8.31.2008

Σαν μια σταγόνα βροχής - ΙΙ

Κάθισαν αναπαυτικά στα αφράτα καθίσματα. Απαλή μουσική έπαιζε από τα ηχεία του πανάκριβου καφέ πασίγνωστου ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας.

Ένα κομψά ντυμένο γκαρσόνι τους είχε υποδείξει πού να καθίσουν και ήδη έπαιρνε παραγγελία από την Μόνικα, την οποία γνώριζε καλά αφού ήταν εκλεκτή πελάτισσα.

Η Χαρά είχε αφαιρεθεί χαζεύοντας το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Δεν το είχε ποτέ δει από την συγκεκριμένη οπτική γωνία.

«Πόσο ωραίο βλέπουν τον κόσμο οι πλούσιοι» σκέφτηκε.

«Κάθονται και πίνουν τον καφέ τους, τρώνε το πρωινό ή ένα ελαφρύ γεύμα, με καλοντυμένους σερβιτόρους πάνω από τα κεφάλια τους, με δροσερή ατμόσφαιρα το Καλοκαίρι και ζεστή θαλπωρή το Χειμώνα, κουβεντιάζοντας για τις επενδύσεις τους, τα ταξίδια τους, τα ψώνια τους, τον ακριβό γάμο που επρόκειται να κάνουν, το καινούριο αυτοκίνητο που αγόρασαν, κοιτώντας το κτίριο της Βουλής, με την όμορφη γαλανόλευκη να κυματίζει περήφανα..... Χα! Οι πλούσιοι.... Τι ξέρουν από ανεργία αυτοί? Τι ξέρουν από δυστυχία? Από αϋπνία? Εδώ η ηχομόνωση είναι τόσο καλή που επανάσταση να γινόταν έξω από τη Βουλή, αυτοί θα έπιναν το γαλλικό καφέ τους ή τον εσπρέσο τους, τρώνε τα κρουασάν τους, τα μπριοσάκια τους, τις σαλάτες τους και δεκάρα δεν θα έδιναν για τον πόνο και τον καημό των «απ’έξω». Πφφφφ.... Πλούσιοι. Ζουν στον κόσμο τους, το μόνο που τους νοιάζει είναι η δική τους καλοπέραση και τίποτε άλλο. Αχ, καημένη Ελλάδα, καημένη γαλανόλευκη, δείχνεις τόσο όμορφη, τόσο ατσαλάκωτη μέσα από αυτό το τζάμι, που σιχαίνομαι τον εαυτό μου που βρίσκομαι εδώ μέσα. Τι ήθελα και της μίλησα της ψωνισμένης?»

«Δεσποινίς!!» ακούστηκε η φωνή του σερβιτόρου.

«Χαρά!!» ακολούθησε η φωνή της Μόνικα, κάπως εκνευρισμένη. «Δεν ακούς που σου μιλάνε? Θα παραγγείλεις?»

Η Χαρά τινάχτηκε από τη θέση της, λες κι έβλεπε εφιάλτη. Αγριοκοίταξε τη Μόνικα και μετά με βλέμμα όλο συμπάθεια είπε στον σερβιτόρο «Έναν Ελληνικό διπλό σκέτο. Ευχαριστώ». Ο σερβιτόρος κοντοστάθηκε και έριξε το βλέμμα του στη Μόνικα.

Η Χαρά, αποφασισμένη να μην παίξει με τους όρους της Μόνικα για πολύ ακόμα, την κοίταξε με την ίδια απορία που κοιτούσε και ο σερβιτόρος και είπε «Τι? Δεν σερβίρουν Ελληνικό καφέ εδώ?».

Η Μόνικα την κοίταξε αδιάφορα και, κοιτώντας πια το γκαρσόνι και κάνοντάς του νόημα να φύγει, είπε «βεβαίως και σερβίρουν».

«Λοιπόν?» συνέχισε η Μόνικα με υπεροπτικό ύφος αυτή τη φορά. «Εχεις κάτι να μου πεις ή αδίκως χάνω το χρόνο μου μαζί σου?»

«Αδίκως? Αδίκως?» απάντησε η Χαρά εξοργισμένη. «Ξέχνα το. Κακώς σε πλησίασα, κακώς σου μίλησα. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ με σένα?»
Είχε πλέον σηκωθεί όρθια και κρατούσε το τσαντάκι της. «Λυπάμαι πάρα πολύ για σένα. Η μητέρα μου λάτρευε τη μητέρα σου. Μέχρι την τελευταία της πνοή για εκείνη μιλούσε. Αλλά προφανώς η δική σου μεγαλοπιάστηκε γιατί δεν την είδα να καίγεται που η φιλενάδα της πέθαινε. Δεν ξέρω γιατί της υποσχέθηκα αυτή τη βλακεία, ότι θα έρθω να σε βρω να μιλήσουμε γι’αυτές. Δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει λόγος.»

«Κάτσε κάτω» ήταν η απάντηση της Μόνικα. «Κάτσε κάτω ΤΩΡΑ».

Η Χαρά έκατσε, αλλά ακόμα κρατούσε το τσαντάκι της. Μπορεί να μην ήταν από πλούσια οικογένεια, αλλά σίγουρα ήξερε από τρόπους και καταλάβαινε ότι είχε δώση τροφή για σχόλια στους γύρω της.

«Δεν υπάρχει λόγος να πούμε τίποτα» ξαναείπε σε χαμηλότερο τόνο αυτή τη φορά και τα μάτια της σαν να ήταν πιο υγρα. «Δεν θα φέρει πίσω τη μαμά μου αυτή η συζήτηση...»

«Θα φέρει πίσω τη δική μου όμως» είπε η Μόνικα με παγερά αυστηρό ύφος.
«Θα φέρει πίσω την Ελένη Δρακά έτσι όπως τη γνώρισε και την αγάπησε η καλύτερή της φίλη, η Αλίκη Σωτηροπούλου. Γιατί, μάλλον δεν ξέρεις, η μητέρα μου δεν πέθανε προχτές. Πέθανε πριν πέντε χρόνια. Την ημέρα που η ψυχή της χάθηκε. Ψυχασθένεια είπαν οι γιατροί. Κατάθλιψη, τάσεις σχιζοφρένειας, λίγο απ’όλα? Δεν ξέρω. Ξέρω ότι γι’αυτό δεν ήρθε ποτέ στην κηδεία της μαμάς σου. Δεν ξέρω καν αν κατάλαβε πότε πέθανε η καλύτερή της φίλη. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ζήσαμε στην κόλαση μαζί με τον πατέρα μου, του οποίου η καρδιά δεν άντεξε και πριν δυο χρόνια με άφησε μόνη να παλέψω με το θηρίο που έπρεπε να αποκαλώ ‘μητέρα’. Βλέπεις λοιπόν, ότι η κουβέντα αυτή δεν θα φέρει μόνο πίσω τη μαμά σου όπως την θυμάσαι, αλλά και τη δική μου, έτσι όπως δεν τη θυμάμαι πια...»

Η Χαρά είχε αφήσει το τσαντάκι της κάτω.

«Δεν ήξερα, συγνώμη» ψέλλισε. «Δηλαδή, ήξερα ότι ο πατέρας σου πέθανε από την καρδιά του και ήξερα ότι στην κηδεία δεν ήρθε η μητέρα σου γιατί ήταν άρρωστη, μα νόμιζα, όλοι νομίζαμε, ότι είχε καρκίνο... Συγνώμη.»

«Μη ζητάς συγνώμη» είπε ψυθιριστά η Μόνικα.

Το γκαρσόνι ήταν ήδη από πάνω τους. Σέρβιρε στη Μόνικα έναν εσπρέσσο, στη Χαρά τον Ελληνικό της και στη μέση άφησε μια πιατέλλα με κρουασανάκια και στρουντελάκια.

Αφού ήπιε μια γουλιά καφέ, η Μόνικα έβγαλε ένα κουτί τσιγάρα cartier και πρόσφερε στη Χαρά.

«Ευχαριστώ, δεν καπνίζω» απάντησε εκείνη.

«Και καλά κάνεις. Για πες μου τώρα, Χαρά Σωτηροπούλου....»

