12.22.2007

Ημέρα δεύτερη... στα θρανία!

Δευτέρα πρωί!

Άνοιξα την κουρτίνα και αντικρύζοντας για άλλη μια φορά το χάος που απλωνόταν κάτω από το παράθυρό μου, ανατρίχιασα!

«Μπρρρ! Δεν θα ξανακοιτάξω έξω!» μονολόγησα...

Ετοιμάστηκα και κατέβηκα βιαστικά στο δεύτερο υπόγειο. Έπρεπε να είμαι εκεί στις 8 το πρωί για να με παραλάβει ένα πούλμαν.

Από τον εικοστό τρίτο όροφο που βρισκόμουν, το ασανσέρ έκανε δεκα δευτερόλεπτα για να με κατεβάσει, ενώ ο αριστερός του τοίχος ήταν .. τζαμένιος με αποτέλεσμα να βλέπω το χάος από κάτω μου να με πλησιάζει. Όταν βγήκα από το θάλαμο, είχα βουλωμένα αυτιά και δεμένο στομάχι.

Το ασανσέρ οδηγούσε στο γκαράζ. Κοντοστάθηκα. Εκεί ήταν κι άλλος ένας κύριος, γύρω στα 40, ξανθός με γαλανά μάτια που περίμενε.

“Good morning!” του είπα.

“Good morning to you too” μου απάντησε. “Are you Spy?”. Εμεινα άφωνη! Αυτό είναι το παρατσούκλι που μου έχει βγάλει το μεγάλο αφεντικό, ο μεγάλος γυπας που έχει έρθει να διοικήσει το κοτέτσι.

“Don’t tell me… you know ‘K’?” τον ρώτησα

“Yes, of course!” μου απάντησε κι ένιωσα ότι έκανα τον πρώτο μου φίλο.

Σε πέντε λεπτά το σημείο που βρισκόμουν εγώ και ο ...Αυστραλός συνάδελφος, γέμισε με άλλα 6 άτομα. Τρία κορίτσια με φανερή ασιατική καταγωγή, έναν νεαρό που ενώ έδειχνε ασιάτης, καταλάβαινες ότι δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του στην Ασία, έναν μελαμψό νεαρό και έναν άλλον ασιατη κύριο, που φαινόταν από χιλιόμετρα ότι μάλλον ζούσε στην Ασία ούτως ή άλλως.

Μπήκαμε όλοι στο πούλμαν χωρίς να μιλήσουμε.

Σε δέκα λεπτά το πούλμαν μας κατέβαζε μπροστά από ένα πελώριο κτίριο, που στην κορυφή του είχε το έμβλημα του κοτετσιού μας!

«ΟΥΑΟΥ!» σκέφτηκα. Το μυαλό μου δεν είχε τίποτ’αλλο να σκεφτεί. Γέμισε με αυτό το μεγάλο «ΟΥΑΟΥ!».

Το σεμινάριό μας ήταν στον δέκατο όγδοο όροφο. Ξεροκατάπια πάλι και μπήκα στο ασανσέρ με τους υπόλοιπους.

Φτάνοντας, ένας κύριος μάς περίμενε και μας οδήγησε σε μία αίθουσα. Μιλώντας σπαστά Αγγλικά μας είπε «εδώ θα τρώτε το πρωινό σας και το μεσημεριανό σας. Περάστε παρακαλώ».

...Κι έτσι, 7 άνθρωποι από 6 διαφορετικά μέρη της υδρογείου, καθήσαμε στο ίδιο τραπέζι να φάμε πρωινό. ‘Ηταν 8 και 20.

Μέχρι τις 9, που θα άρχιζε το πρώτο μάθημα, από τα πέντε που θα παρακολουθούσαμε, ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες, μόνο κλεφτές ματιές και απαντήσαμε σε ερωτήσεις όπως “where do you come from?” και “did you have a nice flight?”.
Και στις 9, μπήκαμε στην «τάξη». Υπήρχαν δύο μεγάλα τραπέζια. Πάνω στο καθένα, υπήρχαν ετικέττες με τα ονόματά μας. Καθόμουν στο ίδιο "θρανίο" με τρείς συναδέλφους: έναν από την Ινδία, έναν από το Καζακστάν και μία από την Ταϊλάνδη.

