12.28.2006

Only You - μέρος 7ο

Ο Α έφυγε τρέχοντας, σχεδόν πετώντας, αφήνοντας πίσω του το Νοσοκομείο και όλα όσα είχαν διαδραματιστεί εκεί λίγα λεπτά πριν. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε μια ζωή! Να αποδείξει ότι μπορεί να μην ήταν τόσο έξυπνος όσο ο Χ, αλλά ήταν πονηρός και καταφερτζής. Μπορεί να μην τον ήξεραν οι μεγάλοι και σπουδαίοι καθηγητές όπως τον Χ, αλλά τον γνώριζαν όλοι οι άνθρωποι της νύχτας και δεν κινδύνευε ποτέ κι από κανέναν. Μπορεί να μην τον αγαπούσε μια κοπέλλα τόσο μοναδική, αξιέπαινη, φιλότιμη και καλή όπως η Λ αγαπούσε τον Χ, αλλά τον ποθούσαν αμέτρητες μορφονιές, διατεθειμένες για όλα, προκειμένου να κάνουν μια κοινή εμφάνιση μαζί του.

Πήγε κατ’ευθείαν στο φιλαράκι του τον Γιώργο. Ο Γιώργος εκείνη την ώρα έτρωγε και δυσανασχέτησε με το επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Η μάνα του, ανοίγοντας, αντίκρυσε έναν Α, όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ! Ήταν κατακόκκινος, ιδρωμένος, χαμογελαστός και με μία πρωτοφανή λάμψη στα μάτια. «Γιώργο! Γιώργο!! Τι κάνεις εκεί? Τρως? Σήκω! Έχουμε δουλειά να κάνουμε!!»

Ο Γιώργος ήταν ένα μικρό καθαρματάκι της γενιάς του που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μπλέκοντας σε μικρο-απατεωνιές. Αφού μουρμούρισε λίγο για την απότομη διακοπή του μεσημεριανού του φαγητού, ακολούθησε τον Α που είχε στρογγυλοκαθήσει στο σαλόνι. Ακολούθησε ένας ατελείωτος μονόλογος από την πλευρά του Α, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Γιώργος κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι του αμίλητος. Ο Α ολοκλήρωσε ρωτώντας «Λοιπόν? Είσαι μέσα?».

Ο Γιώργος, αν και καθαρματάκι, δεν ήταν βλάκας. Κοίταξε τον Α και με σοβαρό ύφος του είπε:
«Είσαι σίγουρος? Συμφώνησε ο γιατρός να κάνω κάτι τέτοιο? Γιατί την προηγούμενη φορά με το απολυτήριο ούτε κι εγώ ξέρω πώς γλύτωσα το ξύλο! Κι ο Σίμος που είναι ο φόβος κι ο τρόμος της νυχτερινής ζωής, δεν δέχτηκε να με γλυτώσε από τον Χ γιατί, κάποτε που είχε τραυματιστεί βαριά από μαχαιριά σε άσχημο καυγά, ο Χ τον περιέθαλψε και δεν είπε τίποτα στους γονείς του. Δεν έπρεπε να του την φέρουμε έτσι άσχημα με το απολυτήριο…»

«Ποιό απολυτήριο και πράσιν’άλογα Γιώργο? Ασ’το αυτό! Τώρα συμφώνησε σου λέω!»

Ο Γιώργος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κι έβαλε τις φωνές: «Για να σου πω Α! Μην μου παριστάνεις τον αδιάφορο εμένα, που απέκτησες απολυτήριο Λυκείου δίχως να έχεις βγάλει το Γυμνάσιο! Ο γιατρός κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια του όταν κατάλαβε ότι το δικό σου απολυτήριο ήταν ένα πετυχημένο αντίγραφο του δικού του, με τη μόνη διαφορά ότι το όνομα Χ αντικαταστάθηκε από το όνομα Α! Με δουλεύεις τώρα??»

«Εντάξει, εντάξει. Αλλά αυτή τη φορά συμφώνησε σου λέω. Να! Έχω ήδη έτοιμα και τα χαρτιά! Βλέπεις? Μόνο η υπογραφή του λείπει. Τι είναι για σένα μια υπογραφή? Παιχνιδάκι…»

Ο Γιώργος πήρε τα χαρτιά στα χέρια του και τα κοίταξε. «Τελευταία φορά!» είπε απειλητικά στον Α.

Ο Α σηκώθηκε. «Μόλις είναι έτοιμα, ειδοποίησέ με» του είπε κι έκανε να φύγει.
«Εεεεπ! Πού πας?» φώναξε ο Γιώργος. «Ενθουσιάστηκες με το αυτοκίνητο και ξέχασες τη ‘δουλειά’? Ο άλλος παίρνει συνέχεια τηλέφωνο και ρωτάει πότε θα έχει τα χρήματά του»
Ο Α με άνετο ύφος απάντησε «Μην ανησυχείς, το’χω έτοιμο το συνάλλαγμα. Θα συναντήσω τον Σίμο τ’απόγευμα για τις τελευταίες λεπτομέρειες».

Ο Α εκείνη την εποχή είχε βρει ένα νέο παιχνίδι. Την εξαγωγή συναλλάγματος. Όποιος αποφάσιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να φύγει για άλλη χώρα, εγκαταλείποντας την όμορφη Αλεξάνδρεια, χρειαζόταν συνάλλαγμα. Κάποιοι χρειαζόντουσαν λίγο παραπάνω από αυτό που τους επέτρεπαν οι νόμοι. Και εκεί που τελείωνε η νομιμότητα, άρχιζε η δράση του Α και των φίλων του. Η δουλειά αυτή είχε κέρδος και παράνομη γοητεία, τα δύο στοιχεία που πάντα μάγευαν τον Α.
Έτσι, μαζί με τον Γιώργο και το Σίμο, είχαν στήσει την μικρή επικερδή τους επιχείρηση.

Ο Α από μικρός μέχρι τα βαθιά γεράματα, θα έψαχνε για μεγάλες συγκινήσεις, μεγάλα κέρδη, μεγάλα σαλόνια και μεγάλες κατακτήσεις. Με τον Χ, αν και δίδυμα, είχαν βασικές διαφορές. Ο Χ πήγαινε με το σταυρό στο χέρι κι ας ήταν άθεος. Ο Α, αν και παράνομος, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Ο Χ βοηθούσε αυτούς που χρειαζόντουσαν χρήματα, ο Α δάνειζε χρήματα με τόκο. Ο Χ αγαπούσε μια και μοναδική γυναίκα, ο Α φλέρταρε με πολλές και δεν αγαπούσε καμία.

Είχαν παρόλ’αυτά και πολλές ομοιότητες, που κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε ποτέ να τις δει.

Και οι δύο ήταν καχύποπτοι και ευέξαπτοι. Έπλαθαν σενάρια με το μυαλό τους, ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τσακώνονται με στενούς φίλους και τις περισσότερες φορές να τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Και οι δύο ένιωθαν αδικημένοι από τη μάνα τους. Ο Χ θεωρούσε μεγάλη αδικία το γεγονός ότι η μάνα τους είχε θυσιάσει τόσα και τόσα για να ξελασπώνει κάθε τρεις και λίγο τον Α, ενώ ο Α ένιωθε πολύ αδικημένος που η μάνα τους είχε απαίτηση από αυτόν να δουλεύει και να φέρνει λεφτά στο σπίτι ενώ ο Χ, επειδή ήταν σπουδαίος και τραννός φοιτητής, δεν χρειαζόταν να προσφέρει κάτι επιπλέον.

Η μεγαλύτερη όμως ομοιότητα στη ζωή τους ήταν κάτι που θα το ανακάλυπταν πολύ αργότερα στη ζωή τους, σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Α ήταν πολύ ενθουσιώδης και ο Χ πολύ φιλόδοξος για να προβλέψουν ότι την τελευταία δεκαετία της ζωής τους θα την περνούσαν τόσο μόνοι...

Ο Α, λίγες μέρες μετά την επίσκεψή του στον Γιώργο, εμφανίστηκε στον Χ κρατώντας στα χέρια του την πολυπόθητη μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Ο Χ δεν πίστευε στα μάτια του.

«Το ‘κανες? Πώς?» είπε ταραγμένος.
«Τι σε νοιάζει?» του απάντησε ο Α. «Αύριο πάμε Κάιρο να το πουλήσουμε»

Κι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα φύγανε για Κάιρο και το πούλησαν. Την μεθεπόμενη επέστρεψαν Αλεξάνδρεια, κατέθεσαν τα χρήματα στον κοινό οικογενειακό λογαριασμό τραπέζης που τηρούσαν και η ιστορία είχε τελειώσει.

...Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, ο τολμηρός Α και ο δίκαιος Χ, μέχρι που, γυρίζοντας στο σπίτι τους βρήκαν εκεί να τους περιμένουν, εκτός από την έντρομη μητέρα τους, άλλες δύο κυρίες:

Η χήρα σύζυγος του Φριτς και η πιτσιρίκα ερωμένη του!

(συνεχίζεται!)

12.19.2006

Only You - μέρος 6ο

O καιρός ήταν εκνευριστικά μουντός. Ο ίδιος ήλιος που το πρωί έλαμπε, τώρα είχε κρυφτεί πίσω από πυκνά σύννεφα κι έκλαιγε. Ηξερε ότι τα γεγονότα δεν σήκωναν άλλη λιακάδα και χαρά...

Στους δρόμους η κίνηση ήταν απίστευτη. Παρέμενε ανεξήγητο το φαινόμενο του ξαφνικού μποτιλιαρίσματος και το πώς ξαφνικά όλα παρέλυαν μόλις έπεφτε η πρώτη σταγόνα βροχής. Όλα τα αυτοκίνητα ήταν στριμωγμένα και ακινητοποιημένα και αυτή η ακινησία προκαλούσε εκνευρισμό στους ζωηρούς οδηγούς. Έτσι, οι πρώτες βρισιές και μούντζες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Το πολυτελές αυτοκίνητο βρισκόταν εγκλωβισμένο μέσα σ’αυτόν τον μικρό εφιάλτη, ενώ μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο βρισκόταν εγκλωβισμένος ο κομψός κύριος, τον οποίο βέβαια μπορούσε κανείς αμυδρά να διακρίνει, μέσα στο σύννεφο που είχε δημιουργήσει καπνίζοντας. Όταν ο Α χρειαζόταν να διαλέξει ανάμεσα στο να ντουμανιάσει το εσωτερικό του ατυοκινήτου του ή να το βρέξει, ανοίγοντας το παράθυρο μια βροχερή μέρα, αυτός διάλεγε το πρώτο. Έτσι, κλεισμένος εκεί μέσα, παρακολουθούσε τους γύρω του.

Κάποια στιγμή, ένα μικρό ατύχημα ήρθε για να βάλει την τελική πινελιά στο έργο τέχνης που επικρατούσε στον συγκεκριμένο δρόμο, που μόνο με τη Γκουέρνικα του Πικάσο μπορούσε κανείς να παρομοιάσει.

Ένα βεσπάκι είχε σφηνώσει ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα των οποίων οι οδηγοί είχαν αποφασίσει ταυτόχρονα να αλλάξουν λωρίδα. Οι τρεις άντρες φώναζαν, ανταλλάσσοντας βρισιές και προσπαθώντας να βρουν το δίκιο τους σε μια κατάσταση που από μόνη της ήταν απελπιστική. Ο Α τους είχε πίσω του και του τρεις και τους παρακολουθούσε με μεγάλη περιέργεια από τον μεσαίο καθρέφτη του αυτοκινήτου.

«Ρε φίλε, δεν είδες το φλάς? Λωρίδα άλλαζα, τι χώθηκες μες τη μέση?»

«Χώθηκα? Εγώ χώθηκα? Στη λωρίδα μου είμαι ρε ηλίθιε, ήρθες κι έπεσες πάνω μου και ζητάς και τα ρέστα?»

«Ώραία τα λέτε εσείς. Εμένα ποιός θα με βγάλει από’δω που με στριμώξατε και οι δύο? Αλλά έτσι είστε εσείς οι οδηγοί αυτοκινήτων. Τα μηχανάκια τα γράφετε στα.....»

.....

«Τι λες ρε Χ? Έχεις τρελλαθεί? Θέλει να σου χαρίσει ο Φριτς αυτοκίνητο κι εσύ δεν το θέλεις?»

«Δεν είπα ότι δεν το θέλω. Είπα ότι δεν το χρειάζομαι. Εχω τη βέσπα. Αλλα ίδιοι είστε όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων. Μόνο τα αυτοκίνητα αξίζουν. Τα δίκυκλα τα έχετε γραμμένα στα παλιά σας τα παπούτσια.»

«Βρε Χ, είσαι με τα σωστά σου? Σύνελθε. Ασ’τον να στο γράψει και μετά το πουλάμε.»

«Εχει γυναίκα και παιδιά, Α.»

«Μπα?? Σοβαρά? Και πού είναι τότε οι δικοί του?»

«Ρε Α, αφού δεν ξέρουν ότι πεθαίνει ο άνθρωπος, ούτε ότι χώρισε με τη μικρούλα. Αμα το μάθουν - που θα το μάθουν - γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει και το προξενείο θα ψάξει να τους βρει....»

«Αμα τους βρει το προξενείο, θα τα’χει ήδη τινάξει και θα στο’χει ήδη γράψει. Καλά, βλάκας είσαι ή τον παριστάνεις? Παρ’το, το κωλάμαξο».

«Μα τι να το κάνω? Αφού έχω βέσπα»

«Εχεις βέσπα, έχεις βέσπα! Ξέχασες που κόντεψες να σκοτωθείς όταν σε στρίμωξαν οι δύο άμαξες και έφαγες τα μούτρα σου?»

«Ασε μας ρε Α. Αν μου το γράψει εγώ μετά δεν θα το θέλω. Θα το πουλήσω!»

«Εντάξει. Θα το πουλήσεις. Πάρτο όμως!»

Μ Π Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Π ! ! !

Μ Π Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Π ! ! !

«Εεεεεε! Μπάρμπα! Πώς το βλέπεις? Θα προχωρήσουμε σήμερα ή θα κάτσουμε εδώ?»

Ο Α πετάχτηκε και κοίταξε τον καθρέφτη. Το μηχανάκι είχε εξαφανιστεί και μπροστά του τα αυτοκίντηα είχαν προχωρήσει. Οι δύο θερμόαιμοι οδηγοί διαμαρτύρονταν δεόντως.

Έβαλε πρώτη και προχώρησε.

«Αχ ρε Φριτς» μονολόγησε.

«Μου ‘θελες και γκομενιλίκια με το ένα πόδι στον τάφο, τρομάρα σου. Λύσσαξες να αφήσεις και το αυτοκίνητο στον Χ. Τη γυναίκα σου τη ρώτησες αν ήθελε? Κι εγώ τι έφταιξα? ... Ε...εντάξει, έφταιξα, αλλά αν δεν ήταν η γυναίκα σου τίποτα δεν θα συνέβαινε. Ήθελες να του το γράψεις κι αυτός δεν ήθελε. Ο παντοτινά καλός, ο αιώνια φιλάνθρωπος αδερφός μου. Τον έπεισα. Του υποσχέθηκα ότι εγώ θα αναλάβω όλη τη γραφειοκρατία. Και το’κανα. Για μία φορά ήθελα να του αποδείξω ότι μπορώ κι εγώ. ‘Ηρθα μετά από δύο μέρες στο νοσοκομείο μαζί με τον αστυνόμο. Ήσουν εκεί, με τον Χ. Τα χαρτιά ήταν έτοιμα. Έτοιμα να τα υπογράψεις. Είμασταν όλοι εκεί. Εσύ, ο Χ, ο αστυνόμος κι εγώ. Ο Χ κάτι πήγε να πει στον αστυνόμο, ότι δεν είσαι καλά και να το αφήσουμε, μα εγώ τον έπιασα απ’το μπράτσο και του’πα να σωπάσει για να τελειώνουμε. Εσύ ήσουν ξαπλωμένος και μετά βίας μπορούσες να μιλήσεις. Ο αστυνόμος διάβασε με βαριά αιγυπτιακή προφορά το έγγραφο. Εσύ βαριανάσαινες. Ο Χ σε κοιτούσε. Ο αστυνόμος άφησε τα χαρτιά πάνω στο στήθος σου και ο Χ έβγαλε ένα στυλό από την τσέπη του και στο’βαλε στο χέρι. Εσύ τρέμοντας σήκωσες το χέρι κι εγώ σου κρατούσα τα χαρτιά. Άρχισες να βήχεις και να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Ο Χ με έσπρωξε, σου πήρε το στυλό και από μένα τα χαρτιά και μας φώναξε να φύγουμε. Εσύ μου’ριξες μια πονεμένη ματια και μετά κοίταξες τον Χ, ψέλλισες το όνομά του και μετά... πέθανες.

Ο αστυνόμος μάς αγριοκοίταξε και φορώντας το πηλίκιό του σηκώθηκε κι έφυγε. Κι έτσι, μείναμε εκεί οι τρεις μας. Εσύ, ο Χ κι εγώ. Εμείς... και τα χαρτιά της μεταβίβασης. Ετοιμα, σφραγισμένα, μα χωρίς την υπογραφή σου...

Κοίταξα τον Χ. Εκλαιγε. Άρπαξα τα χαρτιά και του’πα ‘το αυτοκίνητο θα το πάρεις!’. Αυτός με βούτηξε με μίσος από το μπράτσο και μου απάντησε ‘μην τολμήσεις! Θα σε σκοτώσω!’. Κι εγώ τον κοίταξα κατάματα και είπα ‘ήταν η τελευταία επιθυμία του Φριτς. Δεν είμαι τόσο σκάρτος όσο νομίζεις. Θα το κάνω. Το αυτοκίνητο είναι δικό σου. Το δικαιούσαι. Ασ’το πάνω μου!’ και πριν προλάβει να αντιδράσει ο Χ, έφυγα τρέχοντας από το νοσοκομείο μαζί με τα έγγραφα»

(συνεχίζεται...)

12.12.2006

Only You - μέρος 5ο

O X κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου στη συσκευή.

Το βλέμμα του ήταν ταραγμένο. Πάντα ο τον εξόργιζε ο αδερφός του, αλλά όταν έφτανε η στιγμή να του τα ψάλλει κατάμουτρα, έχανε τα λόγια του.

Εβαλε ένα ποτήρι ουίσκι, αφήνοντας τσιγάρο του στο τασάκι. Αφού ήπιε τις πρώτες τρεις γουλιές, σηκώθηκε με το ποτήρι στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο κι άρχισε να κόβει βόλτες μες το σπίτι.

«Τι θα πεί ‘έρχομαι’? Ερχεται εδώ? Να πούμε τι? Τα ίδια και τα ίδια? Αααα, δεν θα του ανοίξω. Θα κάνω ότι λείπω.» μονολόγησε.

Περπατώντας μες στο σπίτι, το βλέμμα του έπεσε στο μαύρο δερμάτινο κουτάκι που φυλούσε κάποιες φωτογραφίες. Ήπιε μια γουλιά ποτό κι ακούμπησε το ποτήρι του πάνω στο γραφείο του. Πήρε το κουτάκι στα χέρια του, το άνοιξε κι άρχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες.

