8.31.2007

Γράμμα από το μέτωπο

Το παρακάτω κείμενο δεν είναι δικό μου. Μου το έστειλε συνάδελφος. Μπορεί να το λάβατε κι εσείς και να το έχετε ήδη διαβάσει.

Δεν έχω καταφέρει να το διαβάσω ολόκληρο. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να το διαβάσω ολόκληρο. Το ξεκινάω, μα η ανάγνωση εμποδίζεται από δάκρυα...

Κάθε πρωί που ξυπνάω, μετά από τριάντα δευτερόλεπτα, δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Κι αυτό το σύμπτωμα είχα να το βιώσω από τότε που έχασα τη μητέρα μου.

Με έκαναν να ξανανιώσω όπως τότε. Μπορείτε να το πιστέψετε?

Ποιοί είναι αυτοί που έχουν αυτό το δικαίωμα?

Το κείμενο είναι όλο δικό σας. Συγχωρέστε τυχόν ορθογραφικά ή αν οι παράγραφοι δεν είναι σωστά χωρισμένες. Δεν το έχω διαβάσει. Θα το διαβάσω όταν θα καταφέρω να ξυπνάω το πρωί και το κλάμμα να μην είναι το πρώτο πράγμα που με καλημερίζει....



QUOTE


ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΝΙΚΟ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟ ΟΠΟΥ ΠΛΑΪ ΠΛΑΪ ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ ΔΙΝΑΜΕ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ


Ο αποστολέας του email είναι φίλος, εθελοντής δασοπυροσβέστης, και τοκείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από έναν από τους συναδέλφους του!

21/8/2007

"Σημειώνεται ότι δεν υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί λόγω της πυρκαγιάς πληνενός πυροσβέστη ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Σισμανόγλειο» μεαναπνευστικά προβλήματα." Είναι πολύ παράξενο να διαβάζεις τη ζωή σου μέσα από την αποστειρωμένηλογική της δημοσιογραφίας.. Θα ήθελα να ξεχάσωτα 3-4 πρόβατα που δεν πρόλαβαμε να βγάλουμε από το μαντρί και τα ακούγαμενα σκούζουν καθώς μας πλησίαζε η φωτιά, και εκείνο το σκυλάκι πουπαρέμεινε σιωπηλό και δεμένο μέχρι τη στιγμή που πανικόβλητο κατάλαβε οτιδεν υπάρχει σωτηρία.. τα αφεντικά του λείπαν διακοπές και κανείς δεν μαςειδοποίησε για αυτό..

Θα ήθελα να ξεχάσω τα πουλιά που δεν προλάβανε ναφύγουν απο τα πεύκα καθώς γινόντουσαν παρανάλωμα του πυρός και τα είδαστον αέρα να φτερουγίζουν για λίγο και ύστερα να πέφτουν σαν φθινοπωρινάφύλλα..

Θα ήθελα να ξεχάσω τα τρομαγμένα πρόσωπα των συναδέλφων μου ότανείδαμε τις 50μετρες φλόγες να μας ζώνουν από παντού Θα ήθελα να ξεχάσω τιςαγωνιώδεις εκκλήσεις των ιδιοκτητών όλων των σπιτιών τριγύρω μας ότανάρχισαν να γλύφουν τα σπίτια τους οι φλόγες

Θα ήθελα να ξεχάσω όλουςαυτούς που ήρθαν με τζιπάκια κάνοντας χειρόφρενα και πατώντας γκάζι μόνοκαι μόνο για να απολαύσουν το θέαμα, χωρίς να μας βοηθάνε όταν ταρουθούνια μας τρέχαν κατράμι και μασούσαμε στάχτη,

Θα ήθελα να τους ξεχάσωόταν προσπαθούσαμε να φύγουμε κόβωντας μάνικες και δεν μπορούσαμε επειδήείχαν δημιουργήσει κυκλοφοριακό κομφούζιο μπροστά μας Θα ήθελα επίσης ναξεχάσω όλους αυτούς που πίναν καφέ και μας ειρωνεύονταν την ώρα που δίναμεκαι ίσα που κρατούσαμε την ψυχή μας

Θα ήθελα να ξεχάσω αυτούς πουτραβούσαν πανικόβλητοι τις εγκαταστάσεις μας και μας άφηναν εκτεθειμένουςστις φλόγες

Θα ήθελα να ξεχάσω τις πανικόβλητες φωνές συναδέλφων στονασύρματο όταν τους κύκλωνε η φωτιά Θα ήθελα να ξεχάσω αυτή τη λαίλαπα πουδεν υπήρχε τρόπο να φρενάρεις και λαίμαργα κατάπιε τις όμορφες περιοχές πουκάποτε χαρήκαμε ώς παιδιά και τα παιδιά μας δεν θα ξέρουν οτι υπήρχαν

Μα δεν θα ξεχάσω εκείνους τους χειριστές των ελικοπτέρων που τελευταία στιγμή μαςδημιούργησαν δίοδο διαφυγής μέσα από τους θεόρατους τοίχους φωτιάς που μαςπεριτριγύρισαν

Μα δεν θα ξεχάσω τους συνάδελφους απο Αταλάντη που ήρθαν ναμας βοηθήσουν σε μια ξένη για αυτούς περιοχή

Μα δεν θα ξεχάσω όλες τιςκυβερνήσεις έως τώρα που επιτρέπουν σε οικοπεδοφάγους να χτίζουν, πουαντιμετωπίζουν με αναλγησία τους εμπρησμούς και κοροιδεύουν τουςΕθελοντές.

