9.23.2007

Αλαν - Το μπαράκι

..... Σκοτάδι....

Φωνές... Κραυγές....

Μυρωδιά σαπίλας.... Γεύση αίματος....

....Κι εγώ τρέχω. Τρέχω να σωθώ, τρέχω να γλυτώσω, τρέχω να βγω έξω από το τούνελ, έξω στο φώς.

...Το φως! Πρέπει να φτάσω στο φώς! Τα ρούχα μου ματωμένα... Μα τρέχω.

Τα πόδια μου βαριά... Μα προσπαθώ.

Ένα ξερακιανό χέρι μου αρπάζει το δεξί αστράγαλο και μπήζει τα μακρυά και μυτερά νύχια του στο δέρμα μου!

Πέφτω κάτω... Το πρόσωπό μου πασαλείβεται με αίμα.

Προσπαθώ να σηκωθώ. Πρέπει να βγω στο φώς, πρέπει να σωθώ.

...Τα σουβλερά νύχια με κρατάνε καλά και μέσα στο σκοτάδι νιώθω ότι το πλάσμα που με έριξε κάτω, σκαρφαλώνει στο πεσμένο σώμα μου και .....


-"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!"

Βγάζω μια κραυγή στο σκοτάδι και πετάγομαι στον αέρα. Κοιτάζω γύρω μου. Δεν είμαι σε κανένα τούνελ και δεν έχω κανένα πλάσμα κοντά μου. Είμαι στο κρεββάτι μου, στο δωμάτιό μου και η ώρα είναι 5.20 τα χαράματα.

Ξεφυσάω και σηκώνομαι. Πάω στην κουζίνα και ετοιμάζω τον εσπρέσσο μου. Ούτως ή άλλως, ποιός έχει όρεξη να ξανακοιμηθεί μετά από αυτό?

Ενώ γίνεται ο καφές, στην παραδοσιακή καφετιέρα εσπρέσσο, εγώ παρακολουθώ τις μικρές φλόγες που βγαίνουν από το γκαζάκι, μήπως ξαναδώ το χαιρέκακο χαμόγελο που είχα δει πριν τρεις μήνες. Τότε που άρχισαν όλα. Τα οράματα, οι εφιάλτες, οι φωνές....

Βάζω τον καφέ στο φλυτζάνι μου, πίνω τρεις γουλιές και αρχίζω να συνέρχομαι. Σκέφτομαι τι θα μου πει ο φίλος μου ο Σώτος, όταν θα του περιγράψω κι αυτόν τον εφιάλτη.

Ο Σώτος με κοροϊδεύει. Λέει ότι μου λείπει το σεξ κι ότι έχω αρχίσει και τα παίζω. Ότι πρέπει να μου φέρει καμιά ξέκωλη για να στανιάρω. Κι εγώ του απαντώ ότι, μετά από την ζημιά που έπαθα πριν τρεις μήνες, να μου λείπουν οι ξέκωλες. Κι αυτός γελάει. Γιατί δεν με πιστέυει...

Ο Σώτος γενικώς με έχει στο χώσιμο και στο δούλεμα, από τότε που παντρεύτηκε δηλαδή, εδώ και πέντε χρόνια, ενώ εγώ παραμένω εργένης. Στα τελευταία μου γενέθλια, πριν τρεις μήνες, είχαμε βγει για φαγητό με τη γυναίκα του, τη Μάρθα, και κοντέψαμε να τσακωθούμε άσχημα.

"Καλά, είσαι σοβαρός? Κλείνεις τα σαράντα, μας βγάζεις έξω για φαγητό, κι έρχεσαι ασυνόδευτός??" είπε μόλις με είδε.

Όλη η βραδιά κύλησε με διαρκείς σπόντες από την πλευρά του, μέχρι που στο τέλος τα πήρα και τον διαολόστειλα. Ευτυχώς μπήκε στη μέση η Μάρθα και ηρέμησαν τα πνεύματα. Αλλιώς, θα τον χτυπούσα. Στα όριά μου με είχε φέρει.

Κι όμως, από τη μέρα εκείνη, που έκλεισα τα 40, κάτι άλλαξε. Μετά το εστιατόριο, τους άφησα σπίτι τους κι έφυγα. Κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου μου, ο Σώτος μου φώναξε "Αύριο μην τολμήσεις να έρθεις στην δουλειά αν δεν έχεις πηδήξει!". Του έκανα μια άσεμνη χειρονομία χαμογελώντας κι έφυγα.