Ηταν οι φωτογραφίες από όλη του τη ζωή. Άλλες με τους γονείς του και τον αδερφό του, άλλες με φίλους, άλλες με την Λ. Μόλις έβλεπε τις φωτογραφίες μαζί της, χαμογελούσε γλυκά, τα μάτια του κοκκίνιζαν και βιαστικά περνούσε στην επόμενη. Αν η αμέσως επόμενη ήταν με τους γονείς του, το δάκρυ δεν κατάφερνε να μείνει για πολύ στα μάτια του και κυλούσε. Οταν έφταναν οι φωτογραφίες του αδερφού του κουνούσε το κεφάλι του πάνω-κάτω αποδοκιμαστικά ψιθυρίζοντας διάφορα κοσμητικά...

Κάποια στιγμή σταμάτησε να τις προσπερνάει. Εμεινε σε μία. Την κοίταξε για αρκετά δευτερόλεπτα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Εκλεισε τα μάτια και πολλά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Αφησε τις υπόλοιπες πάνω στο γραφείο του και κράτησε μόνο αυτήν. Στο άλλο χέρι κρατούσε πλέον τη μισοσβησμένη γόπα του τσιγάρου του. Την έριξε στο τασάκι και βούτηξε το ουίσκι. Ήπιε λαίμαργα τρεις γουλιές και ξανακοίταξε τη φωτογραφία.

Ήταν αυτός. Αυτός ανάμεσα σε φίλους. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που τον αγαπούσαν, που τον σεβόντουσαν, που τον θαύμαζαν. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που πολλές φορές είχαν ομολογήσει ότι ήθελαν να του μοιάσουν. Ολοι γελαστοί, όλοι περήφανοι, όλοι με τις λευκές μπλούζες τους, όλοι ένα βήμα πριν γίνουν γιατροί και όλοι έγιναν γιατροί. Όλοι, εκτός από εκείνον. Εκτός από αυτόν που ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους μαζί. Αυτόν που οι καθηγητές του προσφωνούσαν «γιατρό» πριν καν αποφοιτήσει.

«Γιατι? Γιατί?» αναφώνησε ο Χ, κρατώντας σφιχτά τη φωτογραφία. Προχώρησε και έφτασε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε το πρόσωπό του. Κοιτώντας μία τη φωτογραφία και μία το είδωλο στον καθρέφτη, ένιωσε βαθιά μες την ψυχή του ότι – πάει – το έχασε πια το τρένο. Τα χρόνια είχαν περάσει πια και τώρα σιγά-σιγά έφτανε στο τέλος της ζωής του χωρίς να έχει πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρό του. Να γίνει γιατρός!

Κοίταξε το είδωλό του και, σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλον, σε κάποιον φίλο που θα μπορούσε να του πει τι έφταιξε, άρχισε να μονολογεί:

«Τόσα χρόνια χαμένα... Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκουπίδια.... Τίποτα δεν κατάφερα. Τίποτα. Ήμουν γερός, ήμουν σπουδαίος και θα τα κατάφερνα. Και τι είμαι τώρα? Από γερός, έγινα ένας γέρος, με μια μικρή σύνταξη. Είχα όραμα. Είχα ψυχή. Ήθελα να βοηθήσω με την επιστήμη μου την ανθρωπότητα. Δυό μαθήματα χρωστούσα. ΔΥΟ! Και τι δύο? Παιδιατρική και Γυναικολογία. Τίποτα. Ετοιμος ήμουν για να τα δώσω και θα έπαιρνα το πτυχίο. Το πτυχίο μου.! Οι καθηγητές με περίμεναν πώς και πώς. Είχα διαλέξει και ειδικότητα. Χειρουργική. Ξέρεις τι σπουδαίος θα ήμουν?? Πρώτος!»

Άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στο σαλόνι, πήρε το ουίσκι και φρέσκαρε το ποτό του. Επέστρεψε μπροστά στον καθρέπτη και συνέχισε:

«Και δεν το’κανα για τα λεφτά. Δεν με ένοιαξαν ποτέ τα λεφτά. Με ένοιαζαν οι άνθρωποι. Οι παππούδες που δεν είχανε λεφτά μα έπρεπε να βάλουν ενέσεις και τους τις έβαζα χωρίς αντάλλαγμα... Τα αραπάκια που ζούσαν στους δρόμους και όταν αρρωσταίνανε τα εξέταζα και τα φρόντιζα δωρεάν... Τους συμφοιτητές που απελπισμένοι όταν είχαν δώσει για πολλοστή φορά το μάθημα και δεν το περνούσαν, ζητούσαν να τους βοηθήσω στο διάβασμα για να περάσουν. Και περνούσαν! Ολους τους βοήθησα. ΟΛΟΥΣ! Μόνο τον εαυτό μου δεν μπόρεσα να σώσω.

Για όλα φταίει ο αδερφός μου. Με κατέστρεψε, με ρήμαξε, με διέλυσε, το καταλαβαίνεις??? Ποτέ δεν μ’ενοιαξαν τα λεφτά. Τον κύριο Φριτς, τον Φριτς δηλαδη, μιας που δε ζει πια, εγώ τον φρόντισα μέχρι το τέλος. Ενας φουκαράς ήταν απ’την Αυστρία που πέθαινε από καρκίνο. Η πρώην γυναίκα του και τα παιδιά του ούτε να τον δούν. Το’χε σκάσει με μια μικρούλα. Κι η μικρούλα μόλις είδε τα σκούρα το’σκασε! Τον λυπήθηκα. Χρειαζόταν μορφίνη. Πονούσε ο άνθρωπος. Ξέρεις τι είναι να πονάς?? Περιμένεις το Χάρο σαν λυτρωτή για να γλυτώσεις απ’τον πόνο. Χρειαζόταν λεφτά. Του τα πρόσφερα και τα δύο. Δεν με ένοιαζε. Τα λεφτά που μου έδιναν οι πλούσιοι ασθενείς με το ζόρι, τα έδινα στον Φριτς για να πάρει φάρμακα. Τις ενέσεις που άλλοι πλήρωναν για να τις κάνουν, του τις έκανα δώρο. Ενα δώρο για να με θυμάται όταν φύγει...

‘Αχ.. Χ μου’ ελεγε ο Φριτς, ‘δύο παιδιά έκανα, μα ποιός θα το’λεγε ότι ένας ξένος θα με φρόντιζε στο τέλος της ζωής μου σαν πραγματικός γιός?’. Κι εγώ του’λεγα ότι όταν πέθανε ο δικός μου ο μπαμπάς ήμουν τόσο μικρός και τόσο ανήμπορος, που πέθανε μέσα στα χέρια μου χωρίς να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον τώρα ό,τι μπορώ να κάνω θα το κάνω. Ετσι, στη μνήμη του πατέρα μου.»

Ηπιε ακόμα μια γουλιά ουίσκι και τράβηξε μια ρουφηξιά απ’το τσιγάρο.

«Σαν πατέρα μου τον φρόντισα τον Φριτς. Δεν ήταν πλούσιος, φουκαράς ήταν. Δεν το’κανα για τα λεφτά. Ήταν φουκαράς, αλλά κύριος. Ό,τι είχε και δεν είχε ήταν ένα αυτοκίνητο. Ενα απλό αυτοκίνητο και αρκετά μεταχειρισμένο. Οσο τον φρόντιζα μου’χε πει πολλές φορές ότι λεφτά δεν έχει, οικογένεια δεν έχει κι ό,τι έχει και δε έχει είμαι εγώ και αυτό το αυτοκίνητο. Σαν αντάλλαγμα, σαν δώρο για όλα όσα έκανα γι’αυτόν, θα μου έγραφε το αυτοκίνητό του. Του ‘χα πει πολλές φορές όχι και ξανά όχι μα αυτός με διέκοπτε πάντα κι έλεγε ‘σώπα, γιε μου, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα, για να με θυμάσαι όταν φύγω’.

Ετσι όπως έγιναν τα πράγματα, έτσι όπως μας πήρε και μας σήκωσε, δεν τον ξέχασα ποτέ τον Φριτς. Πού να φανταστώ ότι οι συμφορές θα με έβρισκαν η μία μετά την άλλη? Πού να φανταστώ ότι η πρώτη συμφορά θα μ’έβρισκε όταν θα έκανε την ηλίθια εμφάνισή του ο Α, με αφορμή αυτό το αυτοκίνητο??»

(συνεχίζεται...)

12.06.2006

Only You - μέρος 4ο

Το πολυτελές αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο πάντα στο ίδιο σημείο. Ο ιδιοκτήτης του, παρόλο που δεν είχε μόνιμη θέση στάθμευσης στην κατοχή του, είχε φροντίσει να επιβάλλει στη γειτονιά τη δική του μικρή δικτατορία. Ολη η γειτονιά τον χάζευε όταν, κάθε φορά που έπρεπε να φύγει, επιθεωρούσε λεπτομερώς το αυτοκίνητό του και, αν έβρισκε κάποιο μηδαμηνό σημάδι, κοιτούσε ψηλά στα μπαλκόνια των γειτόνων του φωνάζοντας «Προσεξτε καλά!!! Αν ξαναδώ δαχτυλιές στο αμάξι μου, θα σας τα κόψω τα χέρια!!! Καταλάβατε??».

Αν ποτέ κανείς επιχειρούσε να παρκάρει σ’αυτή τη θέση ή αν τολμούσε να «κλείσει» το πολυτελές αυτοκίνητο με το δικό του, η ποινή ήταν πολύ βαριά...
Αλλοι έβρισκαν τα αυτοκίνητά τους με τα λάστιχα σκασμένα, ενώ άλλοι – αυτοί που δεν είχαν βάλει μυαλό με την πρώτη – έβρισκαν το χρώμα του αυτοκινήτου τους κατεστραμμένο από οξύ!

Αφού λοιπόν ολοκλήρωνε την επιθεώρηση και τις απειλές του στους γείτονες, ο κύριος αυτός άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου, καθόταν μέσα με τα πόδια έξω από το αυτοκίνητο, έβγαζε τα παπούτσια του και τα έβαζε σε μια πλαστική τσάντα! Μετά έμπαινε στο αυτοκίνητο, έκλεινε την πόρτα και έβαζε άλλα παπούτσια, τα οποία κανείς δεν είχε δει ποτέ γιατί ποτέ δεν πατούσε με αυτά έξω από το αυτοκίνητο.

Εκείνο το μεσημέρι η μικρή γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι γιατί για πρώτη φορά στα χρονικά το πολυτελές αυτοκίνητο έφυγε χωρίς την συνηθισμένη προεργασία. Ο γραφικός άνδρας βγήκε τρέχοντας από το σπίτι του, ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο, πήδησε μέσα, έβαλε μπρος κι έφυγε σαν καπνός! Οι γείτονες είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Κάποιοι που μόλις είχαν βγει στις βεράντες τους ρωτούσαν «Τι έγινε? Έφυγε? Πώς έγινε αυτό? Μήπως εσείς είδατε κάτι παραπάνω που η βεράντα σας είναι ακριβώς απέναντι??»

Ο Α άναψε ένα τσιγάρο. Παρόλο που λάτρευε το αυτοκίνητό του, το τσιγάρο μάλλον το λάτρευε λίγο περισσότερο, γιατί δεν τον χάλαγε καθόλου που το υπέροχο δερμάτινο εσωτερικό του αυτοκινήτου του μετατρεπόταν καθημερινά σε τεκέ. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και άναψε το ραδιόφωνο. Το πρόγραμμα ήταν πολύ νοσταλγικό, μιας που έπαιζε μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’50 και ’60...

... «Το βράδυ θα πάμε στο πάρτυ του Γιώργου?»

«Το βράδυ έχω διάβασμα. Να πας μόνος σου»

«Καλά. Εσύ θα χάσεις. Κάτσε μέσα στα βιβλία σου να δώ τι θα καταλάβεις...»

«Παράτα με ήσυχο βρε Α»

Θυμήθηκε τα πάρτυ που πήγαινε τότε, τα κορίτσια που γνώριζε και πόσο φίνα περνούσε. Ο Χ σπάνια τον ακολουθούσε. Μόνο όταν δεν είχε εξεταστική. Είχε μπαφιάσει ο Α όλη την ώρα «εξεταστική» κι «εξεταστική». Πφφφ!!! Σιγά το πράγμα. Μια ζωή ο Χ απολάμβανε τα «μπράβο» και τα «εύγε» ενώ αυτός ποτέ δεν ήταν αρκετά καλός. Μια ζωή η χήρα μάνα τους του έλεγε πόσο θα’θελε να ήταν κι αυτός σαν τον δίδυμο αδερφό του και να έπαιρνε βραβεία και υποτροφίες και να ήταν κι αυτός ο πρώτος μαθητής και να μην χρειαζόταν εκείνη – χήρα με δυο παιδιά – να παρακαλάει να μην διώξουν τον γιο της από το σχολείο κι όταν τελικά τον έδιωχναν, πάλι εκείνη να παρακαλάει να τον πάρουν σε κάποιο άλλο ευηπόληπτο ελληνικό σχολείο. Ναι, ο Α είχε χορτάσει παρατηρήσεις και υποδείξεις για τον υπέροχο, έξυπνο και χαρισματικό αδερφούλη του.

«Πφφφ!!!» έκανε πάλι και έβγαλε τον καπνό από τα πνευμόνια του με μανία.

Από μικροί που ήταν ο Α ένιωθε τον ανταγωνισμό. Ηταν μωρά ακόμα, 3 ετών, όταν ο Χ μόνος του είχε φτιάξει μια σφυρίχτρα, από ένα κομμάτι μπαμπού και μια μπίλια. Φυσούσε ο Χ και σφύριζε, ενώ ο Α κοιτούσε σαν χάνος το μεγάλο κατόρθωμα του αδρφού του. Ο πατέρας τους χειροκροτούσε και καμάρωνε τον πανέξυπνο μικρό. Τότε ο Α άρπαξε τη σφυρίχτρα από τα χέρια του Χ, θέλοντας να δείξει στον μπαμπά του ότι κι αυτός μπορεί να σφυρίξει. Μα αντί να φυσήξει αέρα, τράβηξε αέρα!! Οι επόμενες σκηνές ήταν εφιαλτικές. Ο Α κόντεψε να πεθάνει γιατί ο βώλος σφήνωσε στο λαιμό του. Ο πατέρας του τον γύρισε ανάποδα και κατάφερε με χτυπήματα στο στήθος να τον σώσει. Υστερα από αυτό ο Α έκλαψε στην αγκαλιά της μαμάς του, ενώ ο Χ έκλαψε γιατί έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο για να παίζει με επικίνδυνα παιχνίδια.

Αυτό συνεχίστηκε για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο Χ ήταν πάντα ο καλύτερος, ο εξυπνότερος, το φαινόμενο, το παιδί-θαύμα, ενώ ο Α ο ζωηρός, ο άτακτος, ο κακός μαθητής, ο απογοητευτικός γιός... Ποτέ του δεν μπόρεσε να τον φτάσει, να του μοιάσει, να καταφέρει όσα κατάφερε αυτός. Ποτέ του δεν άκουσε ένα «μπράβο», ένα «συγχαρητήρια», παρά μόνο «μη», «όχι» και «ντροπή». Ετσι, έβαλε σκοπό της ζωής του να πετύχει. Να πετύχει, να καταφέρει αυτά που κανείς δεν περίμενε από αυτόν, με οποιοδήποτε κόστος! Πατώντας πάνω σε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε αν χρειαστεί. Μόνο που κάπου ανάμεσα στους «οποιουσδήποτε» βρέθηκε κι ο αδερφός του....

Τώρα, ήταν μέσα στο αυτοκίνητό του, οδηγούσε με κατεύθυνση το σπίτι του Χ και τον είχε κυριεύσει το ίδιο συναίσθημα που ένιωθε όταν ήταν μικρός. Ότι ήταν πολύ λίγος δίπλα του. Ότι δεν θα ξέρει πώς να τον κοιτάξει στα μάτια κι ότι η λέξη «συγνώμη για όλα» πάλι δεν θα καταφέρει να βγει από τα χείλη του, όπως δεν είχε καταφέρει όλα αυτά τα τόσο πολλά χρόνια....

Αναψε άλλο ένα τσιγάρο και χάθηκε στις σκέψεις του.

(συνεχίζεται....)

12.01.2006

Only You - μέρος 3ο

Ψιλή βροχούλα είχε αρχίσει να πέφτει. Ο Χ άνοιξε την ομπρέλλα του ενώ η κόρη του άναβε το κερί και το θυμιατό...

Ο παπάς έστελνε ένα μήνυμα από το κινητό του τηλέφωνο και δυσανασχετούσε, μιας που για κάποιο λόγο το μήνυμα δεν έφευγε.

«Σφάλμα δικτύου.. Μα τον Άγιο!» έλεγε κάθε μισό λεπτό. «Ελα τώρα, τελείωνε» μετά από λίγο και ξανά «μα τον Άγιο!» μετά από άλλο ένα λεπτό.

Ο Χ άναψε τσιγάρο. Ο παπάς τον κοίταξε λέγοντάς του «σε μισό λεπτό ξεκινάμε». Ο Χ τον κοίταξε με ακίνητο, παγωμένο βλέμμα και απάντησε «με το πάσο σας».

Τα δαχτυλάκια του παπά ξαφνικά σταμάτησαν να πασπατεύουν το ταλαίπωρο μικρό κινητό. Ξεροκατάπιε και το’βαλε στην τσέπη του.

Ο Χ πέταξε κάτω το τσιγάρο, το πάτησε κι ο παπάς άρχισε να ψέλνει......
.......

«Ακου να σου πω για να ξέρεις. Οταν πεθαίνουμε δεν υπάρχει τόπος χλοερός. Δεν υπάρχει τόπος αναψύξεως. Δεν υπάρχει ούτε Παράδεισος, ούτε Κόλαση. Δεν υπάρχουν αυτές οι σαχλαμάρες. Αυτά τα κάνανε οι παπάδες για να κοροϊδεύουν τον κόσμο και να τον κρατάνε φοβισμένο και υπάκουο. Οταν πεθαίνουμε παύουν οι λειτουργίες του νευρικού, αναπνευστικού και καρδιοαγγειακού μας συστήματος. Στην ουσία πρόκειται για μία καθολική και μη αναστρέψιμη διακοπή όλων των λειτουργιών όλων των οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Η καρδιά δεν χτυπά, ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί όπως επίσης οι πνεύμονες, το συκώτι και τα νεφρά. Το αίμα παύει να κυλάει στις αρτηρίες και φλέβες μας και ‘λιμνάζει’. Η ψυχή σβήνει μαζί με τον εγκέφαλο. Γιατί, μη νομίζεις, η ψυχή και τα συναισθήματα είναι χημικές ενώσεις και τίποτα παραπάνω. Ετσι λοιπόν, αφού όλα αυτά σταματάνε να λειτουργούν, το ον πεθαίνει. Το ον δεν συνειδητοποιεί ποτέ ότι έχει πεθάνει. Ο θάνατος μοιάζει πάρα πολύ με τον ύπνο. Τι νιώθεις την στιγμή που αποκοιμιέσαι? Μόνο όταν ξυπνήσεις καταλαβαίνεις ότι είχες κοιμηθεί. Η διαφορά βέβαια είναι ότι ενώ κοιμόμαστε, οργανισμός λειτουργεί, γι’αυτο βλέπουμε και όνειρα. Ενώ τη στιγμή του θανάτου διακόπτονται και οι πέντε αισθήσεις ταυτόχρονα και σβήνει η μνήμη και όλα τα συναισθήματα. Ο γενικός διακόπτης κατεβαίνει οριστικά. Η λάμπα καίγεται και μένει το άχρηστο γυάλινο περίβλημα. Το νεκρό σώμα είναι ένα κομμάτι κρέας και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η διαδικασία της αποσύνθεσης. Το δέρμα φθείρεται και το κρέας σαπίζει. Σιγά-σιγά διαλύεται και μυρίζει πολύ άσχημα. Γι’αυτό θάβουμε το νεκρό σώμα, ώστε το έδαφος να το απορροφήσει σαν λίπασμα. Δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, δεν υπάρχουν προηγούμενες ζωές, δεν υπάρχουν μετεμψυχώσεις, δεν υπάρχουν φαντάσματα, δεν υπάρχουν πνεύματα, δεν υπάρχει τίποτα απολύτως! Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε. Τέλος.»