Τελευταίοι μπήκαν άλλοι τρεις νεαροί. Ο ένας, ενώ δεν ήταν μαζί μας στο πούλμαν, κάθισε στο διπλανό μεγάλο "θρανίο". Οι άλλοι δύο μας είπαν "good morning everyone!".

Ήταν οι δύο εκπαιδευτές μας.

Έριξα μια ματιά έξω από το παράθυρο, δίπλα μου.

Ένας άγνωστος κόσμος απλωνώταν από κάτω.

Ήμουν εκεί, με ένα σωρό ανθρώπους που δεν είχα ξαναδεί ποτέ, που δεν ξέρω αν ήθελα και να γνωρίσω και θα έπρεπε να περάσω μαζί τους μια ολόκληρη βδομάδα.

Το μάθημα άρχισε.



(συνεχίζεται)

12.16.2007

Ημέρα πρώτη... με κομένη την ανάσα





Ξεκίνησα να σας γράφω ένα τεράστιο ποστ για το πώς πέρασα την πρώτη μου μέρα στο Χονγκ Κονγκ και το κωλο-μπλόγκερ τελευταία στιγμή τα έσβησε όλα!





Δεν μπαίνω στη διαδικασία να τα ξαναγράψω από την αρχή, θύμωσα!





Μου λείψατε πάρα πολύ και θα σας τα περιγράψω όλα χαρτί και καλαμάρι!





Προς το παρόν, αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση από την πρώτη μέρα στο Χονγκ Κονγκ ήταν αυτό που ένιωσα όταν άνοιξα την κουρτίνα του δωματίου μου για να δω την θέα.





Μου κόπηκε η ανάσα!





Ήμουν στον εικοστό τρίτο όροφο ενός ξενοδοχείου με σαράντα πέντε ορόφους!


Έμεινα κλεισμένη όλη την υπόλοιπη μέρα στο δωμάτιο, για να προετοιμαστώ ψυχολογικά. Είχα φύγει από την Ελλάδα το Σαββατο, είχα φτάσει εκεί Κυριακή και τα μαθήματα ξεκινούσαν την Δευτέρα.

..... ποιός ξέρει τι θα με περίμενε.

11.13.2007

Kotetsi express!!

Απ’ότι φαίνεται τελικά είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από τον χείμαρρο που λέγεται «επαγγελματική άνοδος» και «επαγγελματική καταξίωση».

Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν αυτό που βιώνω λέγεται έτσι. Αν αυτό είναι όμως τελικά η ... επαγγελματική καταξίωση και άνοδος, πονάει πολύ!

Το κοτέτσι μας τρέχει σαν την ταχεία. Το φωνάζω «κοτέτσι εξπρές», όπως το «όριεντ εξπρές» της μακαρίτισσας της Άγκαθα Κρίστι που λατρεύω. Βέβαια στο «όριεντ» είχαμε και έγκλημα, αλλά πού ξέρεις? Και το «κοτέτσι εξπρές» δεν παέι πίσω!

Υποτίθεται ότι είμαστε σε πάρα πολύ καλό δρόμο, μιας που ένας νέος κόκκορας θα έρθει στην ομάδα μας ώστε να επωμιστεί κι αυτός μέρος της ατελείωτης δουλειάς μας. Μέχρι να εκπαιδευτεί, βέβαια, και να μπορέσει να μπει γερά στο παιχνίδι... εμένα θα με έχουν πάρει τέσσερις!

Το ασθενοφόρο βρίσκεται έξω από το κοτέτσι και όποτε κάνω να βγω, οι τέσσερις τύποι ντυμένοι στα λευκά, κάνουν ‘ντου’ από την πίσω πόρτα του οχήματος και βγάζουν το φορείο.

«Ετοιμη, Άνιμα?» ρωτούν κάθε φορά με χαμόγελο, μα εγώ τους κάνω μια γκριμάτσα και απογοητεύονται.

