Ο Α έφυγε τρέχοντας, σχεδόν πετώντας, αφήνοντας πίσω του το Νοσοκομείο και όλα όσα είχαν διαδραματιστεί εκεί λίγα λεπτά πριν. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε μια ζωή! Να αποδείξει ότι μπορεί να μην ήταν τόσο έξυπνος όσο ο Χ, αλλά ήταν πονηρός και καταφερτζής. Μπορεί να μην τον ήξεραν οι μεγάλοι και σπουδαίοι καθηγητές όπως τον Χ, αλλά τον γνώριζαν όλοι οι άνθρωποι της νύχτας και δεν κινδύνευε ποτέ κι από κανέναν. Μπορεί να μην τον αγαπούσε μια κοπέλλα τόσο μοναδική, αξιέπαινη, φιλότιμη και καλή όπως η Λ αγαπούσε τον Χ, αλλά τον ποθούσαν αμέτρητες μορφονιές, διατεθειμένες για όλα, προκειμένου να κάνουν μια κοινή εμφάνιση μαζί του.
Πήγε κατ’ευθείαν στο φιλαράκι του τον Γιώργο. Ο Γιώργος εκείνη την ώρα έτρωγε και δυσανασχέτησε με το επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Η μάνα του, ανοίγοντας, αντίκρυσε έναν Α, όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ! Ήταν κατακόκκινος, ιδρωμένος, χαμογελαστός και με μία πρωτοφανή λάμψη στα μάτια. «Γιώργο! Γιώργο!! Τι κάνεις εκεί? Τρως? Σήκω! Έχουμε δουλειά να κάνουμε!!»
Ο Γιώργος ήταν ένα μικρό καθαρματάκι της γενιάς του που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μπλέκοντας σε μικρο-απατεωνιές. Αφού μουρμούρισε λίγο για την απότομη διακοπή του μεσημεριανού του φαγητού, ακολούθησε τον Α που είχε στρογγυλοκαθήσει στο σαλόνι. Ακολούθησε ένας ατελείωτος μονόλογος από την πλευρά του Α, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Γιώργος κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι του αμίλητος. Ο Α ολοκλήρωσε ρωτώντας «Λοιπόν? Είσαι μέσα?».
Ο Γιώργος, αν και καθαρματάκι, δεν ήταν βλάκας. Κοίταξε τον Α και με σοβαρό ύφος του είπε:
«Είσαι σίγουρος? Συμφώνησε ο γιατρός να κάνω κάτι τέτοιο? Γιατί την προηγούμενη φορά με το απολυτήριο ούτε κι εγώ ξέρω πώς γλύτωσα το ξύλο! Κι ο Σίμος που είναι ο φόβος κι ο τρόμος της νυχτερινής ζωής, δεν δέχτηκε να με γλυτώσε από τον Χ γιατί, κάποτε που είχε τραυματιστεί βαριά από μαχαιριά σε άσχημο καυγά, ο Χ τον περιέθαλψε και δεν είπε τίποτα στους γονείς του. Δεν έπρεπε να του την φέρουμε έτσι άσχημα με το απολυτήριο…»
«Ποιό απολυτήριο και πράσιν’άλογα Γιώργο? Ασ’το αυτό! Τώρα συμφώνησε σου λέω!»
Ο Γιώργος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κι έβαλε τις φωνές: «Για να σου πω Α! Μην μου παριστάνεις τον αδιάφορο εμένα, που απέκτησες απολυτήριο Λυκείου δίχως να έχεις βγάλει το Γυμνάσιο! Ο γιατρός κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια του όταν κατάλαβε ότι το δικό σου απολυτήριο ήταν ένα πετυχημένο αντίγραφο του δικού του, με τη μόνη διαφορά ότι το όνομα Χ αντικαταστάθηκε από το όνομα Α! Με δουλεύεις τώρα??»
«Εντάξει, εντάξει. Αλλά αυτή τη φορά συμφώνησε σου λέω. Να! Έχω ήδη έτοιμα και τα χαρτιά! Βλέπεις? Μόνο η υπογραφή του λείπει. Τι είναι για σένα μια υπογραφή? Παιχνιδάκι…»
Ο Γιώργος πήρε τα χαρτιά στα χέρια του και τα κοίταξε. «Τελευταία φορά!» είπε απειλητικά στον Α.