«Ε, δεν με λένε Σωτηροπούλου. Αυτό ήταν το πατρικό της μητέρας μου. Πώς σου’ρθε αυτό το επώνυμο?»

«Ετσι την αποκάλεσε τη μητέρα σου η δική μου την ώρα που πέθαινε. ‘Βρες τη κόρη της Αλίκης. Αλίκη Σωτηροπούλου. Αλίκη Σωτηροπούλου. Μην το ξεχάσεις. Πρέπει να μάθεις. Πρέπει να ξέρεις. Είναι η Αλίκη Σωτηροπούλου. Μιλα με τη Χαρά για την Αλίκη’. Στην αρχή δεν έδωσα καμία σημασία. Η μητέρα μου μόνο ασυναρτησίες έλεγε τα τελευταία πέντε χρόνια, όπως σου είπα. Δεν είχα κανένα σκοπό να ασχοληθώ με την Αλίκη Σωτηροπούλου, μέχρι που εμφανίστηκες κι εσύ στην κηδεία και μου ‘πες ότι το ίδιο σου είχε ζητήσει κι η δική σου μητέρα. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ασυναρτησίες της δικής μου, μα μια μοναδική στιγμή διαύγειας μετά από πέντε χρόνια παράνοιας. Μια μοναδική στιγμή διαύγειας τα τελευταία λεπτά της ζωής της.... Πες μου, λοιπόν Χαρά....»

«Χαρά Τρικάκη.»

«Χαρά Τρικάκη, λοιπόν, τι έχεις να μου πεις??»

8.11.2008

Σαν μια σταγόνα βροχής - Ι

Ήταν ένα ηλιόλουστο Σάββατο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν, ενώ ένα απαλό αεράκι έκανε τα δέντρα να βγάζουν ήχους απαλούς, γαλήνιους, χαλαρωτικούς.

Ο κόσμος ήταν πολύς. Όλη η καλή κοινωνία των Αθηνών. Με τα συνολάκια τους οι κυρίες, με τα κουστουμάκια τους οι κύριοι. Κάποιες κρατούσαν βεντάλιες, για τη ζέστη. Τις κουνούσαν πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πότε γρήγορα, πότε αργά, πότε με ανυπομονησία, πότε με θλίψη. Ναι, κυριαρχούσε η θλίψη ως συναίσθημα και το μαύρο ως χρώμα.

Γιατί όλοι αυτοί, οι καλοντυμένοι άνθρωποι, είχαν έρθει για να τιμήσουν την Ελένη Δρακά. Μια από τις πλουσιότερες κυρίες των Αθηνών, που δεν ήταν πια ανάμεσά μας.

Σε μια γωνία του κοιμητηρίου, μια κοπέλλα στεκόταν κάτω από ένα δέντρο και παρατηρούσε ένα πουλάκι που έτριβε το ράμφος του σ’ένα κλαδάκι.

Κοίταξε γύρω της, κι ελάχιστα πρόσωπα της ήταν γνωστά.

«Περίεργο», σκέφτηκε. «Στην κηδεία του άντρα της δεν είχα δει ούτε τόσο κόσμο, ούτε αυτόν τον κόσμο»

Βέβαια, γιατί στην κηδεία του Γιώργου Δρακά, είχε πάει με τον πατέρα της και παιδικό φίλο του θανόντος και θυμόταν ξεκάθαρα ότι εκείνη η κηδεία είχε εξελιχθεί σε συγκέντρωση παλιών φίλων και συμμαθητών οι οποίοι αναπόλησαν τα παιδικά τους χρόνια, τις πλάκες που έκαναν στο σχολείο μαζί με τον Γιώργο, δάκρυσαν, γέλασαν και απέδωσαν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής στο φίλο τους, τον φτωχό Γιώργο, που έζησε ορφανός και οι φιλικές οικογένειες τον φρόντιζαν. Ο Γιώργος που δεν είχε παπούτσια μικρός, μα η τύχη του χαμογέλασε όταν μεγάλωσε και κατάφερε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, να φύγει στο Παρίσι και εκεί να γνωρίσει την belle Helene, όπως την έλεγαν όλοι, την ωραία Ελένη, η οποία τον αγάπησε με όλη της την ψυχή και η οποία είχε αμύθητη περιουσία....

Αλλά η σημερινή κηδεία δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα.

Αναστέναξε ελαφρά και μύρισε το λουλούδι που κρατούσε. Ένα λευκό τριαντάφυλλο.

«Τα λουλούδια δεν μυρίζουν τίποτα πια. Τι διάολο τους ρίχνουν, συντηρητικά?» ξανασκέφτηκε, προχωρώντας προς την εκκλησία γιατί το μυστήριο θα άρχιζε από στιγμή σε στιγμή.

Στην πορεία προς το σημείο της ταφής της Ελένης Δρακά, μπορούσε κανείς να διακρίνει μπροστά-μπροστά την κόρη της, Μόνικα. Η Μόνικα ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχροινή, γοητευτική και γύρω στα 40. Παντρεμένη με άλλον έναν γόνο πλούσιας οικογένειας, δεν είχε καταλάβει ότι στον πλανήτη Γη υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα, από αρρώστιες που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν, κι ότι τα λεφτά που ξοδεύει μηνιαίως για τα prada παπούτσια της και τα escada κουστουμάκια της θα έφθαναν για να σωθούν ολόκληρες οικογένειες...

Το φέρετρο ήταν μαύρο, από ύψιστης ποιότητας ξύλο, όπως θα άρμοζε στην κηδεία της Ελένης Δρακά. Η Μόνικα, ως μια καθώς πρέπει κληρονόμος, είχε φροντίσει και την τελευταία λεπτομέρεια.

Όταν το φέρετρο τοποθετήθηκε στη θέση του ο κόσμος άρχισε να ρίχνει χώμα και λουλούδια. Άφθονα λουλούδια, πανάκριβα λουλούδια, ανθοδέσμες ολόκληρες. Κάποια στιγμή, ένα χέρι πέταξε και το λευκό τριαντάφυλλο. Ένα λευκό τριαντάφυλλο που έμοιαζε σαν χαλίκι ανάμεσα σε ρουμπίνια και μπριγιάν.

Η Μόνικα σήκωσε το βλέμμα να δει από πού προήλθε το τριαντάφυλλο. Δεν κατάλαβε αμέσως, αλλά είδε ανάμεσα στο πλήθος ένα κορίτσι, με ένα μαύρο λινό φόρεμα και γυαλιά ηλίου, που δεν της θύμιζε τίποτα.

Δεν έδωσε σημασία.

Δεν ήξερε να δίνει σημασία.

Όταν κάθησαν στο καφέ του νεκροταφείου, η Μόνικα παρείγγηλε espresso και το γκαρσόνι της τον έφερε μετά από λίγο, κοιτώντας την με απορία. Άναψε τσιγάρο, κι έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι της. Ευτυχώς είχε κανονίσει και αυτήν την λεπτομέρεια, γιατί δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της αν οι ... καλεσμένοι της – γιατί έτσι τους έβλεπε – αναγκαζόντουσαν να πιουν αυτά τα άθλια παρασκευάσματα που αυτοαποκαλούνται «κονιάκ», στις κοινές κηδείες.

Αφού ξόδεψε αρκετό χρόνο κουβεντιάζοντας με όλους όσοι την πλησίαζαν για να την συλλυπηθούν, κοίταξε το ρολόι της.

«Νικόλα, νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνουμε.» είπε στον σύζυγό της.

Ο Νικόλας συμφώνησε και της είπε «ας περιμένουμε να φύγουν οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου και μετά θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο».

Εικοσι λεπτά αργότερα, είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Και οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου, και οι Παπαδόπουλοι και οι Χαριτάκηδες. Και κάτι τελευταίες θείτσες και γιαγιούλες, αποχαιρετούσαν την Μόνικα ρωτώντας «που είναι ο μικρός Κίμων?» και η Μόνικα απαντούσε «κυρία Άννα, δεν είναι μέρος για ένα παιδί αυτό».

Η Μόνικα είχε βγάλει το γιό της Κίμωνα, γιατί το Γιώργος της φαινόταν πολύ συνηθισμένο, ενώ το Παντελής – το όνομα του πεθερού της – πολύ λαϊκό.

