1.26.2007

Only You - μέρος 10o

«Μα τι κίνηση είναι αυτή σήμερα? Την τύχη μου μέσα!» είπε φανερά εκνευρισμένος ο Α. «Οχι τιποτ’άλλο, θα πάω στον Χ αργοπορημένος και θα μου τα πρήξει! Κι άλλη όρεξη δεν είχα, ειδικά αυτές τις μέρες που αρπάχτηκα και με την άλλην!»

Η ... «άλλη» ήταν η τελευταία κατάκτησή του!

Ο Α, σε αντίθεση με τον Χ, ήταν από μικρός και μέχρι σήμερα γυναικάς. Ενώ και οι δύο ήταν γοητευτικοί στα νιάτα τους και με πολλές κατακτήσεις, ο Χ ήταν πάντα υπέρ της ποιότητας, ενώ ο Α υπέρ της ποσότητας. Ετσι, ενώ ο Χ είχε αρκετές και υγιείς σχέσεις στο ιστορικό του, ο Α είχε απλώς πάρα πολλές. Παρόλες τις διαφορές τους και σ’αυτόν τον τομέα, στο τέλος κατέληξαν να έχουν και μια ομοιότητα:

Ήταν μόνοι.

Οι σύζυγοί τους δεν ήταν πια δίπλα τους. Ο Χ, κάποτε είχε την Λ. Ο δε Α, κάποτε είχε την Μ.

Η Μ τον αγαπούσε από μικρή, μα αυτός της έδωσε την ευκαιρία να μπει στη ζωή του, παρά μόνο αφού είχε ήδη χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο.
Η πρώτη σύζυγος του A, τον είχε αφήσει για να φύγει με έναν φίλο του. Ο Α είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να την ξανακερδίσει, επιχειρώντας μέχρι και να συγκατοικήσει με εκείνην και τον «άλλον», αλλά ήταν μάταιος ο κόπος.

Η Μ ξανασυνάντησε τον Α λίγο μετά το διαζύγιό του. Τον αγάπησε πραγματικά. Στάθηκε δίπλα του, μα αυτός – όπως και ο αδερφός του βεβαίως, βεβαίως – δεν ήταν ικανός να δείξει τα συναισθήματά του. Η Μ δεν είχε την υπομονή της Λ, ούτε το χαρακτήρα της. Αντεξε δίπλα του πολλά χρόνια, μα οι συγκρούσεις ήταν πολλές. Ο Α και η Μ δεν χώρισαν ποτέ επισήμως, απλά μια μέρα η Μ τα μάζεψε κι έφυγε.

Η Μ με την Λ παρέμειναν φίλες. Μετά από τόσα χρόνια παντρεμένες με τους δύο εκρηκτικούς διδύμους, είχαν πάρα πολλά κοινά. Ακόμα και μετά την απομάκρυνσή της απο τον Α, η Μ διατήρησε την δυνατή και αδερφική της σχέση με την Λ και τον Χ. Εξ’άλλου, ο Χ με τον Α δεν τα ξαναβρήκαν ποτέ εκατό τοις εκατό, πράγμα που σήμαινε ότι όποιος είχε πληγωθεί από τον Α, ήταν φίλος για τον Χ.

Ώσπου μια μέρα, έφυγε η Λ απ’τη ζωή του Χ, τόσο απροειδοποίητα, τόσο απότομα, τόσο άδικα, τόσο πρόωρα, που όλα τα βάσανα που είχε ζήσει ο Χ εξ’αιτίας του αδερφού του φάνταζαν παιχνίδι μπροστά σ’αυτά που ένιωσε αφού έχασε την Λ.

Εμεινε μόνος. Μόνος σ’ένα άδειο σπίτι. Η κόρη του παντρεύτηκε και μετακόμισε αλλού. Ο δε Α, παιδιά δεν απέκτησε ούτε με την πρώτη, ούτε με τη δεύτερη σύζυγο. Έμεινε κι αυτός μόνος σ’ένα άδειο σπίτι.

Τι σύμπτωση...

Τώρα, ο Χ ήταν μόνος, χωρίς να υπάρχει κανένας τρόπος να φέρει πίσω τη Λ, ενώ ο Α ήταν μόνος και, παρόλο που θα μπορούσε να φέρει πίσω τη Μ, προτιμούσε να συναντά φίλους, να κάνει γνωριμίες και, τελευταίως, να βγαίνει με μία συγκεκριμένη κυρία.

Η τωρινή σύντροφος του Α ήταν μια παλιά γνωστή, με την οποία είχε βγει μερικές φορές, μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, λίγο μετά το διαζύγιό του από την πρώτη σύζυγο και λίγο πριν ξανασυναντηθεί με την Μ. ‘Ηταν μια σχέση που δεν κράτησε πολύ γιατί η κυρία έφυγε για να κάνει καριέρα στο εξωτερικό.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκείνη είχε αποφασίσει να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα. Είχε επικοινωνήσει με τον Α και τον είχε πετύχει στην φάση που η Μ τα είχε μαζέψει κι είχε φύγει. Ετσι, αναπτύχθηκε φιλία ανάμεσά τους και μετά - προφανώς - ειδύλλιον.

Η σχέση τους άλλαζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα από ειδύλλιο σε απλή φιλία και από απλή φιλία ξανά σε ειδύλλιο, κι αυτό γιατί εκείνη έβλεπε ότι ο Α κατά βάθος δεν σκόπευε να ζητήσει διαζύγιο από την Μ και να παντρευτεί για τρίτη (και φαρμακερή) φορά.

Επί του παρόντος, η σχέση τους βρισκόταν σε δύσκολη φάση, μιας που εκείνη είχε κουραστεί από την εναλλαγή του ειδυλλίου σε φιλία και αντίστροφα, ενώ κατά βάθος θα ήθελε μια πιο επίσημη σχέση με τον Α. Οι καυγάδες συνέβαιναν πλέον καθημερινά και ο Α δεν ήξερε πια τι προτιμούσε. Να είναι με αυτήν? Να είναι με την Μ? Ή να είναι εντελώς μόνος?

«Ρε φίλε, τι γίνεται και έχουμε όλοι κολλήσει σήμερα?» ρώτησε έναν νεαρό που ερχόταν καβάλα στη μηχανή του από το αντίθετο ρεύμα του δρόμου, όπου το μποτιλιάρισμα που επικρατούσε δεν ήταν τόσο έντονο.

«Εχει κλείσει η αστυνομία τη διασταύρωση των δύο λεωφόρων. Μια ομάδα νεαρών κάνει κάτι μικροεπεισόδια, για τη 17 Νοέμβρη. Ξέρετε. Αντι να τα κάνουν χτες, τους κάπνισε να τα κάνουν σήμερα»

«Μάλιστα....» έιπε ο Α.

Ανέβασε το τζάμι του παραθύρου του. Είχε ένα ύφος σκεπτικό και προβληματισμένο. Αναψε ένα τσιγάρο. «Τόσα χρόνια πέρασαν. Ακόμα εξακολουθεί ο κόσμος και κάνει φασαρίες? Τόσο πια τους χάλασε η χούντα?
Δεν ξεχνάνε ποτέ οι άνθρωποι? Τι στο διάολο» είπε και φύσηξε με δύναμη τον καπνό.

«Δεν λες πάλι καλά που λίγο μετά που ήρθα στην Ελλάδα, έγινε και το πραξικόπημα! Αλλιώς, ποιός ξέρει τι θα είχα απογίνει. Ποιός θα με ήξερε? Κανείς. Ούτε λεφτά θα’χα, ούτε αυτοκίνητα, ούτε γκόμενες. Α πα-πα-πα-πα! Βλάκας είναι ο κόσμος. Γι’αυτό δεν καταφέρνουν τίποτα στη ζωή τους. Κάθονται και διαμαρτύρονται και γκρινιάζουν για τη χούντα. Χα!! Γιατί, μήπως τώρα έχουμε δημοκρατία?

Μην πας μακρυά, κι ο Χ μια απ’τα ίδια είναι. Ο ταλαιπωρημένος αριστερός. Πφφφ.... Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Η χούντα, που τον κατέστρεψε, που τον ρήμαξε που, που, που. Χαζός, παιδί μου.

Εμείς όταν ήρθαμε Ελλάδα, επικρατούσε το χάος. Ο βασιλιάς τσακωνόταν με την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε, ο βασιλιάς με τους αποστάτες τα κάνανε πλακάκια.. Αστα! Της μουρλής! Μέσα σ’όλα, ο Χ το βιολάκι του. ‘Θέλω να γίνω γιατρός! Θέλω να γίνω γιατρός!’. Δεν βρίσκεις καμιά δουλειά λεω’γω γιατί μας βλέπω στο δρόμο σε λίγο καιρό? Ετσι του’πα. Κι αυτός τι έκανε? Εβαλε τη Λ να δουλεύει! Δούλευε η Λ, δούλευα εγώ και ο γιατρός σπούδαζε! Τι μας λες? Ελεγε η μάνα μας ‘άστον Α, άστον ήσυχο να τελειώσει τις σπουδές του’. Γιατί? Τον ενόχλησα εγώ ποτέ? Πφφφ... Αυτός τις σπουδές του κι εγώ τις δημόσιες σχέσεις μου. Η δουλειά που βρήκα ήταν ό,τι έπρεπε για να κάνω τις διασυνδέσεις μου. Να’ναι καλά ο θείος Νώντας και ο μανιακός συλλέκτης – πελάτης του, που ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου ξενοδοχείου κι έψαχνε για κόσμο. Ο Χ αρνήθηκε να ξεπέσει και να δουλέψει σε ξενοδοχείο κι έτσι, με μεγάλη μου χαρά, πήγα εγώ!