«Σταμάτα Χ. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Αυτή σου η επιστήμη σε έχει κάνει ψυχρό και απόλυτο. Εγώ είμαι σίγουρη ότι κάτι υπάρχει εκεί ψηλά που....»

«Εκεί ψηλά υπάρχει η ατμόσφαιρα. Τα συννεφάκια, ο ουρανός, το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο... Πιο ψηλά υπάρχει το φεγγάρι που είναι ένα κομμάτι της Γης το οποίο την ώρα που δημιουργόταν το Σύμπαν ξεκόλλησε από αυτήν και κατέληξε εκεί πάνω. Ακόμα πιο ψηλά υπάρχει το πλανητικό μας σύστημα. Θεός πάντως δεν υπάρχει. Και μη μου πεις τίποτα για εξωγήινους κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες....»

«Υπάρχει! Κι όμως κάτι υπάρχει!! Θα δεις. Αν η μοίρα τα φέρει και πεθάνω πριν από σένα, θα γίνω πουλάκι και θα έρχομαι να σου κελαηδώ»

«Μη λες σαχλαμάρες Λ. Δεν θα πεθάνεις πρώτη. Παρέα θα πεθάνουμε βαθιά γερασμένοι»

..........

«Αμήν. Ζωή σε σας, να ζήσετε να την θυμόσαστε»

Ο Χ δεν απάντησε. Δεν είχε ακούσει καν. Ο παπάς βέβαια δεν ασχολήθηκε. Τσέπωσε το φιλοδώρημα που του έδωσε η κοπέλλα που συνόδευε τον αλλόκοτο ηλικιωμένο και βγάζοντας το κινητό από την ίδια τσέπη έφυγε με ανάλαφρο βήμα.

«Μπαμπά! ΜΠΑΜΠΑ!!! Τι έχεις πάθει???»

Ο Χ ξεροκατάπιε και επανήλθε στην πραγματικότητα. «Πού είναι αυτός? Έφυγε?» είπε.

«Τώωωωρα? Εξαφανίστηκε. Πάμε κι εμείς?»

Στο αυτοκίνητο δεν μίλησαν καθόλου. Ο Χ ήταν μονίμως αφηρημένος ενώ η κόρη του ακόμα φορούσε τα γυαλιά ηλίου και η μύτη της ήταν ελαφρώς κόκκινη.

Οταν ο Χ ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του κανείς δεν τον περίμενε. Ξεντύθηκε, άναψε ένα τσιγάρο και ετοίμασε έναν καφέ.

Καθισμένος στον καναπέ, με την τηλεόραση να παίζει, θυμόταν τι όμορφες στιγμές είχε ζήσει σ’αυτό το σπίτι μαζί της. Το λυπηρό όμως ήταν ότι τότε που ζούσε αυτές τις στιγμές, δεν καταλάβαινε πόσο όμορφες ήταν και πόσο θα του έλειπαν. Τότε που ζούσε τη ζωή του μαζί της τον βασάνιζαν τόσοι καημοί, τόσες άλλες πληγές που δεν άφησε ποτέ εκατό τοις εκατό τον εαυτό του ελεύθερο να ζήσει. Εφαγε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή γκρινιάζοντας για την ατυχία του και για το πόσο τον είχαν πληγώσει οι φίλοι, οι συγγενείς και - πάνω απ’όλα και όλους – ο ίδιος ο αδερφός του.

Τρεις μέρες αφού είχε φύγει η αγαπημένη του, ενώ εκείνος κάπνιζε κι έπινε άυπνος, άκουσε μες τη νύχτα ένα δυνατό κελάηδισμα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία μα το πτηνό επέμενε και μέσα στην ομίχλη που είχε δημιουργήσει με τα τσιγάρα του, ο Χ πετάχτηκε και βγήκε έξω στη βεράντα. Η κόρη του, που κι αυτή άυπνη έβλεπε τηλεόραση άκουσε το απότομο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας και τρομαγμένη τον ακολούθησε στη βεράντα. Τον είδε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά σαν τρελλός και ανησύχησε. «Το ακούς το πουλί? Ε? Δεν ακούς ένα πουλάκι?» της είπε έντρομος. Εκείνη χαμογέλασε γιατί της φάνηκε πολύ θετικό σημάδι το γλυκό κελάηδισμα μέσα στη νύχτα «Ναι! Το ακούω. Τι όμορφο. Αντε, πάμε μέσα τώρα. Θα κρυώσεις». Κι όταν μπήκαν μέσα ο Χ έκλαψε πιο πολύ απ’όσο είχε κλάψει στην κηδεία. Θυμήθηκε που η Λ του είχε πει ότι όταν πεθάνει θα γίνει πουλάκι και θα του κελαηδά. Μα δεν ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει τίποτα. Κι αυτό τελικά τον πονούσε ακόμα περισσότερο. Οι χημικές ενώσεις μέσα του κάνανε πάρτυ κι ένιωθε στην ψυχή του ένα ασήκωτο βάρος.

Η κόρη του τρομαγμένη τον ρώτησε γιατί κλαίει και εκείνος της απάντησε. Αυτή έμεινε βουβή και το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει ήταν «μην στεναχωριέσαι». Οταν πήγε στο κρεββάτι της έκλαψε κι αυτή και μέσα από τα δάκρυά της ψιθύρισε «μαμά, να προσέχεις εκεί που πας»

Και τώρα, τρια χρόνια μετά κι ενώ ήταν μεσημεράκι, ο Χ καθόταν στην ίδια πολυθρόνα και οι μόνη του συντροφιά ήταν οι ατελείωτες αναμνήσεις.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο εξαπατήθηκε. Σαν πρωτάρης. Σαν κορόιδο. Συνειδητοποίησε ότι αγόρασε μια προπληρωμένη κάρτα ομιλίας, την κατανάλωσε γκρινιάζοντας, τελείωσε ο χρόνος του πριν καν το καταλάβει και η γραμμή κόπηκε αιφνιδίως!!!

«Δεν θα την ξαναδώ» μονολόγησε. «Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Δεν θα μπορέσω να της ζητήσω συγνώμη. Δεν θα μπορέσω να την ξαναγκαλιάσω».

Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε ένα γνώριμο αριθμό.

«Εμπρός?»

«Εγώ είμαι»

«Τι γίνεται?»

«Γίνεται ότι με πούλησες Α. Αυτό γίνεται»

«Εχεις τρελλαθεί? Ερχομαι»

Ο Α έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε παπούτσια και άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.

(συνεχίζεται...)




Υ.Γ. Οταν εξαντληθείτε, πείτε μου. Εγώ αντέχω ακόμα.

11.29.2006

ΞΑΝΑ ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ - ΣΚΥΛΑΚΙΑ !!!

ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΠΕΙΓΟΝ

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΩΡΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΑΝΑΚΑΛΕΣΑΝ.

ΤΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ. Η ΜΑΜΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΕΡΙΝΑ (ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΚΑΛΑ) ΑΛΛΑ ΚΟΝΤΟΤΡΙΧΗ ΣΕ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΟΚΕΡ.

ΤΟ ΕΝΑ ΣΚΥΛΑΚΙ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΚΟ ΜΕ ΒΟΥΛΕΣ, ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΠΕΖ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΝΕΛΛΙ.

Η ΚΟΠΕΛΛΑ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΤΕΛΙΚΑ ΘΑ ΤΑ ΔΩΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ.

ΡΩΤΗΣΤΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.

ΕΓΩ ΡΩΤΗΣΑ, ΜΑ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΠΑΛΙ.....

Υ.Γ. PATSIOURI, ΒΟΗΘΕΙΑ!!!!

11.28.2006

Only You - μέρος 2ο (μα όχι τελευταίο)

«Ορίστε κύριε, τα τριαντάφυλλά σας! Τυχερή η όμορφη κοπέλλα που θα τα πάρει!»

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Εγώ είμαι ο τυχερός, που το πεπρωμένο μου θέλει να πάω αυτά τα λουλούδια σ’αυτό το κορίτσι!»

«Αν μου επιτρέπετε, είναι κάποια ιδιαίτερη περίσταση σήμερα και πήρατε τόσα λουλούδια?»

«Ναι! Είναι…»

«Κύριε? Με ακούτε κύριε? Είναι 25 ευρώ και πενήντα λεπτά.»

«Ε? Πώς? Α, ναι, συγνώμη, συγνώμη… Πόσο είπατε?»

«25 και μισό»

Ο Χ πλήρωσε και κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν στο φημισμένο ανθοπωλείο της Αλεξάνδρειας. Οχι! Βρισκόταν στο μικρό ανθοπωλείο του κοιμητηρίου. Γύρω του λουλούδια, ανθοστήλες, κεριά, λιβάνια, καντήλια και μικρά στεφάνια. Έσφιξε στην αγκαλιά του τη μεγάλη ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα που μόλις είχε αγοράσει. Την έσφιξε τόσο που τα αγκάθια βυθίστικαν στις παλάμες του και συμπλήρωσαν τον πόνο που ένιωθε μέσα του. Εκλεισε ελαφρώς τα μάτια του και βγήκε έξω από το μαγαζάκι.

Το νεκροταφείο εκείνη τη μέρα ήταν πιο όμορφο από ποτέ! Του έκανε τρομερή εντύπωση. Ολα τα μνήματα ήταν κατάλευκα, πλυμένα, καθαρά. Τα λουλούδια είχαν πολύ ζωηρά χρώματα, τα δέντρα ήταν καταπράσινα και τα πουλάκια κελαηδούσαν. Σαν να περπατούσε μέσα σ’ένα ανθόσπαρτο δάσος.

«Ακούς τα πουλιά Χ?» του έλεγε στα άπταιστα γαλλικά της. Κι εκείνος της κρατούσε το χέρι και περπατούσαν μέσα στους Κήπους της Αλεξανδρείας, μιλώντας, γελώντας, ζώντας. Ο καυτός ήλιος τους ζέσταινε το σώμα και την καρδιά. Ο καθαρός αέρας έμπαινε στα πνευμόνια τους και περνούσε κατ’ευθείαν στην ψυχή τους. Την έκανε καθάρια, αγνή, γνήσια. Μα τώρα οι κήποι ήταν μακριά, όπως και όλες οι όμορφες στιγμές, τα όμορφα χρόνια σ’εκείνον τον τόπο...

Αχ, εκείνος ο τόπος. Ηταν η μάνα τους. Κι έφυγαν απο εκεί με τόσο άσχημο τρόπο, τόσο απότομα, τόσο άδικα. Τόσο βιαστικά, που άφησαν εκεί την αθωότητα και την αγνή τους αγάπη, όπως ένας ξεχνάει τα κλειδιά του μέσα στο σπίτι, κλείνει την πόρτα και μετά δεν μπορεί να ξαναμπεί αν δεν φωνάξει κλειδαρά.

Κι αυτοί δεν φώναξαν ποτέ τον κλειδαρά...

Ο Χ βουρκωμένος άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Τα συναισθήματά του ήταν πολύ μπερδεμένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν το κοιμητήριο. Οσες φορές πήγαινε ήταν στα όρια της απελπισίας, πονεμένος, λυπημένος και σχεδόν τραγικός. Γιατί όμως εκείνη την ημέρα ειδικά του συνέβαιναν όλα αυτά? Το όνειρο, το άρωμα, οι αναμνήσεις... Γιατί?? Και τι δουλειά είχε ο Α πρωί πρωί να του τηλεφωνήσει και να του λέει βλακείες??

Εφτασε πάνω απ’το μνήμα.

Τραβάει μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του και ξετυλίγει τα λουλούδια. Γεμίζει νερό τις ανθοστήλες και τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα. Επικρατούσε ησυχία.

«Νεκρική σιγή» μονολόγησε, συνειδητοποιώντας πόσο κυριολεκτική ήταν η φράση του.

Κοιτούσε το μνήμα, από πάνω ως κάτω. Τον σταυρό, τη φωτογραφία της, τα λουλούδια, τα μάρμαρα, το καντήλι και το θυμιατό. Ποτέ του δεν χώνεψε τους παπάδες και την εκκλησία. Δεν πίστευε σ’αυτούς ούτε σ’αυτά που διδάσκουν.

«Παραμύθια!» είχε πει μικρός στο θείο του το Νικόλα που ήταν παπάς.
«Οχι μικρέ μου» του είχε απαντήσει αυτός. «Υπάρχει Θεός και η απόδειξή Του είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που με το θάνατο και την Ανάστασή Του.....»
«Μπούρδες!!! Μπούρδες!!! Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τον μπαμπά μου! Δεν μας άφηνε μόνους με τη μαμά!»

Ο Χ και ο Α είχαν φάει την εκκλησία με το κουτάλι μικροί. Η γιαγιά τους είχε φροντίσει γι’αυτό. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία, πρωί-μεσημέρι-βράδυ προσευχή, όσπρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, νηστεία τη Σαρακοστή και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να καταφέρει μια γιαγιά να μεγαλώσει δύο καλούς Χριστιανούς.

Μα όταν πέθανε ο πατέρας τους, τα χαλάσανε με το Θεό. Τους τον πήρε πολύ νέο, όταν αυτοί ήταν ακόμα παιδιά, μόλις δεκάξι. Ο Χ ήταν παρών όταν έγινε. Εκεί που παίζανε και γελούσαν, εκεί που διασκέδαζαν μετά το μεσημεριανό φαγητό, όταν ο πατέρας τους ξάπλωνε κι εκείνοι τον πείραζαν κι αυτός τους κυνηγούσε. Εκεί τον χάσανε. Μέσα από το παιχνίδι, μέσα από τα χέρια τους τον πήρε ο Θεός και δεν Του το συγχωρέσανε ποτέ...

Ανοιξε τα βουρκωμένα του μάτια και είπε χαμηλόφωνα «Πού είσαι αγαπημένη μου Λ? Πού είσαι???»

«ΑΧΑ!!! Ωστε εδώ είσαι!» άκουσε μια γνώριμη φωνή να του λέει. «Σε έψαχνα κάτω για να φωνάξω τον παπά»

Στράβωσε πάλι τη μούρη του και αγριοκοίταξε ξεφυσώντας αποδοκιμαστικά. «Πφφφ....»

Ηταν η κόρη του, που του έσπαγε τα νεύρα. Ώρες-ώρες του ‘ρχόταν να την πνίξει. Πάντα ευδιάθετη, πάντα δραστήρια, πάντα υπό έλεγχο... Αυτός στεκόταν εκεί και υπέφερε κι εκείνη ήταν πάντοτε έτοιμη να του κάνει παρατήρηση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν τσακωθεί. Τον εκνεύριζε ακόμη και το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα της. Καστανά μακριά μαλλιά, σκούρα μάτια και ωραίο χαμόγελο...

«Πφφφ! Δεν κατάλαβα. Γιατί με ψάχνεις? Λες να είχα πάει βόλτα στο νεκροταφείο??» είπε με πολύ αγριεμένο ύφος.

Εκείνη δεν μίλησε. Αναψε το κεράκι και την ώρα που έβαζε τον αναπτήρα στην τσάντα της ο Χ θα μπορούσε να ορκιστεί ότι είδε βουρκωμένα τα μάτια της. Αυτή έβγαλε βιαστικά από την τσάντα της τα γυαλιά ηλίου της και τα φόρεσε. Γύρισε και τον κοίταξε πίσω από τα σκούρα τζάμια και του είπε αποφασιστικά:

«Πάω να βρω παπά. Μην απομακρυνθείς»

Κι έφυγε.

Ο Χ άναψε ένα νέο τσιγάρο νευριασμένος. Το βλέμμα του έπεσε στο κερί που μόλις είχε ανάψει η κόρη του. Αυτό τρεμόπαιζε πολύ έντονα, σαν κάποιος να το φυσούσε προσπαθώντας να το σβήσει. Ο Χ κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας για μυστηριώδη ρεύματα αέρα. Μα τα φύλλα των δέντρων ήταν εντελώς ακίνητα.

Κοίταξε το μνήμα. Ήταν διαφορετικό. Το όνομα ήταν άλλο. Το όνομα ήταν... το δικό του?? Μα, πώς? Οχι, όχι, δεν ήταν το δικό του, ήταν του παππού του! Και από κάτω ακριβώς και του πατέρα του. Ο οικογενειακός τους τάφος. Πήγε να τον αγγίξει μα το χέρι του κρατούσε εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη. «Λυπάμαι για τον μπαμπά σου» του είπε. «Κι εγώ τον έχασα πολύ μικρή. Ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν πέθανε από καρδιά. Ήταν τόσο σπουδαίος βιολιστής, ξέρεις. Διάσημος στην Αλεξάνδρεια. Ήμουν μικρή, κι όμως ακόμα μου λείπει. Αλήθεια, τη μαμά σου πότε θα τη γνωρίσω?». Ο Χ την κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πάει τόσο πίσω στο χρόνο. Την ώρα που πήγε να της απαντήσει εκείνη τον διέκοψε. «Αχ, έσβησε το κεράκι, ας το ανάψουμε». Βάζει ο Χ το χέρι του στην τσέπη να βρει αναπτήρα και....

«Φτάσαμε πάτερ! Εδώ είναι το μνήμα. Μπαμπά!! Το κεράκι έσβησε, δεν το είδες??»

Ο Χ πετάχτηκε απότομα και το βλέμμα του έπεσε στο κερί.

Και το κερί είχε σβήσει.

(...συνεχίζεται....)

Υ.Γ. το 3ο μέρος της ιστορίας θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον...

11.27.2006

ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ!!!!!


Ενημέρωση: Τα σκυλάκια έκλεψαν τη παράσταση του προηγούμενου post μου, αλλά χαλάλι τους, αφού μάλλον βρήκαν σπίτι!!! Όσο για το "Only you - no 2", θα είναι σύντομα κοντά σας!





ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ.


ΤΡΙΑ ΜΩΡΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ, ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΚΟΚΕΡΙΝΑΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ, ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ.


ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΜΑΖΕΨΑΝ ΤΗΝ ΚΟΚΕΡΙΝΑ ΕΝΩ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΕΓΚΥΟΣ, ΕΙΧΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΝΑ ΘΑΝΑΤΩΣΟΥΝ ΤΑ ΜΩΡΑ ΜΟΛΙΣ ΑΥΤΑ ΓΕΝΝΗΘΟΥΝ.


ΠΡΙΝ ΤΑ ΘΑΝΑΤΩΣΟΥΝ ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΟΠΟΙΟΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΝΑ ΨΑΞΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΤΟΥ, ΜΗΠΩΣ ΒΡΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ.

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΟΥΝ, ΜΕΣΑ ΣΕ 5 ΜΕΡΕΣ ΤΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΘΑ ΠΑΡΑΔΟΘΟΥΝ ΓΙΑ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ.

Only You... μέρος 1ο

Φώτα.... Γέλια.... Μουσική…

Μουσική…

Τι όμορφη μουσική….

….Χορεύουμε?

…Σας αρέσει αυτό το τραγούδι? Είναι όμορφο σαν τα μάτια σας.

….Και τι όμορφο χαμόγελο είναι αυτό?

Τι? Δεν σας ακούω. Τι? Χτυπάει το κουδούνι δυνατά δεσποινίς, δεν σας ακούω…

…Δεν σας ακούωωωωω……….


ΝΤΡΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝ!!!!!!


Ο Χ πετάχτηκε καταϊδρωμένος απ’το κρεββάτι του! Κοίταξε με μίσος το ξυπνητήρι και το χτύπησε με δύναμη για να κλείσει.

Στ’αυτιά του ακόμα αντηχούσε μουσική. Κοίταξε γύρω του ζαλισμένος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με το άρωμά της!! Ο Χ χαμογελαστός άπλωσε το χέρι του στ’αριστερά του. Το μαξιλάρι δίπλα του ήταν άδειο. Γούρλωσε τα μάτια του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ξανακοίταξε γύρω του και το βλέμμα του έπεσε στη φωτογραφία της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μαύρα μάτια και το χαμόγελο όλο αγάπη...

Μύρισε με πείσμα τον αέρα. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πριν ένα λεπτό είχε μυρίσει το άρωμά της!

Σηκώθηκε. Εριξε μια ματιά στο αντιπαθητικό ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν 8.05 το πρωί. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο ρολόι, βρισκόταν και το μικρό ημερολογιάκι. Πάντα στην ίδια θέση, πάντα να δείχνει την ίδια ακριβώς ημερομηνία: 17 Νοεμβρίου 2003.

Ο Χ κάθε χρόνο αγόραζε αυτά τα ημερολόγια που τα κρεμάς στον τοίχο και κάθε μέρα κόβεις τη σελιδούλα, διαβάζοντας από πίσω κρύα ανέκδοτα ή ατελείς συνταγές μαγειρικής. Το συγκεκριμένο ημερολογιάκι όμως δεν το είχε ξαναγγίξει από εκείνη τη μέρα. Το έβαλε στο κομοδίνο του και το κράτησε εκεί για να το βλέπει κάθε πρωί και να ξεγελάει τον εαυτό του έστω και για λίγα δευτερόλεπτα...

Προχώρησε προς το μπάνιο, περνώντας μπροστά από το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Έκοψε τη σελιδούλα και διάβασε το κρύο ανέκδοτο. Η επόμενη σελιδούλα έγραφε 18 Νοεμβρίου 2006.

Την ώρα που τραβούσε το καζανάκι, χτύπησε το τηλέφωνο! Χτύπησε μία, χτύπησε δύο, χτύπησε πέντε φορές. Την έκτη ο Χ βγήκε σαν μαινόμενος ταύρος και έτρεξε προς τη συσκευή.

«ΕΜΠΡΟΣ??? ΕΜΠΡΟΣ!!!»

«Ελα, καλημέρα» του απάντησε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής

«Καλημέρα. Τι θες?»

«Καλά είσαι?»

«Καλά είμαι. Τι θες!!»

«Τίποτα, είδα ένα παράξενο όνειρο. Ησουν εσύ και η....»

«Και τι μ’αυτό ρε Α? Με δουλεύεις? Πιστεύεις και στα όνειρα τώρα?»

«Οχι ρε παιδί μου, απλά επειδή σας ονειρεύτηκα, πήρα να δω αν είσαι καλά.»

«Αγγούρια! Μια χαρά είμαι και είμαι και στο μπάνιο. Θα σε πάρω εγώ αργότερα! Γειά!»

Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαναπροχώρησε προς το μπάνιο μονολογώντας «Άσε μας ρε Α, πρωί-πρωί. Επειδή πήγαμε πριν ένα μήνα μαζί σε μια γιορτή νομίζεις ότι σε έχω συγχωρέσει κιόλας....»

Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Α κατέβαζε αργά το ακουστικό στην τηλεφωνική του συσκευή με το βλέμμα του να κοιτάζει στο κενό. Ειχε ξανακούσει ότι τα δίδυμα αδέρφια πολλές φορές βιώνουν τα ίδια συναισθήματα ενώ βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, όμως τόσα χρόνια δεν του είχε συμβεί ούτε μία φορά αυτό. Μύρισε με απορία τον αέρα. Εντάξει. Αυτό το γυναικείο άρωμα που από το πρωί του είχε σπάσει τη μύτη, δεν υπήρχε πια εκεί.

.....................

Ο Χ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα λέγοντας ένα ξερό «καλημέρα». Το όχημα ξεκίνησε. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός για την εποχή. Απαλή μουσική έπαιζε από τα ηχεία πίσω του και το ζεστό φως αγκάλιαζε το σώμα του.

«Μου χαρίζετε αυτόν το χορό δεσποινίς?»
«Pardon?»
«Χορεύετε?»
«Oui, Monsieur…..»
«Με συγχωρείτε, με λένε Χ. Εσάς?»
«L.»

Ο χορός άρχισε, κι ο διάλογος συνεχίστηκε στα Γαλλικά. Ο Χ επιστράτευσε τις υψηλού επιπέδου γνώσεις του, αφού η L μιλούσε άψογα μόνο Γαλλικά και Ιταλικά. Η μουσική έπαιζε δυνατά μα η πιο μαγική μελωδία ήταν τα μάτια της και το χαμόγελό της.....

«Μπαμπά! Μπαμπά!! Κοιμάσαι???»

Ο Χ πετάχτηκε! «Τι??» είπε.

«Τι έχεις? Κοιμάσαι? Φτάσαμε.»

«Τι λες? Δεν κοιμάμαι!! Πφφφφ!!!»

Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και του φάνηκε ότι πάλι μύρισε το γνώριμο γυναικείο άρωμά της. Ο ήλιος τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο κι αυτός έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Εβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του κι άναψε τσιγάρο. Εκανε μια μεγάλη τζούρα για να καλύψει το επίμονο γυναικείο άρωμα. Ενιωθε κάπως παράξενα, κάπως αλλόκοτα. Εκανε άλλη μια τζούρα και μετά άλλη μια ακόμα, ενώ προχωρούσε με αργά βήματα. Κάποια στιγμή σταμάτησε, πέταξε κάτω τη γόπα και την πάτησε με άχτι.

Βρισκόταν μπροστά στη μεγάλη μαύρη σιδερένια πύλη του δημοτικού νεκροταφείου.

(....συνεχίζεται....)

11.21.2006

ΤΑΠΕΡ

Την περασμένη βδομάδα δεν δούλεψα στο κοτέτσι.

Αποφάσισα να πάρω το υπόλοιπο της άδειάς μου γι’αυτή τη χρονιά.

Οι γύπες δεν μπορούσαν να μου πουν όχι γιατί γενικώς είναι πολύ ευχαριστημένοι από μένα (χρόνια τώρα στο κοτέτσι, αμ πως) κι έτσι την περασμένη Παρασκευή τους φίλησα σταυρωτά και την έκανα για την βατραχολίμνη μου.
Ήταν ωραία. Ήταν ωραία μακριά από το ξυπνητήρι, από το άγχος της δουλειάς, από τα deadlines και το τηλέφωνο που συνήθως χτυπάει ασταμάτητα. Και μην ακούσω κοροϊδευτικά σχόλια για το κοτέτσι, εντάξει??

Μην ξεχνάτε ότι δουλεύω σε κοτέτσι με χρυσά αυγα!!! Οχι ότι κι ότι!!!

Την εβδομάδα που μας πέρασε έκανα δουλειες. Φόρεσα το τσεμπέρι μου, βούτηξα τη σκούπα και τη σφουγγαρίστρα, έβαλα κλασσική μουσική και καθάρισα τα πάντα!!! Μετακόμισα βλέπετε. Άνοιξα κούτες, τακτοποίησα από ποτήρια, πιάτα, μαχαιροπήρουνα, μέχρι σεντόνια, πετσέτες, ρούχα.

Μόνο μια μεγάλη σακκούλα είχε μείνει. Αυτή με τα άπειρα τάπερ! Αυτά που μου είχε πάρει κάποτε η μαμά μου, αυτά που μου χάρισε η πεθερά μου, αυτά που έπαιρνα στη δουλειά με κολατσιό, αυτά που γέμιζα με φαγητά για το ψυγείο κι αυτά που μου άρεσαν πολύ και δεν τα είχα χρησιμοποιήσει ακόμα. Βαριόμουν όμως να ασχοληθώ μ’αυτά. Είχα κάτι πιο σοβαρό και λυπηρό να κάνω.....

Μες στη βδομάδα, χρειάστηκε πάλι να συναναστραφώ με τον αντιπαθή Κλήρο. Πήγα στο νεκροταφείο, με τα μούτρα κατεβασμένα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Ο ήλιος έλουζε τα πάντα. Τα κυπαρίσσια ήταν τόσο όμορφα. Τα χρώματα των λουλουδιών τόσο ζωηρά, τόσο ζωντανά. Ειρωνεία, αν σκεφτείς πού βρισκόντουσαν.

Είχα πάει για το τρισάγιο, ανυποψίαστη όπως πάντα, γιατί το περιβόητο τρισάγιο δεν έγινε πο-τέ! Και ξέρετε γιατί?? Γιατί περίμενα μισή ώρα πάνω απ’το μνήμα παρακολουθώντας από μακρυά τον χαριτωμένο παπά ο οποίος αντί να κάνει τη δουλειά του, έπινε καφέ και μιλούσε στο κινητό βολτάροντας μέσα στο κοιμητήριο. Ο ήλιος έκαιγε και ο νεαρός παπάς, φορώντας γυαλί ηλίου διασκέδαζε κάνοντας περιπάτους! Ωραία ε?? Κι ενώ ερχόταν προς το μέρος μου, χαχανίζοντας στο τηλέφωνο, του έκανα νόημα να πλησιάσει, και τι μου είπε χαμογελαστός-χαμογελαστός??

«Αχ, δεν μπορώ, έχω κηδεία! Θα έρθει άλλος συνάδελφος σε λίγο» κι έφυγε.

Περίμενα άλλα δέκα λεπτά.

Ο κόσμος φώναζε στο κενό «Πάααατεεερ, Πάααατεεερ». Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που’ναι ο παπάς???

Εγώ αποφάσισα ότι δεν μου χρειάζεται ο πάτερ γιατί στο κάτω-κάτω η αποθανούσα δεν ήταν Ορθόδοξη. Χάρη τους έκανα που τους άφηνα να ψέλνουν στο μνήμα της. Στην κηδεία δεν ήθελαν να ψάλλουν. Ήταν πολύ στραβωμένοι και αυστηροί και με έκαναν να φέρω με το ζόρι Καθολικό παπά!!!

Και φυσικά δεν άνοιξαν τη μεγάλη εκκλησία του κοιμητηρίου για την τελετή! Μου παραχώρησαν ευγενικά την μικρή. Λες και είχαν να κάνουν με σατανιστές....

Έτσι, τρία χρόνια μετά, αφού θυμήθηκα όλα όσα μου είχαν σκαρώσει για την κηδεία, έμεινα λίγο μόνη με το αγαπημένο μου πρόσωπο, της είπα πόσο μου λείπει κι ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ευχήθηκα καλή αντάμωση και σηκώθηκα κι έφυγα. Ενιωσα μέσα μου ότι τίποτα δεν μπορεί να με αγγίξει. Ενιωσα ξαφνικά μια δύναμη, σαν μέσα μου να φώλιασε ξανά η χαρά και η δυναμικότητα που κάποτε είχα. Κοίταξα ψηλά και είπα «σ’ευχαριστώ μαμά», χαμογελώντας βουρκωμένη.

Φεύγοντας, είδα τον άλλο παπά να χαζεύει κάπου. Μόλις είχε κλείσει κι αυτός το κινητό και έσφιγγε το λαστιχάκι των μαλλιών του. Σφίγγω τις γροθιές μου, κοιτάω ψηλά και μονολογώ «αυτό ήταν! θα το κάνω!» και φωνάζω δυνατά: «Τάαααπεεερ!!! Τάααααπεεερ!!! Σας ψάχνουν στο τέρμα της ανηφόρας. Ναι, εκεί!» κι αυτός μου κούνησε το κεφάλι μηχανικά και προχώρησε προς την κατεύθυνση που του υπέδειξα.
Βρήκα ένα τρόπο μες τη στεναχώρια μου να γελάσω. Ξανακοίταξα ψηλά και έκλεισα το μάτι.

Γύρισα σπίτι. Μόλις μπήκα, άρπαξα την τελευταία σακκούλα που είχε μείνει στο πάτωμα. Τακτοποίησα σ’ένα ντουλάπι όλα μου τα τάπερ!!! Ένιωσα ικανοποίηση που μπόρεσα να αποκαλέσω έναν ‘δήθεν’ εκπρόσωπο του καλού, του αγαθού, του δίκαιου και του φιλεύσπλαχνου Θεού, «Τάπερ»! Βρε, αν υπάρχει Θεός, κι αν ισχύει η Δευτέρα Παρουσία, αμα κατέβει κάτω, οι πρώτοι που θα αρπάξει θα’ναι αυτοί.

Η μουσική έπαιζε δυνατά!!! Μια ωραία Samba!!! Βούτηξα τη σφουγγαρίστρα και χόρεψα!!

...Παρεπιπτόντως, η σφουγγαρίστρα είναι απίθανος παρτενέρ στο χορό!!!

11.17.2006

17 ΝΟΕΜΒΡΗ

Κάποιοι γιορτάζουν την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Αλλοι γιορτάζουν τα γενέθλια της κόρης τους.

Αλλοι έχουν οι ίδιοι γενέθλια.

Αλλοι δεν ασχολούνται με τίποτα.


....και κάποιοι ξέρουν ότι εκείνο το βράδυ έγινε η σύλληψή τους. Οχι, όχι η σύλληψή τους από όργανο της τάξεως. Η σύλληψή τους, πώς αλλίώς να το πω..... μετά από κάτι μήνες γεννήθηκαν.

.....και μετά από πολλά πολλά χρόνια, εκείνο το βράδυ έχασαν τον έναν από τους δύο δημιουργούς τους!

Σύμπτωση???????

11.09.2006

ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΑ!!!

Προς
Anima Rana,
Βατραχολίμνη
Δάσος Βατραχοχώρας



Αγαπημένη Ανιμα,

Με συγχωρείς που άργησα τόσο πολύ να σου γράψω, αλλά εδώ που βρίσκομαι δύσκολα συναντάς θαρραλέα περιστέρια να σου μεταφέρουν γράμμα για τόσο μακρυά. Aσε που ζητάνε αστρονομικά ποσά και διάφορα ανταλλάγματα (όπως να τους αφήνω να τσιμπάνε από τη τροφή μου – πράγμα που δεν προκειται να το δεχτώ ποτέ). Ευτυχώς ένα περιστέρι, ο Αυγουστής, χρειάστηκε να φύγει για τη Βατραχοχώρα για το γάμο της κόρης του που ζει εκεί – η Πελαγία, αν τη γνωρίζεις - κι έτσι μαζί με τις ευχές μου του έδωσα κι αυτό το γράμμα για να στο φέρει.

Θυμάμαι τη μέρα που ήρθαμε μαζί εδώ, αλλά πιο πολύ θυμάμαι την επόμενη μέρα, που με αποχαιρέτησες κι έφυγες. Είχα στεναχωρεθεί πολύ γιατί νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι κακό και ότι με τιμωρούσες. Καθόμουν μόνη μου και σκεφτόμουν τι μπορεί να είχα κάνει λάθος. Είχα προσπαθήσει τόσο σκληρά να ευχαριστήσω κι εσένα, την φίλη μας την αρκουδίτσα και τον φίλο μας τον πάπιο. Μόλις ξυπνούσατε το πρωί, ξυπνούσα κι εγώ και σας φώναζα να έρθετε να παίξετε μαζί μου. Κι όταν έβλεπα ότι δεν με ακούτε, πέταγα κάτω αυτά τα ωραία δοχεία σας με χώμα και λουλούδια μέσα, για να κάνω θόρυβο. Τι όμορφα που παίζαμε μετά. Αχ, αξέχαστες εποχές, ε Ανιμα?

Στη μοναξιά μου ο μόνος που μου συμπαραστεκόταν ήταν ο καλός αυτός κύριος που ερχόταν πολλές φορές την ημέρα να με βρει στον κήπο μου και να μου δώσει τροφή, χάδια και να μου μιλήσει γλυκά. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, αλλά ένιωθα ότι αυτά που λέει είναι όμορφα. Μόνο που δεν με φώναζε με τ’όνομά μου, αλλά Ήρα, για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτόν τον λένε Ήρα, αλλά μετά κατάλαβα ότι εμένα με φώναζε έτσι κι ότι αυτόν τον λένε «Παππού». Τι παράξενο όνομα είναι αυτό? Και γιατί ολοι οι Παππού έχουν το ίδιο χρώμα μαλλίά ή δεν έχουν καθόλου μαλλιά??? Δεν ξέρω, ο δικός μου Παππούς μου στάθηκε πολύ εκείνες τις μέρες.

Με τον καιρό έμαθα να ακούω στο νέο μου όνομα, αν και καμιά φορά με φωνάζει και «Κούκλα» που πάλι δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά μάλλον είναι κάτι καλό γιατί έτσι φωνάζει και το μικρό κοριτσάκι που έρχεται να τον δει κάθε απόγευμα, μιας που μένει στο διπλανό σπίτι. Πολλές φορές την παίρνει στα γόνατά του και της λέει «παραμύθια» για γουρουνάκια, για κατσικάκια, για βατραχάκια και πριγκήπισσες. Τι είναι Ανιμα τα «παραμύθια»? Αληθινές ιστορίες της Βατραχοχώρας? Γιατί έτσι όπως τις διηγείται, μου θυμίζουν τα πρόσωπα που γνώρισα όσο έμενα μαζί σας. Βρε, μπας και ο Παππούς έμενε παλιά εκεί και γι’αυτό με στείλατε εδώ? Για να του θυμίζω τα παλιά??

