6.29.2007

Φεύγω!

Μετά το Μαράκι, που ετοίμασε βαλίτσα και την κάνει από τη μεγάλη φτωχομάνα, για να κατέβει στην πρωτεύουσα, και τον Ασκαρδαμυκτί που έβαλε ράσα και κλείστηκε στο Αγιον Όρος, είπα κι εγώ να παρατήσω για λίγες μέρες τα χρυσά μου αυγουλάκια και να την κάνω.

Για μια βδομάδα δεν θα βλέπω ούτε αυγά, ούτε γύπες, ούτε κότες, ούτε πούπουλα ούτε τίποτα!

Θα βλέπω μόνο λευκές πεταλουδίτσες, λουλουδάκια, γλαράκια και ψαράκια! Αφήνω για λίγο τη λιμνούλα μου για να πάω σε μια άλλη, τεράστια λίμνη η οποία έχει και αλμυρή γεύση!

Θα μείνω εκεί μαζί με τον πάπιο και τον σκύλο και για μια εβδομάδα θα ξεκουραστεί το κοκκαλάκι μας.

Σίγουρα θα έχω επικοινωνία και με το κοτέτσι, αλλά δεν βαριέσαι, άλλο να περνάω όλη τη μέρα τετ-α-τετ με το διαβολομηχάνημα το pc, κι άλλο τετ-α-τετ με τον καλό μου!

Δεν θα έχω καμία επαφή με το blog μου, οπότε σας δίνω ραντεβού για μετά τις 10 Ιουλίου και εύχομαι όλοι σας να είστε φρόνιμοι όσo λείπω και να μην κάνετε αταξίες και αλητείες.

Σας φιλώ και σας στέλνω τρία ΚΟΥΑΞ!!!

Με αγάπη,

anima rana

6.24.2007

Μικρές, λευκές πεταλουδίτσες

Στην απέραντη ησυχία του χαμένου στο κενό μυαλού μου, ένας δυνατός ήχος διέκοψε τα πάντα.

Πετάχτηκα και κοίταξα με μίσος το κομοδίνο μου. Ήταν το ξυπνητήρι. Ξεφύσηξα και το’κλεισα. Έπρεπε να σηκωθώ και ειδικά εκείνο το πρωί, δεν είχα καμμία όρεξη.

Σύρθηκα κυριολεκτικά από το κρεββάτι μου και ακολούθησα τη συνηθισμένη πρωινή διαδικασία, αλλά εκείνη την ημέρα όλα έμοιαζαν λίγο διαφορετικά, λίγο πιο σιωπηλά, λίγο πιο λυπημένα...

Ήμουν ήδη ντυμένη και έτοιμη να κατέβω.

Όπως πάντα, έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ναι, όντως ήμουν λίγο διαφορετική, πιο σιωπηλή, πιο λυπημένη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ημέρες, τα ρούχα μου ήταν πιο λιτά και χωρίς χρώματα. Μόνο λευκό και μαύρο. Το μακιγιάζ απλό και φυσικό. Κι η έκφρασή μου σοβαρή.

Αναστέναξα, έβαλα τα γυαλιά ηλίου μου και βγήκα από το σπίτι.

Στη διαδρομή για τη δουλειά τον σκεφτόμουν έντονα. Είχα τόσο καιρό να τον δω. Πάντα όμως νιώθαμε το ίδιο αδερφικοί φίλοι, όπως τότε, στο σχολείο...
Το σχολείο τέλειωσε κι εμείς, συνεχίσαμε να είμαστε αγαπημένοι, αλλά από απόσταση πια.

Είναι απίστευτο πόσο με πληγώνει όποτε συνειδητοποιώ ότι, ενώ μέναμε τόσο κοντά, επικοινωνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια μόνο μέσω sms και email.

Μλεγμένοι με τις δήθεν σπουδαίες δουλειές μας και την αξιόλογη καριέρα μας, δεν βλεπόμασταν πια. Την τελευταία φορά που είχαμε επικοινωνήσει, ήταν όταν μου είπε ότι δεν θα μπορέσει να έρθει στο γάμο μου, λόγω σοβαρού οικογενειακού θέματος. Του είχα πει ότι είμαι δίπλα του κι αν χρειαστεί οτιδήποτε, να μη διστάσει να με αναζητήσει.

«Πόσο πολύ τον νιώθω», σκέφτηκα. Μόλις την προηγούμενη μέρα μού είχε ανακοινώσει ότι έχασε τη μητέρα του. Ενώ κολυμπούσα ανάμεσα σε έγγραφα, ανακοινώσεις, emails και τηλεφωνήματα, ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου τηλεφώνου ακούστηκε. Είχα sms. «Αργότερα.» σκέφτηκα. «Τώρα πνίγομαι.» Κανένα εικοσάλεπτο αργότερα, θυμήθηκα ότι κάποιος μού είχε στείλει ένα μήνυμα. Το διάβασα. Έμεινα αμίλητη. Σίγησαν όλα γύρω μου. Τα «τακ-τακ» του πληκτρολογίου, τα «τιρ-τιρ-τιρ» του τηλεφώνου, τα «ντλινγκ» του email, τα «χρατς-χρουτς» της αρχειοθέτησης. Όλα σώπασαν, όλα σταμάτησαν, όλα πάγωσαν.

«Τι έπαθες??» άκουσα τη φωνή της προϊσταμένης μου να μου λέει. Την κοίταζα χωρίς να της μιλάω. Μία εκείνη και μία το κινητό μου. «Τι συμβαίνει Αnima? Ανησυχώ!» είπε και σηκώθηκε από το γραφείο της. Την είχα τρομάξει με την έκφραση του προσώπου μου.

Της εξήγησα τι είχε συμβεί κι ότι την επόμενη ημέρα ήταν η κηδεία. Η επόμενη μέρα ήταν μια τρελλή μέρα στο κοτέτσι. Επισκέπτες, meetings, projects κι άλλες ... σιχαμένες λέξεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να λείψω, ούτε δεκάλεπτο.

Εκείνη, με κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Και μου’πε τι θα κάνουμε.

.....