Τον αφήσαμε ήσυχο να σπουδάσει. Τι φταίω εγώ που μετά από λίγο καιρό έγινε το πραξικόπημα? Ε, εντάξει, ήταν άτυχος. Η δικτατορία έκανε τέτοιες κομπίνες, που οι φοιτητές ήταν πλέον ανίκανοι να αντιδράσουν. Τους πήρε και τους σήκωσε. Οι ντόπιοι ήταν πιο κωλοπετσωμένοι βέβαια. Ο Χ ήταν ‘ξένος’ γι’αυτούς. Ποιός θα καθόταν να ασχοληθεί με τα ‘θελω’ και τα ‘πρέπει’ του?

Εγώ εντωμεταξύ, έκανα τις υψηλές γνωριμίες μου. Πολύ υψηλές! Αχχχ.... Ας με άκουγε λίγο ο Χ, και όχι καρδιοχειρούργος, αλλά υπουργός υγείας θα ήταν σήμερα. Ολους τους ήξερα. Όλους! Μπαινόβγαιναν στο ξενοδοχείο. Κολλητοί με το αφεντικό μου. Αν τους μιλούσα για τον Χ, θα τον τακτοποιούσαν αμέσως.
‘Να μου κοπεί το χέρι!’ μού απάντησε όταν τόλμησα να του το προτείνω. Τον άφησα κι εγώ λοιπόν στην τύχη του. Και η τύχη του δεν ήταν καλή.

Τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ήρθε η πεθερά του απ’την Αίγυπτο, να δει τι απέγινε η κορούλα της. Εγώ παντρεύτηκα. Μείναμε όλοι μαζί. Εγώ με τη γυναίκα μου, αυτός με τη Λ, η πεθερά μου, η πεθερά του, η μάνα μας και η γιαγιά μας. Κόλαση! Χαμός! Της τρελλής γινόταν.

Τα έξι χρόνια της χούντας τον εξόντωσαν. Η κατάσταση μέσα στο σπίτι μας τον αποτρέλλανε. Επρεπε να αποφασίσει. Ετσι, πήρε την Λ και φύγανε τρέχοντας από το σπίτι της συμφοράς. Κι η πεθερά του νοίκιασε ένα άλλο, μικρότερο διαμέρισμα κι έμεινε μόνη της, μιας που ήδη δούλευε ως καθηγήτρια μουσικής και δεν είχε κανένα οικονομικό πρόβλημα.

Ήταν ζήτημα χρόνου να με παρατήσει η γυναίκα μου. Πόσο να αντέξει με τη μάνα της, την πεθερά της και τη μάνα της πεθεράς της στο ίδιο σπίτι? Με κεράτωσε κι έφυγε. Χα! Μετά από όλες αυτές τις αποχωρήσεις, η μητέρα μας αποφάσισε να βρει δουλειά. Συνεργάστηκε με έναν γνωστό ορθοπεδικό που γνώριζε από την Αλεξάνδρεια κι έφτιαχνε ορθοπεδικά βοηθήματα. Φύγαμε κι εμείς από το μεγάλο σπίτι και πήγαμε σ’ένα μικρότερο αλλά πολύ βολικό για τους τρεις μας, εμένα, τη μαμά μου και τη γιαγιά μου.

Εκείνη την περίοδο έζησα τη δεύτερη εφηβεία μου. Ήμουν στο άνθος της ηλικίας μου, τριάντα πέντε ετών! Εβγαινα με την μία και με την άλλη, γλεντούσα, διασκέδαζα, περνούσα φίνα. Απ’όλες όσες έβγαινα, δύο μού έκαναν εντύπωση. Η μία έφυγε στο εξωτερικό για να κάνει καριέρα και η άλλη... με παντρεύτηκε!

Ενω εγώ λοιπόν έκανα τη ζωή μου, ο Χ παιδευότανε με τα πανεπιστήμια. Εκανε τον αγωνιστή, τον δύσκολο, τον αδικημένο. Και τι κατάλαβε? Οταν έπεσε η χούντα η Λ ήταν πλέον έγκυος και δεν έπαιρνε άλλη αναβολή το πράγμα. Επρεπε πάλι να αποφασίσει.

Και αποφάσισε να εγκαταλείψει.

Πόσες φορές δεν προσπάθησα να τον πείσω να με αφήσει να μιλήσω στις γνωριμίες μου, μα αυτός ήταν ανένδοτος. Είχε αρχές, είχε όραμα, είχε ιδέες. Ενώ εγώ γι’αυτόν ήμουν πάντα ένας απατεώνας. Τον άφησα να εγκαταλείψει.

Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Η Λ μου’χε πει ότι τον είχε ξαναδεί έτσι, τότε που η μάνα μας τού είχε πει ότι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στην Αίγυπτο γιατί του φόρτωσε τις δικές μου τις απάτες με το συνάλλαγμα. Τον άφησα να εγκαταλείψει...

Τον άφησα....

Εγκατέλειψε την ιατρική και δούλεψε μαζί με την μητέρα μας. Κάνανε καλές δουλειές για πολλά χρόνια. Όταν εκείνη πέθανε, ο Χ ανέλαβε μόνος του τη δουλειά. Κάποια στιγμή βγήκε και στη σύνταξη, αλλά, τι τα θες. Σύνταξη είναι αυτή? Ευτυχώς η Λ έκανε λαμπρή καριέρα στην εταιρία που δούλεψε και όταν συνταξιοδοτήθηκε πήρε σχεδόν τα διπλά από τον Χ.

Την καημένη τη Λ. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Ποτέ της δεν τον εγκατέλειψε...»

Τα γκιζομελί μάτια του ήταν υγρά. Η κίνηση σιγά-σιγά αραίωνε και με χαμηλή ταχύτητα τα αυτοκίνητα πλησίαζαν τη διασταύρωση.

Αν γύριζε πίσω ο χρόνος, αν είχαν μια ευκαιρία να αλλάξουν την ιστορία, όλα θα ήταν τόσο διαφορετικά. Ο Χ θα βοηθούσε τον Α στο διάβασμα και, κουτσά-στραβά, θα το’βγαζε το Λύκειο. Ο Α δεν θα έμπλεκε με ύποπτες παρέες και θα ήταν περισσότερο δεμένος με τον αδερφό του. Το αυτοκίνητο δεν θα γινόταν ποτέ αφορμή να πάνε όλα κατά διαόλου ανάμεσά τους, ο Α δεν θα ασχολιόταν ποτέ με τόσο τραβηγμένες παρανομίες όπως η εξαγωγή συναλλάγματος και ο Χ θα γινόταν ένας καταπληκτικός καρδιοχειρούργος.

Τώρα, σαράντα χρόνια μετά από εκείνη την εποχή, ήταν πλέον αργά για συγνώμες και επούλωση των πληγών...

Το φανάρι κοκκίνισε. Ο Α άναψε άλλο ένα τσιγάρο και άνοιξε λίγο το τζάμι του αυτοκινήτου του για να φύγει η κάπνα.

Εκείνη τη στιγμή το κινητό του τηλέφωνο άρχισε να χτυπά.

«Ωχχχχ...... Ο Χ θα είναι. Ποιός τον ακούει τώρα...»

Ψαχούλεψε την τσέπη του σακκακιού του και έβγαλε το κινητό του.

«Εμπρός?»

«Ελα Α, εγώ είμαι»

Ο Α έμεινε για λίγο αμίλητος. Δεν ήταν ο Χ.

«Τι θες?»

«Να μιλήσουμε θέλω Α»

«Τώρα δεν μπορώ είμαι στο δρόμο και πάω στον αδερφό μου. Οτι είχαμε να πούμε το είπαμε. Σου ξεκαθάρισα ότι δεν μπορώ να χωρίσω την Μ και να σε παντρευτώ. Μην επιμένεις άλλο!»

Η γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη απάντησε τρεμάμενη.

«Α, σε παρακαλώ, θέλω να σε δώ, δεν είμαι καλά. Πήρα τα αποτελέσματα των γυναικολογικών εξετάσεών μου και.. και...»

Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάμματα.

Το φανάρι άναψε πράσινο. Ο Α είδε κι έπαθε για να καταφέρει να οδηγήσει το αυτοκίνητό του μέχρι τη διασταύρωση και να στρίψει αναγκαστικά, για να μπορέσει να σταματήσει πρόχειρα στην άκρη του δρόμου.

«Τι έγινε? Τι συμβαίνει? Γιατί κλαις τώρα?»

«Σε ικετεύω, έλα! Και πας στον αδερφό σου μια άλλη μέρα. Είμαι πάρα, μα πάρα πολύ τρομαγμένη» είπε ανάμεσα σε λυγμούς.

Ενας τροχονόμος ερχόταν απειλητικά προς το μέρος του Α.

«Σε κλείνω. Θα σε πάρω σε πέντε λεπτά» είπε ο Α κι έκλεισε.

«Καλημέρα σας κύριε» είπε το όργανο χαιρετώντας. «Συμβαίνει κάτι κι έχετε σταματήσει πάνω στη διασταύρωση?»

«Οχι, όχι, μόλις έφευγα, απλά έστριψα από λάθος κι ήθελα να δω πώς γίνεται να ξαναμπώ στη λεωφόρο για να πάω ευθεία»

«Βλέπετε τι γίνεται? Αδύνατον να ξαναμπείτε στη λεωφόρο. Συνεχίστε ευθεία και στα πεντακόσια μέτρα μπορείτε να κάνετε αναστροφή. Πηγαίνετε όμως τώρα, γιατί πρέπει να προχωρήσουν και οι υπόλοιποι οδηγοί»

Ο Α έβαλε πρώτη κι έφυγε.

