8.31.2008

Σαν μια σταγόνα βροχής - ΙΙ

Κάθισαν αναπαυτικά στα αφράτα καθίσματα. Απαλή μουσική έπαιζε από τα ηχεία του πανάκριβου καφέ πασίγνωστου ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας.

Ένα κομψά ντυμένο γκαρσόνι τους είχε υποδείξει πού να καθίσουν και ήδη έπαιρνε παραγγελία από την Μόνικα, την οποία γνώριζε καλά αφού ήταν εκλεκτή πελάτισσα.

Η Χαρά είχε αφαιρεθεί χαζεύοντας το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Δεν το είχε ποτέ δει από την συγκεκριμένη οπτική γωνία.

«Πόσο ωραίο βλέπουν τον κόσμο οι πλούσιοι» σκέφτηκε.

«Κάθονται και πίνουν τον καφέ τους, τρώνε το πρωινό ή ένα ελαφρύ γεύμα, με καλοντυμένους σερβιτόρους πάνω από τα κεφάλια τους, με δροσερή ατμόσφαιρα το Καλοκαίρι και ζεστή θαλπωρή το Χειμώνα, κουβεντιάζοντας για τις επενδύσεις τους, τα ταξίδια τους, τα ψώνια τους, τον ακριβό γάμο που επρόκειται να κάνουν, το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασαν, κοιτώντας το κτίριο της Βουλής, με την όμορφη γαλανόλευκη να κυματίζει περήφανα..... Χα! Οι πλούσιοι.... Τι ξέρουν από ανεργία αυτοί? Τι ξέρουν από δυστυχία? Από αϋπνία? Εδώ η ηχομόνωση είναι τόσο καλή που επανάσταση να γινόταν έξω από τη Βουλή, αυτοί θα έπιναν το γαλλικό καφέ τους ή τον εσπρέσο τους, τρώνε τα κρουασάν τους, τα μπριοσάκια τους, τις σαλάτες τους και δεκάρα δεν θα έδιναν για τον πόνο και τον καημό των «απ’έξω». Πφφφφ.... Πλούσιοι. Ζουν στον κόσμο τους, το μόνο που τους νοιάζει είναι η δική τους καλοπέραση και τίποτε άλλο. Αχ, καημένη Ελλάδα, καημένη γαλανόλευκη, δείχνεις τόσο όμορφη, τόσο ατσαλάκωτη μέσα από αυτό το τζάμι, που σιχαίνομαι τον εαυτό μου που βρίσκομαι εδώ μέσα. Τι ήθελα και της μίλησα της ψωνισμένης?»

«Δεσποινίς!!» ακούστηκε η φωνή του σερβιτόρου.

«Χαρά!!» ακολούθησε η φωνή της Μόνικα, κάπως εκνευρισμένη. «Δεν ακούς που σου μιλάνε? Θα παραγγείλεις?»

Η Χαρά τινάχτηκε από τη θέση της, λες κι έβλεπε εφιάλτη. Αγριοκοίταξε τη Μόνικα και μετά με βλέμμα όλο συμπάθεια είπε στον σερβιτόρο «Έναν Ελληνικό διπλό σκέτο. Ευχαριστώ». Ο σερβιτόρος κοντοστάθηκε και έριξε το βλέμμα του στη Μόνικα.

Η Χαρά, αποφασισμένη να μην παίξει με τους όρους της Μόνικα για πολύ ακόμα, την κοίταξε με την ίδια απορία που κοιτούσε και ο σερβιτόρος και είπε «Τι? Δεν σερβίρουν Ελληνικό καφέ εδώ?».

Η Μόνικα την κοίταξε αδιάφορα και, κοιτώντας πια το γκαρσόνι και κάνοντάς του νόημα να φύγει, είπε «βεβαίως και σερβίρουν».

«Λοιπόν?» συνέχισε η Μόνικα με υπεροπτικό ύφος αυτή τη φορά. «Εχεις κάτι να μου πεις ή αδίκως χάνω το χρόνο μου μαζί σου?»