Προχτές πέρασε και ο κύριος Κόρακας, ο... νεκροθάφτης του δάσους! Μπήκε με τουπέ στο κοτέτσι λέγοντας με στόμφο και καμάρι «Πού είναι το βατράχι Άνιμα Ράνα? Το βατράχι σας λέω!!» και το κεφάλι μου εμφανίστηκε μέσα από μια ντουζίνα χρυσά αυγά!

«Αααα! Ώστε εδώ είσαι, μικρό αμφίβιο? Για πλησίασε, έχουμε και δουλειές!!»

Τον πλησίασα δειλά-δειλά κι όταν έφτασα δίπλα του, το μαύρο κοράκι έβγαλε τη μεζούρα κι άρχισε να μου παίρνει τα μέτρα!

«Οοοοχι, δεν θα την πατήσω όπως τότε που τα κακάρωσε ο κυρ Θύμιος το ρακούν και δεν είχα έτοιμη την κάσα και μου πήρε τη δουλειά ο ανταγωνιστής μου, ο Νυφίτσας!»

Εγώ τον κοίταζα με απορία, αλλά στεκόμουν ήσυχο κι ακίνητο βατραχάκι.

Ο κόρακας τελείωσε το μέτρημα, σήκωσε το ημίψηλο καπέλο του με σοβαρότητα και είπε:

«Τα σέβη μου. Κοίταξε μην παχύνεις άλλο από ‘δω και πέρα. Κύριοι, αντίο σας.»

Κι έφυγε.

«Να μην παχύνω άλλο από ‘δω και πέρα????» είπα κοιτάζοντας τις κότες γύρω μου. Αυτές με κοιτούσαν με την ίδια απορία που τις κοιτούσα κι εγώ, οπότε δεν μπήκα στον κόπο να ανοίξω διάλογο.

Γύρισα πίσω στη δουλειά μου, στα χρυσά αυγά μου. Τα αγαπώ πολύ αυτά τα αυγά. Μ’αρέσει να τα παρακολουθώ καθώς μεγαλώνουν, πως αναπτύσσονται και, κάποιες φορές, πως διαλύονται. Μαθαίνω πολλά από αυτά. Τόσο πολλά, που στο τέλος θα ξεχάσω ότι είμαι ένα απλό βατράχι και θα πιστέψω ότι είμαι ο Μίδας, που ότι έπιανε γινόταν χρυσός. Θα ξεχάσω ότι αυτά τα αυγά στην πραγματικότητα δεν είναι δικά μου, κι ότι δεν πρέπει να θυσιάσω και τη ζωή μου κλωσσώντας τα. Θα ξεχάσω ότι είμαι βάτραχος και θα νομίζω ότι είμαι κότα! Κουακ ή Κουάξ??

Λέτε?

Θέλω να πιστεύω ότι ο νέος κόκκορας, που μας έρχεται από το διπλανό κοτέτσι, θα με βοηθήσει πολύ κι έτσι θα μπορέσουμε κι οι δύο να έχουμε φυσιολογικές ζωές από ‘δω και πέρα.

Βέβαια, αυτό το κοτέτσι έχει και τα τυχερά του, αλλά θα σας τα αποκαλύψω στο επόμενο ποστάκι.

Ένα μόνο θα σας πω, κλείνοντας, για να σας δώσω μια ιδεά.

Πετάει ο βάτραχος?????

Εεεεεε????

Πετάει???

Σας φιλώ!

ΚουάΞ!

10.29.2007

Κατέρρευσα!

Εδώ και πεντέμιση μήνες, οι ρυθμοί της επαγγελματικής μου ζωής αυξήθηκαν κατακόρυφα! Στην ουσία, με το που γύρισα από την γαμήλια άδεια, λες και μου το φυλούσαν για γαμήλιο δώρο, ξεκίνησα να εργάζομαι σε εξαντλητικά ωράρια.