Αφού χαιρέτησε και τις τελευταίες θείτσες, έβαλε το κινητό της στην Louis Vuitton τσάντα της, φόρεσε τα Gucci γυαλιά ηλίου της και έκανε να φύγει. Μόλις κινήθηκε, μια κοπέλλα σηκώθηκε από μια καρέκλα και την πλησίασε. Ήταν η κοπέλλα με το μαύρο λινό φόρεμα και το λευκό τριαντάφυλλο.

Η Μόνικα περπατώντας την κοιτούσε, χωρίς να είναι σίγουρη αν θα έπρεπε να της μιλήσει. Τη στιγμή όμως που πέρασε δίπλα της, άκουσε μια φωνή να λέει:

«Μόνικα!»

Στάθηκε, ανασήκωσε τα γυαλιά της και την κοίταξε. «Ναι?» της είπε.

«Συλλυπητήρια» της είπε η κοπέλλα και άπλωσε το χέρι της.

Η Μόνικα της έδωσε το δικό της, κοιτώντας την με απορία. Πριν προλάβει να την ρωτήσει ποιά είναι, η κοπέλλα απάντησε:

«Είμαι η Χαρά, η κόρη της Αλίκης, της καλύτερης φίλης της μητέρας σου»

«Η κόρη της Αλίκης?» είπε η Μόνικα, και για πρώτη φορά καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, έδειξε να ταράζεται. «Της Αλίκης η κόρη?» ξανάπε.

«Ναι. Και θα’θελα κάποια στιγμή να μιλήσουμε.»

Η Μόνικα έδειχνε όχι μόνο ταραγμένη τώρα, αλλά και τρομαγμένη.

«Γιατί?» ρώτησε, με μεγάλη αγωνία, λες και περίμενε να ακούσει κάτι συγκλονιστικό.


ΜΠΙΙΙΙΠ!!!!


ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ!!!!


«ΜΟΝΙΚΑ! ΕΛΑ!» φώναξε ο Νικόλας μέσα από την πολυτελή Mercedes compressor του.

«Μισό λεπτό» είπε η Μόνικα στη Χαρά και έτρεξε στο αυτοκίνητο.

Μετά από μισό λεπτό, ο Νικόλας είχε φύγει κι η Μόνικα είχε επιστρέψει.

«Με συγχωρείς γι’αυτό, Χαρά. Πες μου, σε παρακαλώ, τι έχεις να μου πεις?»

«Κοίτα, δεν είναι κάτι σοβαρό.. Μπορεί και να γελάσεις... Κοίτα. Για να είμαι ειλικρινής ίσως να μην είναι καλή ιδέα να...»

«Χαρά! Τι έχεις να μου πεις?» ρώτησε η Μόνικα αυτή τη φορά με απελπισία στη φωνή της.

«Τίποτα. Θέλω απλά να μιλήσουμε για την μαμά σου και την μαμά μου. Ήταν η τελευταία επιθυμία της μητέρας μου να...»

Η Μόνικα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη και μονολόγησε «πλάκα μου κάνεις»

«Οχι, εγώ δεν ...»

« Χαρά, αυτή ήταν κι η τελευταία επιθυμία της δικής μου μητέρας. Να βρω την Χαρά Σωτηροπούλου και να μιλήσω μαζί της για την Αλίκη. Αν και εγώ δεν έδωσα σημασία στα λεγόμενά της. Νόμιζα ότι ήταν το παραλήρημα των τελευταίων λεπτών. Αλλά τώρα, μου εμφανίζεσαι εσύ από το πουθενά και μου λες ακριβώς το ίδιο..... Το ίδιο. Χαρά, έχεις αυτοκίνητο?»

«Ναι, είναι λίγο πιο κάτω, παρκαρισμένο.»

«Θες να πάμε για ένα καφέ, να μιλήσουμε?»

..Έτσι, για πρώτη φορά η Μόνικα και η Χαρά περπάτησαν πλάι-πλάι και, χωρίς να το ξέρουν, ξεκίνησαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής τους.....

6.30.2008

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Φεύγω! Μετράω τις μέρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα!

Την Κυριακή φεύγω για ΔΥΟ βδομάδες, μαζί με τον πάπιο μου και το τετράποδο και πάμε ΠΑΡΟ για μία εβδομάδα!!!

Μετά, θα συνεχίσουμε τις διακοπές μας λίγο στην πόλη, λίγο στο βατραχο-χώρι!

Νιώθω ότι μετά τις διακοπές θα έρθω αλλαγμένη.

Πρώτον:
Θα έχω αποφασίσει πώς ακριβώς θα πρέπει να αντιμετωπίσω τα μέλη της οικογένειας που έχουν βαλθεί καλά και σώνει να γίνω μάνα αύριο κιόλας, επειδή μας πρόλαβαν άλλοι.
Ο πάπιος έχει ορθώσει ανάστημα, κι όποιος του πει κουβέντα, θα τον τσιμπήσει με το ράμφος του!!

Δεύτερον:
Θα τρέξω να αγκαλιάσω τη φιλενάδα μου που έλειπε τόσο καιρό μετέχοντας στο πρόγραμμα «ταλαιπωρία καλοκαιριάτικα – βασανιστείτε μαζί μας» και θα της πω πόσο πολύ χαίρομαι που είμαι φίλη της και είναι φίλη μου.

Τρίτον:
Θα πηγαίνω εκατό φορές το μήνα για καφέ με την άλλη φιλενάδα μου, που είχα καταντήσει να την βλέπω κρυφά, λες κι ήταν γκόμενος (έλεος, στο τέλος θα μας παρεξηγήσουν), κι όποιος θυμώσει ΞΥΔΑΚΙ!! Δεν έφτασα στην ηλικία που είμαι για να κάνω τα καπρίτσια των άλλων.

Και

Τέταρτον:
Θα στίψω το κλούβιο μου μυαλό και θα κατεβάσω νέα ιστοριούλα στο μπλογκ μου, με σασπένς, ιντριγκες, σεξ, μυστήριο, γέλιο, δάκρυ και ... πολλές συνέχειες, για να περάσει το Καλοκαίρι μας ευχάριστα!


ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!

Κουαξ κουαξ!!


Υ.Γ. ...Και μια ευχή. ‘Οχι άλλα καμμένα δάση. ‘Οχι άλλα καμμένα αθώα ζώα ...

6.18.2008

ΒΑΡΕΘΗΚΑ!

Βαρέθηκα να μου λένε τι να κάνω, πώς να το κάνω και πότε να το κάνω.

Βαρέθηκα να κάνω ό,τι μου λένε και στο τέλος να μου λένε ότι δεν το έκανα όπως μου το ‘πανε.

Βαρέθηκα να ακούω υποδείξεις, ιδέες, παρατηρήσεις, εξυπνάδες και κακόγουστα αστεία.

Βαρέθηκα να κάνουν κουμάντο στη ζωή μου άνθρωποι που δεν δέχτηκαν ποτέ κουμάντο από κανέναν.

Βαρέθηκα να κάνω χατήρια.

Βαρέθηκα να λέω συνέχεια «ναι» και χαμογελαστά.

Βαρέθηκα να χαμογελάω.

Βαρέθηκα να είμαι ευγενική με ανθρώπους που είναι χοντροκομμένοι.

Βαρέθηκα να δίνω εξηγήσεις.

Βαρέθηκα να με πιέζουν να κάνω παιδί εδώ και τώρα, ενώ με τον άνθρωπό μου έχουμε κάνει άλλο πρόγραμμα.

Βαρέθηκα να με αναγκάζουν να παρευρίσκομαι σε εκδηλώσεις που δεν θέλω να πάω.

Βαρέθηκα να ακούω να σχολιάζουν τους γύρω μου.

Βαρέθηκα να απαντάω στο τηλέφωνο.

Βαρέθηκα να περιμένω.

Βαρέθηκα να υπομένω.

Βαρέθηκα να τους ανέχομαι όλους συνέχεια, καθημερινά, διαρκώς και χωρίς διακοπή.

Βαρέθηκα να το παίζω «χαρούμενη» σε ανθρώπους που μου το παίζουν «χαρούμενοι», αλλά κατα βάθος το κάνουν ακριβώς γιατί θέλουν να με πικάρουν.