Ο Α σηκώθηκε. «Μόλις είναι έτοιμα, ειδοποίησέ με» του είπε κι έκανε να φύγει.
«Εεεεπ! Πού πας?» φώναξε ο Γιώργος. «Ενθουσιάστηκες με το αυτοκίνητο και ξέχασες τη ‘δουλειά’? Ο άλλος παίρνει συνέχεια τηλέφωνο και ρωτάει πότε θα έχει τα χρήματά του»
Ο Α με άνετο ύφος απάντησε «Μην ανησυχείς, το’χω έτοιμο το συνάλλαγμα. Θα συναντήσω τον Σίμο τ’απόγευμα για τις τελευταίες λεπτομέρειες».
Ο Α εκείνη την εποχή είχε βρει ένα νέο παιχνίδι. Την εξαγωγή συναλλάγματος. Όποιος αποφάσιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να φύγει για άλλη χώρα, εγκαταλείποντας την όμορφη Αλεξάνδρεια, χρειαζόταν συνάλλαγμα. Κάποιοι χρειαζόντουσαν λίγο παραπάνω από αυτό που τους επέτρεπαν οι νόμοι. Και εκεί που τελείωνε η νομιμότητα, άρχιζε η δράση του Α και των φίλων του. Η δουλειά αυτή είχε κέρδος και παράνομη γοητεία, τα δύο στοιχεία που πάντα μάγευαν τον Α.
Έτσι, μαζί με τον Γιώργο και το Σίμο, είχαν στήσει την μικρή επικερδή τους επιχείρηση.
Ο Α από μικρός μέχρι τα βαθιά γεράματα, θα έψαχνε για μεγάλες συγκινήσεις, μεγάλα κέρδη, μεγάλα σαλόνια και μεγάλες κατακτήσεις. Με τον Χ, αν και δίδυμα, είχαν βασικές διαφορές. Ο Χ πήγαινε με το σταυρό στο χέρι κι ας ήταν άθεος. Ο Α, αν και παράνομος, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Ο Χ βοηθούσε αυτούς που χρειαζόντουσαν χρήματα, ο Α δάνειζε χρήματα με τόκο. Ο Χ αγαπούσε μια και μοναδική γυναίκα, ο Α φλέρταρε με πολλές και δεν αγαπούσε καμία.
Είχαν παρόλ’αυτά και πολλές ομοιότητες, που κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε ποτέ να τις δει.
Και οι δύο ήταν καχύποπτοι και ευέξαπτοι. Έπλαθαν σενάρια με το μυαλό τους, ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τσακώνονται με στενούς φίλους και τις περισσότερες φορές να τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και οι δύο ένιωθαν αδικημένοι από τη μάνα τους. Ο Χ θεωρούσε μεγάλη αδικία το γεγονός ότι η μάνα τους είχε θυσιάσει τόσα και τόσα για να ξελασπώνει κάθε τρεις και λίγο τον Α, ενώ ο Α ένιωθε πολύ αδικημένος που η μάνα τους είχε απαίτηση από αυτόν να δουλεύει και να φέρνει λεφτά στο σπίτι ενώ ο Χ, επειδή ήταν σπουδαίος και τραννός φοιτητής, δεν χρειαζόταν να προσφέρει κάτι επιπλέον.
Η μεγαλύτερη όμως ομοιότητα στη ζωή τους ήταν κάτι που θα το ανακάλυπταν πολύ αργότερα στη ζωή τους, σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Α ήταν πολύ ενθουσιώδης και ο Χ πολύ φιλόδοξος για να προβλέψουν ότι την τελευταία δεκαετία της ζωής τους θα την περνούσαν τόσο μόνοι...
Ο Α, λίγες μέρες μετά την επίσκεψή του στον Γιώργο, εμφανίστηκε στον Χ κρατώντας στα χέρια του την πολυπόθητη μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Ο Χ δεν πίστευε στα μάτια του.
«Το ‘κανες? Πώς?» είπε ταραγμένος.
«Τι σε νοιάζει?» του απάντησε ο Α. «Αύριο πάμε Κάιρο να το πουλήσουμε»
Κι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα φύγανε για Κάιρο και το πούλησαν. Την μεθεπόμενη επέστρεψαν Αλεξάνδρεια, κατέθεσαν τα χρήματα στον κοινό οικογενειακό λογαριασμό τραπέζης που τηρούσαν και η ιστορία είχε τελειώσει.
...Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, ο τολμηρός Α και ο δίκαιος Χ, μέχρι που, γυρίζοντας στο σπίτι τους βρήκαν εκεί να τους περιμένουν, εκτός από την έντρομη μητέρα τους, άλλες δύο κυρίες:
Η χήρα σύζυγος του Φριτς και η πιτσιρίκα ερωμένη του!
(συνεχίζεται!)
Πήγε κατ’ευθείαν στο φιλαράκι του τον Γιώργο. Ο Γιώργος εκείνη την ώρα έτρωγε και δυσανασχέτησε με το επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Η μάνα του, ανοίγοντας, αντίκρυσε έναν Α, όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ! Ήταν κατακόκκινος, ιδρωμένος, χαμογελαστός και με μία πρωτοφανή λάμψη στα μάτια. «Γιώργο! Γιώργο!! Τι κάνεις εκεί? Τρως? Σήκω! Έχουμε δουλειά να κάνουμε!!»
Ο Γιώργος ήταν ένα μικρό καθαρματάκι της γενιάς του που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μπλέκοντας σε μικρο-απατεωνιές. Αφού μουρμούρισε λίγο για την απότομη διακοπή του μεσημεριανού του φαγητού, ακολούθησε τον Α που είχε στρογγυλοκαθήσει στο σαλόνι. Ακολούθησε ένας ατελείωτος μονόλογος από την πλευρά του Α, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Γιώργος κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι του αμίλητος. Ο Α ολοκλήρωσε ρωτώντας «Λοιπόν? Είσαι μέσα?».
Ο Γιώργος, αν και καθαρματάκι, δεν ήταν βλάκας. Κοίταξε τον Α και με σοβαρό ύφος του είπε:
«Είσαι σίγουρος? Συμφώνησε ο γιατρός να κάνω κάτι τέτοιο? Γιατί την προηγούμενη φορά με το απολυτήριο ούτε κι εγώ ξέρω πώς γλύτωσα το ξύλο! Κι ο Σίμος που είναι ο φόβος κι ο τρόμος της νυχτερινής ζωής, δεν δέχτηκε να με γλυτώσε από τον Χ γιατί, κάποτε που είχε τραυματιστεί βαριά από μαχαιριά σε άσχημο καυγά, ο Χ τον περιέθαλψε και δεν είπε τίποτα στους γονείς του. Δεν έπρεπε να του την φέρουμε έτσι άσχημα με το απολυτήριο…»
«Ποιό απολυτήριο και πράσιν’άλογα Γιώργο? Ασ’το αυτό! Τώρα συμφώνησε σου λέω!»
Ο Γιώργος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κι έβαλε τις φωνές: «Για να σου πω Α! Μην μου παριστάνεις τον αδιάφορο εμένα, που απέκτησες απολυτήριο Λυκείου δίχως να έχεις βγάλει το Γυμνάσιο! Ο γιατρός κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια του όταν κατάλαβε ότι το δικό σου απολυτήριο ήταν ένα πετυχημένο αντίγραφο του δικού του, με τη μόνη διαφορά ότι το όνομα Χ αντικαταστάθηκε από το όνομα Α! Με δουλεύεις τώρα??»
«Εντάξει, εντάξει. Αλλά αυτή τη φορά συμφώνησε σου λέω. Να! Έχω ήδη έτοιμα και τα χαρτιά! Βλέπεις? Μόνο η υπογραφή του λείπει. Τι είναι για σένα μια υπογραφή? Παιχνιδάκι…»
Ο Γιώργος πήρε τα χαρτιά στα χέρια του και τα κοίταξε. «Τελευταία φορά!» είπε απειλητικά στον Α.
Ο Α σηκώθηκε. «Μόλις είναι έτοιμα, ειδοποίησέ με» του είπε κι έκανε να φύγει.
«Εεεεπ! Πού πας?» φώναξε ο Γιώργος. «Ενθουσιάστηκες με το αυτοκίνητο και ξέχασες τη ‘δουλειά’? Ο άλλος παίρνει συνέχεια τηλέφωνο και ρωτάει πότε θα έχει τα χρήματά του»
Ο Α με άνετο ύφος απάντησε «Μην ανησυχείς, το’χω έτοιμο το συνάλλαγμα. Θα συναντήσω τον Σίμο τ’απόγευμα για τις τελευταίες λεπτομέρειες».
