σένα. Τι ήθελες να σου πώ?»

«Δεν είπα ότι είσαι για μένα! Αυτό κατάλαβες?»

Εμένα με είχαν πάρει πλέον τα ζουμιά.
«Ναι, όχι για σένα, για την εταιρία. Τέλος πάντων, δεν θέλω να το συζητήσω. Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για όλα όσα σου είπα τότε. Δεν τα εννοούσα. Σε εκτιμώ αφάνταστα και μου λείπεις. Θέλω να γίνουμε πάλι αυτό που ήμασταν. Συγνώμη Βασίλη, συγνώμη, συγνώμη!» του είπα και πλέον ξέσπασα σε κλάματα.

Αυτός με αγκάλιασε σφιχτά και μου ‘πε «εγώ είμαι αυτός που σου χρωστάει μια συγνώμη. Εγώ το ξεκίνησα εκείνη τη μέρα. Επρεπε να φερθώ πολιτισμένα. Εγώ φέρθηκα σαν ζώον..»

Μείναμε αγκαλιασμένοι για λίγο. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που τα βρήκαμε! Είχα πάλι τον κολλητό μου, τον συνεργάτη μου, το άλλο μου μισό!

«Ελα, σταμάτα το κλάμμα, μου λερώνεις το πουκάμισο!» είπε δήθεν αυστηρά.

Εγώ γέλασα. «Θες να βγουμε το βράδυ?» του είπα.

Σάστισε για λίγο. «Τι εννοείς?»

«Εσύ, η Μαρίνα, εγώ κι ο Στέφανος. Θες να βγούμε το βράδυ? Θέλει τόσο πολύ να σας γνωρίσει, σε παρακαλώ Βασίλη, θέλω τόσο πολύ να κάνουμε παρέα και…»

«Εντάξει, εντάξει, σταμάτα πια τη μουρμούρα. Θα τηλεφωνήσω στη Μαρίνα και αν δεν έχει κανονίσει κάτι άλλο, βγαίνουμε»

Τον αγκάλιασα σφιχτά. «Σ’ευχαριστώ, σ’ευχαριστώ, σ’ευχαριστώ!!» του είπα μες τη χαρά.

Γυρίσαμε στα γραφεία μας. Μέχρι το μεσημέρι τα είχαμε κανονίσει όλα. Η Μαρίνα αμέσως συμφώνησε να βρεθούμε. Είχε στεναχωρεθεί κι εκείνη από αυτήν την ιστορία. Ο δε Στέφανος, πρότεινε να κλείσει τραπέζι σε ένα καλό εστιατόριο και όλοι συμφωνήσαμε.

Έτσι, το ίδιο βράδυ, ο Βασίλης με τη Μαρίνα, ο Στέφανος κι εγώ βγήκαμε μαζί.

Και τότε άρχισαν όλα!

(συνεχίζεται…)