Είχα μόλις αλλάξει τομέα και, ήταν γνωστό, ότι το νέο πόστο θα απαιτούσε πολλές ώρες εργασίας και κόπου. Και δεν είχα πει όχι. Μ’αρέσει η δουλειά μου στο κοτέτσι και νομίζω ότι έχω ξεχωρίσει ανάμεσα σε τόσες κοτούλες.

Αυτός ο τομέας είχε μια ιδιαιτερότητα. Η .... ανώτερη κότα έλειπε με άδεια μητρότητας. Υποτίθεται ότι είχε αφήσει πίσω της μια άλλη κότα και έναν κοκκορίκο να βγάλουν τη δουλειά, αλλά ο κοκκορίκος παραιτήθηκε. Κι έτσι βρέθηκα εγώ εκεί να βοηθήσω την κατάσταση.

Το πιο σύνηθες ωράριο ήταν 8.30 το πρωί με 9 το βράδυ. Κάποιες μέρες που η δουλειά ήταν περισσότερη, καθόμασταν και μέχρι τις 11 το βράδυ. Μια φορά είχαμε καθήσει και μέχρι τις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα, σαν τους δράκουλες!

Τον πρώτο μήνα που πληρώθηκα τις υπερωρίες μου, εντυπωσιάστηκα! Η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους μήνες ο μισθός μου έχει εκτοξευθεί στα ουράνια και αυτό με βοήθησε να κλείσω πολλές τρύπες. Το αντάλλαγμα βέβαια ήταν να στερηθώ τον αγαπημένο μου πάπιο, τον αγαπημένο μου σκύλο, τους αγαπημένους μου φίλους, τους αγαπημένους μου συγγενείς και, φυσικά, ένα καθαρό κι αξιοπρεπές σπίτι!

Τον τρίτο μήνα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ζω για να δουλεύω, δεν δουλεύω για να ζω. Κι είχε αρχίσει να με ενοχλεί όλο αυτό. Αυτό όμως που με ενοχλούσε ακόμα περισσότερο, ήταν το γεγονός ότι είχα αρχίσει να νιώθω το κορόιδο της υπόθεσης.

Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ακριβώς τι κάνουμε σ’αυτό το τμήμα, πόση ώρα πρέπει να μας παίρνει και πόση, λογικά, υπερωρία πρεπει να κάνουμε και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μάλλον το παρακάναμε με τις υπερωρίες.

Μίλησα στην κότα συνάδελφο, που ήταν υποτίθεται υπεύθυνη για μένα μέχρι να γυρίσει η ανώτερη κότα. Εκείνη, δεν ξέρω, ή δεν καταλάβαινε ότι πραγματικά ένιωθα κουρασμένη, ή έκανε πως δεν καταλάβαινε.

Τέλος πάντων, πέρασαν άλλοι δύο μήνες. Ο τελευταίος μήνας ήταν ο χειρότερος. Το πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεββάτι. Σερνόμουν στην κυριολεξία. Στην δουλειά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν όταν δακτυλογραφούσα και μπέρδευα τα λόγια μου όταν μιλούσα.

Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως, ήρθε ο ΝΕΟΣ ΑΡΧΙ-ΓΥΠΑΣ! Ναι, γιατί εκείνος που είχε έρθει πριν παααρα πολύ καιρο που σας είχα πεί, έφυγε μετά από μια βδομάδα!

Ο νέος αρχι-γύπας μας ήρθε από πολυυυ μακριά και μαζί του έφερε νέα πνοή στο κοτέτσι! Αρχισε να βλέπει ότι κάτι δεν πάει καλά με την κατανομή εργασίας και τις υπερωρίες μας. Αρχισε να παρακολουθεί πιο στενά τις δουλειές μας. Αρχισε να βγάζει τα συμπεράσματά του.

Εντωμεταξύ, οποία ευτυχία, επέστρεψε και η ανώτερη κότα από την άδεια μητρότητας! Είδε κι εκείνη τον κακό χαμό που επικρατεί κι ενώ εγώ συνέχιζα να λέω ότι δεν αντέχω άλλο να δουλεύω τόσες ώρες, η άλλη κότα (η απλή κότα) επέμενε ότι η δουλειά δεν μπορεί να βγεί διαφορετικά.....