Πηγαίνοντας προς το δικό μου σπίτι, πέρασα μπροστά από ένα μπαράκι, το οποίο ήμουν σίγουρος ότι δεν το'χα ξαναδεί. Η επιγραφή έγραφε "SAMSΑ ΤRΑΝ", και σου έδεινε μια αίσθηση μεταξύ ασιατικού κακόφημου μπαρ και αισθησιακής ατμόσφαιρας. Το προσπέρασα σκεπτόμενος "πότε άνοιξε αυτό εδώ?" και "αύριο μην τολμήσεις να έρθεις στην δουλειά αν δεν έχεις πηδήξει!".

Σταμάτησα το αυτοκίνητο, έκανα όπισθεν και πάρκαρα κοντά στο μπαρ.

Μπήκα μέσα. Ο φωτισμός ήταν κόκκινος. Το μπαρ φιλοξενούσε μερικούς τύπους οι οποίοι μιλούσαν με τις αντίστοιχες "σερβιτόρες", ενώ στα τραπεζάκια είδα και μερικά παράνομα ζευγαράκια. Μου φάνηκε ότι είδα και τον διευθυντή λογιστιρίου της "ΣΜΑΡΤ", της εταιρίας που εργαζόμουν, να έχει απλωθεί στο κάθισμά του, με τα μάτια μισόκλειστα, ενώ μια ξανθιά ύπαρξη με κοντό μαύρο σορτσάκι, δυκτιωτό καλσόν και ψηλοτάκουνη γόβα, ήταν σκυμμένη πάνω από το "επίμαχο σημείο" του και τον περιποιόταν.

Γύρισα αλλού το κεφάλι μου, για να μην με δει. 'Ηταν παντρεμένος, με δύο παιδιά και την άλλη μέρα αραββώνιαζε τη μεγάλη κόρη του.

Έκατσα στο μπαρ. Παρείγγηλα ένα ουίσκι. Το ποτό μου έφτασε αμέσως και το ήπια πολύ γρήγορα.

Το ένα ποτό έφερε το άλλο, μα δεν έφερε καμία γυναίκα στο πλευρό μου.

"Ρε μπας κι έχει δίκιο ο Σώτος?" σκέφτηκα. "Μπας κι είμαι τόσο ξενέρωτος που ούτε οι τσούλες δεν με θέλουν?".

Η ώρα περνούσε και την άλλη μέρα δούλευα. Μετά το τρίτο ποτό πλήρωσα κι έφυγα.

Βγήκα από το μαγαζί και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητό μου.

Στα δύο μέτρα πριν το αυτοκίνητο, σταμάτησα έκπληκτος. Μπροστά από την πόρτα του οδηγού, με περίμενε μια γυναίκα.

Ήταν ψηλή, με τέλειες αναλογίες, με κατάμαυρο μαλλί, καταγάλανα μάτια και υγρά χείλη.

"Πάμε?" μου είπε.

"Συγνώμη" είπα κοιτώντας πίσω προς το μπαράκι, "πώς εσύ ξέρεις.."

"Πάμε?" μου ξανάπε και , ειλικρινά, με μαγνήτισε με το βλέμμα της.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος και σε δέκα λεπτά ήμασταν σπίτι μου.

Μπαίνοντας μέσα, την κοίταξα από πάνω ως κάτω. Φορούσε μίνι μαύρη φούστα, κολλητό μαύρο μπλουζάκι, δυκτιωτό καλσόν, ψηλοτάκουνη γόβα και μαύρο στενό και δερματινο σακκάκι.

"Γιατί όλα μαύρα?" της είπα

Γύρισε και με κοίταξε με το παγωμένο γαλανό βλέμμα της.

Μετά υπήρξε ένα κενό στη μνήμη μου. Δεν έχω καταφέρει μέχρι σήμερα, τρεις μήνες μετά, να θυμηθώ. Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά, είναι να την έχω γυμνή στο κρεββάτι, από πάνω μου, να με εξαντλεί, να μου ρουφάει όλη την ενέργεια, να με απογειώνει με τα κόλπα της, να με καταβροχθίζει στην κυριολεξία, να την ξεσκίζω από παντού, να την θαυμάζω για την αντοχή της - ούτε μπαταρίες να είχε βάλει - ακούραστη η γκόμενα! Να νιώθω ότι δεν πηδάω εγώ αυτήν, αλλά αυτή εμένα, λες και με είχε βάλει στο μάτι και αυτός είναι ο τρόπος της να με εξοντώσει.

Μετά πάλι κενό.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να είμαι δεμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα κι εκείνη να "περιποιείται" το όργανό μου με τόση μανία που στο τέλος πονώντας της φώναξα "σταμάτα!" κι αυτή μου απάντησε "σκάσε!".