Μα δεν θα ξεχάσω το κράτος που ούτε γάντια δεν μας έδωσε, πόσομάλλον ενα ευχαριστώ, για να μήν θίξει την επιτηδευμένη ανικανότητα τουμπροστά στα συμφέροντα. Μα δεν θα ξεχάσω οτι καταφέραμε 4 παιδιά με 1όχημα να σταματήσουμε ενα μέτωπο 500 μέτρων, να σώσουμε 5 σπίτια καιμερικά πρόβατα.. Θα βοηθήσει να μπορέσω να κοιμηθώ όταν θα γυρίζουν οιεικόνες φρίκης στο μυαλό μου.

Μα δεν θα ξεχάσω την όμορφη τραυματιοφορέαπου μου συμπαραστάθηκε όταν δεν είχα αναπνοή, τους έμπειρους γιατρούς πουπέσαν πάνω μου και μου ξαναδώσαν μέλλον, καθώς και το νοσηλευτικόπροσωπικό που ξεχείλιζε απο ανθρωπιά και καλοσύνη. Σας ευχαριστώ.

Και δεν θα ξεχάσωνα λέγομαι ακόμα άνθρωπος και να χρωστάω στη φύση ενα μεγάλο συγνώμη γιαόλες τις καταστροφές που της έχει προξενήσει το είδος μου. Η απορία μουείναι οι βίλες που θα χτίσετε θα έχουν νόημα εαν δεν υπάρχει πια πράσινογύρω σας; Όταν ο αέρας


θα μυρίζει στάχτη και θα σου καίει τους πνεύμονες;



πώς διάολο θα αναπνέετε εσείς κει πάνω και εμείς εδώ κάτω;

UNQUOTE

8.20.2007

206

Η Λίνα, ήταν μια ιδιαίτερη γυναίκα που είχε δύο πρόσωπα. Ήταν πρώτ’απ’όλα τολμηρή, θαρραλέα, δυναμική και καλλιτέχνης.

Στα δάχτυλά της το πιάνο έπαιρνε πνοή και πλημμύριζε το χώρο γύρω του με ζωή.

«Το πιάνο είναι η προέκταση των χεριών μου» έλεγε. «Ο πιο πιστός μου σύντροφος, που δεν θα με αφήσει ποτέ».

Στην ηλικία των 40 ετών είχε ήδη χηρέψει δυο φορές. Ο μόνος που της είχε συμπαρασταθεί τελικά και την είχε βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της αξιοπρεπώς και να επιβιώσει, ήταν το πιάνο της που, εκείνα τα χρόνια, της εξασφάλιζε ένα γερό εισόδημα, γι’αυτήν και τις δύο κόρες της.

Το άλλο πρόσωπο της Λίνας, ήταν η καταπιεστική συμπεριφορά της σ’αυτές...

Η Λίνα πέρασε σχεδόν τη μισή ζωή της καταπιέζοντας και τις δύο κόρες της, ελέγχοντάς τες διαρκώς, καταδυναστεύοντάς τες και προσδοκώντας να γνωρίζει διαρκώς τα πάντα γι’αυτές.

Στην ηλικία των 50 ετών, έφυγε από τη χώρα που μέχρι τότε ζούσε, αφήνοντας πίσω της την μεγαλύτερη – και πιο αντιδραστική – κόρη της, με σκοπό να ακολουθήσει σε μια άλλη χώρα την μικρότερη – και πιο ευαίσθητη – κόρη.

Η Λίνα πέρασε το δεύτερο μισό της ζωής της καταπιέζοντας την μία κόρη της.

Μία κόρη, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν. Μία κόρη, με ευαισθησίες, χαρίσματα, υπομονή, σεμνότητα, ήθος, γνώσεις, τρόπους και πίκρα...

Μία κόρη που, μαθημένη έτσι από τη μάνα της, δεν αντέδρασε ποτέ και σε κανέναν. Ούτε στον δύστροπο άντρα της, ούτε στο κακομαθημένο παιδί της. Μία κόρη που, σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση αργά ή γρήγορα και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...

Η Λίνα δεν τα πήγαινε καλά με κανέναν. Ούτε με φίλες, ούτε με συγγενείς, ούτε με εγγόνια. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να έχει το μέγιστο της προσοχής και της φροντίδα της κόρης της, πράγμα που επίσης διεκδικούσαν ο γαμπρός της και η εγγονή της.