Στο δρόμο αυτόν επικρατούσε επίσης κίνηση, αλλά όχι τόσο έντονη όσο στη μεγάλη λεωφόρο. Σιγά-σιγά τα αυτοκίνητα προχωρούσαν ευθεία. Ο Α ήξερε ότι για να πάει στο σπίτι της συντρόφου του θα έπρεπε να συνεχίσει όλο ευθεία, ενώ για να πάει να βρει τον Χ, θα έπρεπε να στρίψει αριστερά στην επόμενη διασταύρωση.

Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν κι ο Α δεν ήξερε τι να κάνει. Κοιτούσε μία το κινητό του που ήταν πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού και μία το δρόμο. Τα οχήματα πλησίαζαν στη διασταύρωση. Ο Α ήταν στην αριστερή λωρίδα, έτοιμος να κόψει ταχύτητα για να στρίψει.

Στο μυαλό του οι σκέψεις στροβιλίζονταν σαν ξερά φύλλα το φθινόπωρο που τα παίρνει ο αέρας. Τα παιδικά του χρόνια, ο πατέρας του, η μητέρα του, η γιαγιά του, ο αδερφός του. Ο καυτός ήλιος της Αλεξάνδρειας, τα λουλούδια, η ζέστη, το σχολείο, τα κορίτσια, οι καθηγητές, οι φίλοι, τα πάρτυ, οι γνωριμίες, οι βόλτες, η αστυνομία, το αεροδρόμιο, η πρώτη του γυναίκα, η Μ..., η Λ, η κόρη του Χ...

Έστριψε απότομα το τιμόνι του και πάτησε γκάζι. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα κόρναραν και οι ήχοι απότομων φρεναρίσματων διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Βρισιές, φωνές, χειρονομίες. Ο Χ κατέβασε το τζάμι, χαιρέτησε ζητώντας συγνώμη και ξαναμπήκε στη μεσαία λωρίδα. Η διασταύρωση ήταν πλέον πίσω του.

«Πάω να την βρω. Δεν μπορώ να μην πάω. Ο Χ θα καταλάβει. Ούτως ή άλλως γραμμένο μ’έχει. Δεν πρόκειται να με συγχωρέσει ποτέ, ότι και να του πω. Και δεν θα’χει κι άδικο. Δεν έχω και τίποτα να του πω. Την άλλην όμως, δεν μπορώ να την αφήσω έτσι. Ο Χ έχει και μια κόρη. Εγώ δεν έχω τίποτα πια. Ο Χ θα καταλάβει. Ξέρει την αδυναμία μου στις γυναίκες. Ξέρει».

________________

Στην άλλη άκρη της πόλης, ένας ηλικιωμένος άντρας φοράει τις πυτζάμες του και τις παντόφλες του, πλένει τα δόντια του και γεμίζει ένα ποτηράκι νερό. «Μήπως διψάσω τη νύχτα» μονολογεί. Το κεφάλι του είναι ασήκωτο και το στομάχι του γουργουρίζει, αλλά αυτός δεν θέλει να φάει.

Προχωράει με αργά βήματα προς το υπνοδωμάτιό του.

Στο διάδρομο το βλέμμα του πέφτει στο ημερολόγιο τοίχου. 18 Νοεμβρίου 2006. Κοντοστέκεται και με το χέρι του κόβει με μίσος τη σελιδούλα.

Μπαίνει στο υπνοδωμάτιό του και ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου του.

Εκεί, αντικρύζει μια φωτογραφία της γυναίκας του, το κιτρινισμένο πάσο του πανεπιστημίου, μια παιδική φωτογραφία του μαζί με τον αδερφό του, μια φωτογραφία της κόρης του και άλλες τρεις σελιδούλες ημερολογίου. 18 Νοεμβρίου 2003, 18 Νοεμβρίου 2004 και 18 Νοεμβρίου 2005. Ρίχνει στο συρτάρι και την σελιδούλα που κρατούσε στο χέρι του και ακουμπάει το ποτηράκι με το νερό στο κομοδίνο.

Ξαπλώνει στο κρεββάτι του. Τα μάτια του είναι κόκκινα. Ήταν μια δύσκολη μέρα. Το βλέμμα του έπεσε στη φωτογραφία της αγαπημένης του. Τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μαύρα μάτια και το χαμόγελο όλο αγάπη...

«Δεν ήρθε. Δεν ήρθε. Για άλλη μια φορά μάς πούλησε, αγαπημένη μου. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν με νοιάζει πια.

Δεν με νοιάζει που δεν πήγα στην Αγγλία και που δεν έγινα καρδιοχειρούργος. Ούτως ή άλλως η καριέρα μου θα κατέρρεε τώρα που σ’εχασα. Δεν με νοιάζει που δεν έγινα πλούσιος. Ούτως ή άλλως όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα μπορούσαν να σε φέρουν πίσω. Θυμάσαι κάποτε τι σου’χα πει? Ο γενικός διακόπτης κατέβηκε. Η λάμπα κάηκε κι έμεινε μόνο το εύθραυστο γυάλινο περίβλημα. Δεν με νοιάζει τίποτα πια. Εφαγα μια ολόκληρη ζωή γκρινιάζοντας για αυτά που δεν κατάφερα να κάνω εξαιτίας του αδερφού μου, και τι κατάλαβα? Αφησα το χρόνο να περάσει χωρίς να χαρώ τη ζωή, χωρίς να κάνω πράγματα για σένα, κι αυτή τη φορά εξαιτίας του ίδιου μου του εαυτού!

Και τώρα πιά, όλα είναι ασήμαντα για μένα. Αφού εσύ δεν είσαι εδώ, η ζωή μου δεν έχει πια νόημα. Καληνύχτα γλυκιά μου»

Έκλεισε τα μάτια του. Ενα δάκρυ κύλησε στο πλάι του προσώπου του.....

Φώτα.... Γέλια.... Μουσική…Μουσική…

Μα τι όμορφο αυτό το τραγούδι...Τι όμορφη μουσική….όμορφη σαν εσάς δεσποινίς.

Αλήθεια, πώς σας λένε?

….Χορεύουμε?

Only you, can make all this world seem right
Only you, can make the darkness bright
Only you, and you alone, can thrill me like you do
And fill my heart with love for only you

Only you, can make all this change in me
For it's true, you are my destiny
When you hold my hand, I understand the magic that you do
You're my dreams come true, my one and only you

Only you, can make all this change in me
For it's true, you are my destiny
When you hold my hand, I understand the magic that you do
You're my dreams come true, my one and only you

One and only you....

(The Platters)




ΤΕΛΟΣ

1.17.2007

Only You - μέρος 9ο

Η όμορφη Ελλάδα! Η γαλανόλευκη, ο εθνικός ύμνος, η Αθήνα, ο Παρθενώνας! Βούρκωναν τα μάτια στο άκουσμα μίας από τις παραπάνω λέξεις.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε, το έδαφος, ο ουρανός, κι οι άνθρωποι είχαν άλλη όψη. Κι όταν άνοιξαν οι πόρτες του αεροσκάφους, ω, μια βαθιά ανάσα και τα πνεμόνια γέμισαν Ελλάδα!!!

Μια χώρα όπου ο Ελληνας δεν ήταν μειονότητα, μα πλειοψηφία! Τι μαγικό, τι όμορφο, τι ζεστό! Επιτέλους, το πρόβατο είχε βρει το κοπάδι του. Κάποιες φορές λυπόταν που θα ήταν για λίγο καιρό κι όχι για μόνιμα. Έξι μήνες, ένα χρόνο το πολύ, μέχρι να σιγουρευτεί ότι μπορεί να ξαναγυρίσει στην Αίγυπτο χωρίς προβλήματα.

Την ημέρα που έφτασαν, η χώρα γιόρταζε τη γέννηση της κόρης του βασιλιά! Κανονιοβολισμοί, πυροτεχνήματα, μουσική και χαμογελαστά πρόσωπα! Ο Χ και η Λ γελούσαν αστειευόμενοι ότι ο κόσμος πανηγυρίζει τη δική τους άφιξη!

Ευτυχώς που ο θείος Επαμεινώνδας, που είχε αφήσει την Αίγυπτο 3 χρόνια νωρίτερα, ήταν πρόθυμος να τους φιλοξενήσει και η θεία Θεοδώρα διατεθειμένη να τους περιποιηθεί.

Η Λ άρχισε να μαθαίνει σιγά-σιγά ελληνικά με δασκάλα τη Δώρα. Ο Χ βοηθούσε τον θείο Νώντα στο μαγαζί με είδη για συλλέκτες γραμματοσήμων, νομισμάτων και πολλών άλλων ειδών. Ο θείος Νώντας δούλευε ως υπάλληλος σε μια οικογενειακή επιχείρηση ενώ τα απογεύματα κρατούσε το μαγαζάκι του. Με την παρουσία του Χ, μπορούσε το μαγαζί για συλλέκτες να δουλεύει και τα πρωινά.

Μετά τους πρώτους δύο μήνες, άρχισαν να συνηθίζουν τη γαλανόλευκη, τον εθνικό ύμνο, την Αθήνα και τον Παρθενώνα.