Ο Α εκείνη την εποχή είχε βρει ένα νέο παιχνίδι. Την εξαγωγή συναλλάγματος. Όποιος αποφάσιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να φύγει για άλλη χώρα, εγκαταλείποντας την όμορφη Αλεξάνδρεια, χρειαζόταν συνάλλαγμα. Κάποιοι χρειαζόντουσαν λίγο παραπάνω από αυτό που τους επέτρεπαν οι νόμοι. Και εκεί που τελείωνε η νομιμότητα, άρχιζε η δράση του Α και των φίλων του. Η δουλειά αυτή είχε κέρδος και παράνομη γοητεία, τα δύο στοιχεία που πάντα μάγευαν τον Α.
Έτσι, μαζί με τον Γιώργο και το Σίμο, είχαν στήσει την μικρή επικερδή τους επιχείρηση.
Ο Α από μικρός μέχρι τα βαθιά γεράματα, θα έψαχνε για μεγάλες συγκινήσεις, μεγάλα κέρδη, μεγάλα σαλόνια και μεγάλες κατακτήσεις. Με τον Χ, αν και δίδυμα, είχαν βασικές διαφορές. Ο Χ πήγαινε με το σταυρό στο χέρι κι ας ήταν άθεος. Ο Α, αν και παράνομος, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Ο Χ βοηθούσε αυτούς που χρειαζόντουσαν χρήματα, ο Α δάνειζε χρήματα με τόκο. Ο Χ αγαπούσε μια και μοναδική γυναίκα, ο Α φλέρταρε με πολλές και δεν αγαπούσε καμία.
Είχαν παρόλ’αυτά και πολλές ομοιότητες, που κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε ποτέ να τις δει.
Και οι δύο ήταν καχύποπτοι και ευέξαπτοι. Έπλαθαν σενάρια με το μυαλό τους, ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τσακώνονται με στενούς φίλους και τις περισσότερες φορές να τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και οι δύο ένιωθαν αδικημένοι από τη μάνα τους. Ο Χ θεωρούσε μεγάλη αδικία το γεγονός ότι η μάνα τους είχε θυσιάσει τόσα και τόσα για να ξελασπώνει κάθε τρεις και λίγο τον Α, ενώ ο Α ένιωθε πολύ αδικημένος που η μάνα τους είχε απαίτηση από αυτόν να δουλεύει και να φέρνει λεφτά στο σπίτι ενώ ο Χ, επειδή ήταν σπουδαίος και τραννός φοιτητής, δεν χρειαζόταν να προσφέρει κάτι επιπλέον.
Η μεγαλύτερη όμως ομοιότητα στη ζωή τους ήταν κάτι που θα το ανακάλυπταν πολύ αργότερα στη ζωή τους, σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Α ήταν πολύ ενθουσιώδης και ο Χ πολύ φιλόδοξος για να προβλέψουν ότι την τελευταία δεκαετία της ζωής τους θα την περνούσαν τόσο μόνοι...
Ο Α, λίγες μέρες μετά την επίσκεψή του στον Γιώργο, εμφανίστηκε στον Χ κρατώντας στα χέρια του την πολυπόθητη μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Ο Χ δεν πίστευε στα μάτια του.
«Το ‘κανες? Πώς?» είπε ταραγμένος.
«Τι σε νοιάζει?» του απάντησε ο Α. «Αύριο πάμε Κάιρο να το πουλήσουμε»
Κι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα φύγανε για Κάιρο και το πούλησαν. Την μεθεπόμενη επέστρεψαν Αλεξάνδρεια, κατέθεσαν τα χρήματα στον κοινό οικογενειακό λογαριασμό τραπέζης που τηρούσαν και η ιστορία είχε τελειώσει.
...Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, ο τολμηρός Α και ο δίκαιος Χ, μέχρι που, γυρίζοντας στο σπίτι τους βρήκαν εκεί να τους περιμένουν, εκτός από την έντρομη μητέρα τους, άλλες δύο κυρίες:
Η χήρα σύζυγος του Φριτς και η πιτσιρίκα ερωμένη του!
(συνεχίζεται!)