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε η στοργική γιαγιά, που θα έπαιρνε στα γόνατά της το εγγονάκι της για να παίξουν, ή που θα του διάβαζε παραμύθια πριν κοιμηθεί. Η Λίνα υπήρξε η γιαγιά που έδενε κόμπο τα κορδόνια των παπουτσιών της εγγονής της, για να την τιμωρήσει που δεν τα είχε στη σωστή θέση. Ήταν η γιαγιά που κατάβρεχε την εγγονή της, όταν αυτή – ως παιδάκι – γελούσε νευρικά. Ήταν η γιαγιά που είχε βουτήξει μέχρι και σ’ενα πιάτο μακαρονάδα με σάλτσα το κεφάλι της εγγονής της, επειδή η μικρή χασκογελούσε και δεν έτρωγε το φαΐ της...

Η Λίνα στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ γιαγιά. Ήταν πάντα ο εκκεντρικός καλλιτέχνης, που αν τον εκνευρίσεις είναι ικανός να σου φορέσει κολλάρο ένα ολόκληρο κοντραμπάσο. Η εγγονή της δεν την πολυσυμπαθούσε γιατί η γιαγιά την μάλωνε πολύ όταν έκαναν μαθήματα πιάνου. Η μικρή αγαπούσε πολύ τη μουσική, αλλά με τέτοια δασκάλα, γρήγορα τα παράτησε. Είχε πλέον καταλάβει ότι όλα τελικά είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι η γιαγιά ανταγωνιζόταν την εγγονή, για την αγάπη της ενδιάμεσης....

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή πεθερά. Μισούσε τον γαμπρό της και αυτός το ίδιο. Και οι δύο συναγωνίζονταν ποιός θα έχει τη μεγαλύτερη φροντίδα και προσοχή από την κόρη και σύζυγο ταυτόχρονα. Η κόρη, προσπαθούσε να τους έχει όλους ευχαριστημένους, αλλά μάταια. Η Λίνα πάντα της έλεγε ότι την έχει παραμελημένη εξ’αιτίας του γαμπρού και ο σύζυγος πάντα της έλεγε ότι τον έχει γραμμένο εξ’αιτίας της πεθεράς. Κάπου εκεί ανάμεσα, κι η εγγονή της Λίνας έβαζε την κακομαθημένη πινελιά της, κάνοντας τη ζωή της μητέρας της ακόμα πιο δύσκολη...

Κι η κόρη της Λίνας, πολύ σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση, αργά ή γρήγορα, και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή οικονόμος. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να εισπράττει το μισθό της, να μη δίνει δεκάρα σε ασφαλιστικά ταμεία και να τρώει όλα τα λεφτά της.

Ήρθε κάποτε η στιγμή που η Λίνα δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Τα γέρικα, σκληρά δάχτυλά της είχαν χάσει την ελαστικότητα και την παλιά τους χάρη. Το πιάνο την κούραζε, δεν την απογείωνε. Κάποια στιγμή, το πιάνο της άρχιζε να κουράζει και τους ακροατές της...

Στην ηλικία των 75, η Λίνα σταμάτησε οριστικά να δουλεύει. Δεν είχε αποταμιεύσει ποτέ φράγκο και δεν είχε καμία σύνταξη. Δεν την απασχολούσε όμως, γιατί είχε μια κόρη. Μια κόρη υπομονετική, βολική και του χεριού της...

Και πήγε να μείνει μαζί της.

Τα επόμενα χρόνια ήταν εφιαλτικά. Στο σπίτι διαδραματιζόταν ένας κανονικός εμφύλιος πόλεμος με την κόρη της Λίνας να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σ’αυτήν και τον σύζυγό της, ανάμεσα στο σύζυγό της και την κόρη της κι ανάμεσα στην κόρη της και την Λίνα....

Κι ο καλός Θεούλης έδωσε τη λύση...

Μία μέρα, η κόρη της Λίνας διάβαζε με προσοχή τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων. Ήταν πλέον επιβεβαιωμένο. Τόσες διαφορετικές εξετάσεις, μα το ίδιο αποτέλεσμα. Η κόρη της Λίνας έπασχε από μια πάθηση που σιγά-σιγά θα την αποδυνάμωνε...

Όταν πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα και η κόρη της Λίνας δεν μπορούσε πια να εξυπηρετήσει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό, απευθύνθηκε στην αδερφή της, ναι, ναι, αυτήν που η Λίνα είχε αφήσει πίσω πριν τριάντα χρόνια περίπου.

Μαντέψατε την απάντηση?