Έτσι, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η μέρα που για πρώτη φορά στα .. χιλιάδες χρόνια που εργάζομαι στο κοτέτσι (είμαι ένας αιωνόβιος αμφίβιος βάτραχος που δουλεύω σ’ένα κοτέτσι με χρυσά αυγά και μην αρχίσετε τις αδιάκριτες ερωτήσεις!) θα έφευγα μόνο για μία ώρα , σε μια τόσο δύσκολη μέρα και ενημερώνοντας αποκλειστικά και μόνο την προϊσταμένη μου!

Ήταν μια πρόκληση.

Την ώρα ενός δίωρου meeting, εγώ θα εξαφανιζόμουν για μία ώρα. Τελειώνοντας οι γύπες θα έπρεπε να βρουν το βατράχι στη θέση του, αλλιώς.....

Το meeting άρχισε. Μισή ώρα αργότερα ήμουν μέσα σ’ένα ταξί, στην κίνηση, στη ζέστη, να προσπαθώ να φτάσω στον προορισμό μου μέσα σε δέκα λεπτά. Τελικά έφτασα σε είκοσι.

Είχα αργήσει! Ισως να μην προλάβαινα την τελετή. Περνώντας ην καγκελόπορτα του νεκροταφείου σκέφτηκα «Τώρα και η δική του μανούλα θα είναι εδώ...» και κατέβασα το κεφάλι.

Πήρα δύο λουλουδάκια κι έτρεξα στην εκκλησία. Δεν ήταν κανείς εκεί!!!!

«Ανεβείτε την ανηφόρα. Θα τους βρείτε όλους εκεί. Τρέξτε όμως!!» μου είπε ένας υπάλληλος.

Κρατώντας τα δύο λουλουδάκια, άρχισα να τρέχω. Η ζέστη, αφόρητη. Ο ήλιος, καυτός. Η ημερομηνία, 21. Η ώρα, 11 και. Μου θύμιζαν κάτι όλα αυτά. Την ίδια ανηφόρα είχα ανέβει πριν λίγα χρόνια, κι ήταν 21 του μήνα και η ώρα 11 και κάτι....

Ενώ κόντευα να φτάσω, είδα ότι ο κόσμος κατέβαινε! «Φτου σου! Πάλι δεν τους πρόλαβα!» σκέφτηκα. Εψαξα με μια γρήγορη ματιά να τον δω, μα δεν τον ξεχώρισα στο πλήθος.

Όταν έφτασα εκεί που μου είχε πει ο υπάλληλος νωρίτερα, δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνο κάτι τύποι με φτυάρια. Ένιωσα μια απαλή αναγούλα. «Εδώ είναι η ταφή των έντεκα?». Μου απάντησαν θετικά. Ενα μικρό βουναλάκι χώμα, γεμάτο στεφάνια κι ανθοδέσμες.

Άφησα το ένα ροζ τριαντάφυλλο κι έφυγα τρέχοντας. Είχα κι άλλη μια υποχρέωση.....

Μετά από ένα λεπτό ακουμπούσα το δεύτερο ροζ τριαντάφυλλο, σε άλλο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα, με μια φωτογραφία στη μία άκρη, με μικρά χορταράκια φυτρωμένα παντού και έναν μαρμάρινο σταυρό ξαπλωμένο στη μέση. Ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από την τελευταία απόπειρα εκταφής που είχαμε κάνει, τον περασμένο Χειμώνα.

Θυμήθηκα τότε, που οι υπάλληλοι του νεκροταφείου μού είχαν πει ψυχρά «Δεν θα την βγάλουμε. Δεν έχει λιώσει. Παράταση άλλον έναν χρόνο».

Χαμογέλασα βουρκωμένη στο χλοερό βουναλάκι. "Μαμά, ήρθε κι η μαμά του Ν εδώ. Πρέπει να φύγω, για να προλάβω να τον δω μετά από τόσα χρόνια".

Της έστειλα ένα πεταχτό φιλί από μακριά κι άρχισα πάλι να τρέχω.

Στο κατέβασμα γλύστρησα τρεις φορές κι ευτυχώς που δεν έπεσα, γιατί τώρα και τη δουλειά μου θα είχα χάσει και τα δυο πόδια στο γύψο θα είχα!

Μπήκα σαν την τρελλή στο καφενείο. Δυο-τρεις γύρισαν να με κοιτάξουν, δεν ξέρω γιατί. Προχώρησα. Οι μνήμες ξαναγύρισαν. Τα γκαρσόνια, οι καφέδες, τα θλιμμένα πρόσωπα ...

Ξαφνικά τον είδα! Γύρισα πίσω στο χρόνο, στα σχολικά χρόνια, στα ανέμελα αυτά χρόνια. Τον πλησίασα και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Τα χείλη του ψέλλισαν «Anima!» με έκπληξη και τα μάτια του δάκρυσαν.

«Την τελευταία φορά που τον είδα, είχαμε και οι δύο τις μανούλες μας...» σκέφτηκα κι αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να τον αγκαλιάσω κλαίγοντας. «Δεν πρόλαβα την τελετή, αλλά ανέβηκα κι άφησα ένα λουλουδάκι» τού είπα μέσα σε λυγμούς.

Δεν είπαμε πολλά, αλλά τα συναισθήματα ήταν τόσο δυνατά, που διέγραψαν αυτομάτως όλα αυτά τα χρόνια που είχαμε να συναντηθούμε.

Ήμασταν πλέον οι κολλητοί από το σχολείο που δεν χαθήκαμε ποτέ.

Κάθησα για δέκα λεπτά σ’ενα άλλο τραπέζι για να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ένα άδειο οικογενειακό τραπέζι σε σχήμα «Π», απέναντί μου. Ήταν το τραπέζι που είχα καθήσει εγώ κάποτε....

Η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω τρέχοντας! Χαιρέτησα αυτόν και την οικογένειά του κι εξαφανίστηκα.

....

Η διαδρομή της επιστροφής ήταν πιο σύντομη. Δεν είχε τόσο κίνηση όπως νωρίτερα.
Στη διάρκεια ενός μίνι μποτιλιαρίσματος, μες στη ζέστη και το καυσαέριο, στο πλάι της λεωφόρου δύο μικρές λευκές πεταλουδίτσες πετούσαν μαζί, ευτυχισμένες και ανάλαφρες. Ήρθαν δίπλα στο ταξί, σχεδόν μπροστά στο παράθυρό μου, παίζοντας χαρούμενα κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Τις κοίταξα. Τις κοίταξα και δεν ξέρω αν κανείς άλλος εκείνη την ώρα τις είχε προσέξει. Μήπως δεν χρειαζόταν κανείς άλλος να τις προσέξει, παρά μόνο εγώ?