Βαρέθηκα να πηγαίνω για καφέ με αγαπημένη φίλη, αλλά να πρέπει να το κρύψω από την «οικογένεια» γιατί θα το πουν στην πρώην κολλητή της που είναι μέλος της «οικογένειας» και θα θυμώσει μαζί μου.

Βαρέθηκα να δίνω λογαριασμό.

Να με παρατήσουν όλοι στην ησυχία μου, στο σπιτάκι μου, με τον αντρούλη μου, με τις φίλες μου που τις αγαπώ και θα τις βλέπω ΟΣΟ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΚΑΙ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ και με τις δικές μου ιδέες, το δικό μου πρόγραμμα ζωής, την ΔΙΚΗ ΜΑΣ απόφαση για το πότε θα κάνουμε παιδί και πώς θα προγραμματίσουμε ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΜΕΛΛΟΝ.

ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΟΛΟΙ ΣΑΣ, ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΕΧΕΤΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΑΠ’ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΠΑΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΑΡΧΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΝΕΥΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΓΑΜΟ-ΚΕΦΙ!

4.26.2008

H daydreamer πρόσκληση!!!

daydreamer,

Αποδέχθηκα την πρόσκλησή σου, και αποκαλύπτω τα παρακάτω στοιχεία για μένα, δίνοντας την σκυτάλη στο αγαπημένο PATSIOURI, το οποίο - αν θέλει - την αποδέχεται!!!

Πολλά φιλιά σε όλους και ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!!

1. Όνομα: anima rana

2. Γενέθλια: του Αγιου Φανουρίου

3. Ζώδιο: βρείτε το, από τα γενέθλια!

4. Χρώμα μαλλιών: το φυσικό? Καστανά! Κατά καιρούς: κορακί, ακαζού, μαύρο-μπλέ. Αυτόν τον καιρό: καστανά με χάλκινες ανταύγειες

5. Χρώμα ματιών: Καστανά σκούρα, σαν ελιές καλαμών!

6. Έχεις ερωτευτεί ποτέ? Βεβαίως-βεβαίως! Και τον παντρεύτηκα κιόλας!

7. Eίδος μουσικής που ακούς: ...trance-άκια, beat-άκια, electro-pop, 80s, latin, κλασσική μουσική και ελαχιστότατα ελληνικά

8. Χαρακτήρας Disney/Warner Bross: Donald Duck!

9. Ποιός φίλος/φίλη σου μένει πιο μακριά? H A. στη Γερμανία

10.Πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι μόλις ξυπνήσεις: Φτου, γαμώτο, άργησα να ξυπνήσω και θα αργήσω στη δουλειά πάλι!!!

11.Κάτι που έχεις πάντα μαζί σου και δεν αποχωρίζεσαι ποτέ: Το Liposan μου!

12.Τί έχεις στον τοιχό σου? 6 γκραβούρες. Πολύ ξενέρωτο?

13.Τί έχεις κάτω από το κρεβάτι σου? Το τετράποδο που κρύβεται γιατί δεν θέλει να κάνει μπάνιο!

14.Αν ήσουν μόνος/η στο σπίτι και άκουγες ένα βάζο να σπάει τι θα έκανες? Θα έμενα ακίνητη και θα άρπαζα ό,τι πιο βαρύ υπάρχει δίπλα μου

15.Αγαπημένος αριθμός: 21

16.Αγαπημένο όνομα: ειλικρινά, δεν ξέρω!

17.Το χόμπι σου: Ζωοφιλία, Οικολογία, Βιβλία, Κινηματογράφος, Γιόγκα

18.Που θα ήθελες να ήσουν τώρα: Στην Απαγορευμένη Πόλη, Κίνα

19.Μία ευχή για το μέλλον: Να μην πεθάνουμε από δίψα και ασφυξία...

20.Αν μπορούσες να ταξιδέψεις στο χρόνο και να γυρίσεις πίσω, σε ποιά εποχή θα πήγαινες? Στον 17ο αιώνα!

21.Φωτιά!Πάρε κάτι μαζί σου: Το τετράποδο!

22.Αγαπημένο λουλούδι: Τα τριαντάφυλλα

23.Αγαπημένη σειρά: Στο παρά πέντε / Φιλαράκια / Ευτυχισμένοι Μαζί /Muppet Show (μην ξεχνάμε και τον ξάδελφο Kermit!)

24.Αγαπημένη ταινία: Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας (έχασα το μέτρημα, σίγουρα την έχω δει πάνω από 8 φορές)

25.Αγαπημένο τραγουδι: Praying for Time – George Michael

26.Αγαπημένο βιβλίο: Όλα της Agatha Christie

27.Αγαπημένο ζώο: Σκύλος, Σκύλος, οε, οε, οε!!!

28.Αγαπημένο ρούχο: Τζινακι!

29.Αγαπημένος καλλιτέχνης/ιδα: George Michael / Χάρις Αλεξίου

30.Αγαπημένο χρώμα: Μωβ, Ροζ

31.Αγαπημένο φαγητό: Όλα τα ζυμαρικά!

32.Με ποιόν χαρακτήρα cartoon (Disney,WB,comiks) ταυτίζεσαι: Donald Duck!

33.Κακή συνήθεια: Αργοπορία! Στήνω πολύ κόσμο! Πώς δεν μ’εχουν σαπίσει στο ξύλο μέχρι τώρα, απορώ!

34.Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς σου που σου αρέσει: Ηθική / Χιούμορ

35.Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς σου που δεν σου αρέσει: Πληγώνομαι εύκολα

36.Συνηθισμένη ατάκα: "που είν' τ' αγόρι μου???" (απευθυνόμενη στο τετράποδο....)

37.Δουλειά που θα ήθελες να κάνεις: Κτηνίατρος

38.Μαγαλύτερος φόβος: θάνατος

39.Η καλυτερη pizza: αυτήν που έφτιαχνα όταν δεν ξημεροβραδιαζόμουν στη δουλειά!

40.Πιστεύεις ότι τα κατοικίδια ζώα είναι: ήρωες

PATSIOURI, YOU'RE NEXT!!!!!!!!

4.12.2008

Σε τρεις μήνες

Από μικρό παιδί φοβόμουν το θάνατο.

Δεν θυμάμαι πόσο μικρή ήμουν όταν οι γονείς μου μού αποκάλυψαν ότι δεν υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση, κι ότι επιστρέφουμε από εκεί που ξεκινήσαμε: στο χώμα.

Στα παιδικά μου χρόνια λοιπόν, για κάποιο διάστημα σκεφτόμουν: «ποιός θα πεθάνει πρώτος; Ο μπαμπάς ή η μαμά;»
Κι αυτή η σκέψη με βασάνιζε μέχρι την εφηβεία.

Στα εφηβικά μου χρόνια, δεν σκεφτόμουν καθόλου το θάνατο.

Τον ξαναθυμήθηκα λίγο μετά τα εικοστά μου γενέθλια, όταν ανακάλυψα κάτι πολύ σοβαρό για την υγεία μου. Μην με ρωτήσετε τι, δεν θα αποκάλυπτα ποτέ στο διαδύκτιο κάτι τόσο προσωπικό.

Μετά από χρόνια, τον ξαναξέχασα και συνέχισα φυσιολογικά τη ζωή μου.

Ένα βράδυ, ενώ κοιμόμουν, ήρθε σαν κλέφτης και άρπαξε την μητέρα μου. Όταν ξύπνησα πίστεψα ότι η γρήγορη μετάβασή της στο νοσοκομείο θα την γλύτωνε. Τελικά, μετά από ένα δύωρο περίπου, ο γιατρός μού ανακοίνωσε ότι «η μητέρα σας απεβίωσε».

Έτσι, τον ξαναέβαλα στη ζωή μου τον θάνατο και μου λύθηκε κι η απορία των παιδικών μου χρόνων.

Πάνε πάνω από τέσσερα χρόνια από τότε. Η πληγή μου είναι ακόμα ανοιχτή, μα συνήθισα τον πόνο και δεν με ενοχλεί τόσο συχνά όσο παλιά.

Δυστυχώς όλα αυτά τα χρόνια, ο θάνατος εγκαταστάθηκε στις σκέψεις μου και με την πρώτη ευκαιρία μου τις κάνει μακάβριες.