Μα φυσικά η άλλη κόρη δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την συντήρηση της ηλικιωμένης πια μητέρας της. Ήταν παντρεμένη, είχε παιδί κι εγγόνια και καθόλου λεφτά για την μαμά της. Τα λεφτά της τα φυλούσε για να μπορεί να πηγαίνει ταξιδάκια κάθε χρόνο με τον αντρούλη της. Παλιότερα, κάθε Καλοκαίρι επισκεπτόταν τη μάνα της και απολάμβανε τις υπηρεσίες της αδελφής της. Όταν όμως η αδελφή της αρρώστησε, δεν της ήταν πια χρήσιμη, κι έτσι τα ταξιδάκια στην Ελλάδα αντικαταστάθηκαν με ταξιδάκια στη Ρουμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία.

Η Λίνα εισέπραξε σύνταξη απόρων και κατέληξε σε οίκο ευγηρίας.

Οι δύο κόρες της έκαναν σκληρές διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα η μία κόρη να πληρώνει κάθε δύο μήνες... 200 ευρώ, ενώ η άλλη να πληρώνει κάθε μήνα γύρω στα 700. Δεν χρειάζεται να σας πω ποιά κόρη πλήρωνε ποιό ποσό, σωστά?

Η κόρη της Λίνας, υπέφερε που είχε κλείσει τη μαμά της σε οίκο ευγηρίας. Πιο πολύ υπέφερε που η ασθένειά της δεν της επέτρεπε να μπορεί να σηκωθεί και να πάει να την δει. Μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο, με τις ώρες, προσπαθώντας να εκμηδενήσουν την απόσταση. Ακόμα κι απ’το τηλέφωνο, η Λίνα φρόντιζε να κάνει την κόρη της να νιώθει άσχημα, να νιώθει τύψεις κι ενοχές και να κάνει ό,τι χατήρι της ζητούσε η μάνα της. Ο σύζυγος κι η δική της κόρη, επαναστατούσαν, λέγοντας ότι αυτή η γρια θέλει να είναι πάντα το επίκεντρο κι ότι όσο ζει, θα δημιουργεί προβλήματα...

Όλα τα προβλήματα λύθηκαν, κι όλοι πήραν το μάθημά τους, ένα βράδυ, όταν λίγο μετά τις 2 τη νύχτα, η κόρη της Λίνας απεβίωσε, σε ηλικία 63 ετών.

Ο σύζυγός της, ετών 67, έμαθε επιτέλους τι θα πει μοναξιά.

Η κόρη της, ετών 28, έμαθε επιτέλους τι θα πει μητέρα.

Η Λίνα, ετών 90, έμαθε επιτέλους να χάνει. Τρεις μήνες μετά, έκλεισε τα μάτια της και δεν ξαναξύπνησε ποτέ.

Σήμερα, τρια χρόνια αργότερα, έγινε η εκταφή της Λίνας με την παρουσία ενός συγγενή:
Της εγγονής της.

Το κόστος ήταν 206 ευρώ.

8.17.2007

Γράμμα σε εχθρό!

Λοιπόν,

Παρακάτω βρίσκεται μια μικρή ιστοριούλα, του Άλαν. Ελπίζω να της ρίξετε μια ματιά και να σας αρέσει.

Δεν είχα σκοπό να κατεβάσω κι άλλο "ποστ", αλλά αυτή τη στιγμή νιώθω την ανάγκη να γράψω ένα γράμμα και σ'εναν εχθρό:


Εχθρέ μου,

Αν νομίζεις ότι είμαι ηλίθια και δεν έχω καταλάβει το παιχνιδάκι σου, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος.

Δεν ξέρω αν διαβάζεις το blog μου, κι αν στο μαρτύρησε η φιλενάδα σου, αλλά για να είμαι ειλικρινής, I don't give a shit!

Μου είσαι αντιπαθής από την πρώτη μέρα που σε είδα, γιατί από την πρώτη μέρα φάνηκε ότι λες ψέμματα, είσαι ύπουλο πλάσμα, παριστάνεις τον καλό άνθρωπο, δεν αγαπάς τα ζώα, δεν βλέπεσαι, έχεις παλιοχαρακτήρα, δεν συμπεριφέρεσαι σεμνά μπροστά στους μεγαλύτερους, δεν απαντάς ποτέ σε sms, για όλα έχεις μια απάντηση, μιλάς και διατάζεις και είσαι μια καλπικη δεκάρα!

Μπορεί να κοροϊδεύεις τους άλλους, αλλά εμένα ΟΧΙ!

Στην αρχή νόμιζα ότι κάποιες κινήσεις σου ήταν τυχαίες, αλλά με τις μαλακίες σου φρόντισες να καταλάβω ότι τα κάνεις επίτηδες, για να πετύχεις τον σκοπό σου.

Λυπάμαι, βλέπεις, που δεν είμαι βλάκας. Λυπάμαι που έτυχε το δικό μου ΙQ να απέχει έτη φωτός από το δικό σου.