Πριν δυο εβδομάδες έπιασα τον εαυτό μου να .... αποκοιμιέται εν ώρα εργασίας (αν θεωρείται ώρα εργασίας η 10.30 το βράδυ!). Το σώμα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει, κι εγώ το είχα καταλάβει.

Την τελευταία βδομάδα ήταν το αποκορύφωμα. Είχα την όψη νεκρού. Γκρι-μπεζ-κιτρινο. Όσο μακιγιάζ και να έριχνα στη μούρη μου, δεν γινόταν τίποτα. Ήμουν ένας άθλιος βάτραχος....

Το μπάμ έγινε την περασμένη Παρασκευή. Κατέρρευσα! Απότομη πτώση πίεσης, απίστευτη αδυναμία στα άκρα και...... μπλούμ! Παρ’την κάτω την βατραχο-μούρα!

Ο γιατρός που κλήθηκε να με εξετάσει, κοίταξε με μίσος τους υπόλοιπους και είπε «καλά, αυτό το βατράχι είναι στα πρόθυρα υπερκόπωσης, κανείς σας δεν το πήρε χαμπάρι?».

Ο ΑΡΧΙ-ΓΥΠΑΣ σήκωσε ανάστημα, το ίδιο και η ανώτερη κότα! Με έστειλαν σπίτι μου για ξεκούραση, αγριοκοιτάζοντας την άλλη κότα που είχε αγνοήσει τις εκκλήσεις μου....

Σήμερα Δευτέρα, είμαι στο σπιτάκι μου και νιώθω πολύ καλύτερα. Ισως αύριο, το πολύ μεθαύριο να επιστρέψω στο κοτέτσι. Δεν θα φεύγω στην ώρα μου, αλλά σίγουρα όχι στις 9 το βράδυ. Κατά τις 6 θα εξαφανίζομαι.

Μερικές φορές μπορεί να λέμε την αλήθεια, μα να μην μας παίρνουν στα σοβαρά οι άλλοι. Προφανώς επειδή οι ίδιοι είναι ψεύτες και δεν μπορούν να πιστέψουν ότι κάποιος μπορεί για μια φορά να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στ’αλήθεια....

Φίλοι μου, είμαι πάλι πίσω στην παρέα σας! Για όλες τις υπερωρίες του κόσμου, δεν θα μπορούσα να στερήσω στον εαυτό μου τη χαρά που νιώθω όταν είμαι μαζί σας!

Φιλάκια,

Ο.... τσαλακωμένος βάτραχος,

Ανιμα Ρανα

9.23.2007

Αλαν - Το μπαράκι

..... Σκοτάδι....

Φωνές... Κραυγές....

Μυρωδιά σαπίλας.... Γεύση αίματος....

....Κι εγώ τρέχω. Τρέχω να σωθώ, τρέχω να γλυτώσω, τρέχω να βγω έξω από το τούνελ, έξω στο φώς.

...Το φως! Πρέπει να φτάσω στο φώς! Τα ρούχα μου ματωμένα... Μα τρέχω.

Τα πόδια μου βαριά... Μα προσπαθώ.

Ένα ξερακιανό χέρι μου αρπάζει το δεξί αστράγαλο και μπήζει τα μακρυά και μυτερά νύχια του στο δέρμα μου!

Πέφτω κάτω... Το πρόσωπό μου πασαλείβεται με αίμα.

Προσπαθώ να σηκωθώ. Πρέπει να βγω στο φώς, πρέπει να σωθώ.

...Τα σουβλερά νύχια με κρατάνε καλά και μέσα στο σκοτάδι νιώθω ότι το πλάσμα που με έριξε κάτω, σκαρφαλώνει στο πεσμένο σώμα μου και .....


-"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!"

Βγάζω μια κραυγή στο σκοτάδι και πετάγομαι στον αέρα. Κοιτάζω γύρω μου. Δεν είμαι σε κανένα τούνελ και δεν έχω κανένα πλάσμα κοντά μου. Είμαι στο κρεββάτι μου, στο δωμάτιό μου και η ώρα είναι 5.20 τα χαράματα.