Μετά πάλι κενό.


....Και μετά, ξύπνησα το πρωί, με βαρύ κεφάλι και με αυτήν να έχει εξαφανιστεί.

Φιάχνοντας τον καθιερωμένο μου εσπρέσσο, είδα στις φλόγες της φωτιάς, μικρά πρόσωπα να μου χαμογελούν χαιρέκακα και, τρομαγμένος, πέταξα το γκαζάκι και την καφετιέρα στον νεροχύτη...

Εκείνη την ημέρα, στη δουλειά, ο Σώτος μόλις με είδε αναφώνησε "ρε μαλάκα, είπαμε να πηδήξεις, όχι να διαλυθείς!" και έσκασε στα γέλια.

Του απάντησα τσαντισμένος "Δεν κατάλαβα! Δική σου ιδέα ήταν? Ποιά ήταν αυτή? Λέγε ρε!" κι αυτός ανήσυχος μου είπε "τι εννοείς, ρε φιλε? για ποιάν μου μιλάς?".

Του είπα όλη την ιστορία, κι είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Όλη τη μέρα, αντί να είναι στο τμήμα του και να κάνει τη δουλειά του, ασχολιόταν με μένα. Με ρωτούσε διαρκώς αν είμαι καλά και ανησυχούσε γιατί το βλέμμα μου είχε κάτι το διαφορετικό που δεν του άρεσε καθόλου.

Φεύγοντας από τη δουλειά εκείνη τη μέρα, μού ζήτησε να τον πάω να δει αυτό το μπαράκι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, του λέω "εδώ παρακάτω είναι". Είχαμε πλησιάσει πολύ. Στην επόμενη στροφή, θα κάναμε αριστερά, θα προχωρούσαμε γύρω στα 200 μέτρα, μετά θα κάναμε δεξιά στο στενάκι και....

"Εδώ, στο δεξί σου χέρι είναι" του είπα

"Πού, δίπλα στο βιβλιοπωλείο?"

"Ε, κάτσε να δω, εεε, όχι, κάτσε. Πού είναι ρε φίλε?"

Μείναμε δέκα λεπτά σταματημένοι, μ'εμένα να έχω κατέβει από το αυτοκίνητο, να περπατάω πάνω-κάτω όλο το στενό, μα το μπαράκι πουθενά!

"Εντάξει, Άλαν, μην τρελλαίνεσαι, εγώ για πλάκα στο'πα χτες ότι πρέπει να πηδήξεις, μην μασάς. Όλα εντάξει, πάμε να φύγουμε" μού είπε, με ένα απαλό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Τον άρπαξα από τον γιακά, εξοργισμένος!

"Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω?? Εδώ ήταν!!!"

"Καλά, Άλαν, θα έρθουμε κι αύριο να ψάξουμε. Ίσως μπήκες σε λάθος δρόμο." είπε, τρομαγμένος αυτή τη φορά.

Του άφησα απαλά το γιακά.

"Σόρυ φίλε. Δεν ξέρω τι μ'έπιασε..."

Τον άφησα σπίτι του, πήγα σπίτι μου, κι από εκείνη τη μέρα, άρχισα να βλέπω εφιάλτες τα περισσότερα βράδια, να ακούω φωνές κατά τη διάρκεια της ημέρας και να βλέπω πρόσωπα μέσα στις φλόγες, μέσα στο νερό, μέσα στην σβηστή οθόνη της τηλεόρασης....

Τρεις μήνες πέρασαν.

Και σήμερα, αυτός ο εφιάλτης, μ'αυτό το αθλιο πλάσμα....

Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Εφτά παρα δέκα! Πρέπει να είχα αφαιρεθεί πολύ, βυθισμένος στις σκέψεις μου, που δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα.

Άρχισα να ντύνομαι για την δουλειά. Δεν έπρεπε να αργήσω!

Πουκάμισο, παντελόνι, γραβάτα. Το σακκάκι μου κρεμασμένο, να με περιμένει. Κάθησα στο κρεββάτι για να φορέσω κάλτσες και παπούτσια. Μόλις έβαλα την δεξιά κάλτσα, ένιωσα έναν πόνο στο πίσω μέρος του δεξιού μου αστραγάλου.

Κατεβάζω την κάλτσα λίγο, και τι να δω!

Τέσσερις μικρές πληγές, στο πίσω και κάτω μέρος της δεξιάς μου γάμπας.

Τέσσερις μικρές πληγές, με μελανιές γύρω τους, σαν... σαν κάποιος με σουβλερά νύχια να μου είχε αρπάξει το πόδι!