Λυπάμαι επίσης που με ζηλεύεις τόσο, μα τόσο πολύ, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται το ψέμμα σου και η υποκρισία σου. Πιο πολύ απ'όλα όμως λυπάμαι που έχεις καταφέρει να πείσεις ανθρώπους που αγαπάω....

Όσο θα μπορώ, θα σε παρακολουθώ. Σε περιμένω στη γωνία, εχθρέ μου. ΕΝΑ λάθος, θα το κάνεις κάποια στιγμή φανερά (γιατί έχεις ήδη κάνει πολλά, αλλά κρυφά) και τότε, θα σε χτυπήσω χωρίς έλεος! Δεν θα σε γλυτώσει κανένας!

Μέχρι τότε, μάθε ότι σε έχουμε καταλάβει και δεν σε γουστάρουμε καθόλου, όπως δεν μας γουστάρεις κι εσύ!

Είσαι ένας κόκκορας και στο δικό μου το κοτέτσι οι κόκκορες δεν έχουν θέση!

Με μίσος,

anima rana

ΑΛΑΝ

Ξύπνησα το πρωί με πολύ βαρύ κεφάλι. Με κόπο σηκώθηκα από το κρεββάτι.

«Τι κεφάλι» μονολόγησα.

Μπήκα στην κουζίνα, άνοιξα μηχανικά το ντουλάπι και πήρα το μπρίκι του εσπρέσσο. Έβαλα μια γενναία δόση καφέ, νερό και άναψα το γκαζάκι.

Οι φλόγες ήταν γαλάζιες. Το αφηρημένο βλέμμα μου χάθηκε μέσα τους...

Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι για δύο δευτερόλεπτα είχα δει μέσα στις μικρές φλογίτσες ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ.....


Πετάχτηκα!! Ο καφές είχε ξεχειλίσει από την καφετιέρα. Άρπαξα το μπρίκι και κάηκαν τα δάχτυλά μου. Πέταξα με δύναμη το μπρίκι μες στον νεροχύτη. Ο καφές χύθηκε σχηματίζοντας μια μικρή καφέ λίμνη.

Βλαστήμησα. Ντύθηκα και πήγα στο γραφείο.

Φτάνοντας κάτω από το κτίριο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην επιγραφή

«ΣΜΑΡΤ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ» και δίπλα, το σύμβολο της εταιρίας, ένα κόκκινο τρίγωνο με έναν λευκό κύκλο στη μέση.

«Αλλο ένα μεροκάματο του τρόμου» σκέφτηκα.

Δούλευα εκεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν υπεύθυνος επενδύσεων και το αγαπημένο παιδί του Διοικητικού Συμβουλίου. Είχα σπουδάσει οικονομικά σε κρατικό πανεπιστήμιο και είχα κάνει το μεταπτυχιακό μου στην Αμερική.

Η Αμερική.... Εκείνα τα χρόνια, όταν τελείωσα το μεταπτυχιακό μου και γύρισα στη χώρα μου, όλοι με κοίταζαν με θαυμασμό στο άκουσμα της λέξης «Αμερική» και «μεταπτυχιακό» στην ίδια πρόταση.

Τώρα που το σκέφτομαι... σπουδαία τα λάχανα. Δεν νομίζω να είχα καταφέρει πολύ λιγότερα πράγματα χωρίς τις περγαμηνές και τα πτυχία. Ίσως να έπαιρνα πολύ λιγότερα λεφτά, αλλά νομίζω ότι θα είχα την ίδια εκτίμηση από συναδέλφους, υπαλλήλους και ανώτερούς μου.

Θυμάμαι ότι γυρίζοντας από Αμερική, είχα πέσει με τα μούτρα στην αναζήτηση εργασίας, σε αντίθεση με άλλους συμφοιτητές μου, που είχαν πέσει με τα μούτρα στα γκομενάκια και τη νυχτερινή ζωή.

«Να ξεσκάσουμε λίγο ρε Αλαν. Δύο χρόνια στην Αμερική όλο διάβασμα και διάβασμα ήμασταν και οι λιγοστές γκόμενες που μας τύχαιναν ήταν ή ανωμαλιάρες, ή λυσσάρες, ή νέγρες ή χοντρές λάτρεις των τσίζ μπεργκερς και της κοκα κόλα. Ασε να πιάσει το χεράκι μας και κανένα τρυφερό κωλαράκι πριν αρχίσουμε να δουλεύουμε!» μου είχε πει ο κολλητός μου ο Σωτήρης, που ήταν φίλος μου από την Δευτέρα Λυκείου. Εκείνος ήταν πάντα ο πιο ζωηρός, ενώ εγώ ο πιο ήσυχος. Συμπληρώναμε ο ένας τον άλλον όμως. Μαζί διαβάζαμε, μαζί σπουδάσαμε, μαζί πήγαμε στο Αμέρικα, μαζί μείναμε, μαζί βγαίναμε και μόνο όταν διαφορετικές γκόμενες μας γούσταραν, χώριζαν οι δρόμοι μας τα βράδια.