«Αδίκως? Αδίκως?» απάντησε η Χαρά εξοργισμένη. «Ξέχνα το. Κακώς σε πλησίασα, κακώς σου μίλησα. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ με σένα?»
Είχε πλέον σηκωθεί όρθια και κρατούσε το τσαντάκι της. «Λυπάμαι πάρα πολύ για σένα. Η μητέρα μου λάτρευε τη μητέρα σου. Μέχρι την τελευταία της πνοή για εκείνη μιλούσε. Αλλά προφανώς η δική σου μεγαλοπιάστηκε γιατί δεν την είδα να καίγεται που η φιλενάδα της πέθαινε. Δεν ξέρω γιατί της υποσχέθηκα αυτή τη βλακεία, ότι θα έρθω να σε βρω να μιλήσουμε γι’αυτές. Δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει λόγος.»

«Κάτσε κάτω» ήταν η απάντηση της Μόνικα. «Κάτσε κάτω ΤΩΡΑ».

Η Χαρά έκατσε, αλλά ακόμα κρατούσε το τσαντάκι της. Μπορεί να μην ήταν από πλούσια οικογένεια, αλλά σίγουρα ήξερε από τρόπους και καταλάβαινε ότι είχε δώση τροφή για σχόλια στους γύρω της.

«Δεν υπάρχει λόγος να πούμε τίποτα» ξαναείπε σε χαμηλότερο τόνο αυτή τη φορά και τα μάτια της σαν να ήταν πιο υγρα. «Δεν θα φέρει πίσω τη μαμά μου αυτή η συζήτηση...»

«Θα φέρει πίσω τη δική μου όμως» είπε η Μόνικα με παγερά αυστηρό ύφος.
«Θα φέρει πίσω την Ελένη Δρακά έτσι όπως τη γνώρισε και την αγάπησε η καλύτερή της φίλη, η Αλίκη Σωτηροπούλου. Γιατί, μάλλον δεν ξέρεις, η μητέρα μου δεν πέθανε προχτές. Πέθανε πριν πέντε χρόνια. Την ημέρα που η ψυχή της χάθηκε. Ψυχασθένεια είπαν οι γιατροί. Κατάθλιψη, τάσεις σχιζοφρένειας, λίγο απ’όλα? Δεν ξέρω. Ξέρω ότι γι’αυτό δεν ήρθε ποτέ στην κηδεία της μαμάς σου. Δεν ξέρω καν αν κατάλαβε πότε πέθανε η καλύτερή της φίλη. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ζήσαμε στην κόλαση μαζί με τον πατέρα μου, του οποίου η καρδιά δεν άντεξε και πριν δυο χρόνια με άφησε μόνη να παλέψω με το θηρίο που έπρεπε να αποκαλώ ‘μητέρα’. Βλέπεις λοιπόν, ότι η κουβέντα αυτή δεν θα φέρει μόνο πίσω τη μαμά σου όπως την θυμάσαι, αλλά και τη δική μου, έτσι όπως δεν τη θυμάμαι πια...»

Η Χαρά είχε αφήσει το τσαντάκι της κάτω.

«Δεν ήξερα, συγνώμη» ψέλλισε. «Δηλαδή, ήξερα ότι ο πατέρας σου πέθανε από την καρδιά του και ήξερα ότι στην κηδεία δεν ήρθε η μητέρα σου γιατί ήταν άρρωστη, μα νόμιζα, όλοι νομίζαμε, ότι είχε καρκίνο... Συγνώμη.»

«Μη ζητάς συγνώμη» είπε ψυθιριστά η Μόνικα.

Το γκαρσόνι ήταν ήδη από πάνω τους. Σέρβιρε στη Μόνικα έναν εσπρέσσο, στη Χαρά τον Ελληνικό της και στη μέση άφησε μια πιατέλλα με κρουασανάκια και στρουντελάκια.

Αφού ήπιε μια γουλιά καφέ, η Μόνικα έβγαλε ένα κουτί τσιγάρα cartier και πρόσφερε στη Χαρά.

«Ευχαριστώ, δεν καπνίζω» απάντησε εκείνη.

«Και καλά κάνεις. Για πες μου τώρα, Χαρά Σωτηροπούλου....»