Στους τρεις μήνες άρχισαν να νοσταλγούν τους κήπους της Αλεξάνδρειας και την κορνίς, τον όρμο της πόλης.

Στους πέντε μήνες δεν τους άρεσαν τα άνοστα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, ούτε το σέρβις στα μαγαζιά και τα παντοπωλεία.

Στους έξι μήνες ο Χ βούρκωνε όποτε κοιτούσε το φοιτητικό του πάσο για το αγγλικό πανεπιστήμιο της ιατρικής της Αλεξάνδρειας.....

Όλον αυτόν τον καιρό, ο Χ και η Λ επικοινωνούσαν πολύ συχνά με τους δικούς τους στην Αίγυπτο. Κάθε τρεις μέρες ο κυρ Τάσος, ο ψιλικατζής στη γωνία, έτριβε τα χέρια του όταν τους έβλεπε να πλησιάζουν. Ήξερε ότι ο καθένας τους θα κάνει από ένα τηλεφώνημα σε ξένη χώρα διάρκειας δέκα λεπτών περίπου, ενώ εκείνος θα θαύμαζε το πόσο γρήγορα μπορούν να πέφτουν οι μονάδες στον μετρητή! Τους είχε δώσει και τον αριθμό του τηλεφώνου του ψιλικατζίδικου, έτσι ώστε σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσαν οι δικοί τους να κάνουν μια κλήση λίγων δευτερολέπτων στον κυρ Τάσο, ο οποίος θα ειδοποιούσε τον Χ να τους τηλεφωνήσει, από το δικό του μαγαζί, φυσικά!

Στους οκτώ μήνες, ο Χ και η Λ άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Η Λ περίμενε πώς και πώς να ξαναγυρίσουν στους δικούς τους και, επιτέλους, να παντρευτούν. Είχε αρχίσει να μιλάει και να καταλαβαίνει αρκετά τα ελληνικά ώστε να την κουράζει ο κόσμος, που την χαρακτήριζε «ξένη» και – ακόμα χειρότερα – «σπιτωμένη».

Στην Αλεξάνδρεια όλοι ήταν ξένοι. Ξένοι μεταξύ τους, ξένοι σε ξένη χώρα. Ξένοι, μα ενωμένοι. Η μαμά Αίγυπτος τους είχε αγκαλιάσει. Κι όλοι ξέρουμε ότι μητέρα δεν είναι αυτή που μας γεννά, μα αυτή που μας μεγαλώνει...

Η Λ ποτέ δεν είχε νιώσει ξένη στην Αίγυπτο, ενώ στην χώρα του αγαπημένου της είχε νιώσει όχι μόνο ξένη, μα και δακτυλοδεικτούμενη.

Ο Χ ακόμα δεν είχε νιώσει ξένος, γιατί ήταν σίγουρος ότι ήταν ζήτημα λίγων εβδομάδων η αναχώρησή του από την Ελλάδα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε.....

Στους έντεκα μήνες, ο Χ και η Λ ανακοίνωσαν στους φιλόξενους θείους ότι θα τα μαζέψουν σιγά-σιγά και θα φύγουν κι εκείνοι τούς είπαν ότι αν ποτέ ο δρόμος τους ξαναφέρει στην Ελλάδα, να ξέρουν ότι θα έχουν πάντα ένα σπίτι να τους περιμένει.

Ευτυχώς, μέσα σ’όλο αυτό το διάστημα, η μητέρα του Χ είχε τα μάτια της και τ’αυτιά της ανοιχτά. Εργαζόταν στο μεγαλύτερο πολυκατάστημα γαλλικών συμφερόντων στην Αλεξάνδρεια και μάθαινε πολλά για πολλούς. Εντεκα μήνες μετά την αναχώρηση του γιού της από την Αλεξάνδρεια, έμαθε ότι και η περιβόητη χήρα Φριτς είχε φύγει για την Ελλάδα άρον-άρον! Μετά το θάνατο του άντρα της απευθύνθηκε στην Αυστριακή πρεσβεία, μετά έρευνα της οποίας αποκαλύφθηκε ότι ο μακαρίτης χρωστούσε χρήματα στο Αυστριακό κράτος. Εκείνη τρομοκρατημένη δεν προχώρησε σε αποδοχή κληρονομιάς, τα μάζεψε κι έφυγε.

Το πεδίο ήταν πλέον ανοιχτό!

______________________________


Τα παγάκια είχαν λιώσει στο ουίσκι του Χ. Στεκόταν ακόμα όρθιος, μπροστά στο ψυγείο του με κλειστά τα μάτια. Τα άνοιξε απαλά και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άλλο, το μεγάλο ημερολόγιο που είχε κρεμασμένο στον τοίχο της κουζίνας. Το πλησίασε με αργά και βαριά βήματα, σαν υπνωτισμένος. Σταμάτησε μπροστά του και το κοίταξε με περιέργεια. Το βλέμμα του πρώτα έπεσε στον αριθμό 18. Μετά κοίταξε πιό ψηλά. «ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006». Μέσα στα γκριζογάλανα μάτια του ζωγραφίστηκε η απογοήτευση. Απογοήτευση που ήταν 18 Νοεμβρίου. Απογοήτευση που ήταν 2006. Απογοήτευση που όλα αυτά ήταν γραμμένα στα ελληνικά.

Βούρκωσε και μουρμούρισε κάτι στα αραβικά. Η γκριζογάλανη θάλλασα στα μάτια του τα έλεγε όλα. «Χάσαμε!» είπε στο τέλος. «Αγαπημένη μου Λ, χάσαμε! Συγνώμη!»

Κάθησε αποκαμωμένος στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα του. Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι της κουζίνας και το κεφάλι του στον τοίχο. Ενιωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τα παγωμένα πλακάκια.

«Γιατί?» είπε, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Μια βδομάδα πριν φύγω από εδώ. Γιατί? Θα έφευγα, θα γύριζα στην Αίγυπτο, θα τελείωνα τις σπουδές, θα παντρευόμουν και θα πήγαινα στην Αγγλία. Γιατί, γιατί, γιατί?» είπε με παράπονο κι έκλεισε τα μάτια του...
______________________________


Ο Χ είχε κανονίσει αυτή τη φορά να γυρίσουν στην Αίγυπτο με πλοίο. Ήταν 36 ώρες ταξίδι, μα τα εισιτήρια πολύ πιο φθηνά από τα αεροπορικά. Μια βδομάδα πριν φύγουν οριστικά από την Ελλάδα, κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για να την δουν για τελευταία φορά και για να ψωνίσουν δωράκια για τους συγγενείς και φίλους τους, που λαχταρούσαν τόσο πολύ να ξαναδούν.

Γυρίζοντας από τα ψώνια ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι, βρήκαν τον κυρ Τάσο να τους περιμένει στη γωνία, έξω από το μαγαζί του, ανήσυχος.

«Κύριε Χ! Κύριε Χ!» φώναξε τρέχοντας προς το μέρος τους. «Κύριε Χ, πάρτε τηλέφωνο σπίτι σας! Εχει τηλεφωνήσει δύο φορές από το πρωί η μητέρα σας και δύο ο αδερφός σας!»

Ο Χ και η Λ κοιτάχτηκαν έντρομοι! Μπήκαν τρέχοντας στο ψιλικατζίδικο, η Λ κάθησε σε μια καρέκλα που της πρόσφερε ο κύριος Τάσος, ενώ ο Χ είχε ήδη σηκώσει το ακουστικό και σχημάτιζε τον τεράστιο αριθμό.

Μέχρι να βγάλει γραμμή, ο Χ αγωνιούσε και η Λ κοιτώντας τον, θυμήθηκε τον εαυτό της την ημέρα που του είχε τηλεφωνήσει έντρομη για να μάθει τελικά τι κακό τους είχε βρει με το αυτοκίνητο του Φρίτς.

«Ναι? Εμπρός!» είπε ο Χ
«Ελα, που είσαι και σε ψάχνουμε από το πρωί?»
«Κατεβήκαμε στο κέντρο ρε Α, για ψώνια! Δεν φτάνει που ξοδευόμαστε για χάρη σας, θα μου κάνεις και παρατήρηση τώρα?»
«Μπορείς να σταματήσεις να ακούσεις τι θέλω να σου πώ? Τα πήρες τα εισητήρια?»
«Τη Δευτέρα θα τα πάρω. Παρασκευή απόγευμα φεύγουμε και φτάνουμε Κυριακή πρωί»
«Χ, άκουσέ με. Μήν πάρεις εισιτήρια, ακούς?»

Ο Χ για λίγα δευτερόλεπτα πάγωσε.

«Χ, με ακούς?» ξανάπε ο Α

«Ναι. Δεν καταλαβαίνω, τι θες τέλος πάντων?»

«Χ, άκουσέ με. Ο Σίμος και ο Γιώργος πέσανε σε παγίδα. Τους την είχαν στημένη και τους συνέλαβαν για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος»
«Ακου να σου πω Α!!» Είπε αγανακτισμένος ο Χ. «Αν εσύ είσαι απατεώνας, εμένα δεν μ’ενδιαφέρει, τ’ακούς? Θες να φύγεις από την Αίγυπτο? Φύγε. Θες να κάτσεις να περιμένεις αν θα σε συλλάβουν? Κάτσε. Εγώ την Κυριακή φτάνω στην Αλεξάνδρεια ο κόσμος να χαλάσει!»

«Χ, δεν κατάλαβες.... Η αστυνομία ήρθε ήδη εδώ. Άκουσέ με και προσπάθησε να καταλάβεις. Αυτός που μας την έστησε δεν ήξερε το πραγματικό μου όνομα, αλλά μόνο το ψευδώνυμό μου»

«Τι εννοείς? Δεν ήξερε ότι σε λένε Α? Και πώς σε φώναζε?»