Μεταξύ μας, τύχαινε καμιά φορά να μας γουστάρει και τους δύο μια γυναίκα , ε, και δεν της το χαλούσαμε το χατήρι....!

Αλαν ήταν το όνομα που μου είχαν κοτσάρει δύο χρόνια στην Αμερική. Το πραγματικό μου όνομα ήταν ... Μενέλαος. Θυμάμαι, λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή μας στην Νέα Υόρκη με τον Σώτο, είχαμε γνωρίσει δύο κορίτσια από την Γαλλία, που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους αλλά είχαν αποφασίσει να μείνουν άλλον ένα χρόνο στην Αμερική και να δουλέψουν.

Όταν μας ρώτησαν τα ονόματά μας, ο Σωτήρης έξυπνα απάντησε «Σώτος» κι έτσι δεν αντιμετώπισε πρόβλημα, παρά μόνο στο θέμα του τονισμού του ονόματός του, μιας που τα κορίτσια τον φώναζαν συνεχώς «Σωτός». Μόλις ξεστόμισα εγώ το «Μενέλαος», ξεράθηκαν! Με κοιτούσαν και οι δύο άφωνες και μετά άρχισαν τις άκαρπες προσπάθειες προφοράς του ονόματός μου. «Μελά», «Μελελά», «Μενελά», «Μελός», «Μενά» κι ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε άκουσα εκείνη τη βραδιά. Μέχρι που ξαφνικά η μία από τις δύο ξεφώνισε «Alain!!! Mais, oui!! C’est Alain!!!» και η άλλη χειροκρότησε όλο χαρά και, φιλώντας την φίλη της στο μάγουλο, αναφώνησε «Yes, you are Alan! You seem like an Alan!».

Περιττό να σας πω ότι ο Σώτος είχε πέσει κάτω από τα γέλια κι όλο το βράδυ με αποκαλούσε Αλέν Ντελόν, μέχρι την ώρα που «χώρισαν» οι δρόμοι μας, γιατί εγώ θα έπαιρνα την Μπεατρίς (αυτήν που ξεφώνησε όλο χαρά το «Alain! Alain!») στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει με τον Σώτο, ενώ αυτός θα πήγαινε με την Λουίζ στο σπίτι των κοριτσιών...

Η... «νονά» μου, η Μπεατρίς , εκτός από αυτό το παρατσούκλι, μου χάρισε και μια βραδιά με αχαλίνωτο, χυδαίο και στα όρια της ανωμαλίας σεξ!! Πολύ το φχαριστήθηκα!!!

Το επόμενο πρωί, σηκωθήκαμε, ήπιαμε καφέ, με φίλησε παθιασμένα στο στόμα και μου είπε ότι πρέπει να φύγει γιατί η Λουίζ θα την περιμένει σπίτι και θα την μάλωνε αν αργούσε κι άλλο. Ντύθηκε κι έφυγε στο φτερό. Εγώ έκανα μια γκριμάτσα απορίας και ήπια μια γουλιά καφέ γνεφοντας από μακριά.

Μισή ώρα μετά, κι ενώ εγώ έπινα τον καφέ μου, μπήκε ο Σώτος στο σπίτι αναφωνώντας «I looove America!!» και σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια.

Αφού μοιραστήκαμε τις εμπειρίες μας και δώσαμε την ανάλογη βαθμολογία στην κάθε ... «διαγωνιζόμενη» (σαν σωστοί άντρες) ανάψαμε ένα τσιγάρο.

«Ρε Σώτο, είπαμε ότι εδώ που ήρθαμε θα το κόψουμε, δεν είπαμε?» του φώναξα σε μια φάση.

«Ναι φιλαράκι, το’παμε, αλλά η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο»

«Ποιά υπόθεση? Ότι πηδήξαμε δυο Γαλλίδες στην Αμερική, ακόμα καλά-καλά δεν ήρθαμε?»

«Όοοοχι, όχι αυτό. Αλλά τι σου λέει το γεγονός ότι πηδήξαμε δύο λεσβίες Γαλλίδες στην Αμερική που παραμένουν εδώ και δεν γυρίζουν στη Γαλλία, για να μπορούν να συζούν και να κάνουν σεξ ελεύθερα, μεταξύ τους, με άλλους, με άλλες, ή ακόμα και να μοιράζονται τον ίδιο ή την ιδια παρτενερ??? Ε.. Αλαν??»

Μου ‘πεσε το τσιγάρο από τα χέρια.

Ήμουν μακριά από τη χώρα μου λοιπόν, δεν χωρούσε αμφιβολία. Κι ήμουν πια ο Άλαν, κι όχι ο Μενέλαος.

8.15.2007

Γράμμα σε φίλους

Γειά σας φίλοι μου, πώς είστε?