Αυτές τις μέρες εδώ που βρίσκομαι κάνει πολύ κρύο. Ο Αυγουστής μου είπε ότι κάθε Χειμώνα έτσι είναι ο καιρός στο «νησί του Ηφαίστου». Έτσι το φωνάζουμε εμείς το μέρος αυτό. Οι άνθρωποι το φωνάζουν κάπως αλλιώς, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς. Παρόλο το κρύο, εγώ είμαι μια χαρά γιατί ο Παππούς μου έχει φτιάξει ένα σπιτάκι με όλες τις ανέσεις και πολύ ζεστό. Τρώω πολύ και απ’ότι μου λέει ό Νίνο - το σκυλάκι που ζει με τα παιδιά του Παππού και με την μικρή «κούκλα» - έχω παχύνει και ομορφύνει πάρα πολύ. Ο Νίνο είναι ένας μποεμ τύπος με πολύ μαλλί, μακρυνός ξάδελφος αυτού του τυπάκου που παίζει στην τηλεόραση κι όλη την ώρα λέει «βόλτα!» με χαριτωμένο ύφος. Πολλές φορές με φλερτάρει, αλλά εγώ δεν πέφτω έτσι εύκολα....

Τέλος πάντων, να μην σε ζαλίσω με τα δικά μου. Εσύ τι κάνεις? Είσαι καλά? Πότε θα έρθεις να σε ξαναδώ? Ελπίζω οι επόμενες διακοπές σου να είναι εδώ για να σε δω από κοντά και να πιούμε κι ένα ποτηράκι ενώ θα θυμόμαστε τα παλιά.

Τώρα σε αφήνω, γιατί ήρθε ο Αυγουστής για να πάρει το γράμμα και τον βλέπω να γλυκοκοιτάζει την τροφή μου και δεν μου αρέσει.....

Σε φιλώ πολύ και σας ευχαριστώ όλους για όλα όσα κάνατε για μένα.

Με πολλή αγάπη,

Ήρα (... και για εσάς, Κίκα)

11.06.2006

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ - Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!!!

Είναι απίστευτο!

Είναι α-πί-στευ-το αυτό που θα σας γράψω. Το γράφω κι εγώ η ίδια δεν το πιστεύω....

Μετά από την επαφή που είχα πριν λίγο καιρό με το χαριτωμένο νεκροταφείο και το ακόμη πιο χαριτωμένο δημαρχείο και μετά από ένα μίνι οικογενειακό συμβούλιο (πολύ μίνι – έχουμε μείνει ελάχιστοι πλέον και είμαστε υπο εξαφάνιση...) αποφάσισα να μην τα σκάσω στον δήμο και να προχωρήσω στην εκταφή μετά τη λήξη της τριετίας.

Ετσι λοιπόν, ως ανυποψίαστο θύμα, τηλεφώνησα στη γραμματεία του νεκροταφείου....

«Ναιαιαιαιαιαια???» (τσιριχτή φωνή που για μια στιγμή σκιάχτηκα γιατί θυμήθηκα την άλλη τσιριχτή κυρία από την ενορία μου)

«Καλημέρα σας!»

«Γειά σας»

«Αυτό το μήνα λήγει μια τριετία και θα ήθελα να ζητήσω κάποιες πληροφορίες, ποια είναι η διαδικασία εκταφής και τι χρειάζεστε από εμένα»

«Ποιά είστε εσείς??»

(μου ‘ρθε να της απαντήσω «η νεκρή» αλλά συγκρατήθηκα)

«Τι εννοείτε?» (το έπαιξα χαζή για να ηρεμήσω λίγο)

«Ποιά είναι η σχέση σας με τον νεκρό??»

(ε, τώρα φταίω εγώ να της απαντήσω αυτό που σκέφτομαι???)

«Εεεε... είμαι η κόρη»

«Αααα! Πρέπει να έρθει η μαμά σας, όχι εσείς!»
(ρε, λες να’ναι όντως η ίδια που με «εξυπηρέτησε» στην ενορία? Ήμαρτον Κύριε...)

«Μα, η μητέρα μου είναι η νεκρή» (όχι Θέε μου, μην με βάζεις πάλι σ’αυτή τη δοκιμασία)

«Ε τότε πρέπει να έρθει ο πατέρας σας!»

«Είναι απαραίτητο? Ξέρετε, είναι κάποιας ηλικίας, μην μου μείνει κι αυτός...»

«Οχι, όχι, όχι (καλά ντε! Μην τρελλαίνεσαι...) να έρθει αυτός αλλιώς να σας εξουσιοδοτήσει»

Εδώ να κάνω μία παύση για να σας ρωτήσω: Συγνώμη, δηλαδή τι θα μπορούσα να κάνω εγώ χωρίς την επίβλεψη του μπαμπά μου? Να την πάρω και να την πάω σπίτι μου ας πούμε? Τι είναι αυτό που φοβούνται τόοοοσο πολύ και δεν θέλουν με τίποτα η κόρη να ασχοληθεί μ’όλο αυτό το θέμα? Δηλαδή αν χάσω και τον μπαμπά μου μια μέρα, τι θα γίνει? Ποιός θα ασχοληθεί με την εκταφή?????


Συνεχίζω.

«Καλά, θα έρθουμε μαζί. Πείτε μου όμως ποιά είναι η διαδικασία για να τον ενημερώσω»

«Λοιπόν!!! (χαρούμενη και ενθουσιασμένη που τελικά θα περάσει το δικό της). Αφού περάσει η ημερομηνία της λήξης της τριετίας, έχετε είκοσι μέρες καιρό για να έρθετε. Οταν αποφασίσετε θα έρθετε μια καθημερινή στις 7 το πρωί! (ωχ! Αυτό πόνεσε...) Ο πατέρας σας θα πρέπει να έχει μαζί του την ταυτότητά του και 190 ευρώ! (ώπα??? Ώπατης μανδάμ?? Αυτό κι αν πόνεσε!!!). Αυτά τα 190 ευρώ (συνεχίζει αυτή ακάθεκτη) είναι το μέγιστο ποσό που θα χρειαστεί να πληρώσει σε περίπτωση που η νεκρή δεν έχει λιώσει»

Εδώ παιδιά να κάνω μια δεύτερη παύση??? Εντάξει, δουλειά τους είναι, αλλά ήμαρτον, με τι καρδιά λες έτσι ωμά στον άλλον για την μαμά του τη φράση «αν δεν έχει λιώσει»??

Συνεχίζει αυτή.

«Αν δεν έχει λιώσει λοιπόν (μάλιστα, το ακούσαμε) θα πρέπει να μεταφερθεί στα άλιωτα» (ΗΜΑΡΤΟΝ!)

«Στα ποιά????»

«Εκεί που θάβονται αυτοί που δεν έχουν λιώσει» (θα πάθω εγκεφαλικό, κρατάτε με!)

«Μάλιστα. Κι αν ΔΕΝ χρειαστεί η ταφή σε άλλο χώρο, ποιά είναι η διαδικασία?» (δεν μπορούσα να ξεστομίσω με τίποτα τη φράση «κι αν έχει λιώσει»)

«Ε, τότε είναι απλά τα πράγματα. Θα πάρουμε τα οστά, θα τα καθαρίσουμε (έλεος μανδάμ, έλεος!!!) θα τα βάλουμε σε κουτάκι με το όνομά της και εσείς θα πληρώνετε 40 ευρώ το χρόνο» (Αλλοίμονο....)




ΕΙΠΑΤΕ ΤΙΠΟΤΑ????


Είναι απίστευτο. Δεν έχω να σας προσθέσω τίποτε άλλο...

11.01.2006

Νοέμβριος ο ανωφελής

Μπήκε κι ο Νοέμβριος...

Ο μήνας που μισώ πιο πολύ απ'όλους, για προσωπικούς λόγους φυσικά. Δεν είναι φθινόπωρο, δεν είναι χειμώνας, δεν έχει αργίες, δεν έχει γιορτές. Είναι ο αναποφάσιστος, ο άσχετος, ο μήνας που δεν έχει προσωπικότητα.

Κάθε μήνας έχει τη μέρα του, τη μέρα που τον καθιστά ενδιαφέρων. Ο Ιανουάριος έχει τα Θεοφάνεια στις 6. Ο Φεβρουάριος τον "Αγ. Βαλεντίνο" στις 14. Ο Μάρτιος την 25η. Ο Απρίλιος την πρωταπριλιά και την 21η. Κάπου εδώ γύρω εμφανίζεται και η Καθ.Δευτέρα.

'Υστερα, ο Μάιος έχει την πρωτομαγιά. Κάπου ενδιάμεσα πέφτει και το Πάσχα. Μετά, ο Ιούνιος του Αγ. Πνέυματος. Ο Ιούλιος δεν έχει ανάγκη. Είναι ο ωραιότερος όλων. Ο Αύγουστος έχει τον δεκαπενταύγουστο και τα γενέθλιά μου (βεβαίως-βεβαίως).

Ο Σεπτέμβριος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ημερομηνία αλλά επειδή ανοίγουν τα σχολεία, ε, κάποιο ρόλο βαράει κι αυτός. Τον Οκτώβριο έχουμε την 28η, τον Νοέμβριο την 17η και τέλος ο χρόνος κλείνει με τον Δεκέμβριο που είναι άρχοντας των μηνών με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.

Ο μοναδικός μήνας που η "διάσημη" ημερομηνία του χρησιμοποιήθηκε από τρομοκράτες είναι ο Νοέμβριος. Δεν άκουσα ποτέ για τρομοκρατική οργάνωση "28 Οκτώβρη" ή "25 Μάρτη", ούτε "1η Απρίλη"(φαντάζεστε? θα ήταν πολύ κωμικό. Εμένα θα μου άρεσε πάντως).

Ο Νοέμβριος είναι βαρετός, σκοτεινός, ύπουλος και αλλοπρόσαλος. Αυτό έχω να πω εγώ.

Εγώ με τον Νοέμβριο δεν μιλιόμαστε εδώ και τρία χρόνια. Κάθε Νοέμβρη δεν είμαι καλά. Χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το σχεδιάσω, η διάθεσή μου πιάνει πάτο και μόνο θλίψη νιώθω στην καρδιά. Θα μπορούσα να πω ότι κάποιες φορές νιώθω ότι τον μισώ τον Νοέμβρη.

Βέβαια τον Νοέμβριο είναι γεννημένοι οι περισσότεροι Σκορπιοί, που είναι το αγαπημένο μου ζώδιο, αυτό δεν έχει να κάνει όμως με την αντιπάθεια που θρέφω γι'αυτόν το μήνα.

Αν οι μήνες ήταν παιδιά, ο Νοέμβριος θα ήταν αυτό που θα έκλεβε τις σοκολάτες των αδελφών του ενώ αυτοί θα κοιμόντουσαν και θα έμενε κι ατιμώρητος.

Τι θυμήθηκα τώρα..... Το V for Vendetta (τι κόλλημα κι αυτό) που το έργο ξεκινάει έτσι..

"Remember, remember, the fifth of November..."

(φαντάζεστε το σοκ μου εκείνη τη στιγμή).

Οποιος δεν έχει δει αυτό το έργο να το πάρει να το δει και μετά περιμένω σχόλιο!

Τώρα σας χαιρετώ. Πάω να δω αγώνα (ήδη έχω αργήσει) γιατί παίζει η ομάδα και μετά θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Οπως είχα ήδη πει, υποφέρω από αϋπνίες. Και φυσικά, το Νοέμβριο, δεν κοιμάμαι καθόλου τελικά!!!

10.25.2006

Η ΦΙΛΕΥΣΠΛΑΧΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Μετά από την χαριτωμένη περιπέτεια που είχα με το συμπαθές Νεκροταφείο και τον ακόμα συμπαθέστερο Δήμαρχο (ο οποίος παρέμεινε ο ίδιος και μετά τις εκλογές και μάλιστα από την πρώτη Κυριακή, που σημαίνει ότι θα είναι ακόμα πιο αλαζόνας από πριν...) αποφάσισα να βρω παρηγοριά στην αγκαλιά της φιλεύσπλαχνης Εκκλησίας...

Μετά από πολύ καιρό πόνου και στεναχώριας, είπα να γυρίσω σελίδα και να διαβώ της εκκλησιάς την πόρτα μαζί με το ταίρι μου, βεβαίως-βεβαίως. Νιώθωντας μίσος και απέχθεια για τον κύριο Δήμαρχο (και γενικότερα για τους δημάρχους) αποφάσισα να του κάνω πείσματα και να νυμφευτώ με τις ευλογίες της γεμάτης αγάπης, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης Εκκλησίας. Της Εκκλησίας που αγαπά τον άνθρωπο και όχι την ψήφο. Της Εκκλησίας που δεν έχει κόκκινο, μπλε ή πράσινο χρώμα. Της Εκκλησίας που, ως στοργικός και υπεύθυνος Ποιμένας, έχει πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή για το Ποίμνιό της...

Έτσι, η πρώτη μου κίνηση ήταν να επικοινωνήσω με την εκκλησία όπου επιθυμούμε να γίνει το μυστήριο. Ο υπεύθυνος μου ζήτησε πιστοποιητικά αγαμίας από τις ενορίες μας, μία εφημερίδα με την αγγελία του γάμου κι ένα παράβολο (ώπα της?) των 15 ευρώ (ξανά ώπα της?) το οποίο θα προμηθευτώ απο την εφορία (μάλιστα...). Οταν ρώτησα για την συγκεκριμένη ημερομηνία που με ενδιαφέρει, ο υπάλληλος ξεφύσηξε, και ενοχλημένος είπε: «Φέρτε αυτά που σας ζήτησα! Αλλιώς δεν κλείνουμε ημερομηνίες!». Πήρα μια βαθιά ανάσα, συγκράτησα τον εκνευρισμό μου και του εξήγησα ότι αν η συγκεκριμένη ημερομηνία είναι ήδη κλεισμένη, δεν υπάρχει λόγος να του φέρω αυτά που μου ζητάει. «Μισό λεπτό» μού είπε και – χρατς , χρουτς, χρατς, χρουτς - ξεφύλλισε ένα βιβλίο και μου είπε ξερά «Ναι, είναι ελεύθερη η ημερομηνία, φέρτε τα χαρτιά σας!». Τον ευχαρίστησα (τρομάρα μου) και κλείσαμε.

Η δεύτερη κίνηση λογικά ήταν να επικοινωνήσει ο καθένας μας με την αντίστοιχη ενορία του για να προμηθευτεί το πολυπόθητο πιστοποιητικό. Εδώ λοιπόν αποκαλύπτεται περίτραννα η Ελληνική νοοτροπία, η μοναδική μας χάρη ως λαός να κάνουμε πάντα ότι εμείς γουστάρουμε, ανάλογα τις ........... μας!

Σκηνή πρώτη:
Το έταιρον ήμισυ ανήκει σε ενορία επαρχίας και για να πάρει το πολύτιμο πιστοποιητικό («my precious!!» όπως έλεγε το χαριτωμένο Γκόλουμ) θα πρέπει να πάρει μια-δυο μέρες άδεια από τη δουλειά για να πάει μέχρι εκεί. Ελα όμως που ο παπάς της ενορίας είναι ξάδερφος της γυναίκας του θείου του κουμπάρου της πεθεράς του αδερφού της γυναίκας του θείου μας κι έτσι χωρίς πολλά-πολλά σε λίγες μέρες θα το έχουμε στα χέρια μας. Για να μην τον αδικήσω, εκτός των άλλων, είναι και ένας συμπαθέστατος άνθρωπος που γνωρίζει το έταιρον ήμισυ από τότε που ήταν μωρό (το έταιρον ήμισυ, όχι ο παπάς!) και με βουρκωμένα μάτια και πλατύ χαμόγελο ετοιμάζει το σχετικό πιστοποιητικό.

Σκηνή δεύτερη:
Ο σιχαμένος πρωτευουσιάνος βάτραχος (αυτός είμαι εγώ!) που κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια μου, ανήκω σε μια πρωτευουσιάνικη ενορία. Ετσι, τηλεφώνησα για να συνεννοηθώ, όλο χαρά κι αισιοδοξία και με ανυπομονησία να μιλήσω με τον καλό παπά, που σίγουρα θα ακγαλιάσει με αγάπη την πρόθεσή μου να κάνω οικογένεια με τις ευλογίες της φιλεύσπλαχνης Εκκλησίας και......

«ΕΜΠΡΟΟΟΟΟΟΣ???»

Μια τσιριχτή γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μου τρύπησε πέρα για πέρα το τύμπανο του αυτιού μου.

«Ναι, καλημέρα σας. Μπορώ να κάνω μια ερώτηση?»

«Να κάνετε!» απαντάει αυτή χαρούμενη, λες και της τηλεφωνούσα από κανένα διαγωνισμό.

«Για πιστοποιητικό αγαμίας, τι χρειάζεστε? Δύο μάρτυρες με τις ταυτότητες τους? Και τι ώρες μπορώ να έρθω?»

«Τίποτ’αλλο δεν χρειάζεται. Αλλά να έρθεις με τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου (με αυστηρό ύφος) και έναν φίλο. Μην μας φέρεις ΔΥΟ φίλους σου!!!»

«Συγνώμη, δύο μάρτυρες δεν χρειάζονται? Εγώ έχω ακούσει ότι....»

«ΕΝΑΣ συγγενής πρώτου βαθμού κι ΕΝΑΣ μάρτυρας. Εντάξει? (με τσαμπουκά)»

«Ξέρετε... Ο πατέρας μου αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκτός Αθηνών και είναι και μεγάλος....»

«Ε, ας έρθει η μαμά σου! Δεν μπορεί??»

«Ξέρετε....δεν ζει.»

«Ας έρθει ο αδερφός σου!»

«Δεν έχω»

«Ούτε αδερφή? (Ι.Q. ραδικιού....)»

«ΟΧΙ! (αρχίζω και τα παίρνω...)»

«ΜΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ????»

«ΟΧΙ!!! (τώρα τα πήρα!)»

«ΑΑΑΑΑΑ, δεν ξέρω! Να συνεννοηθείς με τον ιερέα τότε. Αλλά μην μας έρθεις τώρα σύντομα γιατί έχουμε και πανηγύρι, εντάξει?»

«Δηλαδή πότε να έρθω?»

«Δεν ξέρω. Μετά το πανηγύρι. Κάποιο απόγευμα.»

«Τι ώρα? 5μμ με 7μμ?»

«ΑΑΑΑΑ, για να σου πω! Στις 6μμ έχουμε Εσπερινό. Πάρε τηλέφωνο ένα πρωί και συνεννοηθείτε με τον ιερέα. Γειά σου!»

«Γειά σας....»

Και μου το’κλεισε. Ετσι απλά, έτσι εύκολα. Το ένα πιστοποιητικό αγαμίας θα έρθει απο 350 χιλιόμετρα μακρυά χωρίς δυσκολία ενώ το άλλο θα έρθει από τη διπλανή γωνία μετά από πολύ κόπο και πολλά τρεχάματα και παρακάλια. Ετσι είναι αυτή η χώρα. Ο καθένας κάτι ό,τι γουστάρει. Γι’αυτό δεν θα πάμε ποτέ μπροστά.


..........Κύριε Δήμαρχε, καλέ μου κύριε Δήμαρχε, μήπως να βάλω νερό στο κρασί μου και να γίνουμε πάλι φίλοι??? Αλήθεια, τι χαρτιά χρειάζεσαι Δημαρχούλη μου για πολιτικό γάμο???

Ελλαδάρα μου εσύ!!!