«Μανούλα, τώρα δεν θα είσαι πια μόνη. Θα έχεις παρέα και τη μαμά του Ν, να μας κοιτάτε από ψηλά, να μας προστατεύετε και να μας καμαρώνετε» σκέφτηκα κοιτώντας τες ενώ ένα απαλό χαμόγελο κι ένα δάκρυ εμφανίστηκαν στο πρόσωπό μου.....

Το ταξί με άφησε στο κοτέτσι στην ώρα μου. Τα είχα καταφέρει. Ήμουν στο γραφείο μου πριν τελειώσει το meeting και οι γύπες δεν κατάλαβαν τίποτα. Η προϊσταμένη μου μού έκλεισε το μάτι βγαίνοντας. Είδε τα κόκκινα μάτια μου και δεν ρώτησε τίποτα .

Δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ αυτές τις δύο μικρές, λευκές πεταλουδίτσες....

6.20.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 9ο και τελευταίο

- Σας είπα την ιστορία μου. Πώς σας φάνηκε? Δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία? Γιατί στα δικά μου μάτια φαίνεται ιδιαίτερη? Γιατί?

- Γιατί, γλυκιά μου, δεν ήσουν έτοιμη να δεχτείς την πραγματικότητα, κι έτσι στα μάτια σου φαντάζει διαφορετική.

- Δεν ξέρω. Μετά από χρόνια, μπορεί και σε μένα να φανεί συνηθισμένη τελικά. Μα τα χρόνια δεν θα περάσουν για μένα…

- Αχχ… κορίτσι μου. Περνάνε τα χρόνια, κι είσαι μια χαρά.

- Σε λίγο θα φύγω. Μα πριν φύγω, την ιστορία μου θέλω να σας πω… Αλήθεια, θέλετε να σας πω μια παράξενη ιστορία?

- Μου την είπες την ιστορία σου, καρδιά μου. Τώρα εγώ θα φύγω και θα ξανάρθω αύριο με παρέα να σε δούμε, να κουβεντιάσουμε και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε όοολα αυτά που σε μπερδεύουν, εντάξει?

Η ξανθιά γυναίκα σηκώθηκε. Αγγιξε με στοργή το χέρι της άλλης κυρίας και σκύβοντας τη φίλησε στα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε σ’έναν μακρύ διάδρομο.

Στο δωμάτιο που άφησε πίσω της, η κυρία με τα μαύρα μαλλιά είχε μείνει εκεί που την άφησε. Κοιτούσε γύρω της σαν χαμένη. Το βλέμμα της έπεσε στο ανδρικό ρολόι που φορούσε στο χέρι της. Έμεινε να το κοιτάζει για δέκα δευτερόλεπτα και μετά τινάχτηκε από το κάθισμά της, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και άρχισε να τρέχει πίσω από την ξανθιά γυναίκα.

«Μαρίνααα!! Μαρίνααα!!» της φώναζε.

Η άλλη σταμάτησε τρομαγμένη. Ετρεξε προς το μέρος της μαυρομάλλας κυρίας. Την ίδια στιγμή δύο νοσηλευτές εμφανίστηκαν, αρπάζοντας την κυρία από τα μπράτσα.

«Όχι! Όχι! Μην την τραβάτε!» φώναξε η ξανθιά πλησιάζοντας. «Βάλια μου, γιατί βασανίζεσαι, γλυκιά μου?» της είπε με πολύ απαλό τόνο. «Όλα είναι εντάξει. Όλα τελείωσαν. Είσαι μαζί μου τώρα κι όλα θα πάνε καλά. Ελα! Πήγαινε να ξεκουραστείς. Αύριο έχουμε επισκέψεις».

Η Βάλια ξέσπασε σε κλάμματα. «Μαρίνα…» είπε μέσα από τους λυγμούς της. «Δεν μπορώ άλλο Μαρίνα… Βοήθησέ με».

Εκείνη την αγκάλιασε τρυφερά, της ψιθύρισε κάτι και την παρέδωσε σ’έναν από τους νοσηλευτές για να την οδηγήσει ήρεμα στο δωμάτιό της.

Μπήκε στο γραφείο της λυπημένη. Κάθησε, άνοιξε το παράθυρο κι άναψε ένα τσιγάρο. Ξεφύσηξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο, στο κενό.

Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από την τελευταία φορά που είχε δει τη Βάλια με σώας τας φρένας. Τότε, που είχαν βγει για φαγητό. Αχχχ…πόσο είχε εκπλαγεί η Μαρίνα εκείνη τη βραδιά.

Ο Βασίλης είχε επιμείνει αφάνταστα να βγουν όλοι μαζί. Εκείνη είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και τον είχε προειδοποιήσει ότι δεν σκόπευε να παραμείνει μαζί του αν αυτός δεν αποφάσιζε τι θέλει πραγματικά από τη ζωή του. Μόλις όμως είδε ποιος ήταν ο Στέφανος, της λύθηκαν όλες οι απορίες.

Ναι, ναι. Ο Βασίλης κι ο Στέφανος δεν γνωρίστηκαν εκείνη τη βραδιά. Είχαν γνωριστεί σε μια ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης, τότε που ο Βασίλης είχε χάσει την αδερφή του, ενώ ο Στέφανος ήθελε να ψάξει μέσα του και να δεχτεί τον εαυτό του.

Εκείνη τη βραδιά στο εστιατόριο η Μαρίνα πήρε την απόφαση να σταματήσει οριστικά με τον Βασίλη. Τον ήξερε πολύ καλά και είχε ήδη μαντέψει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια ανάμεσα σ’αυτόν και με τον άλλον, τον διεστραμμένο τον Στέφανο. Η Μαρίνα ήταν γεννημένη να βοηθάει τους ανθρώπους να λύνουν τα προβλήματά τους κι όχι να μπλέκει η ίδια σε προβληματικές καταστάσεις.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου προσπάθησε πολλές φορές να ειρωνευτεί τον Στέφανο, αλλά ο Βασίλης επενέβαινε και την διέκοπτε κάθε φορά. Η δε Βάλια, δεν είχε καταλάβει τίποτα και δεν ήταν δουλειά της Μαρίνας να της ανοίξει τα μάτια.