«Τίγρη».

Ο Χ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.

«Κοίταξε να δεις, σπαταλάω χρόνο και χρήμα με τις βλακείες σου... Τίγρη. Δεν έχω πολλά λεφτά ακόμα. Ξόδεψα πολλά σε δώρα. Θα τα πούμε την Κυριακή»

«Χ, μην κλείνεις!»

Ο Χ έκλεισε με μίσος το τηλέφωνο.

«Τι έπαθες παλληκάρι μου?» τον ρώτησε ο κυρ Τάσος.

«Τίποτε κύριε Τάσο, απλώς δεν έπρεπε να έχω αδερφό»

Πλήρωσε για το τηλεφώνημα, πήρε τη Λ απ’το χέρι και βγήκαν από το μαγαζί. Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ο Χ και η Λ συνέχισαν να περπατούν προς το σπίτι των θείων, μα 5 δευτερόλεπτα μετά ο κυρ Τάσος τους φώναξε «κύριε Χ! Τηλέφωνο! Η μητέρα σας!»

Ο Χ σκοτείνιασε. Ο θυμός στο πρόσωπό του έδωσε τη θέση του στον φόβο. Κάτι κακό είχε συμβεί. Ήταν πλέον σίγουρος.

«Ελα παιδί μου, τι κάνεις?»

«Καλά είμαι μαμά. Τι έχετε πάθει?»

«Ακου να δεις αγόρι μου. Συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό. Η αστυνομία χτες το βράδυ έπιασε το Γιώργο και το Σίμο. Ο αδερφός σου θα πηγαίνανε συνάλλαγμα σε έναν πελάτη ο οποίος όμως συνεργαζόταν με την αστυνομία. Μία ώρα πριν φύγει, η γιαγιά σου ένιωσε άσχημα και...»

«Τι? Τι έπαθε η γιαγιά?»

«Ε, λυποθύμησε και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Μείναμε εκεί το βράδυ και γυρίσαμε το πρωί. Αντί να πάει λοιπόν ο αδερφός σου στον πελάτη, πήγε ο Σίμος. Τον πήγε ο Γιώργος με το αυτοκίνητό του. Και τους πιάσανε»

«Και καλά τους κάνανε! Καιρός ήταν να σταματήσει αυτή η ιστορία με το συνάλλαγμα»

«Χ μου, άκουσέ με λίγο. Η αστυνομία περίμενε κάποιον ‘Τίγρη’ να παραδώσει το συνάλλαγμα. Ο ‘πελάτης’ δεν είχε δει από κοντά τον αδερφό σου, ούτε του είχε μιλήσει ποτέ. Ολη η δουλειά είχε γίνει με τον Σίμο και μόνο αυτόν γνώριζε. Οταν τους έπιασαν, θεώρησαν ότι ο ‘Τίγρης’ είναι ο Γιώργος. Αλλά ο Γιώργος πανικοβλήθηκε και φώναξε ότι δεν είναι αυτός ο ‘Τίγρης’. Η αστυνομία τον συνέλαβε, μα ο Γιώργος επέμενε ότι δεν είχε καμία σχέση με την απάτη κι ότι απλά εξυπηρετούσε τον φίλο του τον Σίμο που του ζήτησε να τον πάει με το αυτοκίνητό του σε ένα ραντεβού»

«Ναι, ωραία. Εμένα γιατί μου τα λες όλα αυτά??»

«Γιατί, παιδί μου, η αστυνομία είπε στο Γιώργο ότι αν τους αποκαλύψει ποιός είναι ο ‘Τίγρης’, θα τον αφήσουν ελεύθερο. Και το’κανε!»

«Τι? Τι? Κάρφωσε τον Α? Το καθήκι! Πώς μπόρεσε, μετά από όλα όσα είχα κάνει γι’αυτούς? Ξέρεις πόσες φορές τους είχα φροντίσει όταν τραυματιζόντουσαν σε καυγάδες? Δεν ντράπηκαν? Είναι άθλιοι! Δεν θέλω να τους ξαναδώ! Και τώρα τι θα γίνει? Ερχομαι εγώ και φεύγει ο Α? Αλλα.... για κάτσε! Δεν τον έχουν συλλάβει ακόμα τον Α?»

«Οχι, Χ μου. Να σου εξηγήσω. Σήμερα το πρωί, γυρίζοντας από το νοσοκομείο εγώ, ο αδερφός σου και η γιαγιά σας, είδαμε ότι μας περίμεναν δύο αστυνομικοί. Ζήτησαν να ανέβουν στο σπίτι να μας μιλήσουν»

«Και τι έγινε? Δεν πιστεύω ο Α να ομολόγησε ότι είναι ο ‘Τίγρης’!»

«Ανέβηκαν πάνω και τον βούτηξαν για να τον συλλάβουν. Ο Α έβαλε τις φωνές λέγοντάς τους ότι δεν ξέρει τίποτα κι ότι δεν είναι ο ‘Τίγρης’. Αυτοί όμως ήταν αποφασισμένοι. Όρμησαν μες το σπίτι και άρχισαν να ανοίγουν συρτάρια και να ψάχνουν παντού. Η γιαγιά σου κι εγώ κοντέψαμε να πεθάνουμε. Ο Α είχε τρελλαθεί. Τους φώναζε, αλλά τους ξέρεις τους αραπάδες, δεν καταλαβαίνουν απ’αυτά παιδί μου. Κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο με άρπαξε από το μπράτσο και μου’πε: ‘Ο γιος σου είναι ο τίγρης. Ο άλλος το ομολόγησε. Μας έδωσε το επώνυμό σου! Λέγε, γιατί θα συλλάβω κι εσένα! Και τη γρια! Θα σαπίσετε στη φυλακή όλοι σας!’. Δεν ήξερα τι να κάνω! Πες μου Χ, πες μου! Να τον άφηνα να πάει φυλακή?»

«Οχι, μαμά, να μην πάει φυλακή! Οχι!» είπε ο Χ και δεν πίστευε ότι είχε ξεστομίσει τέτοια φράση.

«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Κι έκανα κάτι που ίσως να μην μου το συγχωρέσεις ποτέ παιδί μου!»

«Βρε μαμά, θα πληρώσετε μια περιουσία στο τηλέφωνο. Αφού γλύτωσε ο Α τη φυλακή, δεν μου τα λέτε όταν έρθω?»

«Δεν θα έρθεις παιδί μου».

Ο Χ έμεινε για δέκα δευτερόλεπτα άφωνος. Ενα πολύ άσχημο συναίσθημα τον κυρίευσε ξαφνικά.

«Χ? Με ακούς?»

«Τι θα πει δεν θα έρθω?»

«Οταν με άρπαξε ο αράπης απ’το μπράτσο, τρόμαξα. Φοβήθηκα. Λύγισα. Και ομολόγησα!»

«Τι λες, μαμά? Ομολόγησες? Τι ομολόγησες?»

«Οτι ο ‘Τίγρης’ είναι ο γιός μου! Ο γιός μου που πριν δέκα μήνες έφυγε άρον-άρον από την Αίγυπτο και που δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ!»

______________________________

Το παγωμένο πλακάκι είχε πια ζεσταθεί από το κατακόκκινο κεφάλι του Χ. Ανοιξε τα μάτια του και ήπιε μια γουλιά από το νερωμένο και πλέον όχι τόσο παγωμένο ουίσκι του.

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και ξαναψέλλισε «γιατί?».

«Από τότε που γεννήθηκα θυσίαζα αυτά που αγαπώ, για τον αδερφό μου. Ακόμα και το όνομά μου είναι μια θυσία. Ο παππούς Χ είχε πει ότι το μωρό που θα βγει πρώτο απ’την κοιλιά της μάνας του θα πάρει τ’ονομά του. Και ήταν ο αδερφός μου. Γεννηθήκαμε εφταμηνίτικα όμως, κι ενώ εγώ ήμουν ένα ωραίο, ροδαλό μωρό, εκείνος είχε γεννηθεί με σκισμένα χείλη, μελανός και χωρίς νύχια στα άκρα του. Ο παππούς Χ μόλις με είδε ανακάλεσε. ‘Αυτό το μωρό θα παρει τ’όνομά μου’ είπε.

Ολη μου τη ζωή την έζησα προσπαθώντας να κάνω σπουδαία πράγματα. Ολη του τη ζωή την έζησε καταστρέφοντας ό,τι είχα δημιουργήσει. Θυσίασα φίλους, θυσίασα τα πιστεύω μου, θυσίασα την αξιοπρέπειά μου, θυσίασα την αγάπη μου για την Αλεξάνδρεια. Πόσο ακόμα θα ζήσω? Είμαι γέρος και κουρασμένος απ’τη ζωή. Από την ημέρα που έφυγα από την Αίγυπτο, δεν ξαναγύρισα. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω. Εφυγα, κι άφησα πίσω μου την ευτυχία, την τύχη, την αγάπη. Αφησα μια ολόκληρη ζωή. Την ημέρα που η μητέρα μου μού είπε ότι με θυσίασε για να σώσει τον αδερφό μου, πέθανα.

Η Λ, η αγαπημένη μου Λ, δεν ξαναείδε ποτέ τον Χ που ήξερε. Το κορίτσι μου με έχασε για πάντα. Δεν μπόρεσα ποτέ να της ξαναδείξω πόσο πολύ την αγαπώ. Και πώς να τολμήσω? Αφού ό,τι αγαπώ εγώ, χάνεται.