Υ.Γ. Κι έχω κι άλλη περιπέτεια να σας διηγηθώ, αλλά σας την φυλάω για κάποιο μελλοντικό post. Φιλάκια.

10.09.2006

ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ

O X και ο Α. μπήκανε στην αίθουσα. Ήταν και οι δύο διστακτικοί. Ο Χ όμως περισσότερο. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι τον περίμενε μια πολύ συγκινητική βραδιά. Οταν τον κάλεσαν, αρχικά αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει. Δεν ήθελε να τους δει. Ήξερε ότι κατά βάθος θα πονούσε λίγο... Ο Α και εγώ τον πείσαμε. Ετσι, στην είσοδο της αίθουσας, κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και τέλος ακολούθησε τον Α.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι έμοιαζαν μεταξύ τους, τι παράξενο. Ήταν όλοι παρόμοιας ηλικίας, όλοι παρόμοια ντυμένοι και σχεδόν όλοι άντρες. Ο Χ προχωρούσε κοιτώντας μπροστά ενώ ο Α κοιτούσε περίεργα γύρω του….

Από μικροί έτσι ήταν. Ο Χ κοιτούσε πάντα μπροστά. Ο Α κοιτούσε πάντα περίεργα. Ο Χ είχε όνειρα. Ο Α είχε γκόμενες. Ο Χ είχε πίστη. Ο Α είχε τόλμη. Ο Χ είχε γνώσεις. Ο Α είχε άκρες. Ο Χ είχε σπάνιες αρετές. Ο Α είχε τύχη....

Ξαφνικά ο Α σταματάει μπροστά σ’έναν από τους παρευρισκόμενους και τον αρπάζει απ’το μπράτσο. «Γιώργο???» του λέει. Ο άλλος τα’χασε. Τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Α του έκανε μια γκριμάτσα και ο άλλος αναφώνησε δυνατά «Εσύ είσαι? Τι γίνεσαι βρε θηρίο?? Πω πω πω!!! Πόσα χρόνια είχα να σε δω?? Η γκριμάτσα σου όμως, ίδια κι απαράλλαχτη!». Αγκαλιάστηκαν. Ο Χ κοιτούσε αλλού, σαν να ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. «Τι γίνεσαι βρε Α» συνέχισε ο άλλος. «Ο αδερφός σου τι κάνει?». Εκεί ο Χ ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του. Δεν πίστευε στ’αυτιά του. Κοίταξε προσεκτικά τον κύριο που λεγόταν Γιώργος. Ο Α, δείχνοντας το Χ απαντάει «ΝΑ ‘ΤΟΣ!». Και τότε ο Γιώργος αγκαλιάζει τον Χ και τον φιλάει. Ο Χ σαστισμένος ρωτάει ποιός είναι ο κύριος. Ο Α του απάντησε προφέροντας το ονοματεπώνυμο του Γιώργου. Ο Χ πετάχτηκε στον αέρα, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω?» είπε με λίγο σπασμένη φωνή. «Πενήντα» του απάντησε ο Γιώργος...

Πενήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Χ πήρε το απολυτήριο Λυκείου του. Πενήντα χρόνια, σαν νερό, σαν αεράκι. Ήταν μικρό αγόρι τότε. Ενα αγόρι με όνειρα, με ελπίδες, ένα αγόρι με βραβεία, ένα αγόρι που έκανε περήφανους τους γονείς και τους καθηγητές του. Ενα αγόρι που σίγουρα θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ενα αγόρι που με υποτροφία σπούδαζε γιατρός, ένα αγόρι που θα γινόταν καρδιοχειρούργος για την ακρίβεια, ένα αγόρι που κάποιοι καθηγητές στο πανεπιστήμιο το σύστηναν σε ήδη καταξιωμένους γιατρούς ως «γιατρό» και όχι ως «φοιτητή ιατρικής».

Και σήμερα, ήταν ένας ηλικιωμένος. Ενας γέρος. Ενας μονόχνωτος άνθρωπος, χωρίς πολλούς φίλους. Σιωπηλός, αγέλαστος, απογοητευμένος. Πενήντα χρόνια μετά και τα όνειρα είχαν κάνει φτερα. Οι γνώσεις, οι έπαινοι, οι υποτροφίες, τα βραβεία, τα ατελείωτα μπράβο έμειναν κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά του χωρίς να μπορέσει να αξιοποιήσει τις μεγάλες αρετές του.

Ο Χ άρχισε να χαλαρώνει. Κρατώντας το ποτό του άρχισε να περιφέρεται στο χώρο μαζί με τον Α. Το παιχνίδι «μάντεψε ποιός» είχε αρχίσει να του αρέσει. Ο Α πάντα έκανε την αρχή και άρπαζε κόσμο από τα μπράτσα, έκανε τα σκέρτσα του και μετά τους άφηνε να μαντέψουν. Ο Χ ακολουθούσε απλώς ρωτώντας τους «Αν αυτός είναι ο Α, εγώ ποιός είμαι?» . Το παιχνίδι συνεχίστηκε αρκετή ώρα κι η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη.

Κάποια στιγμή ο Α αρπάζει κι άλλον έναν απ’το μπράτσο και κάνει το γνωστό σκέρτσο. Ο άλλος μένει ανέκφραστος. «Ελα βρε Γρηγόρη» λέει ο Α. «Δεν με γνώρισες?». Ο Γρηγόρης με απορία ρωτάει «Για θυμισέ μου, για θύμισέ μου...» Ο Α απαντάει λέγοντας μόνο το επώνυμό του. Ο Γρηγόρης σουφρώνει τα φρύδια. «Αυτός είσαι? Και πώς σε θυμάμαι διαφορετικό εγώ?». Ο Γρηγόρης ήταν μία πολύ ευγενική φυσιογνωμία και καταξιωμένος γιατρός στην ειδικότητά του. Ο Α κοντοστάθηκε και επανέλαβε το επώνυμό του και μετά και το μικρό του όνομα. «Μα, εγώ ήξερα κάποιον Χ με αυτό το επώνυμο, όχι Α». Και τότε ο Χ έλαμψε! Επιτέλους! Κάποιος που δεν ήξερε τον Α, αλλά ήξερε τον Χ! Πλησίασε τον Γρηγόρη, του χτύπησε ελαφρά την πλάτη και είπε «Δεν θυμάσαι τον Α? Ο αδερφός μου είναι». Ο Γρηγόρης κοιτάει τον Χ, βουρκώνει, στολίζει με ένα πλατύ χαμόγελο το πρόσωπό του, τον αγκαλιάζει σφιχτά και τον φιλάει. «Χ μου! Γιατρέ μου!!!» αναφωνεί. Ο Χ κατέβασε το βλέμμα και σαν να θύμωσε λίγο. «Δεν είμαι γιατρός» είπε τσαντισμένος. «Κάποτε ήμουν. Εσύ είσαι γιατρός». Ο Γρηγόρης επέμεινε «Οοοοοχι. ΕΣΥ είσαι γιατρός. Εγώ είμαι έμπορος. Εμαθα μια τέχνη και την εμπορεύομαι. ΕΣΥ είσαι ΓΙΑΤΡΟΣ!».

Ο Χ βούρκωσε κι ήπιε μια γουλιά ποτό. Χαμογελώντας, ξαναχτύπησε τον Γρηγόρη στην πλάτη και δεν είπε λέξη...

Ετσι πέρασε η βραδιά. Με βλέμματα όλο περιέργεια, συναντήσεις με ανθρώπους μετά από χρόνια, ζεστές αγκαλιές με φίλους που είχαν λείψει από όλους τους παρευρισκόμενους, ατάκες που έλεγαν στα νιάτα τους και που επαναλαμβάνοντάς τες πήγαιναν πίσω στο χρόνο, ξαναζούσαν τη φιλία τους από την αρχή, ξαναζούσαν τη ζωή τους από την αρχή. Γέλασαν, χωράτεψαν, διασκέδασαν, έφαγαν όλοι μαζί, έκαναν συγκινητικές προπόσεις πίνοντας, όπως τότε, όπως παλιά....

Μια ζωή ολόκληρη χώρεσε σε μια χούφτα εκείνη τη βραδιά. Κι εγώ, ένας απλός θεατής, ένας κομπάρσος σε όλο αυτό το σκηνικό, είχα συγκινηθεί βαθύτατα. Έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια όλα αυτά που κατά καιρούς άκουγα μόνο από τυχαίες συζητήσεις. Είδα ένα διαφορετικό πρόσωπο του Χ, μιας που ο Α δεν είχε κάτι καινούριο να μου δείξει. Οπως ήταν πάντα, έτσι ήταν και εκείνη τη βραδιά.

Ο Χ εκείνο το βράδυ μεταμορφώθηκε, ως δια μαγείας, σαν τη Σταχτοπούτα! Είδα έναν άλλο άνθρωπο, κεφάτο, με όνειρα, με ιδέες, με χιούμορ, με αρετές, με δύναμη, με φίλους!!! Με τόσο πολλούς φίλους, που δεν το πίστευα!!! Φίλους που έκλαψαν όταν τον ξανάδαν μετά από την μακροχρόνια απουσία του. Φίλους που αγάπησαν τον Χ κι όχι τον πρώτο μαθητή. Τον Χ, κι όχι τον άριστο φοιτητή. Μόνο τον Χ. Κι ο Χ άφησε πενήντα χρόνια να περάσουν για να το καταλάβει, για να το πιστέψει, για να το νιώσει...

Η βραδιά πέρασε, η βραδιά τελείωσε και φύγαμε. Οι αποχαιρετισμοί ήταν χαλαροί και κεφάτοι, λες και θα ξανασυναντιόντουσαν το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Δεν ξέρω πότε θα τους ξαναδεί. Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ ποτέ έτσι όπως εκείνη τη βραδιά. Οπως και στη Σταχτοπούτα, μετά τις δώδεκα τα μάγια εξαφανίστηκαν, χάθηκαν. Η άμαξα έγινε κολοκύθα, τα άλογα ποντικοί κι ο Χ ξανάγινε όπως πριν...

Μπορεί να μην είμαι νεράιδα και να μην μπορέσω ποτέ να τον ξαναμεταμορφώσω σε πρίγκηπα, εμαθα όμως δύο πράγματα εκείνη τη βραδιά. Ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και παντοτινοί και ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια καλά κρυμμένη Σταχτοπούτα στην ψυχή μας.....

9.28.2006

ΝΕΚΡΟΙ Β ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος. Λυπημένος. Ο ουρανός με κοιτούσε με οίκτο, λες και ήξερε ότι θα είχα ένα δύσκολο πρωινό. Περπάτησα αργά και σταθερά μέχρι την πύλη. Προχώρησα και έψαξα με το βλέμμα μου κάποια επιγραφή που θα με καθοδηγούσε στο γραφείο που έψαχνα. Την βρήκα. Ανέβηκα τα δέκα σκαλάκια και μπήκα μέσα.

-«Καλημέρα σας» είπα. «Θα ήθελα πληροφορίες σχετικά με παράταση τριετίας»

«Εννοείτε παράταση της εκταφής?» ρώτησε η υπάλληλος.

«...Ναι» απάντησα, με μια μικρή πίκρα. Η παράταση της τριετίας ακουγόταν λιγότερο ωμή από την παράταση εκταφής.

«Μου λέτε λίγο το όνομα του νεκρού?» Συνέχισε αδιάφορα η υπάλληλος.

Εγώ απάντησα ευλαβικά.

«ΠΩΣ?»

Ξαναπροφέρω το όνομα, λίγο πιο επιθετικά αυτή τη φορά.

Κλακ κλακ κλακ (πληκτρολόγιο υπολογιστη)

Κλακ κλακ...

«Λυπάμαι, ο τάφος είναι β’ κατηγορίας» δηλώνει η υπάλληλος.

«Β’ κατηγορίας? Και τι θα πει αυτό?» ρωτώ με βλέμμα όλο απορία.

«Θα πει ότι πρέπει να πάτε το Δημαρχείο (!) και να συναντηθήτε με τη γραμματέα του Δημάρχου (!!) και να ζητήσετε παράταση»

(Κύριε των δυνάμεων...)

Αποχωρώ από το γραφείο, ψελλίζοντας ένα ξερό «ευχαριστώ, γεια σας». Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος ακόμα και ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι με χτύπησε στο πρόσωπο. Πήρα λουλούδια και ένα κεράκι και κατευθύνθηκα στον … β’ κατηγορίας τάφο του αγαπημένου μου προσώπου. Στη διαδρομή έβριζα θεούς και δαίμονες, την τύχη μου, το καταραμένο σύστημα, την υπάλληλο, τον δήμαρχο, τη γραμματέα του και τα παπούτσια μου που με είχαν πεθάνει στον πόνο γιατί ήταν ψηλοτάκουνα.

Εφτασα στον τάφο, έβαλα τα λουλούδια στις ανθοστήλες, άναψα κι ένα μοσχοθυμίαμα. Εκατσα λίγα δευτερόλεπτα και μετά αποφάσισα να ανάψω και το κερί κι έτσι είδα ότι κάποιος μου είχε ξηλώσει ένα κομμάτι μάρμαρο που χρησίμευε σαν βάση για το φαναράκι του τάφου. Αρχισε δεύτερος γύρος γκρίνιας και μουρμούρας, αυτή τη φορά κοιτώντας εκεί ψηλά τον ουρανό που συνέχιζε πεισματικά να είναι συννεφιασμένος και πλέον θυμωμένος. Άναψα το κερί, στάθηκα για άλλα λίγα δευτερόλεπτα και μετά έφυγα.


…………………….

«Γειά σας!!»

- (σιγή συνοδευόμενη από αδιάφορο βλέμμα)

«Εεεε.. θα ήθελα να ρωτήσω πληροφορίες για παράταση εκταφής.»

«Θα ανεβείτε στον τέταρτο όροφο και θα πάτε στο γραφείο του Δημάρχου. Αλλά όχι από εδώ, από την άλλη είσοδο»

«Από την είσοδο που είναι από την άλλη πλευρά?»

«Ναι»

Το Δημαρχείο έχει δύο εισόδους. Μία στον κεντρικό δρόμο και μία στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Εχοντας παρακάρει στην πίσω πλευρά του κτιρίου, εμφανίστηκα σ’εκείνη την είσοδο.

Ερώτηση κρίσεως. Αν ένα κτίριο έχει δύο εισόδους, εσύ πας στη μία και αυτοί σου λένε πήγαινε στην άλλη πλευρά. Εσύ τι καταλαβαίνεις???

Εγώ πήγα πάντως στην κεντρική είσοδο, πήρα το ασανσέρ, ανέβηκα στον τέταρτο όροφο και είδα μια ωραία πόρτα.

Στην ωραία πόρτα ήταν κολλημένο ένα ωραίο χαρτί που έλεγε:

ΓΙΑ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ, ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ, ΒΓΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ, ΜΠΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΙΣΟΔΟ ΚΑΙ ΠΑΡΤΕ ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ ΟΡΟΦΟ

(δική μου σιγή συνοδευόμενη από αποβλακωμένο βλέμμα)

«Με δουλεύουν?» μονολόγησα

«Ναι!» μου φάνηκε ότι άκουσα από τους ουρανούς. Κοίταξα από ένα μικρό παράθυρο ψηλά. Ο ουρανός ήταν ακόμα συννεφιασμένος και εκνευρισμένος πια.

«Μπα, ιδέα μου θα ήταν. Ακούω και φωνές τώρα? Ωραία....»

Μπήκα στο ασανσέρ και κατέβηκα στο ισόγειο. Πήγα με έναν ελαφρύ εκνευρισμό στη ρεσεψιόν. Μια κυρία που είχε σίγουρα πατήσει τα πρώτα –ήντα με κοίταζε με ένα χαμόγελο που έμοιαζε πότε ευγενικό, πότε ειρωνικό.

«Παρακαλώ?» μου λεει

Της εξηγώ με λίγα λόγια τι μου συνέβη. Πού είναι αυτός ο Δήμαρχος τέλος πάντων? Εδώ ή εκεί? Στην κενρική είσοδο ή στην άλλη? Εδω παπάς εκεί παπάς, που’ναι ο παπάς??

Το χαμόγελό της έγινε απόλυτα ειρωνικό τώρα και μου είπε:

«Δεν καταλάβατε τι σας είπαν μάλλον»

«Μα, αφού ήμουν στην πίσω είσοδο? Γιατί μου είπαν να πάω στην άλλη είσοδο? Πόσες εισόδους έχει το κτίριο?»

«Ε.. Τι να σας πω, όσο καιρό είμαι εγώ εδώ, δύο έχει. Τώρα αν εσείς ανακαλύψατε και τρίτη.....» (χαμόγελο που ξεχειλίζει ειρωνία αυτή τη φορά)

Την κοίταξα με το πιο μισητό βλέμμα που μπορούσα εκείνη τη στιγμή. Το χαμόγελό της έσβησε.

Πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα επιτέλους στον τέταρτο όροφο.

……………..

Πολυτέλεια! Δερμάτινοι καναπέδες! Ξύλο παντού! Μια γοητευτική γραμματέας αδιαφορούσε για το σύμπαν γύρω της και μια χοντρή βοηθός γραμματέως έτρωγε ένα κρουασάν σοκολάτας.

«Παρακαλώ – τσομπ – τσομπ – τι θα θέλατε?» είπε.

«Εεεε... Για μια παράταση εκταφής...»

(Γουρλώνει τα μάτια, σταματάει να μασάει. Καταπίνει)
«γλουπ – Ειναι η πρώτη φορά που ζητάτε κάτι τέτοιο?» λέει αυστηρά.

«Ναι» λέω με λυπημένο ύφος «αλλά μου είπαν ότι ο τάφος είναι β’ κατηγορίας»

«Χμμμ...» μουγγρίζει αυτή. «Δύσκολο, δύσκολο. Πότε λήγει η τριετία?»

Απαντάω μηχανικά.

«Τι? ΤΙ?? Πολύ νωρίς ήρθατε!!! Ααα, να μας ξανάρθετε καμιά δεκαριά μέρες μετά τη λήξη της τριετίας!»

«ΜΕΤΑ τη λήξη?Δεν είναι λίγο αργά?» ξαφνιάζομαι.

«Ναι, μετά. Τωωωωρα, δεν θα βρούμε άκρη –τσομπ – τσομπ- γκλουπ. »

Μου έδωσε και το τηλέφωνο του γραφείου.

«Πάρτε ένα τηλέφωνο πριν έρθετε –τσομπ - να δουμε αν υπάρχουν πιθανότητες για εσάς, για τρίμηνη ανανέωση»

«ΤΡΙΜΗΝΗ???? Τόσο λίγο?» λέω με αγωνία

«Βεβαίως τρίμηνη! Και μετά το τρίμηνο θα ξανάρθετε και αν γίνεται... αν μπορούμε να κάνουμε κάτι για εσάς... ίσως να ανανεωθεί και για δεύτερο τρίμηνο. Δεν εξαρτάται από εμένα αυτό...»

«Μάλιστα. Ευχαριστώ»

........................

Η λήξη της τριετίας είναι μετά τις δημοτικές εκλογές βεβαίως-βεβαίως.

Η χοντρή κυρία δεν ήθελε να δεσμευτεί και να υποσχεθεί τίποτα απολύτως.