Ελπίζω να μην με ξεχάσατε. Όλη μου τη μέρα την περνάω στο κοτέτσι, ενώ όταν είμαι σπίτι, κοιτάω τον υπολογιστή, σκέφτομαι λίγο τι να σας γράψω, μα το μυαλό μου είναι εντελώς άδειο.....

Δεν μου’χει έρθει ακόμα καμία έμπνευση για μια νέα ιστοριούλα, αλλά μόλις μου’ρθει, θα στρωθώ στο γράψιμο.

Εντωμεταξύ, είπα να σας γράψω ένα γράμμα, έτσι όπως θα έγραφα σ’ένα φίλο που έχω πολύ καιρό να δώ

Πώς πάνε τα πράγματα? Εχετε επιστρέψει στις δουλειές σας ή ακόμα τσαλαβουτάτε???

Εγώ έχω ξεχαρβαλωθεί πλέον στη δουλειά, δεν αντέχω άλλο. Το μόνο παρήγορο είναι ότι πληρώνομαι όλες τις υπερωρίες κανονικότατα, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε τέλος μήνα βλέπω μια σημαντική διαφορά στην τσέπη μου. Κοντεύω να γίνω από πράσινος, χρυσός βάτραχος, αλλά τι να το κάνεις αν κάθε μέρα δουλεύεις από τις 8.30 το πρωί μέχρι τις 8.30 το βράδυ (τουλάχιστον) ?

Τέλος πάντων.

Τα Σαββατοκύριακα πηγαίνουμε με τον πάπιο σ’ενα μέρος, ανθρωπός να μην υπάρχει, ούτε νέος ούτε γέρος, μόνο να ‘μαστε μονάχοι.... εεεε, ώπα, μπαρδόν, ξέφυγα!!!

Πηγαίνουμε σ’ένα μέρος κοντά στην πόλη μας, γεμάτο κόσμο αυτήν την εποχή, αλλά τι τα θες, εκεί βρίσκεται κι ο μπαμπάς μου. Εδώ και 20 χρόνια νοικιάζουμε μια γκαρσονιέρα πάνω στη θάλασσα. Ο μπαμπάς μου εξακολουθεί κάθε χρόνο να πηγαίνει εκεί από τον Ιούνιο μέχρι και τον Οκτώβριο. Φέτος άργησε λίγο (έπρεπε να ανανεώσουμε το δίπλωμα οδήγησης) κι έτσι ανέβηκε στις 2 Ιουλίου. Είχαμε κι εμείς 1 εβδομάδα άδεια κι έτσι ανεβήκαμε μαζί του και μείναμε στο σπίτι των πεθερών μου που είναι πολύ κοντά στον μπαμπά μου (και έχει τρεις κρεββατοκάμαρες).

Από τότε, κάθε σαββατοκύριακο εκεί βρισκόμαστε. Χαλαρώνουμε, κάνουμε τα μπάνια μας, πίνουμε τα ποτάκια μας και ξεχνάμε λίγο την πόλη.

Βέβαια, ούτε σήμερα που είναι αργία, αλλά ούτε το σ-κ 18-19 Αυγούστου θα πάμε, γιατί έχουμε άλλες δουλίτσες. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν θέλω να τον αφήνω εντελώς μόνο του. Θελω έστω κάθε δεύτερο σ-κ να πηγαίνω να τον βλέπω αρκετά. Δεν ξέρω οι γονείς σας τι ηλικίας είναι, αλλά εμένα ο μπαμπάς μου είναι 71 κι η μητέρα μου θα ήταν 67. Οπότε, στα 71 (και με ένα μικρό εγκεφαλικό και ένα μικρό εμφραγματάκι) δεν θέλω να τον κάνω να νίώσει ότι είναι μόνος... Καταλαβαίνετε.

Ο μπαμπάς μου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Σε αντίθεση με τη μαμά μου, αυτός ποτέ δεν υπήρξε ο πολύ στοργικός γονιός. Αντιθέτως, ήταν ο αυστηρός της παρέας, ο δύσπιστος, ο καχύποπτον και συνήθως υπήρχε μια μικρή κόντρα ανάμεσά μας. Ετσι, όταν η μαμά μου μας άφησε, «υποχρεωθήκαμε» να συνυπάρξουμε. Ο μπαμπάς μου είναι πάρα πολύ καλός μα στάθηκε πολύ άτυχος στη ζωή του. Γι’αυτό, παρόλο που είναι δύστροπος, πάντα τον δικαιολογώ.

Μετά το θάνατό της μαμάς, εκείνος έγινε ακόμα πιο δύσκολος, σχεδόν κακός με όλον τον κόσμο (και εμενα, βεβαίως-βεβαίως) και συμπεριφερόταν λες και όλοι οι άλλοι διασκεδάζουν (κι εγώ, βεβαίως-βεβαίως) ενώ αυτός υποφέρει μόνος.