Πέρασαν σαράντα χρόνια και η Λ μου με άφησε. Με άφησε πριν προλάβω να της πω ότι την αγαπώ ακόμα όπως την πρώτη μέρα που τη γνώρισα, σ’εκείνο το πάρτυ, που χορέψαμε εκείνο το τραγούδι, το τραγούδι μας...

Αυτός φταίει! Μας κατέστρεψε όλους και τώρα ζει τη ζωή του με τη μία και με την άλλη. Ούτε που τον νοιάζει που δεν έκανε δική του οικογένεια. Εγώ έκανα τουλάχιστον κι ένα παιδί με την Λ. Την Λ που με ακολούθησε στον πάτο όταν έχασα τη γη κάτω απ’τα πόδια μου, η οποία με στήριξε στα δύσκολα – μιας που εύκολα δεν υπήρξαν ποτέ και που έφυγε από κοντά μου χωρίς να προλάβω να της πω ένα μεγάλο ευχαριστώ...

Ενώ αυτός? Τι κατάλαβε? Τιποτα. Οποιος τον αγάπησε, πληγώθηκε.

Με έφερε στην Ελλάδα για να μείνω για σχεδόν ένα χρόνο άπραγος και για να μου πει μετά ότι θα πρέπει να μείνω εδώ για πάντα. Για πάντα? Εγώ ήθελα να πάω στην Αγγλία, εγώ θα γινόμουν σπουδαίος. Ολα πήγαν κατά διαόλου. Ολα. Τρέχαμε με την Λ να βρούμε σπίτι να νοικιάσουμε για όλους. Ο θειος Νώντας μας δάνεισε λεφτά. Οταν ήρθε ο Α με τη μαμά και τη γιαγιά, ούτε τα λεφτά από την πώληση του αυτοκινήτου του Φριτς δεν μου’φερε. Μόνο στον θείο Νώντα δώσαμε τα χρωστούμενα και τίποτ’αλλο... Βρήκε ένα σωρό δικαιολογίες.

Επρεπε να δουλέψουμε και αυτός και εγώ, μα και η Λ για να ζήσουμε. Επρεπε να πάρω το πτυχίο μου. Μα πώς να το πάρω? Χρωστούσα δύο μαθήματα σε αγγλικό πανεπιστήμιο κι εδώ μου είπαν ότι έπρεπε να δώσω οκτώ. Οκτώ! Στα ελληνικά!

Η Λ ήταν ο πιο καλός και ικανός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε και με στήριξε δίχως ανταλλάγματα.
Μου είπε να μη φοβάμαι κανέναν και να προσπαθήσω. Παντρευτήκαμε, πήρε την ελληνική υπηκοότητα και βρήκε δουλειά σε μια γαλλική εταιρία-κολοσσό που ζητούσε γραμματέα με ελληνική υπηκοότητα και άπταιστα γαλλικά, για τον γάλλο Πρόεδρο! Μήνες είχε μείνει κενή η θέση. Οταν η Λ πήρε την υπηκοότητα, τους ξαναχτύπησε την πόρτα και την προσέλαβαν!

Αρχισα να παλεύω. Ξαναμάθαινα την αγαπημένη μου ιατρική από την αρχή, με ελληνικούς όρους. Αρχισα να δίνω εξετάσεις για τα ίδια μαθήματα που στην Αίγυπτο τα είχα περάσει από το δεύτερο έτος. Γνώρισα τον ρατσισμό από τους έλληνες συμφοιτητές. ‘Αίγυπτο? Ξένος είσαι? Αιγύπτιος?’. Η γαλανόλευκη, ο εθνικός ύμνος, η Αθήνα και ο Παρθενώνας ήταν σύμβολα μιας άλλης Ελλάδας, όχι της δικής μου Ελλάδας, της Ελλάδας που αγάπησα.

Και πάνω που πίστεψα ότι θα μπορέσω επιτέλους να κάνω μια νέα αρχή, έγινε αυτό που πολλοί ψυθίριζαν, μα κανείς δεν πίστευε:

Πραξικόπημα!!!»

(συνεχίζεται... για το τελευταίο επεισόδιο)

1.14.2007

Το δώρο!

Σήμερα το πρωί ξύπνησα με ένα παράξενο προαίσθημα. Ο κολλητός μου, ο σκύλος Συμεών, ήταν ανήσυχος. Χοροπηδούσε εδώ κι εκεί και κάθε λίγο μού γαύγιζε "άνιμα! άνιμα, σήκω! άνιμα ράνα, σήκω τώρα!". Ο πάπιος ξύπνησε από τις φωνές και τίναξε τα πούπουλά του προσπαθώντας να συνέλθει. Με ρώτησε τι συμβαίνει, εγώ ανασκουμπώθηκα πάνω στο νούφαρό μου και με απορία του απάντησα "δεν ξέρω, αλλά σίγουρα κάτι θα συμβεί!".

Σηκώθηκα νωχελικά και βούτηξα στη λιμνούλα μου για να αναζωογονηθώ. Βγαίνοντας από τη λιμνούλα είδα τον σκύλο και τον πάπιο να με κοιτούν χαμογελαστοί. Ο Συμεών κουνούσε την ουρά σαν τρελλός και κρατούσε στο στόμα του ένα φάκελλο με έναν ωραίο κόκκινο φιόγκο.

"Τι είναι αυτό?" ρώτησα.

"Ένα δώρο από έναν φίλο" μού απάντησε ο πάπιος.

"Ναι? Από ποιόν?"

"Από κάποιον, για κάτσε να δω, κάποιον .... ασκαρδαμυκτί".

Άρπαξα το φάκελο από το στόμα του Συμεών και τον άνοιξα.

Μέσα στον φάκελο με περίμενε από έναν υπέροχο φίλο, ένα υπέροχο δώρο!

1.09.2007

Στους φίλους μου...

Αγαπημένοι μου φίλοι,

Οταν αποφάσισα να δημιουργήσω ένα blog, το έκανα γιατί με γοήτευε η ιδέα του ηλεκτρονικού ημερολογίου. Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε δυνατότητα να έχω ένα είδος ιστοσελίδας στο διαδύκτιο, έτσι απλά.

Μια φίλη μού αποκάλυψε ότι είχε δικό της blog και μου άρεσε πολύ! Τη ρώτησα πώς μπορώ να αποκτήσω κι εγώ το δικό μου blog κι εκείνη μου εξήγησε. Με πολύ δισταγμό μια μέρα είπα «δεν βαριέσαι» και δημιούργησα το δικό μου blog!

Μη γνωρίζοντας πώς να το ονομάσω, χρησιμοποίησα το γεγονός ότι είμαι ένα μικρό, γλοιώδες, πράσινο, ελαστικό και χαριτωμένο βατραχάκι και – πάνω απ’όλα – έχω ψυχή! Το όνομά μου? Βαφτίστηκα anima rana λοιπόν. Το όνομά μου, στο κάτω-κάτω!

Αρχικά την ύπαρξη αυτού του blog δεν την γνώριζε κανείς άλλος εκτός από:

Α. Τον αγαπημένο μου πάπιο (Ασκαρδαμυκτί, μη γελάς! Είπαμε, είμαστε μια ζωοπαρέα εδώ!)
Β. Την κολλητή μου «ξανθιά αμαζόνα» που ζει σε μια λιμνούλα πάαααρα πολύ μακριά από τη δική μου. Ja! Ja! Για σένα λέω, ξανθιά αμαζόνα!!!
Γ. Την κολλητή μου «αρκουδίτσα», η οποία ζει στο ίδιο δάσος με εμένα και αποτέλεσε πηγή (πηγή λέω) έμπνευσης για τις πρώτες μου ιστοριούλες
Δ. Την φιλενάδα που ήδη είχε blog και με δίδαξε πώς να δημιουργήσω το δικό μου. Ντόκτορ, γιου κριέτεντ ε μάνστερ!!!

ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ δεν γνώριζε την ύπαρξή του βατράχου anima rana!

Πρόσφατα, την ύπαρξη του blog την έμαθε άλλο ένα φιλικό ζευγάρι και ένας ακόμα φίλος: το κουνέλι (Ασκαρδαμυκτί, σιωπή!).

Μέχρι σήμερα, ούτε ο πατέρας μου, ούτε οι συνάδελφοί μου, ούτε οι κουμπάροι μου, ούτε οι συγγενείς μου γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού του blog, κι ούτε σκοπεύω να τους το αποκαλύψω. Αν τους το αποκαλύψω, θα πάψω να είμαι ΕΓΩ, θα πάψω να εκφράζομαι ελεύθερα, αληθινά και γνήσια.

Μετά που μας άφησε η καλή μου η μανούλα (αχ, πόσο θα της άρεσε η ιδέα του blog….), ένιωσα μεγάλη μοναξιά και, για να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, πολλές τύψεις. Τύψεις γιατί θεώρησα δεδομένο το γεγονός ότι θα την έχω για πολλά ακόμα χρόνια δίπλα μου κι έτσι δεν της είπα ποτέ πόσο την αγαπούσα και πόσο γούσταρα την παρέα της, τις γνώσεις της, το χιούμορ της και τις ικανότητές της.

Μέσω αυτού του blog, μπόρεσα να εξωτερικεύσω μερικά από τα συναισθήματά μου. Δεν περίμενα ότι στην άλλη άκρη του διαδυκτίου, θα υπήρχαν μια χούφτα άνθρωποι που θα σπαταλούσαν τον πολύτιμο χρόνο τους για να διαβάσουν τις δικές μου σκέψεις, τις δικές μου φοβίες, τις δικές μου αναμνήσεις, τις δικές μου επιθυμίες....