Η γοητευτική διπλανή της αρκέστηκε μόνο στο να μου πει ότι αν ο Δήμαρχος-Θεός δεχτεί το ταπεινό μου αίτημα, τότε θα πρέπει να πληρώσω 53 ευρώ για κάθε επιπλέον μήνα.

........................

Ηξερα ότι κάποιοι λαδώνονται για να βάλουν ρεύμα σε σπίτια που έχουν χτιστεί σχεδόν στο φεγγάρι.

Κάποιοι λαδώνουν για να βρουν σε νοσοκομείο δωμάτιο με κρεββάτι κι όχι διάδρομο με ράντζο.

Κάποιοι λαδώνουν για να βγάλουν δίπλωμα αυτοκινήτου.

Κάποιοι λαδώνουν για να περάσουν το μάθημα.

Πώς να λαδώσουν όμως για να παρατείνουν την ταφή τους??? Αφού είναι θαμμένοι οι άνθρωποι. Στριμωγμένοι σ’ένα φέρετρο και λιώνουν σιγά-σιγά.. μέρα με τη μέρα... ώρα με την ώρα... Ανήμποροι, αβοήθητοι, μόνοι.

ΠΩΣ ΝΑ ΛΑΔΩΣΕΙ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗ ΧΟΝΤΡΗ ΚΥΡΙΑ?

ΠΩΣ ΝΑ ΛΑΔΩΣΕΙ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΟ?

Νιώθω αηδία.

Αηδία.

Και θα πάνε όλοι σαν υπνωτισμένοι να τους ψηφίσουν. Γιατί?

Τι σεισμός θα γινόταν αν δεν πήγαινε ΚΑΝΕΙΣ να ψηφίσει... Αν πήγαιναν τόσο λίγοι που γινόμασταν πρώτη είδηση παγκοσμίως....

Θα κατουριόντουσαν πάνω τους.

Στο χέρι μας είναι, όσο είμαστε εν ζωή. Γιατί μετά οι κύριοι δήμαρχοι θα μας γράψουν στα παλιά τους τα παπούτσια και θα μας πετάξουν σ’ενα τάφο β’ κατηγορίας με σκοπό να λαδώνονται κάθε τρεις μήνες από τα αγαπημένα μας πρόσωπα για να μας κάνουν τη χάρη να μας αφήσουν λίγο παραπάνω στο φερετράκι μας.....

ΡΙΞΤΕ ΤΟΥΣ ΜΙΑ ΜΟΥΤΖΑ!

Κάντε το για χάρη εκείνων που δεν είναι πια ανάμεσά μας.

9.13.2006

ΚΙΚΑ ΝΟ. 3 - ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο κοριτσάκια με γλυκά αισθήματα που από το έντονο αίσθημα αυτοθυσίας που τις κατείχε, αποφάσισαν να παιδέψουν λίγο τους εαυτούς τους. Μαζοχισμός? Διαστροφή? Ποτέ δεν θα μάθω. Πήραν λοιπόν ένα μεγαλόσωμο και χαριτωμένο σκυλάκι, με παραπονιάρικα ματάκια, γαϊδουρινά αυτάκια και φουσκωτή μυτούλα. Και το βάλανε σε μια βεράντα. Πότε στη μία βεράντα, πότε στην άλλη βεράντα. Πότε μέσα σε μια γλάστρα, πότε μέσα σ’εναν κουβά. Πότε πάνω στην καρέκλα, πότε πάνω στο τραπέζι.

Το χαρωπό ζωάκι ήταν πολύ κοινωνικό και παιχνιδιάρικο. Τα αγαπημένα του παιχνίδια ήταν:
Καουτσουκένια κουκλάκια που κάνανε χαρούμενους ήχους ακόμα και μέσα στη νύχτα.

Γούνινα κουκλάκια τα οποία ήταν γεμάτα με υπέροχα βαμβάκια που πετούσαν στον αέρα και μεταμόρφωναν την άχαρη βεράντα σε ένα μοναδικά ρομαντικό χιονισμένο τοπίο.

Πλαστικά μπουκάλια νερού με τα οποία γύμναζε την όμορφη μασέλα της και αν σημάδευε σωστά, μπορούσε με επιτυχία να τα πετάξει από το μπαλκόνι κάτω στο δρόμο και μετά να διασκεδάσει με τους ανθρώπους που την κοιτούσαν, της έλεγαν διάφορα λογάκια και της έκαναν χαριτωμένες χειρονομίες.

Τις γλάστρες, που περίμεναν υπομονετικά να τις σκάψει, να βγάλει όλο το χώμα έξω, να φάει τα διάφορα φυτά που αυτές φιλοξενούσαν και μετά να κουρνιάσει μέσα τους.

Το μπωλ του νερού, που εκτός από υπέροχο μεταλλικό ήχο, μπορούσε να συνδιαστεί με το παιχνίδι των γλαστρών, αναποδογυρίζοντάς το μέσα στα χώματα και δημιουργώντας κάτι νεό, πρωτόγνωρο και υπέροχο: τη λάσπη!

Το μπωλ του φαγητού που, αν και μεταλλικό, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι δημιουργικότητας και γλυπτικής, μιας που με τα δυνατά της σαγόνια μπορούσε να του δώσει οποιοδήποτε σχήμα ήθελε.

Το μάρμαρο της μπαλκονόπορτας, που γινόταν υπέροχο κρακεράκι κατά τις 10 το πρωί που ήθελε να βάλει κάτι στο στόμα της.

Ο ίδιος ο τοίχος, που ήταν εκτός απο ψυχαγωγικός και πολύ ωφέλιμος, διότι δαγκώνοντάς τον ακόνιζε τα μαργαριταρένια δοντάκια της και τρώγοντάς τον εφοδίαζε τον οργανισμό της με το απαραίτητο ασβέστιο.

Και τέλος, την καλαμωτή περίφραξη της μίας βεράντας και την πλαστική σίτα της άλλης, τις οποίες ροκάνιζε όποτε βαριόταν και φρόντισε να τις εξαφανίσει πλήρως.

Ετσι, με τη χορηγία της Κίκα, με το ζήλο της, την επιμονή της, την εμμονή της για την τελειότητα και τη σκληρή δουλειά της (προσόντα σπάνια ακόμα και για ανθρώπους) οι δύο βεράντες απέκτησαν άλλη μορφή, άλλη υπόσταση, άλλο νόημα. Τώρα είναι πλέον ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ!

Οι μέρες κύλησαν έτσι δημιουργικά και ευχάριστα. Η μικρή Κίκα έμαθε πολλά συμβιώνωντας με τα δύο κοριτσάκια. Έμαθε πώς να απαιτεί, έμαθε πώς να κλέβει παιχνίδια που δεν της ανήκουν, έμαθε πως να τρώει υλικά οικοδομής και τέλος, το λέω και βουρκώνω, έμαθε ότι ακόμα και το κουφάρι μιας γλάστρας μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια όμορφη φωλιά, σε μια ζεστή αγκαλιά.

Η Κίκα έμαθε τις βασικές αρχές της ζωής.

Έτσι, τώρα είναι έτοιμη να ταξιδέψει και να γνωρίσει νέους τόπους, νέους ανθρώπους, νέα παιχνίδια και να μοιράσει χαρά σε όλους όσοι έρθουν σε επαφή μαζί της. Η Κίκα, είναι κατά βάθος ένα μεγάλο δώρο για όποιον την έχει δίπλα του.

Κατά βάθος θα μας λείψει, το ξέρω. Μπορεί να μας παίδεψε, αλλά δεν το ήξερε. Θέλω να περάσει καλή ζωή εκεί που θα πάει. Θέλω να είναι πάντα ευτυχισμένη, και αυτή, αλλά και ο κύριος που αποφάσισε να την υιοθετήσει.

Καλό ταξίδι Κίκα και να προσέχεις...

8.31.2006

Cold-blooded frog!

Σήμερα έχω κέφι να σας πω μια ιστορία για να δείτε πως ένα χαριτωμένο κι ευαισθητο βατραχάκι στο τέλος θεωρείται cold-blooded.

Τα τρία τελευταία χρόνια η ζωή μου άλλαξε δραματικά, όπως κάποιοι ήδη ξέρετε και όπως κάποιοι καταλάβατε. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιούσα, αλλά στην πορεία το είδα. Πλέον δεν έχω άλλη υπομονή, δεν έχω άλλη ανοχή, δεν έχω άλλη υποκρισία γι’αυτούς που δεν συμπαθώ και δεν με συμπαθούν. Γιατί περί υποκρισίας πρόκειται όταν προκειμένου να διατηρηθούν οι δήθεν «καλές» σχέσεις, εγώ κάνω πάντα το πρώτο βήμα και επικοινωνώ, προσεγγίζω και κυνηγάω πρόσωπα τα οποία με την συμπεριφορά τους έχουν δείξει ότι δεν με συμπαθούν.

Τα δύο τελευταία χρόνια ο κολλητός μου ο πάπιος και εγώ περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί και μόνοι, στον μακρυνό τόπο που αυτός βρισκόταν για αυτό το διάστημα. Αυτά τα δύο χρόνια, είδαμε ξεκάθαρα και ξεχωρίσαμε τους φίλους από τους υποκριτές. Ποιοί νοιάστηκαν για εμάς και ποιοί όχι. Ποιοί μας θυμόντουσαν και ποιοί μας ξέχασαν. Εγώ, ως ευαίσθητο βατραχάκι που είμαι, συνέχισα να δίνω ελαφρυντικά σε κάποιους. Ο πάπιος όμως όχι. Εγω συνέχισα να προσπαθώ κι έτρωγα τα μούτρα μου διαρκώς. Επικοινωνούσα με πρόσωπα τα οποία δεν απαντούσαν ποτέ στα sms μου και δεν ανταπέδιδαν ποτέ τα τηλεφωνήματά μου. Ο πάπιος κουνούσε το κεφάλι περιμένοντας να δει πότε θα πάρω το μάθημά μου.

Και το πήρα.

Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, όμορφο και φωτεινό. Ο ήλιος σαν λαμπερό διαμάντι σε γαλανό βελούδο, η θάλασσα σαν απαλό φρεσκοπλυμμένο και μυρωδάτο σεντόνι, που θες να σ’αγκαλιάσει και να χαθεις μέσα του. Περίμενα πώς και πώς να βουτήξω. Περίμενα τηλεφώνημα. Περίμενα sms. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος σκαρφάλωνε σιγά σιγά. Ο ήλιος άρχισε να καίει. Η θάλασσα καθρέφτης που δείχνει τα πάντα ξεκάθαρα....

Και κάποια στιγμή, εκεί που δεν το περίμενα, το είδα! Ήταν μπροστά μου, ολοφάνερο, φωτεινότερο από ποτέ! Φώναζε τόσο καιρό δίπλα στα αυτιά μου κι εγώ δεν το άκουγα! Χόρευε μπροστά στα μάτια μου ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό, ανάμεσα στην άμμο και στον ήλιο! Και ΞΥΠΝΗΣΑ! Ήξερα πλέον τι είχε συμβεί. Καμία αμφιβολία. Εκανα ένα τελευταίο τηλεφώνημα για να το επιβεβαιώσω. Και το επιβεβαίωσα. Οι δήθεν φίλοι μου είχαν ήδη πάει για μπάνιο στη θάλασσα, είχαν ήδη επιστρέψει και δήθεν τυχαία είχαν ξεχάσει να μου τηλεφωνήσουν.

Ξύπνησα! Επιτέλους! Ο πάπιος χοροπηδούσε γεμάτος ικανοποίηση όταν του εξιστόρησα το γεγονός. Με μάλωσε και μου είπε να βάλω επιτέλους μυαλό. Εγώ έκλαψα για τελευταία φορά εκείνη την ημέρα για τα συγκεκριμένα άτομα. Βούτηξα στη θάλασσα, τα δάκρυά μου έγιναν ένα μαζί της και ο ήλιος έσβησε κάθε ίχνος στεναχώριας από το πρόσωπό μου. Ο ήλιος με ζέστανε, με αγκάλιασε, με παρηγόρησε. Σκλήρυνα. Πέτρωσα. Εδωσα ένα τέλος οριστικό. Πολύ δύσκολα διαγράφω κάποιον απ’την καρδιά μου, αλλά αν το κάνω, το ίδιο δύσκολα αλλάζω γνώμη.

Από εκείνη την ημέρα γύρισα σελίδα. Επέστρεψα στη δουλειά μου και άλλαξα τακτική. Επιτέλους ο προϊστάμενος μου με θεωρεί υπάλληλο-κλειδί για τον χώρο. Επέστρεψα στην λίμνη μου και επιτέλους έκοψα τον αέρα από κάποιους που με είχαν κάνει τιραμόλα, ζητώντας μου μονίμως χάρες και χώνωντάς με σε αγγαρείες. Εμαθα να λέω επιτέλους ΟΧΙ, κι έτσι κάποιοι θα με πουν ψυχρόαιμο.

Καλύτερα ψυχρόαιμος παρά κορόιδο.

Αυτή η ιστορία με βοήθησε να σταματήσω να νταντεύω τους άλλους και να αρχίσω να νταντεύω τον εαυτό μου. Και με προτιμώ έτσι. Δίνω στους άλλους ακριβώς ό,τι μου δίνουν. Αγάπη στην αγάπη και αδιαφορία στην αδιαφορία.
Τέλος! Και σ’όποιον αρέσει. Δεν είδα κανέναν να προσπαθεί να αλλάξει για χάρη μου, εγώ γιατί να προσπαθώ?

Anima Rana πάνω απ’όλα και σ’όποιον αρέσουμε. Για τους άλλους, δεν θα μπορέσουμε!

8.23.2006

ΧΙΛΙΕΣ ΜΕΡΕΣ

Πέρασαν. Χίλιες μέρες ήταν και πέρασαν.

Πέρασαν σαν δυνατός και παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας, που σε χτυπάει στο πρόσωπο, σου σκληραίνει τα χαρακτηριστικά και μετά σε παγώνει μέχρι το κόκκαλο, μέχρι την καρδιά, μέχρι την ψυχή…

Πέρασαν σαν τρικυμμία που αναποδογυρίζει το βαρκάκι που κουβαλάει την ευτυχία σου και το αφήνει στο έλεος των κυμάτων, της βροχής, της μοίρας…

Πέρασαν.

Πολλά παραδείγματα μπορώ ακόμα να σκεφτώ.

Πάρα πολλά.

Κανένα όμως δεν πλησιάζει αρκετά αυτό που πραγματικά νιώθω.

Γιατί αυτό που νιώθω είναι ένα μεγάλο κενό, μια μεγάλη μαύρη τρύπα, μια σκοτεινή κακιά ρουφήχτρα στα σωθικά μου.

Χίλιες μέρες χωρίς την συντροφιά της και την καλή κουβέντα της.
Χίλιες μέρες χωρίς την παρουσία της.
Χίλιες μέρες χωρίς την δική μου αντιδραστική συμπεριφορά.

Χίλιες μέρες και τρέμω στην ιδέα ότι μέχρι να αφήσω τον μάταιο τούτο κόσμο δεν θα την ξαναδώ.

Παρηγοριά τα όνειρά μου. Μόνο εκεί σε βλέπω. Και μετά σε χάνω πάλι.

Που ’σαι τώρα με δεις…

Που ’σαι τώρα να με καμαρώσεις…

……….

Για την ακρίβεια, χίλιες έντεκα είναι οι μέρες.

Θα τις μετράω πάντα…
Θα σε θυμάμαι πάντα…
Θα σ’αγαπάω πάντα…

…Μανούλα μου.

8.17.2006

KIKA NO. 2


Οι μέρες μου κυλούν, πάνε, έρχονται, ξαναφεύγουν, επανεμφανίζονται. Μόνο ένα πρόσωπο παραμένει στάσιμο, σταθερό, βράχος!

Η Κίκα!

Ελπίζω σύντομα να βρω μια λύση. Προς το παρόν οι κουμπάροι που πήγαν διακοπές στην άλλη άκρη της Ελλάδος βρήκαν έναν καλό κύριο που θα την ήθελε.

Δεν θέλω να χαρώ, γιατί το πιο πιθανό είναι να μου βγει ξυνό στο τέλος, όπως συνήθως. Αν μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου που θα της έχουμε βγάλει τα ράμματα και θα την έχουμε εμβολιάσει ο κύριος εξακολουθεί να τη θέλει, θα της δώσουμε φτερά και θα της πούμε αντίο και καλή τύχη.

Την περασμένη βδομάδα η φίλη μου τη φιλοξένησε. Εχει γίνει το πιο δημοφιλές πρόσωπο στη γειτονιά της. Ολοι ανυπομονούν να πάει η ώρα 6 το απόγευμα για να δουν την κοπέλλα να κυνηγάει το μουρλό σκυλί στο μπαλκόνι! Και το μουρλό σκυλί να παίρνει φόρα και με ένα σάλτο να ανεβαίνει στο πλαστικό τραπέζι, του οποίου τα πόδια λυγίζουν από το βάρος του ζώου, να γαυγίζει στην φίλη μου η οποία με τη σειρά της κουνάει απειλητικά μια εφημερίδα ψηλά. Ετοιμη για μάχη η φίλη μου, βγάζει μια κραυγή «ΚΑΤΕΒΑΑΑΑΑ!!!». Το μουρλό σκυλί κουνάει την ουρά του, εκστασιάζεται, πηδώντας κατεβαίνει από το τραπέζι και ζει στιγμές ατελείωτης χαράς και ευτυχίας!

Η φίλη μου τσιρίζει και οι δύο γκέι που μένουν απέναντι βγαίνουν χέρι-χέρι στο μπαλκόνι τους να δουν τι καινούριο τους έχει ετοιμάσει η συμπαθής αλλά λίγο αλλόκοτη γειτόνισσα. Την βλέπουν ξεμαλλιασμένη, χωρίς παπούτσια, να κυνηγάει με την εφημερίδα το μεγάλο τετράποδο, το οποίο με τη σειρά του γαυγίζει ασταμάτητα και κουνάει την ουρά του με περίσσια χαρά!

Η φίλη μου γλυστράει στα νερά που έχει ρίξει ο σκύλος κάτω όταν τρέχοντας αναποδογύρισε το μπωλ του. Η φίλη μου απογειώνεται, ο σκύλος σηκώνεται στα δύο πόδια με τη γλώσσα έξω, η φίλη μου προσγειώνεται πολύ ανώμαλα κι ο σκύλος πέφτει πάνω της και της γλύφει το πρόσωπο. Αυτή τον σπρώχνει «ΦΥΓΕΕΕΕΕ!!!». Οι γκέι χειροκροτούν. Η φίλη μου σηκώνεται, τους ρίχνει μια κλεφτή ματιά, τακτοποιεί λίγο τα μαλλιά της, ψελλίζει «γεια σας» και μπαίνει τρέχοντας στο σπίτι της κλείνοντας την μπαλκονόπορτα πίσω της και αφήνοντας το τετράποδο να ωρύεται που τόσο γρήγορα τελείωσε το όμορφο παιχνίδι τους...

Αυτά τραβάμε με την Κίκα. Ετσι, για να πάρετε μια γεύση.