Για την πίεση του, δεν συζητάμε. Ανέβασε μέχρι και 20 πίεση, και τις περισσότερες φορές είχε 16 ή 18 (ενώ παλιά δεν είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα υπέρτασης). Επαθε και κανα'δυό μικρά εγκεφαλικά (είχε πάθει κι αλλο ένα μικρό όταν ακόμα ζούσε η μαμά μου) και τώρα ο εγκέφαλός του φιλοξενεί πολλά τέτοια μικρά, σαν ένα νηπιαγωγείο!

Τώρα, 3μιση χρόνια μετά, μπορώ να πω ότι συμπεριφέρεται σαν φυσιολογικός γήινος, γιατί η αλήθεια είναι ότι περάσαμε μια περίοδο που ο κόσμος τον κοιτούσε με ένα βλέμμα φρίκης, λες και είχε, πράσινα λέπια, προβοσκίδα και μια αναποδογυρισμένη γλάστρα στο κεφάλι για καπέλο!!!

Τώρα, παλεύεται λίγο η κατάσταση. Και τώρα είναι που αρχίζω και τον λυπάμαι γιατί είναι πλεον πολύ μόνος....

Αρκετά με τα θλιβερά. Ας επιστρέψουμε στο άλλο.. «ευχάριστο» θέμα: το κοτέτσι!

Η δουλειά μου, συνεχίζει να είναι το ίδιο βασανιστική και απάνθρωπη, αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Η προϊσταμένη μου με χρειάζεται και το τελευταίο που θα ήθελε να ακούσει από μένα θα ήταν "δεν μπορώ να κάθομαι μέχρι αργά". Έτσι, δουλεύω με τις ώρες (τώρα πια πριν τις 9 δεν φεύγω ποτέ), πληρώνομαι αδρά και μαζεύω τα λεφτά κάτω από το στρώμα. Αν τα κακαρώσω καμιά μέρα, ελάτε δήθεν για επίσκεψη στη λιμνούλα και μόλις βρείτε ευκαιρία, αρπάξτε το στρώμα. Κρύβει αμύθητη περιουσία!

Στη δουλειά κάποιοι με φωνάζουν "Γερολαδά" και "Γκιόσσα", και κάποιοι άλλοι "μικρό Αρτέμη", αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο. Ίσως να με πειράζουν (!) γιατί όταν προσλαμβάνονται και τους εκπαιδεύω, τους αφήνω απειλητικά σημειώματα ("ΤΟ ΝΟΥ ΣΑΣ, ΡΕΜΑΛΙΑ!!!" και "ΠΡΟΣΕΞΕ, ΣΕ ΒΛΕΠΩ!") όταν δεν είμαι από πάνω τους να βλέπω τι κάνουν.

;-)

Γενικώς περνάω καλά στη δουλειά μου γιατί μου αρέσει αυτό που κάνω. Υποτίθεται ότι είμαι και «specialist» (γνωρίζω απ'εξω κι ανακατωτά το συγκεκριμένο αντικείμενο.... ναι, καλά) κι ότι παίζω τα χρυσά αυγά στα δάχτυλα (των ποδιών, προφανώς!)

Οπότε, ετοιμαστείτε να με δειτε καμια μέρα στα παραθυρα των δελτίων ειδήσεων με κανένα σύνθετο - δομημένο αυγό κλπ κλπ (χε χε χε)

...Στη φυλακή να μη με δειτε, γιατί θα'ναι κρίμα, νιόπαντρο κορίτσι.

Αυτά τα ολίγα αγαπητοί μου φίλοι.

Μέχρι να μου’ρθει λοιπόν η έμπνευση για το νέο μου μίνι μυθιστόρημα, θα σας βομβαρδίζω με νεάκια μου, ελπίζοντας να μην σκυλοβαρεθείτε και με διαγράψετε από τα Links σας!

Σας φιλώ πολύ πολύ,

Anima Rana

8.06.2007

Μάρτυρες

Τι όμορφη που είναι η πόλη τον Αύγουστο,

Πιο ήσυχη, πιο σοβαρή, πιο μόνη....

Τι όμορφη που είναι η θάλασσα το Καλοκαίρι,

Ζεστή αγκαλιά, γαλάζιο χαμόγελο....

Τι όμορφη που είναι η φύση αυτήν την εποχή,

Ζωηρή, χαρούμενη και ενθουσιασμένη....


Πόσο με πληγώνει που η πόλη άδεια,

μοιάζει με γυναίκα που μόλις την βίασαν και την παράτησαν....

Πόσο με πληγώνει που η θάλασσα,

άνοιξε την αγκαλιά της και τη γέμισε σκουπίδια....

Πόσο με πληγώνει που η φύση έπαψε να χαμογελά,

επειδή πενθεί για τα παιδιά της που κάηκαν ζωντανά.....

----------------

Είμαστε μάρτυρες του τέλους το κόσμου, ελπίζω να το έχετε συνειδητοποιήσει αυτό...