Κι όμως, βρέθηκαν! Κι είστε όλοι εσείς, ανώνυμοι ή επώνυμοι (με ψευδώνυμο), ακόμα και κάποιοι που ποτέ δεν σχολίασαν, μα με διαβάζουν.

Κάποιες φορές κάθομαι και σας σκέφτομαι και πραγματικά δεν το πιστεύω ότι υπάρχετε πραγματικά!!!

Εσείς είστε ξεχωριστοί φίλοι! Φίλοι που συμπάθησαν την anima rana, χωρίς να έχουν δεί αν είναι ψηλή, κοντή, ξανθιά, μελαχρινή, όμορφη, άσχημη, χοντρή, αδύνατη. Χωρίς να ξέρουν την ηλικία μου και αν στην πραγματικότητα είναι κορίτσι ή αγόρι!

Εγώ ποτέ δεν είπα αν είμαι κορίτσι ή αγόρι. Στα πρώτα μου posts, αν παρατηρήσατε, χρησιμοποιούσα πολύ προσεκτικά την ελληνική γλώσσα, για να μην αποκαλυφθεί το φύλο μου. Κι όμως, εσείς, είδατε πιο βαθιά και βγάλατε τα συμπεράσματά σας...

Θέλω από τα βάθη της καρδιάς μου να σας πω ένα μεγάλο, αληθινό και γεμάτο αγάπη

Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω

για την φιλία σας, για τα καλά σας λόγια, για την παρέα που μου κάνετε όλον αυτόν τον καιρό.

Μπορεί να ζούμε στην ίδια πόλη, στην ίδια γειτονιά ή και στην ίδια πολυκατοικία. Δεν ξέρω.

Μπορεί να ζούμε χιλιόμετρα μακρυά, σε άλλη πόλη ή και σ’αλλη χώρα. Ούτε αυτό το ξέρω.

Δεν έχει σημασία όμως, γιατί αυτό που ξέρω είναι ότι όποτε ανοίγω το blogoπαράθυρό μου, είστε όλοι εκεί, δίπλα μου, η παρέα μου, που θα μου πει την ειλικρινή γνώμη της, που δεν θα με ζηλέψει, δεν θα με κοροϊδέψει, δεν θα με πουλήσει, γιατί πολύ απλά με έχει αγαπήσει γι’αυτό που ΕΊΜΑΙ!

Σας ευχαριστώ ΟΛΟΥΣ και εύχομαι να είμαστε τυχεροί και η μοίρα να μας ευλογήσει ώστε να είμαστε για πολύ καιρό ακόμα αγαπημένοι!
Φίλους ποτέ δεν είχα πολλούς.

ΤΩΡΑ ΕΧΩ!!!






1.05.2007

Only You - μέρος 8ο

Ο Χ κοίταξε το ρολόι. Κόντευε απόγευμα.

«Μα πού είναι αυτός ο άχρηστος?» μονολόγησε. «Να δεις, πάλι θα μου τη σκάσει και δεν θα έρθει» είπε στον καθρέφτη-ακροατή του. «Πφφφ!! Σκασίλα μου!!» φώναξε και προχώρησε προς το μπουκάλι με το ουίσκι.

Φρέσκαρε το ποτό του και πήγε στην κουζίνα για να προσθέσει παγάκια.

Εριξε το πρώτο παγάκι – ντλον ! – και μετά το δεύτερο – ντλον ! Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο ποτήρι του και στα παγάκια που κολυμπούσαν μέσα στο ουίσκι. «Αχ, να’μουν παγάκι σήμερα» είπε πλησιάζοντας το πρόσωπό του στο ποτήρι. ‘Εκλεισε τα μάτια και μύρισε το ποτό....

«Στην υγειά μας!»

«Γκιά μας!»

«Οχι ‘γκια μας’ γλυκιά μου. ‘στην-υ-γειά-μας’»

«Στην υιά μας!»

«Χε χε.. Δεν πειράζει, θα τα μάθεις σιγά-σιγά τα ελληνικά. Αν και να μην τα μάθεις, δεν πειράζει, δεν θα σου χρειαστούν εξ’άλλου. Μόλις δώσω τα τελευταία δύο μαθήματα θα παντρευτούμε και θα φύγουμε για την Αγγλία. Μας περιμένουν εκεί ένα σωρό φίλοι.»

«Pardon?»

Κι όπως πάντα, η συζήτηση συνεχίστηκε στα γαλλικά, γιατί η καημένη η Λ, παρόλο που προσπαθούσε πραγματικά, δεν είχε καταφέρει ακόμα να συνεννοείται τόσο καλά στην ελληνική γλώσσα.

Ο Χ εκείνο το βράδυ της εξομολογήθηκε ότι θέλει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της κι ότι μόλις έπαιρνε το πτυχίο του θα παντρευόντουσαν και θα έφευγαν. Εκείνη πετούσε από χαρά που ο αγαπημένος της είχε τέτοια σχέδια για τους δυο τους. Το ίδιο βράδυ πήγε και τα είπε όλα στη μητέρα της.

«Τι? Αγγλία? Και πώς θα έρθω εγώ εκεί? Εγώ κάνω καριέρα μουσικού εδώ! Εχω μαθητές, έχω συναυλίες, έχω...»

«Μα, μαμά, δεν χρειάζεται να έρθεις κι εσύ. Δύο κόρες έχεις. Δεν γίνεται να τις έχεις και τις δύο δίπλα σου. Κι έχεις και τη ζωή σου εδώ. Τη δουλειά σου, τις φίλες σου. Μην ανησυχείς για μένα»

«Καλά, καλά» απάντησε αδιάφορα η μητέρα της Λ. «Α! Πες του αύριο σε παρακαλώ να έρθει να δει τη βρύση της κουζίνας που στάζει»

«Dai, mamma, γιατρός είναι ο άνθρωπος! Όχι υδραυλικός!»

«Ναι, αλλά πιάνουν τα χέρια του. Ολα τα φτιάχνει ο άτιμος. Είδες τι καλός είναι? Εφευρέτης! Χα χα χα, bravissimo!»

«Μπά, μπα? Πώς το’παθες και λες καλή κουβέντα για τον Χ? Τελος πάντων, αύριο θα λείπει. Πάει στο Κάιρο με τον αδερφό του και θα επιστρέψει μεθαύριο. Όταν γυρίσει θα του πω να έρθει»

Δύο μέρες αργότερα, η Λ περίμενε τηλεφώνημα του Χ. Της είχε πει ότι γυρίζοντας από το Κάιρο θα της τηλεφωνούσε για να συναντηθούν. Κι έτσι εκείνη θα του ζητούσε αν μπορεί να περάσει από το σπίτι της για να δει μια βρύση που στάζει και μετά θα βγαίνανε.

Είχε πάει 6 το απόγευμα, μα το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει ακόμα. Κι όμως, το τρένο από Κάιρο είχε φτάσει από τις 4. Ο Χ ήταν κάτι παραπάνω από τυπικός. Οταν έλεγε ότι θα τηλεφωνήσει μόλις πάει σπίτι, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην το κάνει. Λαμβάνοντας υπ’όψιν ότι ο σταθμός του τρένου απείχε δεκαπέντε λεπτά από το σπίτι του Χ, θα έπρεπε το πολύ στις 4 και μισή να τηλεφωνήσει. Αλλιώς, κάτι είχε πάει στραβά. Κάτι είχε συμβεί. Η Λ είχε αρχίσει να ανησυχεί και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. Όμως, όταν η ώρα πήγε 6 και μισή, σήκωσε το ακουστικό κι αποφάσισε να του τηλεφωνήσει. Σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου του με μια μικρή αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Τα δευτερόλεπτα που πέρασαν μέχρι να βγάλει γραμμή, της φάνηκαν αιώνες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η αγωνία της μεγάλωνε κι ένιωθε ολοένα και περισσότερο ότι, ναι, κάτι είχε πάει στραβά.

Επιτέλους! Ακούστηκε το πρώτο «μπιιιπ»! Το τηλέφωνο καλούσε. Χτύπησε μία, χτύπησε δύο, χτύπησε τρεις. Χτύπησε οκτώ φορές. Στην ένατη, κάποιος σήκωσε το ακουστικό! Τα χέρια της Λ πλέον έτρεμαν. Ήταν εντελώς σίγουρη ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από την αγωνία.

«Αλό? Αλό?» είπε έντρομη πριν προλάβουν να της απαντήσουν από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Ποιός είναι?» απάντησε μια γέρικη γυναικεία φωνή

«Bon soir, je suis L...»

«Περίμενε, περίμενε να φωνάξω τον Χ»

Ήταν η γιαγιά του Χ. Η μητέρα της μητέρας του, μια ηλικιωμένη αλλά δυναμική γυναίκα, η οποία εξελίχθηκε σε αιωνόβια γριούλα που το’λεγε η καρδούλα της. Εκείνη στην ουσία τους είχε μεγαλώσει. Όταν μετά το θάνατο του πατέρα τους η χήρα μάνα τους χρειάστηκε να βρει δουλειά, το μεγάλωμα των παιδιών το ανέλαβε η γιαγιά τους.