Όταν παράτησε τον Βασίλη, αυτός έκλαιγε σαν κακομαθημένο παιδί φωνάζοντάς της «τώρα εγώ ποιάν θα έχω να παρουσιάζω στη μάνα μου???» . Εκείνη σχεδόν ουρλιάζοντας του απάντησε «Επιτέλους!!! Αποδέξου αυτό που είσαι!!! Σταμάτα να παίζεις θέατρο στη μάνα σου και, προς Θεού, μην διανοηθείς να κοροϊδέψεις την Βάλια!!! Ωρίμασε επιτέλους!!!»

Η Μαρίνα άλλαξε αριθμό τηλεφώνου και δεν ξαναεπικοινώνησε ποτέ με κανέναν τους.

Μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο ιατρείο της.

«Παρακαλώ?»

«Καλησπέρα σας. Η κυρία Σωτηρίου Μαρίνα, η ψυχολόγος?»

«Μάλιστα»

«Μαρίνα, η Βάλια είμαι»

«Η Βάλια?...»

«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Μην κάνεις ότι δεν με θυμάσαι Μαρίνα. Είμαι η Βάλια, η γυναίκα του Βασίλη!»

Η Μαρίνα έμεινε για λίγο αμίλητη.

«Δεν μιλάς ε? Νόμιζες ότι δεν θα σε ανακάλυπτα? Εμ, ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη!! Την πάτησες Μαρίνα!»

«Βάλια, τι εννοείς??»

«Τι εννοώ?? ΤΙ ΕΝΝΟΩ??? Εννοώ ότι πηδιέσαι Μαρίνα. Πηδιέσαι και με τον Βασίλη και με τον Στέφανο! Θα στο πω μια φορά και κοίταξε να το καταλάβεις. Μείνε μακριά από τον άντρα μου, γιατί θα σου κόψω τα πόδια!»

Η Μαρίνα, ψύχραιμη, απάντησε «Και πώς ακριβώς εσύ ξέρεις ότι .. πηδιέμαι ΚΑΙ με τους δύο? Μήπως κι εσύ κάνεις το ίδιο?»

«Μαρίνα, πρόσεξε καλά. Δεν το’χω σε πολύ να έρθω από εκεί και να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Μου πήρες τον Στέφανο. Το πάλεψα, το προσπάθησα, το δέχτηκα. Δεν θα σε αφήσω να μου πάρεις και τον άντρα!»

«Για μισό λεπτό!» τη διέκοψε η Μαρίνα. «Αυτό σου έχουν πει? Αυτό έχεις καταλάβει κορίτσι μου?» Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της με τον Βασίλη και τα καμώματά του.

«Δεν χρειάστηκε να μου το πουν. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Τηλεφωνάς μια στον έναν, μια στον άλλον. Δεν ντρέπεσαι? Πρόσεξε! Θα τα πω όλα στον Στέφανο!»

«Γλυκιά μου, λάθος σου τα’χουν πει. Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με το θέμα, αλλά αυτό παραπάει. Εγώ τηλεφωνάω μια στον έναν και μία στον άλλον?? Χα!! Δεν είμαστε καλά. Για ψάξε μήπως, ο ΕΝΑΣ τηλεφωνάει στον ΑΛΛΟΝ!!»

«Τι? Είσαι τρελλή!»

«Εγώ είμαι τρελλή ή εσύ είσαι κουτή?? Μήπως κατά τύχη κάθε Πέμπτη ο Βασίλης έχει συναντήσεις και ο Στέφανος δουλειά?? Εεεε?? Βάλια μου, σε λάθος μέρος ψάχνεις! Και άσε με ήσυχη σε παρακαλώ γιατί δεν έχω άλλο χρόνο να σπαταλήσω!»

Και της το έκλεισε κατάμουτρα…

Πώς είχε καταφέρει να της το κλείσει έτσι κατάμουτρα. Ήταν ασυγχώρητο αυτό που έκανε. Ασυγχώρητο και αντιεπαγγελματικό. Στο τηλέφωνο ήταν μια κοπέλα σε απόγνωση, κι αυτή τι είχε κάνει? Της είχε κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα! Ντροπή! Αν το μάθαιναν οι συνάδελφοί της ψυχολόγοι, θα έχαναν πάσα ιδέα γι’αυτήν. Και θα είχαν και δίκιο.

Μάταια προσπάθησε να την βρει. Δεν είχε τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να καλέσει τον Βασίλη.

……..

Μετά από δύο εβδομάδες, εισήχθη επειγόντως στην κλινική που εργαζόταν η Μαρίνα, μια κοπέλα σε κατάσταση αμόκ. Είχε επιχειρήσει να πνίξει τον άντρα της πάνω σε μια σχιζοφρενική κρίση.

Όταν η Μαρίνα πήγε να την δει, έμεινε άναυδη. Ήταν η Βάλια!

«Βάλια? Τι έχεις κορίτσι μου?» της είχε πει.

Εκείνη την κοίταξε και έσκασε στα γέλια, χωρίς να της απαντήσει!

Ένας γιατρός την ενημέρωσε. Η ασθενής προφανώς έπασχε από σχιζοφρένεια και φανταζόταν πράγματα. Πρόσφατα είχε γίνει επιθετική και επικίνδυνη με αποτέλεσμα ο σύζυγός της να αποφασίσει να την φέρει στην κλινική.

Η Μαρίνα ρώτησε που ήταν ο σύζυγος. Ο σύζυγος βρισκόταν στη γραμματεία της κλινικής για να ρυθμίσει το οικονομικό. Έτρεξε να τον προλάβει.

Και τον πρόλαβε!

«Βασίλη!» του φώναξε.

Αυτός, ανέκφραστος, την κοίταξε χωρίς να απαντήσει.

«Βασίλη, τι έκανες? Τι έκανες? Τι κάνατε???»