«Ποιός θα πεθάνει πρώτος; Ο μπαμπάς μου ή ο θείος μου; Ο Χ ή ο Α;»
«Ποιός θα πεθάνει πρώτος; Εγώ ή ο άντρας μου;»

«Ποιός θα πεθάνει πρώτος; Εγώ ή η καλύτερή μου φίλη;»

«Ποιός θα πεθάνει πρώτος από όλους τους αγαπημένους μου φίλους και φίλες;»

«Ποιός θα έρθει στην κηδεία μου;»

«Θα λείψω σε κανέναν;»

«Ποιός θα παρηγορήσει το παιδί μου (αν αποκτήσω ποτέ) όταν θα πεθάνω;»

«Θα καταφέρω να ξυπνήσω το πρωί, ή θα πεθάνω στον ύπνο μου;»

Αυτές είναι οι σκέψεις που κάνω κατά καιρούς. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό κι ότι πρέπει κάτι να κάνω γι’αυτό.

Όταν γύρω μου δεν συμβαίνουν δυσάρεστα, νιώθω καλύτερα και δεν κάνω καθόλου μαύρες σκέψεις. Αντιθέτως, σκέφτομαι ότι «Αυτή είναι η λογική πορεία ενός όντος. Γέννηση, ζωή, γήρας, θάνατος. Ας χαρούμε τη ζωή, κι ότι γίνει ας γίνει».

Έτσι σκεφτόμουν τους τελευταίους μήνες.

Μα κάτι έγινε και πάλι κάνω μαύρες σκέψεις.

Δεν θέλω να μου λυθούν και οι υπόλοιπες απορίες, όπως μου λύθηκε η παιδική μου.

Θέλω σε τρεις μήνες από σήμερα, να έχω να σας πω πολύ καλά νέα για ένα κορίτσι που αγαπάω πάρα πολύ και που μου λείπει αφάνταστα και που την σκέφτομαι συνέχεια και που παρακαλάω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να γίνει καλά και να ξαναχαμογελάσει και να ξανακάνουμε χαβαλέ και να ξαναπάμε μαζί διακοπές και να κάνουμε επιτέλους αυτό το ταξίδι στην Ιταλία που τόσο ήθελε και να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της δώσω δυό ζεστά φιλιά στα ροζ της μαγουλάκια.

Θέλω σε τρεις μήνες από σήμερα να είναι η σημερινή και η χτεσινή και η προχτεσινή μέρα και ο τελευταίος μήνας μια ανάμνηση.

Θέλω η 12η Ιουλίου να είναι μια χαρούμενη μέρα.

Άνιμα Ράνα

3.29.2008

Fenja

Το τηλέφωνο χτύπησε 3 φορές. Μετά απάντησα. Ήταν αυτή.

Είχαμε καιρό να μιλήσουμε, σχεδόν 3 μήνες. Της είχα στείλει ένα γράμμα με φωτογραφίες και με τα νέα μου για το ταξίδι στο Χονγκ Κονγκ. Το πρώτο που μου είπε ήταν ότι το έλαβε κι ότι οι φωτογραφίες της άρεσαν πολύ.

Ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά, το πέπλο της φωνής της ήταν μουντό. «Τι κάνεις? Είσαι καλά?» της είπα.

«Όχι και τόσο...» μου απάντησε.

Είμαστε φίλες από το 1986. Φίλες αδερφικές κι αγαπημένες.

Την αποχαιρέτησα πριν 16 περίπου χρόνια, όταν εκείνη έφυγε για να σπουδάσει στη Γερμανία.

Δεν γύρισε ποτέ.

Από τότε βλεπόμαστε σχεδόν μια φορά το χρόνο, όταν έρχεται για να επισκεφθεί τους γονείς της.

Από τότε έχω πάει να την βρω 3 φορές. Την πρώτη όταν είχε λίγα χρόνια εκεί και θυμάμαι ότι ήταν το πιο ωραίο ταξίδι της ζωής μου! Τότε έμενε μόνη και είχαμε περάσει καταπληκτικά! Τη δεύτερη φορά ήταν για το γάμο της δίδυμης αδελφής της. Τότε δεν μπορώ να πω ότι περάσαμε και τις πιο όμορφες στιγμές μαζί. Την 3η όμως φορά, ήταν για τον δικό της γάμο και αυτό ήταν το δεύτερο πιο ωραίο ταξίδι της ζωής μου, μιας που θα ήμουν η κουμπάρα!!!!

Θυμάμαι λοιπόν ότι την πρώτη φορά που είχα πάει να την δω, το Χειμώνα του 1997, μόλις γύρισα πίσω στην Ελλάδα εκείνη μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι απέκτησε ένα σκυλάκι! Ένα γλυκύτατο θηλυκό λευκό λυκόσκυλο. Κατά καιρούς μου έστελνε και φωτογραφίες της μαζί με το σκυλάκι της.

Τη δεύτερη φορά που πήγα, δύο χρόνια αργότερα, γνώρισα κι από κοντά τη λευκή λυκοσκυλίτσα και αμέσως την αγάπησα!

Την τρίτη φορά το σκυλάκι το γνώρισα ακόμα πιο πολύ, μιας που κάθε μέρα το πηγαίναμε μαζί βόλτα στα καταπράσινα δασάκια της κωμόπολης που έμενε η φίλη μου, στη βόρεια Γερμανία.

Πριν δύο χρόνια, η φιλενάδα μου με τον Γερμανό σύζυγο ήρθαν οδικώς στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπες. Και η σκυλίτσα, φυσικά!

Πηγαίναμε παρέα βόλτα τα τετράποδά μας και κουβεντιάζαμε για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον και την αιώνια φιλία μας.

Πέρσι, η φίλη μου κι ο σύζυγός της, ήρθαν από τη Γερμανία για 3 μέρες, για τον γάμο μου!

Πριν 3 μέρες , το τηλέφωνο χτύπησε 3 φορές.

Ήταν εκείνη. Λυπημένη και πικραμένη μου ανακοίνωσε ότι το σκυλάκι της, μετά από 11 χρόνια ζωής, πέθανε από καρκίνο στους αδένες. Ήταν απαρηγόρητη, κι εγώ έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε να μην καταλάβει ότι δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου όση ώρα μιλούσε.


Συνειδητοποίησα πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια, πόσο γρήγορα περνάει η ζωή μεσα από τα χέρια μας, σε πόσα τηλεφωνήματα είχαμε πει τον πόνο μας η μία στην άλλη, όλη μας η φιλία, καταγεγραμμένη σε γράμματα, τηλεφωνήματα, φωτογραφίες και emails…

Δεν είναι τυχαίο που ο σκύλος θεωρείται ο «πιο πιστός φίλος του ανθρώπου». Πιστός από την πρώτη μέρα που θα σε θεωρήσει αφεντικό του, μέχρι τη μέρα που θα αφήσει την τελευταία του πνοή.

Το ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν αγαπούν τα ζώα, ιδίως τα κατοικίδια, και το σέβομαι απόλυτα αυτό. Δεν προσπαθώ να πείσω κανέναν να θεωρήσει με το ζόρι καλό κάτι, μόνο και μόνο επειδή εγώ το θεωρώ

Θα κλείσω με μια φράση της φίλης μου στο προχτεσινό της τηλεφώνημα:

«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ζώο. Εγώ δεν έχω πρόβλημα. Δεν μου λείπει το ζώο. Δεν μου λείπει ο σκύλος. Μου λείπει η Φένια. Δεν θέλω σκύλο. Θέλω τη Φένια. Τα βράδια που καθόμουν στον καναπέ κι έβλεπα τηλεόραση, κι αυτή ξάπλωνε στο πάτωμα δίπλα μου, εγώ τη χάιδευα, ήταν τόσο ζεστή και απαλή, κι εκείνη με κοιτούσε μες στα μάτια, με τα δικά της τα ματάκια..... Αυτές οι στιγμές, πόσο μου λείπουν.....»

3.25.2008

Ημέρα τελευταία, ο αποχαιρετισμός....