Ο Χ και ο Α της είχαν ιδιαίτερη αδυναμία. Πιο πολύ άκουγαν αυτήν παρά τη μητέρα τους. Μα και στο σπίτι, εκείνη έκανε τα πάντα. Εκείνη μαγείρευε, έπλενε, σιδέρωνε, καθάριζε και φρόντιζε στην ουσία τρία παιδιά. Την κόρη της και τους δύο γιούς της κόρης της. Ετσι, δικαιωματικά, εκείνη έκανε κουμάντο στο σπίτι.

Από τη λαχτάρα της να μην λείψει τίποτα στους δύο εγγονούς της, τους μεγάλωσε σαν πρίγκηπες, κάνοντάς τους να νιώσουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου κι ότι κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τους αγγίξει. Εκείνη τη μέρα η γιαγιά ένιωσε ότι το έδαφος κουνήθηκε κάτω από τα πόδια της. Όταν η κόρη της άνοιξε την πόρτα και εμφανίστηκαν οι δύο έξαλλες κυρίες φωνάζοντας, ένιωσε ότι τελικά ίσως αυτές να μπορούν να βλάψουν τα πολύτιμα εγγόνια της. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε ότι τα εγγόνια της δεν είναι άτρωτα.

Η Λ περίμενε με αγωνία στο ακουστικό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα άκουσε τη φωνή του Χ.

«Εμπρός?»

«Χ? Je suis L..»

«Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, θα σου τηλεφωνήσω αργότερα.. ή .. μάλλον...Θα έρθω από εκεί αργότερα να μιλήσουμε. Λ, με αγαπάς?»

«Oui»

«Κι εγώ. Μην μ’αφήσεις ποτέ, τ’ακούς?»

«Mais…»

«Εγώ δεν θα σ’αφήσω ποτέ. Θα σε πάρω μαζί μου ότι κι αν γίνει. Θα έρθω το βράδυ να στα πώ. Γειά.»

Κι έκλεισε. Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα ουίσκι. Κοίταξε τα παγάκια που κολυμπούσαν στο ποτό. «Αχ, να ‘μουν παγάκι σήμερα...» είπε και πήγε από το χωλ στο σαλόνι. Εκεί τον περίμεναν η γιαγιά του, η μητέρα του και ο αδερφός του.

Οι δύο κυρίες είχαν φύγει. Προηγουμένως βέβαια είχαν ρίξει έναν απίστευτο καυγά κατηγορώντας η μία την άλλη για το γεγονός ότι ο καημένος ο Φρίτς πέθανε ολομόναχος.
Το αστείο ήταν ότι ο καυγάς είχε γίνει στα... ελληνο-γαλλικά, μιας που η ελληνικής καταγωγής σύζυγος του Φριτς έβριζε την μικρή στα ελληνικά για να της την σπάσει, ενώ η μικρή γαλλίδα που είχε μεγαλώσει στην Αίγυπτο απαντούσε σε άπταιστα γαλλικά. Η μία καταλάβαινε τη γλώσσα της άλλης αλλά, σε ένδειξη αντιπάθειας, επέμεναν να καυγαδίζουν κάθε-μια στη δική της γλώσσα!

«Εσύ φταις! Παλιο-Παριζιάνα τσούλα! Που μπήκες μες στην οικογένειά μας και μας τη διέλυσες!» είπε η ελληνικής καταγωγής σύζυγος του Φριτς.

«Moi? Ή εσείς madame, που τον εκγαταλείψατε και πήρατε και les enfants μαζί σας? Το ξέρετε ότι αυτό είναι έγκλημα??»

«Τι λες βρε τσόλι? Οχι, θα καθόμουν να βλέπω τα χάλια σας! Πήγα στους γονείς μου στo Κάιρο! Ναι! Κι εσύ εδώ αλώνιζες και του’φαγες όλα τα λεφτά! Παλιοθήλυκο!!!»

«Ε όχι και παλιοθήλυκο! Εγώ τίποτα δεν του ζητούσα. Αυτός από μόνος του τα ξόδευε. Μην ανησυχεις, κληρονόμος του εσύ είσαι, όχι εγώ.»

«Και να κληρονομήσω τί? Αέρα κοπανιστό?»

«Τι να σου πω madame? Πάρε τ’αυτοκίνητό του και πούλα το και άσε μας ήσυχους. Εγώ ήθελα να μάθω πού τον έχουν θάψει. Τώρα που το έμαθα, φεύγω! Adieu!»
Η μικρή άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε.

Η χήρα κοίταξε τα δύο αδέλφια και τους είπε «πού βρίσκεται το αυτοκίνητο? Τι πρέπει να κάνω για να το κληρονομήσω και να το πουλήσω?»

Ο Χ ξεροκατάπιε. Ο Α, με άνεση και ευκολία της εξήγησε ότι ο καημένος ο Φριτς έγραψε το αυτοκίνητο στον Χ επειδή δεν είχε λεφτά να τον πληρώσει κι ότι ο Χ το πούλησε και τα λεφτά είναι δικαίως δικά του. Ο Χ τον κοιτούσε αμίλητος. Αυτός δεν θα μπορούσε ποτέ να πει τέτοιο ψέμμα.

Η χήρα έμεινε αμίλητη για λίγα δευτερόλεπτα και μετά κοίταξε τον Χ και του είπε σοβαρά:
«Ευχαριστώ γιατρέ που φροντίσατε τον άντρα μου τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Θα απευθυνθώ στην αυστριακή πρεσβεία για να δω τι άλλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να του είχε απομείνει μετά την καταστροφή που του έφερε αυτή η τσούλα και ανάλογα θα πράξω. Αν χρειαστώ από εσάς τίποτα χαρτιά, καμιά απόδειξη της πώλησης του αυτοκινήτου ή τίποτε άλλο, θα σας ξαναενοχλήσω. Γειά σας.»

Ανοιξε κι αυτή την πόρτα κι έφυγε.

Στο δωμάτιο επικράτησε σιγή.

«Τι κάνουμε τώρα?» είπε απελπισμένος. «Τι ήθελα και σ’ακουσα με το κωλο-αυτοκίνητο? Την άκουσες τη γυναίκα του Φριτς?»

«Ελα τώρα. Δεν νομίζω να δημιουργήσουν πρόβλημα.Αυτός δεν είχε στον ήλιο μοίρα και εξ’άλλου τους είπαμε ότι το αυτοκίνητο στο είχε μεταβιβάσει κι ότι εσύ το πούλησες.»

«Αυτός είχε ένα αυτοκίνητο, Α!! Ενα αυτοκίνητο που το πήραμε παράνομα, το πουλήσαμε και κρατήσαμε τα λεφτά! Λοιπόν, αυτό είναι! Θα δώσω τα λεφτά στη σύζυγό του!»

«Είσαι τρελλός??» αναφώνησε αγανακτισμένος ο Α. «Θα πας και θα τους δώσεις τα χρήματα και θα τους πεις τί? Ξέρετε, ο άντρας σας δεν μου είχε γράψει το αυτοκίνητο κι εγώ με απάτη το πήρα στο όνομά μου, το πούλησα και ορίστε τα λεφτά σας??? Είσαι στα καλά σου?? Θα σε κλείσουν φυλακή!!»

«Εμένα θα κλείσουν φυλακή Α?? ΕΣΥ έκανες τις πλαστογραφίες!»

«Εγώ δεν επωφελήθηκα Χ από αυτήν την ιστορία. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι ευθύνομαι εγώ για την απάτη! ΕΣΥ θα την πληρώσεις!»

Ο Χ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, συνειδητοποιώντας τι του συνέβαινε. Απελπισμένος και με φωνή που ίσα-ίσα ακουγόταν, είπε: «Τι θα κάνω τώρα?»

Κι ο Α του απάντησε αποφασισμένος:
«Δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε. Εδώ οι νόμοι είναι αμείλικτοι. Θα φύγεις! Θα πας στην Ελλάδα για μερικούς μήνες και μόλις σιγουρευτούμε ότι ο κίνδυνος πέρασε, θα επιστρέψεις».

«Και οι σπουδές μου?»

«Ελα τώρα! Εσύ είσαι ο καλύτερος! Ετοιμος γιατρός! Μόλις γυρίσεις, δίνεις τα δύο μαθήματα και τέλος καλό, όλα καλά!»

Ετσι, το ίδιο βράδυ ο Χ πήγε και βρήκε τη Λ στο σπίτι της, της τα είπε όλα, της έκανε πρόταση γάμου και την άλλη μέρα της αγόρασε ένα υπέροχο δαχτυλίδι. Πήρε το νόμιμο συνάλλαγμα μαζί του – η υπόθεση δεν σήκωνε και δεύτερη απάτη – και έφυγε αεροπορικώς για Αθήνα.

Η Λ θα έπρεπε πρώτα να παραιτηθεί από την καλή δουλειά της και να καθησυχάσει τη μητέρα της και την αδερφή της, οπότε θα έφευγε μετά από δύο βδομάδες γι’αυτήν την.. Ελλάδα, τη χώρα του αγαπημένου της που, αφού την αγαπούσε αυτός, θα την αγαπούσε κι εκείνη.

Ο Χ και η Λ ήρθαν στην Ελλάδα. Στη χώρα της οποίας ο εθνικός ύμνος έφερνε δάκρυα στα μάτια του Χ, γιατί έτσι τον είχαν μεγαλώσει. Ετσι είχαν μεγαλώσει όλοι οι Ελληνες στην Αίγυπτο. Λατρεύοντας την Ελλάδα.

....Μόνο που η Ελλάδα εκείνη την εποχή, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, πεινούσε πολύ και για να χορτάσει, έτρωγε μέχρι και τα παιδιά της......

(συνεχίζεται....)