Εκείνος βουρκωμένος της απάντησε «Τίποτα»

«Πώς τίποτα? Η Βάλια δεν είναι καθόλου καλά»

«Η Βάλια ήταν απλώς περίεργη, Μαρίνα. Όλα θα ήταν μια χαρά αν καθόταν στα αυγά της και δεν έψαχνε να τα ξαναβρεί με τον Στέφανο. Ήμουν ρητός και απόλυτος με τον Στέφανο. Ή εμένα, ή τη Βάλια. Αυτός μας ήθελε και τους δύο, κι αυτό δεν γινόταν. Τον είχα προειδοποιήσει. Αυτός δεν με άκουσε κι έμπλεξε πάλι μαζί της. Η Βάλια δεν ήταν χαζή. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Νόμιζε ότι είσαι ερωμένη μου. Δεν το αρνήθηκα. Με βόλευε.

Μια μέρα όμως, εκεί που δεν το περίμενα κι ενώ ήμουν στο μπάνιο, μου βούτηξε το κινητό και τηλεφώνησε στη…. «Μαρίνα» που βρήκε στον κατάλογο. Και τότε, της απάντησε ο Στέφανος. Δεν μου ‘πε τίποτα. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.

Το αστείο ξέρεις ποιο είναι? Ότι εγώ δεν ήξερα ότι με απατούσε με το Στέφανο! Δεν είναι πολύ αστείο τελικά? Εγώ κεράτωνα τη γυναίκα μου κι αυτή εμένα, με τον ίδιο εραστή! Μμμμμ…. Τι ερωτικό. Τι κρίμα που δεν το έμαθα εγκαίρως, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε όλοι μαζί την εμπειρία.»

«Σκάσε!!!» του φώναξε η Μαρίνα. «Καταστρέψατε έναν άνθρωπο Βασίλη!»

«Καταστρέψαμε?? Μπα? Σοβαρά? Μήπως αυτή μας κατέστρεψε??? Εγώ δεν καταστράφηκα νομίζεις? Το ξέρεις ότι μας την έστησε και μας έπιασε στα πράσσα, στο σπίτι του Στέφανου? Εγώ βέβαια της πρότεινα να μείνει και να διασκεδάσουμε κι οι τρεις μαζί, αλλά ο Στέφανος για χάρη της μου έριξε μια γροθιά στα μούτρα. Τι ρομαντικός, Θέε μου!

Πώς γίνεται ένας άντρας να αγαπάει έναν άλλον άντρα και μια γυναίκα ταυτόχρονα??? Πώς γίνεται μια γυναίκα να ισχυρίζεται ότι αγαπάει και τον άντρα της και τον εραστή της?? Εγώ ήμουν ο μόνος φυσιολογικός. Αγαπούσα μόνο έναν. Τον Στέφανο.

Το ξέρεις ότι εξαιτίας της χώρισα μαζί του? Αυτή φρόντισε να με κάνει να πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Μ’εκανε να χάσω ότι πιο όμορφο είχα, όπως την είχα κάνει κι εγώ κάποτε να το χάσει.

Το ξέρεις ότι μετά πήγε στη μητέρα μου και τα είπε όλα? Το ξέρεις ότι μετά πήγε στη δουλειά μου και τα είπε όλα? Με κατέστρεψε Μαρίνα. Μέρα με τη μέρα γινόταν και χειρότερη. Καθόταν μόνη της στο σκοτάδι κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο και γελώντας. Είναι τρελλή! Το καταλαβαίνεις?? ΤΡΕΛΛΗ!!!!»

Η Μαρίνα, με όλη της τη δύναμη, έριξε ένα χαστούκι στον Βασίλη.

«Φύγε! Δεν θέλουμε ούτε τα λεφτά σου, ούτε τη συμπόνια σου. Τη Βάλια θα την αναλάβω εγώ»

Η Βάλια είχε στον κόσμο μόνο τους γονείς της και τη Μαρίνα πλέον. Το διαζύγιο με τον Βασίλη βγήκε στο άψε-σβήσε, μιας που αυτός δεν ήθελε να έχει πια καμία σχέση μαζί της.

Η Βάλια, η μικρή, τρυφερή Βάλια, που δεν άντεξε και έχασε την επαφή με την πραγματικότητα. Κλείστηκε στο δικό της κουτάκι, εκεί που κανείς δεν μπορούσε να την βλάψει πια.



Την επόμενη μέρα ξημέρωσε άλλο ένα Σάββατο.

Οι ασθενείς δεχόντουσαν επισκέψεις. Γονείς, αδέλφια, παιδία…

Η Βάλια περίμενε υπομονετικά να φανούν οι γονείς της. Ηλικιωμένοι και ταλαιπωρημένοι πια, πήγαιναν κάθε Σάββατο να την δουν για τρεις ώρες. Μαζί με τους γονείς της, εμφανιζόταν και η Μαρίνα, κρατώντας ένα κοριτσάκι απ’το χέρι.

Ένα κοριτσάκι φτυστό η Βάλια, που γεννήθηκε λίγους μήνες μετά την εισαγωγή της στην κλινική. Ο πρώην σύζυγος δεν έμαθε ποτέ γι’αυτό και το παιδί καταχωρήθηκε ως αγνώστου πατρός.

Η Βάλια μπορεί να είχε χάσει τις λεπτές ισορροπίες της ψυχής της, αλλά δεν ήταν χαζή. Είχε ήδη υπογράψει διαθήκη με την οποία ανέθετε την κηδεμονία του παιδιού στη Μαρίνα.

Η Μαρίνα ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή για να βοηθήσει τους ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές. Δεν παντρεύτηκε ποτέ για να ασχοληθεί με το έργο της.

Και τώρα, ο Θεός την αντάμειψε με ένα παιδάκι. Ένα κοριτσάκι με τα μάτια του Στέφανου, τα μαλλιά της Βάλιας και το πείσμα του Βασίλη, να της θυμίζει για πάντα πως η ζωή είναι μια απλή, μα τόσο αλλόκοτη ιστορία….


ΤΕΛΟΣ

6.06.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 8ο

Παρασύρθηκα!

Ναι, τ’ομολογώ, παρασύρθηκα!