«Ε, δεν με λένε Σωτηροπούλου. Αυτό ήταν το πατρικό της μητέρας μου. Πώς σου’ρθε αυτό το επώνυμο?»

«Ετσι την αποκάλεσε τη μητέρα σου η δική μου την ώρα που πέθαινε. ‘Βρες τη κόρη της Αλίκης. Αλίκη Σωτηροπούλου. Αλίκη Σωτηροπούλου. Μην το ξεχάσεις. Πρέπει να μάθεις. Πρέπει να ξέρεις. Είναι η Αλίκη Σωτηροπούλου. Μιλα με τη Χαρά για την Αλίκη’. Στην αρχή δεν έδωσα καμία σημασία. Η μητέρα μου μόνο ασυναρτησίες έλεγε τα τελευταία πέντε χρόνια, όπως σου είπα. Δεν είχα κανένα σκοπό να ασχοληθώ με την Αλίκη Σωτηροπούλου, μέχρι που εμφανίστηκες κι εσύ στην κηδεία και μου ‘πες ότι το ίδιο σου είχε ζητήσει κι η δική σου μητέρα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ασυναρτησίες της δικής μου, μα μια μοναδική στιγμή διαύγειας μετά από πέντε χρόνια παράνοιας. Μια μοναδική στιγμή διαύγειας τα τελευταία λεπτά της ζωής της.... Πες μου, λοιπόν Χαρά....»

«Χαρά Τρικάκη.»

«Χαρά Τρικάκη, λοιπόν, τι έχεις να μου πεις??»

8.11.2008

Σαν μια σταγόνα βροχής - Ι

Ήταν ένα ηλιόλουστο Σάββατο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν, ενώ ένα απαλό αεράκι έκανε τα δέντρα να βγάζουν ήχους απαλούς, γαλήνιους, χαλαρωτικούς.

Ο κόσμος ήταν πολύς. Όλη η καλή κοινωνία των Αθηνών. Με τα συνολάκια τους οι κυρίες, με τα κουστουμάκια τους οι κύριοι. Κάποιες κρατούσαν βεντάλιες, για τη ζέστη. Τις κουνούσαν πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πότε γρήγορα, πότε αργά, πότε με ανυπομονησία, πότε με θλίψη. Ναι, κυριαρχούσε η θλίψη ως συναίσθημα και το μαύρο ως χρώμα.

Γιατί όλοι αυτοί, οι καλοντυμένοι άνθρωποι, είχαν έρθει για να τιμήσουν την Ελένη Δρακά. Μια από τις πλουσιότερες κυρίες των Αθηνών, που δεν ήταν πια ανάμεσά μας.

Σε μια γωνία του κοιμητηρίου, μια κοπέλλα στεκόταν κάτω από ένα δέντρο και παρατηρούσε ένα πουλάκι που έτριβε το ράμφος του σ’ένα κλαδάκι.

Κοίταξε γύρω της, κι ελάχιστα πρόσωπα της ήταν γνωστά.

«Περίεργο», σκέφτηκε. «Στην κηδεία του άντρα της δεν είχα δει ούτε τόσο κόσμο, ούτε αυτόν τον κόσμο»

Βέβαια, γιατί στην κηδεία του Γιώργου Δρακά, είχε πάει με τον πατέρα της και παιδικό φίλο του θανόντος και θυμόταν ξεκάθαρα ότι εκείνη η κηδεία είχε εξελιχθεί σε συγκέντρωση παλιών φίλων και συμμαθητών οι οποίοι αναπόλησαν τα παιδικά τους χρόνια, τις πλάκες που έκαναν στο σχολείο μαζί με τον Γιώργο, δάκρυσαν, γέλασαν και απέδωσαν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής στο φίλο τους, τον φτωχό Γιώργο, που έζησε ορφανός και οι φιλικές οικογένειες τον φρόντιζαν. Ο Γιώργος που δεν είχε παπούτσια μικρός, μα η τύχη του χαμογέλασε όταν μεγάλωσε και κατάφερε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, να φύγει στο Παρίσι και εκεί να γνωρίσει την belle Helene, όπως την έλεγαν όλοι, την ωραία Ελένη, η οποία τον αγάπησε με όλη της την ψυχή και η οποία είχε αμύθητη περιουσία....