Ημέρα τελευταία... ο αποχαιρετισμός

Δεν είχε περάσει μια βδομάδα ακριβώς από τη μέρα που είχα γνωρίσει αυτά τα οκτώ άτομα από την άλλη άκρη του κόσμου, καθώς και τους δύο εκπαιδευτές μας.

Οι τρεις κοπέλλες από την Ταϋλάνδη, μικροκαμωμένες, χαμογελαστές και ευγενικές, ο παχουλός συνάδελφος από τη Σαγκάη, ο σοβαρός και καθώς πρέπει κύριος από την Αυστραλία, ο άνετος από το Χονγκ Κονγκ, ο ντροπαλός από το Καζακστάν, ο χιουμορίστας από την Ινδία και οι εκπαιδευτές-συνάδελφοί μας (ο ένας Αμερικανο-Κινέζος κι ο άλλος από την Μαλαισία) είχαν καταφέρει όλα όσα δεν είχα καταφέρει μόνη μου τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια που μετρούσα τους φίλους στα δάκτυλα του ενός χεριού, δεν είχα φανταστεί ότι θα τους πολλαπλασίαζα μέσα σε τόσο λίγες μέρες.

Θυμάμαι την τελευταία ημέρα που φάγαμε όλοι μαζί πρωινό. Ήμασταν πάλι αμίλητοι, όπως την πρώτη μέρα. Όμως τα βλέμματά μας ήταν διαφορετικά. Την πρώτη μέρα ήμασταν αμίλητοι από αμηχανία, την τελευταία μέρα ήμασταν αμίλητοι από συγκίνηση....

Θυμάμαι που ήμασταν ακόμα πιο αμίλητοι όταν δώσαμε τα χέρια και είπαμε «good bye, have a nice trip back home, hope to see you again!».

Οι μισοί έφυγαν Παρασκευή, κι άλλοι μισοί Σάββατο. Εγώ έφυγα τελευταία, την Κυριακή. Η πιο βαρετή Κυριακή της ζωής μου. Μόνη σε μια άγνωστη χώρα, χωρίς κανένα φίλο, όπως την πρώτη μέρα.

Στο δρόμο προς το αεροδρόμιο χάζευα τις ακτές και τα λιμάνια του Χονγκ Κονγκ. Αχαρα, γκρι, άχρωμα. Το ταξίδι μου είχε ολοκληρωθεί. Είχα μάθει όσα έπρεπε να μάθω, είχα δει όσα έπρεπε να δω. Τώρα έπρεπε να γυρίσω πίσω. Ήθελα σαν τρελλή να γυρίσω πίσω...




Πάνε πάνω από τρεις μήνες που έχω να δω τους νέους φίλους μου, κι όμως, επικοινωνούμε συχνά μέσω emails, ήδη έχω ανοιχτή πρόσκληση για Ταϋλάνδη, Ινδία και Μαλαισία και ήδη έχω ανταποδώσει περιμένοντας την πρώτη φίλη από Ταϋλάνδη τον Σεπτέμβριο!

Προφανώς όταν ο άνθρωπος βρεθεί ξαφνικά σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από το δικό του, ενεργοποιεί έναν μηχανισμό αυτοάμυνας και αυτοσυντήρησης, είτε σωματικής, είτε ψυχολογικής. Προφανώς όλοι μας ενεργοποιήσαμε αυτόν τον μηχανισμό και γι’αυτό γίναμε τόσο εύκολα φίλοι, γι’αυτό παρακολουθούμε ο ένας την εξέλιξη του άλλου στα κοτέτσια που εργαζόμαστε και χαιρόμαστε για τις προαγωγές μας.

Πιο πολύ χάρηκαν αυτοί, παρά οι ντόπιοι συνάδελφοί μου.

Α, ναι... δεν σας το ‘πα. Πήρα προαγωγή.

Άλλαξα πλέον κλίμακα και ευελπιστώ τέλος του μήνα να δω και μια σημαντική διαφορά και στο μισθό μου.

Υποτίθεται ότι πλέον έχω γίνει κι εγώ μια «ανώτερη κότα», μόνο που υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: Είμαι βάτραχος. Πόσο μπορεί ένας βάτραχος να συμπεριφέρεται σαν μια «ανώτερη κότα» και να κάνει όλα όσα περιμένουν από αυτήν?

Εγώ έχω μάθει να χοροπηδάω, όχι να τινάζω τα φτερά μου προσπαθώντας να πετάξω. Εχω μάθει να αρπάζω την τροφή μου κυνηγώντας την, κι όχι να την τσιμπάω από το χώμα, σκυμμένη. Εχω μάθει να αγαπάω τα χρυσά μας αυγά επειδή είναι πολύτιμα, όχι επειδή είναι ένα προϊόν που μας δίνει κέρδος.

2.09.2008

Τέταρτη μέρα..... στο παζάρι!


Ε, ναι λοιπόν! Ήταν γεγονός! Εγώ, ένας άνθρωπος σχετικά χαμηλών τόνων και με λίγους φίλους μετρημένους στα δάχτυλα, είχα καταφέρει μέσα σε λίγες μέρες να αποκτήσω τους νέους μου κολλητούς και ήδη είχα αρχίσει να σκέφτομαι τη στιγμή του αποχωρισμού....

Την τέταρτη βραδιά την περάσαμε στα ατελείωτα παζάρια του Hong Kong. Το ξενοδοχείο μας ήταν στο Kowloon, δηλαδή στην χερσόνησο κι όχι στο νησάκι του Hong Kong, ενώ η συγκεκριμένη περιοχή ήταν το Mongkok. Στην περιοχή λοιπόν, υπήρχαν πολλά παζάρια. Το “Ladies Market”, που άνοιγε από τις 10 το πρωί μέχρι το βράδυ, καθώς επίσης και το “Night Market” που άνοιγε 7 το απόγευμα μέχρι το πρωί της επομένης.

Στο Hong Kong δεν καταλάβαινα πότε ακριβώς νύχτωνε! Τα φώτα στους δρόμους από τα καταστήματα, τα μαγαζιά και τους ουρανοξύστες ήταν τόσο δυνατά, που πραγματικά είχαμε επί 24ώρου βάσεως φώς ημέρας! Είναι ασύλληπτη η ποσότητα της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται σ’αυτήν την πόλη!!

Μαζί με τους συμμαθητές από Ινδία, Καζακστάν και Αυστραλία, τον “S” , τον “A” και τον “K” αντίστοιχα, αποφασίσαμε να περάσουμε το απόγευμα και το βράδυ μας παζαρεύοντας.

Ο Ινδός ήταν καταπληκτικός στον προσανατολισμό και μ’ενα μικρό χάρτη στα χέρια του, κυκλοφορούσαμε σαν ντόπιοι στους Ασιατικούς πολυσύχναστους δρόμους. Εγώ ήμουν το άλλο άκρο. Μπαίναμε σ’ενα κατάστημα και, βγαίνοντας, όλοι έστριβαν π.χ. δεξιά κι εγώ αριστερά ! “Hey, Anima!” φώναζε ο Ινδός, “are you trying to avoid your classmates?” κι εγώ γελώντας έτρεχα ξωπίσω τους.

Εκείνο το βράδυ τα πορτοφόλια όλων μας ήταν γεμάτα. Οι δάσκαλοί μας μάς είχαν επιβεβαιώσει ότι το Hong Kong έχει το χαμηλότερο δείκτη εκγληματικότητας. Κι ήταν αλήθεια! Τόσος κόσμος, μιλιούνια, σαν μυρμήγκια, ούτε μία φορά δεν νιώσαμε ότι θα μπορούσαν να μας απειλήσουν ή να μας βλάψουν. Το Hong Kong Dollar ήταν ένα ενυπωσιακό νόμισμα στην όψη. Τα χαρτονομίσματα είχαν κινέζικα λιοντάρια σχεδιασμένα ενώ τα κέρματα είχαν λουλούδια, ιδεογράμματα και υπέροχα σχέδια. Το απίστευτο δε, ήταν ότι... 1 ευρώ ισοδυναμούσε με 11 δολλάρια Χονγκ Κονγκ!

Και το πιο απίστευτο? Φαντάζομαι ότι ήδη το’χετε μαντέψει. Ε, ναι! Το Hong Kong ήταν πιο φθηνό από την Ελλαδίτσα μας. Τόση τεχνολογία, τόση εξέλιξη, τόση πολυτέλεια, κι όμως, μπορούσες να φας, να πιεις, να ψωνίσεις και να διασκεδάσεις με πολύ λιγότερα χρήματα απ’ότι στην Αθήνα.