Η ζωή που ζούσα μέχρι τότε, δεν μου άρεσε.
Εγκλωβισμένη στον βαρετό γάμο μου με τον Βασίλη και σε μια επαγγελματική εξέλιξη που τελικά δεν μου ταίριαζε, παρασύρθηκα από τον Στέφανο και τους «απαγορευμένους καρπούς» που γενναιόδωρα ήθελε να μου προσφέρει.

Επί τρεις ολόκληρους μήνες συναντιόμασταν κρυφά και κάναμε όλα αυτά που τόσο πολύ μου είχαν λείψει. Βέβαια, αυτό που είχα παλιά με το Στέφανο, ποτέ δεν μπόρεσα να το ξαναποκτήσω.

Δυστυχώς ήμουν πλέον παντρεμένη με τον Βασίλη και δεν είχα ελεύθερο προσωπικό χρόνο πια. Δεν ήμουν όπως παλιά, ελεύθερη κι ωραία, που απλά έλεγα στους γονείς μου ότι θα βγω με το Στέφανο και μπορεί να μη γυρίσω το βράδυ. Τώρα έπρεπε να κρύβομαι, να καταστρώνω σχέδια, να λέω ψέμματα.

Ψέμματα.....

Πόσα ψέμματα είπα σ’αυτήν την ιστορία που σας διηγούμαι…

Πόσα ψέμματα μου είπαν...

Πόσο μεγάλο ψέμμα ήταν όλο αυτό που ζούσα...



Η ιδανική μέρα για να συναντιέμαι με τον Στέφανο ήταν η Πέμπτη, που ο Βασίλης έλειπε στις συναντήσεις ψυχολογικής υποστήριξης. Δυστυχώς ο Στέφανος μπορούσε οποιαδήποτε άλλη μέρα, εκτός της Πέμπτης.
Κάθε Πέμπτη απόγευμα έπρεπε να διδάσκει μαθηματικά σ’ένα φροντιστήριο, αντικαθιστώντας μια καθηγήτρια που έλειπε με άδεια μητρότητας. Τα μαθήματα τελείωναν κατά τις δέκα το βράδυ, ώρα απαγορευμένη πλέον για μένα, μιας που ο Βασίλης επέστρεφε από τη συμβουλευτική του συνάντηση κατά τις δέκα και μισή.

Έτσι, το ψέμμα που αποφάσισα να σερβίρω στον Βασίλη ήταν ότι είχα αποφασίσει να πηγαίνω μια επιπλέον μέρα την εβδομάδα στο γυμναστήριο. Πότε ήταν Δευτέρα, πότε Τρίτη, πότε Τετάρτη. Τις Παρασκευές δεν τις προτιμούσα γιατί ήξερα καλά ότι ο Βασίλης σχολάει νωρίς, ενώ τις Πέμπτες, αφού δεν βόλευαν το Στέφανο, πήγαινα πραγματικά στο γυμναστήριο, όπως παλιά.

Οι τρεις αυτοί μήνες της κρυφής μου ερωτικής σχέσης, ομολογώ πως με αναζωογόνησαν.

Σταμάτησα να πιέζω τον Βασίλη να γίνει πιο δραστήριος στο κρεββάτι, σταμάτησα να έχω νεύρα, σταμάτησα να πονάω από την εξαφάνιση του Στέφανου. Ο Στέφανος ήταν και πάλι – εν μέρει – δικός μου! Επιτέλους! Είχα ξαναβρεί το άλλο μου μισό, τη χαμένη μου αγάπη.

Κι είχα όντως αρχίσει να αναρωτιέμαι αν εξακολουθούσε να τα ‘χει με τη Μαρίνα. Στο σπίτι του δεν υπήρχε καμία φωτογραφία της και ποτέ δεν την ανέφερε, παρά μόνο όταν εγώ του την θύμιζα.

Παρόλα αυτά, είχε τύχει ενώ βρισκόμουν μαζί του να χτυπάει το κινητό του, να είναι το «μωρό» του κι αυτός να μιλάει κάπως συνωμοτικά. Δεν του έλεγα τίποτα γιατί προσπαθούσα να κρατήσω χαρακτήρα. Έκανα ότι δεν είχα καταλάβει ότι ήταν αυτή.

Μια φορά όμως, το θράσσος του ξεπέρασε κάθε όριο. Αφού χτύπησε το τηλέφωνο κι εγώ είχα δει στην οθόνη τη φράση «το μωρό μου», αυτός απάντησε με μια άνεση «Έλα φιλαράκο, τι γίνεσαι? Ναι, δεν μπορώ τώρα, θα σε πάρω εγώ φίλε»

Με το που κλείνει, τον ρωτάω: «Ποιος ήταν?»
Κι εκείνος με μια απίστευτη άνεση μου αποκρίθηκε «ένας φίλος μου από το φροντιστήριο»

Έγινε της τρελλής. Έβαλα τέτοιες φωνές που ο Στέφανος δεν τις είχε ξανακούσει. Μπορεί να τον είχα ερωτευτεί, αλλά δεν ήμουν ηλίθια.

«Παραδέξου το! Η Μαρίνα ήταν!!! Λέγε, αν δεν ήταν αυτή, ποια ήταν??»

Στην αρχή επέμενε ότι δεν ήταν αυτή. Όταν είδε ότι με είχε φέρει στα όριά μου, το παραδέχτηκε.

Από τότε δεν με ξανακορόιδεψε. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν αυτή, το καταλάβαινα και αυτός δεν έκανε τίποτα για να με πείσει για το αντίθετο.

Μετά από τα τηλεφωνήματά της, ο συνήθης διάλογός μας ήταν:

- Μπα? Το … μωρό σου ήταν πάλι?
- Βάλια, σε παρακαλώ…
- Γιατί δεν της στέλνεις χαιρετίσματα εκ μέρους μου?
- Μα τι λες τώρα?
- Γιατί? Το Μαρινάκι το γνώρισα πολύ πριν από σένα!
- Μάλιστα…
- Η Μαρίνα δεν ήταν στο τηλέφωνο? Ή με δουλεύεις πάλι Στέφανε?
- Ναι κούκλα μου, η Μαρίνα ήταν. Μπορούμε τώρα να αλλάξουμε συζήτηση?
- Είσαι τόσο ευτυχισμένος μαζί της? Τόσο καλύτερη από μένα είναι? Τόσο υπέροχη, που μπόρεσες να με παρατήσεις έτσι εύκολα και να εξαφανιστείς? Ε Στέφανε?