Αλλά η σημερινή κηδεία δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα.

Αναστέναξε ελαφρά και μύρισε το λουλούδι που κρατούσε. Ένα λευκό τριαντάφυλλο.

«Τα λουλούδια δεν μυρίζουν τίποτα πια. Τι διάολο τους ρίχνουν, συντηρητικά?» ξανασκέφτηκε, προχωρώντας προς την εκκλησία γιατί το μυστήριο θα άρχιζε από στιγμή σε στιγμή.

Στην πορεία προς το σημείο της ταφής της Ελένης Δρακά, μπορούσε κανείς να διακρίνει μπροστά-μπροστά την κόρη της, Μόνικα. Η Μόνικα ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχροινή, γοητευτική και γύρω στα 40. Παντρεμένη με άλλον έναν γόνο πλούσιας οικογένειας, δεν είχε καταλάβει ότι στον πλανήτη Γη υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα, από αρρώστιες που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν, κι ότι τα λεφτά που ξοδεύει μηνιαίως για τα prada παπούτσια της και τα escada κουστουμάκια της θα έφθαναν για να σωθούν ολόκληρες οικογένειες...

Το φέρετρο ήταν μαύρο, από ύψιστης ποιότητας ξύλο, όπως θα άρμοζε στην κηδεία της Ελένης Δρακά. Η Μόνικα, ως μια καθώς πρέπει κληρονόμος, είχε φροντίσει και την τελευταία λεπτομέρεια.

Όταν το φέρετρο τοποθετήθηκε στη θέση του ο κόσμος άρχισε να ρίχνει χώμα και λουλούδια. Άφθονα λουλούδια, πανάκριβα λουλούδια, ανθοδέσμες ολόκληρες. Κάποια στιγμή, ένα χέρι πέταξε και το λευκό τριαντάφυλλο. Ένα λευκό τριαντάφυλλο που έμοιαζε σαν χαλίκι ανάμεσα σε ρουμπίνια και μπριγιάν.

Η Μόνικα σήκωσε το βλέμμα να δει από πού προήλθε το τριαντάφυλλο. Δεν κατάλαβε αμέσως, αλλά είδε ανάμεσα στο πλήθος ένα κορίτσι, με ένα μαύρο λινό φόρεμα και γυαλιά ηλίου, που δεν της θύμιζε τίποτα.

Δεν έδωσε σημασία.

Δεν ήξερε να δίνει σημασία.

Όταν κάθησαν στο καφέ του νεκροταφείου, η Μόνικα παρείγγηλε espresso και το γκαρσόνι της τον έφερε μετά από λίγο, κοιτώντας την με απορία. Άναψε τσιγάρο, κι έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι της. Ευτυχώς είχε κανονίσει και αυτήν την λεπτομέρεια, γιατί δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της αν οι ... καλεσμένοι της – γιατί έτσι τους έβλεπε – αναγκαζόντουσαν να πιουν αυτά τα άθλια παρασκευάσματα που αυτοαποκαλούνται «κονιάκ», στις κοινές κηδείες.

Αφού ξόδεψε αρκετό χρόνο κουβεντιάζοντας με όλους όσοι την πλησίαζαν για να την συλλυπηθούν, κοίταξε το ρολόι της.

«Νικόλα, νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνουμε.» είπε στον σύζυγό της.

Ο Νικόλας συμφώνησε και της είπε «ας περιμένουμε να φύγουν οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου και μετά θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο».

Εικοσι λεπτά αργότερα, είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Και οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου, και οι Παπαδόπουλοι και οι Χαριτάκηδες. Και κάτι τελευταίες θείτσες και γιαγιούλες, αποχαιρετούσαν την Μόνικα ρωτώντας «που είναι ο μικρός Κίμων?» και η Μόνικα απαντούσε «κυρία Άννα, δεν είναι μέρος για ένα παιδί αυτό».

Η Μόνικα είχε βγάλει το γιό της Κίμωνα, γιατί το Γιώργος της φαινόταν πολύ συνηθισμένο, ενώ το Παντελής – το όνομα του πεθερού της – πολύ λαϊκό.