Γι’αυτό το λόγο, οι συνάδελφοι που είχαν πάει παλιότερα στο Χονγκ Κονγκ και είχαν δει τι γίνεται εκεί, μού είχαν δώσει σαφείς παραγγελίες: γραβάτες! Πολλές γραβάτες! Ατελείωτες γραβάτες!

Ο μεγαλος γύπας είχε παραγγείλει 5. Η κότα-προϊσταμένη άλλες 7. Κι εγώ ήθελα 1 για τον μπαμπά μου, μια για τον πεθερό μου και 2 για τον καλό μου (πού χώρος για να πάρω και σ’αυτούς από 5). Σύνολο? 16 γραβάτες!!!!

Ο Ινδός είχε φέρει και μια δικιά του, για να την έχουμε σαν δείγμα, μιας που οι κοντοί ασιάτες, έφτιαχναν κοντές γραβάτες! Οι άλλοι δύο συμμαθητές ήταν πιο κουλ. Είπαν ότι θα έπαιρναν 2 γραβάτες ο καθένας, έτσι, για σουβενίρ.

Η βόλτα μας άρχισε. Το Ladies Market ήταν πολύ κοντά στο ξενοδοχείο και το’χαμε φχαριστηθεί. Χαμός γινόταν! Ήταν ένα τεράστιο πανηγύρι! Απίστευτες απομιμήσεις! Τσάντες? Ρολόγια? Αριστα αντίγραφα από τα αληθινά. Από dvd, cd, mp3 μαϊμού, όλες οι τελευταίες επιτυχίες. Από τσιμπιδάκια, κοκκαλάκια, αξεσουαράκια, σκατουλάκια, βραχιολάκια και ότι λήγει σε –άκια, δεν το συζητάω. Α-να-ριθ-μη-τα!

Αυτό όμως που ξεπερνούσε κάθε φαντασία, ήταν τα μεταξωτά τους! Τα φουλάρια τους ήταν κάτι που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Πιο απαλό μετάξι δεν έχω ξαναχαϊδέψει. Κι όταν είδα τις γραβάτες... κατάλαβα γιατί γινόταν τέτοιος ντόρος γι’αυτές.

Η ποιότητα στο μετάξι ήταν άριστη.

Αρχίσαμε τα παζαρέματα. Είδα μια γραβάτα με 500 δολλάρια (λιγότερο από 50 ευρώ) και ζήτησα καλύτερη τιμή. Η μικροσκοπική πωλήτρια μου την κατέβασε στα 350. Το σκεφτόμουν. Ήμουν έτοιμη να πω το ναι όταν ένιωσα ένα χέρι να μου αρπάζει το μπράτσο “No, Anima! No! Let’s buy together!” Ήταν ο S. που είχε όρεξη για ... διαπραγματεύσεις.

Φεύγουμε από αυτόν τον πάγκο και συνεχίζουμε τη βόλτα μας. Αποφασίσαμε να περπατήσουμε κι άλλο για να φτάσουμε στο “Night Market” για αλλαγή. Η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια. Ενα τεράστιο πανηγύρι!

Αρχίσαμε τα ψώνια. Τα αγόρια ψώνιζαν διάφορα πράγματα. Ο ένας ένα μάτσο κοκκαλάκια, βραχιολάκια και πολλά άλλα – άκια για την γυναίκα του. Ο άλλος τουριστικά μπλουζάκια για τα παιδάκια του. Κι εγώ, πού και πού ψώνιζα, πότε ένα καθρεφτάκι, πότε ένα μπλουζάκι , πότε ένα σουβενίρ. Μέχρι που φτάσαμε στον επόμενο πάγκο με τις γραβάτες.

“How much?” ρωτησε ο S. Η πάλι μικροσκοπική κινέζα του απάντησε 400. Κοιταχτήκαμε. Μου λέει ο S “are you ready to negotiate?”. Και τότε μια λάμψη διαπέρασε τα μάτια και των δύο μας! “YES!” του είπα με μανία.

“We want 30 ties!!!”

(άφωνη η κινεζούλα)

“We will pay 5 dollars each!”

(παρέλυσε η κινεζούλα)

Κι αρχίζουμε όλοι μαζί ένα παζάρεμα, άνευ προηγουμένου. Τα 400 έγιναν 300 και τα 300 έγιναν 200 και οι δικές μας προσφορες από 5 έγιναν 10 κι από 10 έγιναν 20...

Δέκα λεπτά παζαρεύαμε. Στο τέλος όμως κολλήσαμε. Εμείς λέγαμε 30, κι αυτή 60. Και τότε ο S έκανε την ρουα-ματ κίνηση.

“Ok, sorry, not interested, BYE-BYE!”

Και φεύγουμε!

Σε τριάντα δευτερόλεπτα η μικρή κινέζα έτρεχε από πίσω μας φωνάζοντας “please Sir, come back, Sir!”

Τελικά αγοράσαμε κάθε μια γραβάτα με ασορτί μανικετόκουμπα για 35 δολλάρια (λιγότερο από 3,5 ευρώ!).

Φορτωμένοι με 30 γραβάτες και όλα τα υπόλοιπα – άκια , οι τέσσερίς μας περπατούσαμε και απολαμβάναμε τη ζεστή βραδιά, ικανοποιημένοι για το κατόρθωμά μας. Κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε και παραδεχτήκαμε ότι πεινούσαμε.

Πήγαμε σε ένα ινδικό εστιατόριο, πάρα πολύ απλό, που το είχε μια οικογένεια ινδών και φάγαμε με την ψυχή μας!! Ο S ανέλαβε να παραγγείλει. Ο Κ έτρωγε συχνά ινδικό φαγητό, ενώ ο Α, όπως πάντα, είχε τους ενδοιασμούς του. “come on, now” του είπε ο S, “you ate black eggs and you will not taste the Indian food??” του είπε με παράπονο ο S.

Το καυτερό κάρυ πέρασε παντού στο αίμα μου! Τα αυτιά μου ένιωθα ότι έβγαζαν καπνούς και η μύτη μου έτρεχε σαν βρύση. Τα μάτια μου ήταν κόκκινα και βουρκωμένα, όπως ολων.

Φάγαμε του σκασμού, ήπιαμε τις κινέζικες μπύρες μας και πληρώσαμε 30 δολλάρια το άτομο, δηλαδή λιγότερο από 3 ευρώ.

Λίγο πριν φύγουμε, μας κοίταξε ο S (ο οποίος ήταν ο μόνος που έφαγε το καυτερό κάρυ χωρίς να ιδρώσει τ’αυτί του) και είπε για πλάκα «τόσο πολύ λυπάστε που θα με αποχωριστείτε το Σάββατο, και κλαίτε?» κοροϊδεύοντας τα κόκκινα μάτια μας και τις «συναχωμένες» μύτες μας.

Κι εκείνη τη στιγμή σταματήσαμε να γελάμε και οι τέσσερις.

Γιατί ξέραμε, ότι σε τρεις μέρες θα λέγαμε αντίο και μάλλον για πάντα...

(συνεχίζεται)

1.14.2008

Τρίτη μέρα.... τα μαύρα αυγά!


Ως δια μαγείας, μετά το δεύτερο μάθημα, είχαμε γίνει όλοι πια φίλοι! Είναι πολύ παράξενο, πώς τόσοι ανθρωποι από τόσο διαφορετικές χώρες και κουλτούρες, καταφέραμε να γίνουμε φίλοι τόσο γρήγορα.

Ισως μας ένωνε το γεγονός ότι είμασταν όλοι σε μια ξένη χώρα, με ένα κοινό μόνο σημείο. Τις δουλειές μας.

Ο καθένας από εμάς είχε δημιουργήσει τη δική του «μίνι» παρέα. Εγώ είχα κολλήσει με τον Ινδό και τον συνάδελφο από το Καζακστάν, καθώς και με τα τρία κορίτσια από την Ταϊλάνδη.