Κι έτσι καυγαδίζαμε.

Στο τέλος ποτέ δεν μάθαινα αν και πόσο την αγαπάει κι αν πραγματικά τη θέλει τόσο πολύ.

Μια φορά προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και, αφού έκλεισε το τηλέφωνο, του είπα ήρεμα:

«Στέφανε, λυπάμαι πάρα πολύ που σ’έχασα έτσι. Τι να πω, μακάρι η Μαρίνα να σε κάνει ευτυχισμένο. Αν και δυσκολεύομαι να το πιστέψω, γιατί αν ήσουν πραγματικά ευτυχισμένος δεν θα ήμασταν τώρα εδώ, ξαπλωμένοι, δίχως ρούχα κι έχοντας κάνει έρωτα ξανά και ξανά. Ειλικρινά, δεν θα μπορέσω ποτέ να το καταλάβω. Σ’αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Στα έδωσα όλα. Και τώρα κατέληξα παντρεμένη πάλι με κάποιον που δεν με κάνει ευτυχισμένη, και με σένα να μου θυμίζεις τι είχα κάποτε. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα.»

Εκείνος είχε βουρκώσει. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ψιθύρισε «Όσο αντέξεις, κούκλα μου. Όσο αντέξεις….»

Έτσι περνούσε ο καιρός. Με τον Βασίλη να ασχολείται ως επί το πλείστον με την καριέρα του κι εμένα να ανυπομονώ να έρθει αυτή η μια φορά την εβδομάδα που θα μπορούσα να δω τον Στέφανο και να τον απολαύσω, ελπίζοντας πάντα ότι δεν θα διακόψει την ηδονή μου αυτή η βδέλλα, η Μαρίνα.

Κάποιες φορές κοιτούσα τον Βασίλη κι ένιωθα τύψεις. Δεν μου έφταιγε σε τίποτα αυτός να τον κερατώνω έτσι ασύστολα. Αυτός μου ήταν πάντοτε πιστός, τίμιος και ειλικρινής. Μπορεί τελικά να μην ταιριάζαμε στο ερωτικό, αλλά ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος.

Πέρασα σιγά-σιγά λοιπόν από τη φάση της τρελλής δίψας για παράνομο σεξ, στη φάση των τύψεων.

Κάθε φορά που ήμουν γυμνή στο κρεβάτι με τον Στέφανο να έχει μόλις πριν πέντε λεπτά ολοκληρώσει και να κοιτάει το ρολόι του, περιμένοντας να ντυθώ και να φύγω, ένιωθα πολύ βρώμικη και φτηνή.

Γύριζα σπίτι όπου με περίμενε ο Βασίλης μ’ένα πλατύ χαμόγελο, έχοντας φτιάξει δύο φλυτζάνια αχνιστό τσάι, για να … ξεκουραστώ από τη γυμναστική που έκανα τόσες ώρες.

Κάποιες φορές τύχαινε να με πλησιάσει κιόλας, λέγοντάς μου με πολύ ρομαντικό τρόπο «θέλω να σου κάνω έρωτα, αγάπη μου», μα εγώ ήμουν τόσο εξαντλημένη από τις διαστροφές του εκρηκτικού Στέφανου που είχα ζήσει δύο ώρες νωρίτερα, που προφασιζόμουν πονοκεφάλους και ζαλάδες για να με αφήσει ήσυχη.

Όταν αυτές οι τύψεις μεγάλωσαν αρκετά, ζήτησα από το Στέφανο να μην βρεθούμε την ημέρα που είχαμε κανονίσει. Αντί να πάω σ’αυτόν, πήγα όντως στο γυμναστήριο και ξέσκασα. Ήταν μια Τρίτη. Την Πέμπτη λοιπόν, αποφάσισα να μην πάω γυμναστήριο, αλλά να περιμένω τον Βασίλη να γυρίσει από την συμβουλευτική ομάδα για να του χαρίσω μια ρομαντική και – γιατί όχι? – ερωτική βραδιά.

Είχα φορέσει ένα αποκαλυπτικό νυχτικό και είχα σβήσει όλα τα φώτα του σπιτιού. Μόνο στο υπνοδωμάτιό μας είχα αναμμένα κεράκια. Είχα κλειδώσει κιόλας, ώστε να πιστέψει, μπαίνοντας, ότι ακόμα δεν έχω γυρίσει από το γυμναστήριο.

Καθόμουν εκεί, στο σκοτάδι και περίμενα. Κατά τις 10 και είκοσι ακούω κλειδιά στην πόρτα και τη φωνή του Βασίλη να μιλάει με κάποιον.

Αναρωτήθηκα στην αρχή, τι να συμβαίνει και φοβήθηκα μήπως ήμουν τόσο άτυχη που τη μέρα που ήθελα να μείνουμε οι δυο μας, αυτός κανόνισε να φέρει στο σπίτι κάποιον γνωστό του από τις συναντήσεις.

Δεν άκουγα τον συνομιλητή του. Αφουγκράστηκα πιο προσεκτικά. Ναι.. Ναι… Μιλούσε στο κινητό του. Μιλούσε στο κινητό του, μα έλεγε πράγματα που δεν πίστευα ότι άκουγα!

«Ναι ρε γαμώτο, το ξέχασα εκεί. Θα το πάρω όταν ξαναβρεθούμε. Μου πήρες τα μυαλά σήμερα. Ήσουν το κάτι άλλο βρε συ. Καιρό είχες να με βασανίσεις τόσο, μωρό μου. Τόσο πολύ πεινούσες? Χα χα χα! (δυνατά γέλια) Έλα βρε! Ούτε να το ξαναπείς. Μόνο πρόσεξε μην το χάσεις γιατί είναι δώρο της Βάλιας και κάποια στιγμή θα με ρωτήσει. .. Τι έπαθες τώρα? Όχι σου λέω, δεν έχει έρθει ακόμα. Αντε, σ’αφήνω τώρα, φιλακια. Χα Χα!! Ξέρεις εσύ που!»