Αφού χαιρέτησε και τις τελευταίες θείτσες, έβαλε το κινητό της στην Louis Vuitton τσάντα της, φόρεσε τα Gucci γυαλιά ηλίου της και έκανε να φύγει. Μόλις κινήθηκε, μια κοπέλλα σηκώθηκε από μια καρέκλα και την πλησίασε. Ήταν η κοπέλλα με το μαύρο λινό φόρεμα και το λευκό τριαντάφυλλο.

Η Μόνικα περπατώντας την κοιτούσε, χωρίς να είναι σίγουρη αν θα έπρεπε να της μιλήσει. Τη στιγμή όμως που πέρασε δίπλα της, άκουσε μια φωνή να λέει:

«Μόνικα!»

Στάθηκε, ανασήκωσε τα γυαλιά της και την κοίταξε. «Ναι?» της είπε.

«Συλλυπητήρια» της είπε η κοπέλλα και άπλωσε το χέρι της.

Η Μόνικα της έδωσε το δικό της, κοιτώντας την με απορία. Πριν προλάβει να την ρωτήσει ποιά είναι, η κοπέλλα απάντησε:

«Είμαι η Χαρά, η κόρη της Αλίκης, της καλύτερης φίλης της μητέρας σου»

«Η κόρη της Αλίκης?» είπε η Μόνικα, και για πρώτη φορά καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, έδειξε να ταράζεται. «Της Αλίκης η κόρη?» ξανάπε.

«Ναι. Και θα’θελα κάποια στιγμή να μιλήσουμε.»

Η Μόνικα έδειχνε όχι μόνο ταραγμένη τώρα, αλλά και τρομαγμένη.

«Γιατί?» ρώτησε, με μεγάλη αγωνία, λες και περίμενε να ακούσει κάτι συγκλονιστικό.


ΜΠΙΙΙΙΠ!!!!


ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ!!!!


«ΜΟΝΙΚΑ! ΕΛΑ!» φώναξε ο Νικόλας μέσα από την πολυτελή Mercedes compressor του.

«Μισό λεπτό» είπε η Μόνικα στη Χαρά και έτρεξε στο αυτοκίνητο.

Μετά από μισό λεπτό, ο Νικόλας είχε φύγει κι η Μόνικα είχε επιστρέψει.

«Με συγχωρείς γι’αυτό, Χαρά. Πες μου, σε παρακαλώ, τι έχεις να μου πεις?»

«Κοίτα, δεν είναι κάτι σοβαρό.. Μπορεί και να γελάσεις... Κοίτα. Για να είμαι ειλικρινής ίσως να μην είναι καλή ιδέα να...»

«Χαρά! Τι έχεις να μου πεις?» ρώτησε η Μόνικα αυτή τη φορά με απελπισία στη φωνή της.

«Τίποτα. Θέλω απλά να μιλήσουμε για την μαμά σου και την μαμά μου. Ήταν η τελευταία επιθυμία της μητέρας μου να...»

Η Μόνικα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη και μονολόγησε «πλάκα μου κάνεις»

«Οχι, εγώ δεν ...»

« Χαρά, αυτή ήταν κι η τελευταία επιθυμία της δικής μου μητέρας. Να βρω την Χαρά Σωτηροπούλου και να μιλήσω μαζί της για την Αλίκη. Αν και εγώ δεν έδωσα σημασία στα λεγόμενά της. Νόμιζα ότι ήταν το παραλήρημα των τελευταίων λεπτών. Αλλά τώρα, μου εμφανίζεσαι εσύ από το πουθενά και μου λες ακριβώς το ίδιο..... Το ίδιο. Χαρά, έχεις αυτοκίνητο?»

«Ναι, είναι λίγο πιο κάτω, παρκαρισμένο.»

«Θες να πάμε για ένα καφέ, να μιλήσουμε?»

..Έτσι, για πρώτη φορά η Μόνικα και η Χαρά περπάτησαν πλάι-πλάι και, χωρίς να το ξέρουν, ξεκίνησαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής τους.....