Εκείνη την Τρίτη, ο Ινδός, o S. είχε κανονίσει να δει έναν συμπατριώτη του που παλιά δούλευαν μαζί στην Βομβάη. Έτσι δεν θα μας ακολουθούσε. Τα τρία κορίτσια, η P., η S., και η M., είχαν κανονίσει να πάνε για φαγητό σ’ένα διάσημο κινέζικο εστιατόριο.

Το “Yun Kee Restaurant”!

Ο Α., από το Καζακστάν μονολόγησε «δεν τρώω κινέζικο» και οι Ταϊλανδέζες τον κοίταξαν με τρόμο. «Τι τρως εδώ και δύο μέρες?» τον ρώτησαν. Αυτός μας κοίταξε με καημό χωρίς να απαντήσει, κι εγώ τους είπα «δεν τρώει σχεδόν τίποτα. Χτες ήμασταν οι τρεις μας, εγώ, αυτός και ο S και παλεύαμε να βρούμε φαγητό μή-ασιατικ ό για τον Α, ο οποίος στο τέλος έφαγε βραστό ρύζι.

Κοίταξα τα τρία κορίτσια και τους είπα «μμμ... δεν ξέρω, να έρθω?» και τότε ο Α έκανε την υπέρβαση «Οκ!» φώναξε «let’s go». Και πήγαμε.

Το εστιατόριο βρισκόταν πάνω στο νησάκι του Χονγκ Κονγκ. Στο νησί υπήρχαν τρεις τρόποι για να πάει κανείς. Ή με καραβάκι, ή οδικώς, ή .... με το μετρό.

Επιλέξαμε να πάμε με ταξί. Ένα πήραν τα 3 κορίτσια, ένα εγώ και ο Α. Η κίνηση στους δρόμους ήταν το κάτι άλλο, αλλά κανείς δεν έχανε την ψυχραιμία του και τη γαλήνια μορφή του. Ο Α μονολόγησε στη διαδρομή «καλύτερα που πάμε με ταξί, γιατί τη θάλασσα τη φοβάμαι. Δεν ήθελα να πάμε με το καραβάκι». Εγώ κούνησα το κεφάλι μου (πού να’ξερα τι με περίμενε) λέγοντας «κι εγώ δεν θα’θελα με τίποτα να πάω με το μετρό..μπρρρ!»

Πιάσαμε την κουβέντα για τις χώρες μας, για τον τρόπο που οδηγούν οι συμπατριώτες μας, για τους δρόμους που έχουμε στις πόλεις μας και για την ρύπανση. Αφού μιλήσαμε και μιλήσαμε και μιλήσαμε, η συζήτηση ολοκληρώθηκε. Κοιτάξαμε αμήχανα γύρω μας. Ήμασταν μποτιλιαρισμένοι, σταματημένοι και μέσα σ’ενα τουνελ.

«Λες να κοντεύουμε να φτάσουμε στη γέφυρα?» Ρώτησε ο Α.

«Α, έχει γέφυρα εδώ?» Απάντησα εγώ με ερώτηση.

«Ε, δεν ξέρω, αλλά κάπου εδώ πρέπει να είναι. Πώς θα πάμε στο νησί?»

Και τότε, ακούστηκε μια φωνούλα τσιριχτή και όλο χαρά από το μπροστινό κάθισμα

«We are now going to island, sir! When we get out of tunnel, we find island, sir!»

Παγώσαμε για λίγα δευτερόλεπτα.

“Sorry, where are we now???” ρώτησα ανήσυχη.

“We are under water, ma’am. Under sea, ma’am!”

Κοιταχτήκαμε με τον Α, κοκκαλωμένοι.

«Ακουσα καλά?» Του είπα χαμηλόφωνα. «Είμαστε ΚΑΤΩ από τη θάλασσα? Και σταματημένοι στη μέση του τούνελ???»

«Κάτω από τη θάλασσα???» ο Α, είχε ασπρίσει.

«Ψυχραιμία» του είπα «δεν μπορεί να είμαστε τοσο άτυχοι. Ας προσπαθήσουμε να μην το σκεφτόμαστε....»

Με το τρελλό μποτιλιάρισμα, μας πήρε δέκα λεπτά σχεδόν να βγούμε από το τεράστιο τούνελ. Οταν βγήκαμε, αφήσαμε κι οι δύο μια ανάσα ανακούφισης...

«Μου φαίνεται θα γυρίσουμε με καραβάκι» είπε χαμογελώντας ο Α.

«Ή και με το μετρό!» Είπα εγώ «πιο γρήγορα θα περάσουμε κάτω από τη θάλασσα, παρά με ταξί!»

...............

Καθήσαμε στο τραπέζι. Οι κοπέλλες από την Ταϊλάνδη ανέλαβαν να παραγγείλουν τις σπεσιαλιτέ.

Τους είπα ότι τρώω οτιδήποτε αρκεί να μην είναι σκυλάκι, βατραχάκι (δεν είμαι καννίβαλος), φιδάκι και οτιδήποτε δεν είναι συνηθισμένο στους δυτικούς λαούς.

Σε γενικές γραμμές όλα ήταν νόστιμα. Το ρυζάκι, τα λαχανικά, τα θαλασσινά....

Μέχρι που κάποια στιγμή, έσκασε και η σπεσιαλιτέ...

Τα μαύρα αυγά!

Μόλις τα είδα, σκιάχτηκα! Κοίταξα τα κορίτσια διστακτικά. "Δεν νομίζω ότι θα φάω" τους είπα. Κοίταξα τον Α, αλλά εκείνος μου χαμογέλασε και είπε "και δεν τα δοκιμάζουμε?".

"Μπράβο, Α??" του είπα "εσύ δεν φώναζες ότι δεν τρως κινέζικο?"

"Ναι, πριν πεινάσω! Τώρα, μετά από 3 μέρες, πεινάω!!!"

Και πεφτει με τα μούτρα στα ρύζια, στα νερόβραστα θαλασσινά, στα νούντλς και στα αμφιβόλου ράτσας λαχανικά!!!

Παίρνει τα ξυλάκια και τσιμπάει ένα κομμάτι αυγό και λίγο τζίντζερ.

"μμμμ... ωραία είναι!" μου λεει.

Ε, δεν άντεξα. Σκέφτηκα ότι για να αρέσουν στον ... Κοζαχο φίλο μας που δεν τρώει κινέζικο, θα αρέσουν και σ΄εμενα.

"μμμ... δεν είναι κι άσχημα" είπα. "Ποιό .. πουλί κάνει αυτά τα αυγά?"

Και τότε, η δεύτερη εκπληξη της βραδιάς ήρθε αυτή τη φορά από το στόμα της μίας Ταϊλανδής κοπέλλας

"What do you mean? The chicken makes these eggs!!!"

Μείναμε άφωνοι, εγώ και ο Α. Ρώτησα σαστισμένη, πώς γίνεται το αυγό της κότας να έχει αυτό το καφέ χρώμα στο ασπράδι και το μαύρο-πράσινο στον κρόκο.

"Μα, είναι παστά! Τα βάζουν ωμά στο αλάτι, τα αφήνουν πολύ καιρο, και γίνονται έτσι!" μου είπαν και οι τρεις χαρούμενες!!!!

Εριξα μια ματιά στον Α. "Θα φας κι άλλο?" τον ρώτησα.

"Ναι!" μου απάντησε και έφαγε κι άλλη μια μπουκίτσα!

Εσκασα στα γέλια και του'πα "και να μου το'λεγαν, δεν θα το πίστευα ότι εσύ θα έτρωγες κάτι που δεν θα έτρωγα εγώ σ'αυτήν την χώρα!"

Γελάσαμε με τις καρδιές μας, φάγαμε και μετά όλοι μαζί, και οι πέντε, στριμωχτήκαμε σε ένα ταξί και γυρίσαμε πάλι πίσω οδικώς.

Δεκάρα δεν έδωσα που βρισκόμουν κάτω απο αμέτρητα γαλόνια νερού, στη μέση του μποτιλιαρισμένου τούνελ. Δεκάρα δεν έδωσε ο Α που ήξερε ότι βρισκόταν κάτω από τη θάλασσα που τόσο φοβάται.

Ήμασταν με φίλους, περνούσαμε φανταστικά, κι αυτό ήταν αρκετό!!!

(συνεχίζεται)