Σήμερα είναι η σειρά μου να καταγοητεύσω το φιλοθεάμον κοινό μου! Η δική μου παράσταση θα αρχίσει μετά τις 9 το βράδυ σήμερα, αλλά από αύριο κανονικότατα στις 6 έχουμε φαντασμαγορικό πρόγραμμα!!!

ΤΡΕΛΛΟ ΚΕΦΙ!!!
ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΕΤΕ!!!!

8.08.2006

KIKA


Οχι, δεν θέλω να αναφερθώ στη γνωστή ταινία του αγαπητού Almodovar.

Απλά έχω την ανάγκη να μιλήσω για μία άλλη Κίκα.

Αυτήν.



Η Κίκα βρέθηκε αρχές Ιουλίου στην περιοχή Ωρωπού. Ήταν αδύνατη, διψασμένη, πεινασμένη, ταλαιπωρημένη και αδιάθετη. Την ακολουθούσαν ένα σωρό ξελιγωμένα αρσενικά και εκείνη έδειχνε βασανισμένη και ξεθεωμένη.

Ένας καλός άνθρωπος την λυπήθηκε και της έβαλε ένα μπωλ νερό και ένα μπωλ φαγητό. Η Κίκα έφαγε και ήπιε λαίμαργα. Ο καλός άνθρωπος της έβαλε και δεύτερο και τρίτο πιάτο φαγητό. Εκείνη έπεσε με τα μούτρα και σ’αυτά. Αφού ξεγέλασε λίγο την πείνα της και την ταλαιπωρία της, ξάπλωσε επιτέλους να ξεκουραστεί. Ο καλός κύριος έδιωξε τους επίδοξους εραστές μακριά από το σπίτι του. Νύχτωσε και η Κίκα αποκαμωμένη αποκοιμήθηκε έξω από το σπίτι του καλού κυρίου.

Πέρασαν τέσσερις ημέρες και η Κίκα συνήλθε λίγο. Δεν έτρωγε πια τόσο λαίμαργα και η διάθεσή της ήταν πολύ ανεβασμένη. Ο καλός κύριος συνέχιζε να της βάζει ένα πιάτο φαγητό καθώς και νερό. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι ένοικοι του συγκροτήματος που κατοικεί ο κύριος αυτός, δεν είχαν την ίδια άποψη. Αρχισαν να παραπονιούνται για το βρώμικο ζώο, άρχισαν να φέρονται άσχημα στην Κίκα και στο τέλος φέρθηκαν άσχημα και στον καλό αυτόν άνθρωπο, ο οποίος στην απόγνωσή του ζήτησε τη βοήθειά μου.

Η Κίκα εδώ 40 μέρες περίπου βρίσκεται μία στο σπίτι μου και μία στο σπίτι της φίλης μου. Στειρώθηκε για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα γεννήσει τους απογόνους ενός από τους επίδοξους εραστές που την συνόδευαν την ημέρα που την βρήκε ο καλός κύριος.

Η στείρωση είχε κάποιες επιπλοκές που φάνηκαν μετά από μια βδομάδα. Η Κίκα κινδύνεψε αλλά τώρα είναι καλύτερα και κάνει τη θεραπεία της. Σε μερικές μέρες θα εμβολιαστεί και πλέον θα είναι έτοιμη. Έτοιμη για τι και για ποιόν όμως?

Μίλησα σε φίλους, σε γείτονες, σε γνωστούς, σε συναδέλφους. Άλλοι προσπαθούν να βοηθήσουν, αλλά δεν έχουν καταφέρει τίποτα. Αλλοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά και με πίκραναν. Αλλοι αδιαφόρησαν και με απογοήτευσαν. Αλλοι με σχολίασαν (κι ας νομίζουν ότι δεν το ξέρω) αλλά αυτοί δεν με ξάφνιασαν. Το περίμενα. Αυτό που με τρώει τώρα είναι πού θα πάει η Κίκα.

Ο καλός κύριος που την βρήκε είναι μεγάλος σε ηλικία, με προβλήματα υγείας και μένει σε διαμέρισμα με μικρή βεράντα, οπότε είναι αδύνατον να την κρατήσει. Εγώ έχω σκυλάκι και εκτός αυτού μένω σε σπίτι που δεν είναι δικό μου κι αν ο ιδιοκτήτης αντιληφθεί και την παρουσία της Κίκα, θα βρεθούμε όλοι στο δρόμο. Εγώ, το σκυλάκι μου και η Κίκα.

Η φίλη μου επίσης έχει δύο σκυλάκια και της είναι αδύνατον να αποκτήσει και τρίτο.

Η Κίκα καταχωρήθηκε στη Χρυσή Ευκαιρία την Κυριακή 6 Αυγούστου και το τηλέφωνο δεν χτύπησε ούτε μία φορά.

Η Κίκα θα φανεί καταχωρημένη και την Τετάρτη 9 Αυγούστου στη Χρυσή Ευκαιρία. Και υποψιάζομαι ότι πάλι το τηλέφωνο δεν θα χτυπήσει ούτε μία φορά.

Είμαι σε απόγνωση.

Το ξέρω ότι το πιο πιθανό είναι να μην διαβάζει κανείς αυτές τις γραμμές κι όσοι τις διαβάζουν να είναι τα ίδια πρόσωπα στα οποία έχω ήδη μιλήσει για την Κίκα. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και μέχρι τότε, κάνω ότι μπορώ.

Η Κίκα είναι ένα ημίαιμο λυκόσκυλο-χάσκι. Εχει ένα μάτι καστανό και ένα γαλανό. Σύμφωνα με τους κτηνιάτρους είναι υγειέστατη και 8 μηνών οπότε δεν θα μεγαλώσει άλλο. Δεν είναι θεόρατη, αλλά επειδή ανήκει σε μεγαλόσωμη ράτσα, το καλύτερο θα ήταν να της βρω ένα σπίτι με αυλή, ώστε και αυτή να είναι ευτυχισμένη και να μην ταλαιπωρηθεί αυτός που θα την πάρει.

Εχει πάρα πάρα πολύ καλό χαρακτήρα. Είναι παιχνιδιάρα, χαδιάρα, ζουζούνα και καλή. Αγαπάει όλον τον κόσμο, παίζει, χαίρεται, ζει χωρίς να ξέρει ότι κανείς δεν τη θέλει. Δεν ξέρει ότι κατά βάθος είναι ορφανή.

Η φίλη μου κι εγώ έχουμε μοιραστεί όλα τα μέχρι τώρα έξοδα και δεν έχουμε σκοπό να ζητήσουμε λεφτά από κανέναν. Αντιθέτως, σκοπεύουμε να αναλάβουμε και όλα τα έξοδα σε περίπτωση που βρεθεί κάποιος που να τη θέλει αλλά ζει στην επαρχία ή ακόμα και στο εξωτερικό. Επίσης, εάν βρεθεί κάποιος αλλά δεν μπορεί να την πάρει άμεσα, έχουμε σκοπό να την κρατήσουμε μέχρι να έρθει η ώρα που αυτός θα μπορεί. Ή αν βρεθεί κάποιος, αλλά διστάζει επειδή δεν θα ξέρει που να την αφήσει όταν θα φεύγει για διακοπές, με μεγάλη μας χαρά θα μπορούμε να τον βοηθήσουμε όποτε χρειαστεί. Δεν ζούμε στον κόσμο μας. Καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες, γι’αυτό και θα βοηθήσουμε σε περίπτωση τέτοιου κωλύματος.

Αν δεν βρεθεί κανένας, είναι αδύνατον να την κρατήσουμε. Η Κίκα θα πρέπει ή να παραδοθεί στη Φιλοζωική, όπου το μέλλον της εκεί θα είναι μάλλον σκοτεινό και μικρό ή θα πρέπει να την αφήσουμε εκεί που την βρήκαμε. Αδέσποτη, πεινασμένη, διψασμένη, ταλαιπωρημένη, μα πάνω απ’όλα ορφανή. Πώς γίνεται ένα ζωάκι να μην έχει κανέναν στον κόσμο? Πώς μπορούν οι άνθρωποι να παίρνουν ένα ζώο και μετά αφού το βαρεθούν να το πετάνε στο δρόμο?

Δεν θέλω να γίνω σαν αυτούς. Δεν θέλω να γίνω ό,τι μισούσα. Δεν θέλω να πιστέψω ότι δεν υπάρχει πια τίποτα για να παλεύει κανείς. Δεν θέλω να πιστέψω ότι δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μπορεί να αγαπήσει αυτό το τόσο τρυφερό ζώο.
Δεν θέλω να πιστέψω ότι μετά απ’όλα αυτά ο σκύλος αυτός θα γίνει ότι ήταν και πριν βρεθεί στο δρόμο μας. Ενα αδέσποτο που δεν το θέλει κανένας. Ενα ζωντανό πλάσμα που είναι ασήμαντο για όλους.

Ας μας βοηθήσει κάποιος.....

7.26.2006

ΤΑΤΤΟΟ

Η καλή μου φίλη αρκουδίτσα, αποφάσισε μες την ντούρλα του Σαββάτου να κάνει την μικρή της επανάσταση (για δεύτερη φορά βεβαίως-βεβαίως) κάνοντας το δεύτερο, ναι, το ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΕΒΑΙΩΣ-ΒΕΒΑΙΩΣ τατουάζ της!!!

Και επειδή ήθελε παρέα (και ίσως συμπαράσταση) αποφάσισε να πάρει μαζί της λέτε ποιόν????

Εμένα! (εδώ γελάνε)

Αφού της έκανα το απαραίτητο κήρυγμα (αφού έχεις ήδη ένα, κρίμα τα λεφτά σου, σαν ναυτεργάτης θα είσαι, σαν κατάδικος θα μοιάζεις, θα πονέσεις, δεν θα μπορείς να δώσεις αίμα για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν θα μπορείς να κάνεις ηλιοθεραπεία ή μπάνιο αύριο που θα πάμε στην πλαζ και ότι άλλο μου ήρθε εκείνη την ώρα στο μυαλό) εκείνη με άκουσε υπομονετικά, σκεπτικά, σοβαρά, σχεδόν προβληματισμένη και μετά άναψε ένα τσιγάρο, χαμογέλασε και είπε: «οκ Άνιμα. Λοιπόν, στις 5 σε περιμένω να πάμε παρέα». Κι εγώ ξεροκατάπια και είπα ένα απλό «καλά».

Στις πέντε φτάσαμε μπροστά στο ύποπτο κτίριο. Μια μεγάλη γκρι επιγραφή με μυστηριώδη γράμματα έδειχνε φανερά ότι βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Χτυπάει η αρκουδίτσα με λαχτάρα το κουδούνι. Εγώ με τέχνη έριξα δήθεν κάτω ένα δίευρω και σκύβοντας έβαλα στην κάτω σχισμή της πόρτας ένα μικρό αλλά παχύ χαρτόνι με σούπερ κόλλα, το οποίο σφήνωσε και η αρκουδίτσα έσπρωχνε να ανοίξει αλλά η πόρτα δεν υποχωρούσε. Σηκώθηκα και με ύφος ανήσυχο της είπα «Κλειστά είναι? Δεν πειράζει, μπορούμε να έρθουμε μια άλλη....» και τραβάει μια κλωτσιά η αρκουδίτσα στην πόρτα που τραντάχτηκε όλη η είσοδος και ένας ύποπτος νεαρός πετάχτηκε από το διαμέρισμα του ισογείου να δει τι συμβαίνει. «Τι έγινε?» ρώτησε. Εγώ κοιτούσα την βιτρίνα του απέναντι μαγαζιού ενώ η αρκουδίτσα προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τα δάχτυλά της το χαρτονάκι που είχε μαζέψει από κάτω. «Καλά, ποιός μαλάκας το πέταξε αυτό εδώ??». Εγώ έψαχνα στην τσάντα μου τη θήκη των γυαλιών ηλίου μου κι έκανα πως δεν άκουσα.

Ο νεαρός μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε στο ύποπτο διαμέρισμα του ισογείου. Μπαίνοντας μάς περίμεναν αναπαυτικοί καναπέδες και τραπεζάκια πάνω στα οποία υπήρχαν άλμπουμ με φωτογραφίες για να διαλέξει ο πελάτης το σχέδιο του τατουάζ του. Η αρκουδίτσα είχε ήδη αποφασίσει κι έτσι ζήτησε να δει φωτογραφίες σχετικές με το θέμα που την ενδιέφερε. Όση ώρα κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, η αρκουδίτσα είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της και μια όψη γεμάτη θαυμασμό για τα έργα τέχνης που έβλεπε μπροστά της. Εγώ ξύνιζα τη μούρη μου και σε κάποιες φάσεις ανατρίχιαζα κιόλας διότι τα συγκεκριμένα τατού είχαν γίνει σε αρκετά ευαίσθητα σημεία του σώματος. Της υπενθύμισα ότι αν άλλαξε γνώμη μπορούμε να φύγουμε. Εκείνη, λες και είχα μιλήσει σε κουφό, μου απάντησε με την ερώτηση «αν ποτέ σου έκανες τατουάζ, τι θα έκανες?». Βουβάθηκα για λίγο (κι έτσι την άφησα ήσυχη να δει τις υπόλοιπες φωτογραφίες) και μετά απάντησα «το σύμβολο του ‘v for vendetta’».

Αφού η αρκουδίτσα διάλεξε λοιπόν τι ήθελε, περάσαμε στην αίθουσα βασανιστηρίων. Ενας άλλος νεαρός, επίσης ύποπτος, φόρεσε χειρουργικά γάντια άρχισε να ετοιμάζει τα εργαλεία της φρίκης. Εγώ άρχισα να γουρλώνω τα ήδη γουρλωτά μου μάτια. Η αρκουδίτσα με κοίταξε με αποδοκιμασία. «Σταμάτα πια, ακόμα δεν αρχίσαμε και κάνεις έτσι?» Ο ύποπτος νεαρός με κοίταξε και ρώτησε «μετά θα κάνετε κι εσείς?» κι εγώ γούρλωσα ακόμα περισσότερο τα μάτια μου που κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους και απάντησα χαμογελώντας «Οχι» και πλησίασα την πόρτα.

Η αρκουδίτσα ξάπλωσε σε ένα ιατρικό κρεββάτι και άπλωσε την γάμπα της μπροστά στον ενθουσιασμένο ύποπτο νεαρό. Αυτός τέντωσε τα δάχτυλά του σαν πιανίστας που ετοιμάζεται να παίξει Ραχμάνινοφ και καθάρισε με αντισηπτικό την γάμπα που βρισκόταν μπροστά του.

Άρχισε η διαδικασία. Τα εργαλεία της φρίκης πήραν μπρος. Βζζζζζνννννννν.... ο ύποπτος νεαρός, με το εργαλείο στο χέρι, άρχισε να πλησιάζει τη γάμπα. Κοιτούσα μια το εργαλείο, μια τη γάμπα. Το εργαλείο, τη γάμπα, το εργαλείο... τη γάμπα... το εργαλείο... το πάτωμα... τον τοίχο... το ταβάνι... το κλιματιστικό.... το ταβάνι.... την αρκουδίτσα....

ΖΝΤΟΥΠ!!!

«ΕΕΕΕΕΕΕ!!!! ΑΜΑΝ ΠΙΑ ΒΡΕ ΑΝΙΜΑ!!!!»

Πετάχτηκα στον αέρα. Η αρκουδίτσα με κοιτούσε με μάτια μισόκλειστα έτοιμη να με αρπάξει απ’το λαιμό. Ο ύποπτος νεαρός με πλησίασε απειλητικά. Με σήκωσε από κάτω, άνοιξε την πόρτα και με παρέδωσε σε άλλον ύποπτο νεαρό, ψηλό, με μαλλιά ράστα και χαμόγελο πλατύ. Και οι δύο μουρμούρισαν κάτι. Με άφησαν στο καναπεδάκι της αίθουσας αναμονής, ο ένας επέστρεψε στην αίθουσα βασανιστηρίων και ο άλλος μου έφερε νερό. Από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν γέλια.

Ανασκουμπώθηκα. Επιστράτευσα όλο το θάρρος που μπορεί να έχει ένα βατράχι και ξαναπήγα να βρω την αρκουδίτσα και τον ύποπτο. Τους βρήκα χαμογελαστούς, να συνεχίζουν το έργο που είχαν αφήσει στη μέση εξαιτίας μου. Πλησίασα με δισταγμό και τους κοίταξα. Μετά κοίταξα και τη γάμπα. Ηταν ωραία. Ηταν ένα καλλιτέχνημα σε εξέλιξη. Ο ύποπτος νεαρός αναβαθμίστηκε σε ύποπτο καλλιτέχνη στα μάτια μου. Του χαμογέλασα. «Πολύ ωραίο το κάνετε. Πάρα πολύ ωραίο». Αυτός μου είπε ότι όταν θα τελείωνε, θα μου έδειχνε κι άλλα σχέδια που έχει κάνει.

Τελειώνοντας, ο ύποπτος καλλιτέχνης πράγματι μας έδειξε ένα σωρό σχέδια. Πανέμορφα. Σκίτσα μεγάλα και μικρά, διαφορετικά από όλα όσα είχα δει μέχρι εκείνη τη μέρα. Άλλα μυστηριώδη, άλλα επαναστατικά, άλλα παραμυθένια, μα όλα πολύ όμορφα και πραγματικά έργα τέχνης. Ο ύποπτος καλλιτέχνης έπαψε να είναι ύποπτος. Παρέμεινε καλλιτέχνης.

Επιστρέφοντας στην αίθουσα αναμονής μάς περίμενε ο άλλος ύποπτος νεαρός, με το μακρύ μαλλί και το πλατύ χαμόγελο, που μου είχε φέρει νερό. Κι αυτός έπαψε να είναι ύποπτος. Παρέμεινε χαμογελαστός και ευγενής. Η αρκουδίτσα πλήρωσε και φύγαμε.

Βγαίνοντας από το κτίριο, είδα κάτω το χαρτονάκι με την κόλλα. «Τι βλακώδης ιδέα» σκέφτηκα. Εσκυψα, το μάζεψα και το πέταξα στον πρώτο κάδο αχρήστων που είδα στο δρόμο. Η αρκουδίτσα απόρησε, αλλά δεν ασχολήθηκε με αυτή μου την κίνηση. Ηταν ενθουσιασμένη με το νέο της απόκτημα. «Σ’αρέσει?» με ρώτησε. Της χαμογέλασα και της είπα «Ναι, μου άρεσει. Με γεια».

Ετσι έμπρακτα είδα ότι δεν πρέπει να βάζουμε «ταμπέλες» στους ανθρώπους. Μπορεί ο πιο άκακος στην όψη να είναι και ο πιο επικίνδυνος, ενώ ο φαινομενικά ύποπτος να είναι από τους πιο τίμιους, καλλιεργημένους και σοβαρούς ανθρώπους.

Οσο για την αρκουδίτσα, με ή χωρίς τατουάζ, παραμένει το ίδιο καλό πλάσμα που ξέρω, με τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα και με τον ίδιο εκρηκτικό και ξεχωριστό χαρακτήρα.

Με γεια σου φίλη αρκουδίτσα και μπράβο στα παιδιά για την καλή δουλειά που έκαναν στη γάμπα σου!!!