Είχα μείνει άφωνη. Ακίνητη σαν παγοκολώνα. «Δεν είναι δυνατόν!» ψιθύρισα. Αφουγκράστηκα πάλι. Ο Βασίλης είχε προχωρήσει προς το σαλόνι και άνοιγε την μπαλκονόπορτα για να αεριστεί λίγο το σπίτι. Έσβησα βιαστικά τα κεράκια, φόρεσα μια ρόμπα και στο σκοτάδι ξεγλύστρησα και μπήκα στο μπάνιο, το οποίο ήταν ακριβώς δίπλα στην κρεββατοκάμαρα.

Ο Βασίλης προχώρησε προς τον διάδρομο και είδε στο βάθος το φως του μπάνιου αναμμένο. Πλησίασε, κι όταν έφτασε ακριβώς μπροστά στην πόρτα, άκουσε τον ήχο του ντους.

«Βάλια? Είσαι εδώ?»

Κανείς δεν απάντησε από μέσα.

Άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα. Πίσω από την κουρτίνα φαινόταν καθαρά η σιλουέτα της κάτω από το νερό του ντους, να ξεπλένει τους αφρούς κι εκείνη να σιγοτραγουδά.

Ο Βασίλης πλησίασε αθόρυβα και τράβηξε απαλά την κουρτίνα.

«Εδώ είσαι?» της είπε

«ΑΑΑΑΧΧΧ!!!! Παναγία μου!»

«Τρόμαξες, αγάπη μου?»

«Πω-πω, Βασίλη! Κατατρόμαξα! Τώρα ήρθες?»

«Ναι αγάπη μου. Εσύ?»

«Εγώ ένιωσα μια ζαλάδα στο γυμναστήριο και έφυγα λίγο νωρίτερα»

«Ζαλάδα, ε? Λες να έχουμε κανένα ευχάριστο?»

Του χαμογέλασα πλατιά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο.

«Ασε με να τελειώσω τώρα, για να κάνεις κι εσύ το ντουσάκι σου μετά» είπα, κι έκλεισα την κουρτίνα. Είχα παρατηρήσει ότι στο χέρι του δεν υπήρχε το ρολόι που του είχα κάνει δώρο.

Μετά από πέντε λεπτά είχα βγει από το μπάνιο και τη θέση μου κάτω από το ντους, πήρε ο Βασίλης.

Κι αυτός ήταν ο σκοπός μου!

Μόλις μπήκε στο ντους, έτρεξα και άρπαξα το κινητό του από το τραπεζάκι του σαλονιού.

Ήθελα να δω ποια ήταν η τελευταία κλήση του. Σε ποιά έλεγε αυτά τα λόγια?

Πήγα στις εξερχόμενες κλήσεις. Η τελευταία εξερχόμενη ήταν στο δικό μου κινητό. Φτού.

Συνέχισα επιλέγοντας τις εισερχόμενες κλήσεις.

«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησα.

Μπορεί να μην φαινόταν ο αριθμός κλήσης, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα το όνομα. Η τελευταία εισερχόμενη κλήση, που είχε γίνει πριν ένα τέταρτο περίπου, ήταν από το όνομα «ΜΑΡΙΝΑ»!!!!

Ο Βασίλης μου φώναξε από μέσα να φτιάξω τσάι να πιούμε. Παράτησα το κινητό του εκεί που το βρήκα, βγαίνοντας από το μενού των κλήσεων, χωρίς να προλάβω να δω και να σημειώσω τον αριθμό της.

Μέχρι να ετοιμάσω το τσάι, είχα πάρει, χωρίς να το ξέρω, τη σημαντικότερη απόφαση αυτής της ιστορίας.

Ως εδώ! Μπορούσα να ανεχτώ να μοιράζομαι τον εραστή μου με τη Μαρίνα. Αλλά όχι και τον άντρα μου!!!!

Αυτό ήταν! Θα ξεκαθάριζα με αυτήν την οχιά, μια για πάντα!!!


(συνεχίζεται… για το τελευταίο επεισόδιο)

6.01.2007

Για την Αμαλία.....

Για την Αμαλία, τα λόγια μου είναι λίγα και φτωχά.

Τη γνώρισα, δυστυχώς, αφού είχε φύγει από κοντά μας.

Όπως τους καλλιτέχνες, τους ζωγράφους, τους μουσικούς, που μετά θάνατω ο κόσμος αναγνωρίζει τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους.

Έτσι κι εγώ.

Χαμένη στην πεζή καθημερινότητά μου, που κάποτε διακόπηκε με το θάνατο ενός πολυαγαπημένου μου προσώπου, για να ξαναπάρει αργότερα πάλι την ίδια ρότα, την ίδια πορεία, με μόνη διαφορά τον πόνο και την πίκρα που νιώθει αυτός που μένει πίσω...

Δυστυχώς είμαι ακόμα στη δουλειά μου, αυτή την ώρα και δεν βρήκα λίγο περισσότερο χρόνο να αφιερώσω στην υπέροχη Αμαλία.

Κι όχι μόνο στην υπέροχη Αμαλία, μα και σε τίποτα άλλο πέρα από τη δουλειά μου δεν αφιέρωσα χρόνο σήμερα .....

Βλέπετε, οι ρυθμοί της ζωής δεν μ’αφήνουν να ζήσω.... Δεν είναι τραγική ειρωνεία?

Μακάρι να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε ότι η ζωή είναι εδώ και τώρα. Ούτε στο αύριο, ούτε στο μέλλον.

Μακάρι η μικρή Αμαλία να μας βλέπει από ψηλά και να μας προστατεύει, γιατί – όπως έχει πει κι ένας γνωστός Έλληνας τραγουδιστής – «ο ουρανός δεν κρύβει από πάνω Θεό, κι εσύ είσαι εσύ, κι εγώ είμαι εγώ....»

Αντίο Αμαλία

Μακάρι μέχρι να φύγω κι εγώ από αυτή τη ζωή να έχω καταφέρει να ακουστεί η φωνή μου σε τόσο κόσμο όσο κι εσύ....


Με απέραντη εκτίμηση και θαυμασμό,

Anima Rana