Ξεφυσάω και σηκώνομαι. Πάω στην κουζίνα και ετοιμάζω τον εσπρέσσο μου. Ούτως ή άλλως, ποιός έχει όρεξη να ξανακοιμηθεί μετά από αυτό?

Ενώ γίνεται ο καφές, στην παραδοσιακή καφετιέρα εσπρέσσο, εγώ παρακολουθώ τις μικρές φλόγες που βγαίνουν από το γκαζάκι, μήπως ξαναδώ το χαιρέκακο χαμόγελο που είχα δει πριν τρεις μήνες. Τότε που άρχισαν όλα. Τα οράματα, οι εφιάλτες, οι φωνές....

Βάζω τον καφέ στο φλυτζάνι μου, πίνω τρεις γουλιές και αρχίζω να συνέρχομαι. Σκέφτομαι τι θα μου πει ο φίλος μου ο Σώτος, όταν θα του περιγράψω κι αυτόν τον εφιάλτη.

Ο Σώτος με κοροϊδεύει. Λέει ότι μου λείπει το σεξ κι ότι έχω αρχίσει και τα παίζω. Ότι πρέπει να μου φέρει καμιά ξέκωλη για να στανιάρω. Κι εγώ του απαντώ ότι, μετά από την ζημιά που έπαθα πριν τρεις μήνες, να μου λείπουν οι ξέκωλες. Κι αυτός γελάει. Γιατί δεν με πιστέυει...

Ο Σώτος γενικώς με έχει στο χώσιμο και στο δούλεμα, από τότε που παντρεύτηκε δηλαδή, εδώ και πέντε χρόνια, ενώ εγώ παραμένω εργένης. Στα τελευταία μου γενέθλια, πριν τρεις μήνες, είχαμε βγει για φαγητό με τη γυναίκα του, τη Μάρθα, και κοντέψαμε να τσακωθούμε άσχημα.

"Καλά, είσαι σοβαρός? Κλείνεις τα σαράντα, μας βγάζεις έξω για φαγητό, κι έρχεσαι ασυνόδευτός??" είπε μόλις με είδε.

Όλη η βραδιά κύλησε με διαρκείς σπόντες από την πλευρά του, μέχρι που στο τέλος τα πήρα και τον διαολόστειλα. Ευτυχώς μπήκε στη μέση η Μάρθα και ηρέμησαν τα πνεύματα. Αλλιώς, θα τον χτυπούσα. Στα όριά μου με είχε φέρει.

Κι όμως, από τη μέρα εκείνη, που έκλεισα τα 40, κάτι άλλαξε. Μετά το εστιατόριο, τους άφησα σπίτι τους κι έφυγα. Κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου μου, ο Σώτος μου φώναξε "Αύριο μην τολμήσεις να έρθεις στην δουλειά αν δεν έχεις πηδήξει!". Του έκανα μια άσεμνη χειρονομία χαμογελώντας κι έφυγα.

Πηγαίνοντας προς το δικό μου σπίτι, πέρασα μπροστά από ένα μπαράκι, το οποίο ήμουν σίγουρος ότι δεν το'χα ξαναδεί. Η επιγραφή έγραφε "SAMSΑ ΤRΑΝ", και σου έδεινε μια αίσθηση μεταξύ ασιατικού κακόφημου μπαρ και αισθησιακής ατμόσφαιρας. Το προσπέρασα σκεπτόμενος "πότε άνοιξε αυτό εδώ?" και "αύριο μην τολμήσεις να έρθεις στην δουλειά αν δεν έχεις πηδήξει!".

Σταμάτησα το αυτοκίνητο, έκανα όπισθεν και πάρκαρα κοντά στο μπαρ.

Μπήκα μέσα. Ο φωτισμός ήταν κόκκινος. Το μπαρ φιλοξενούσε μερικούς τύπους οι οποίοι μιλούσαν με τις αντίστοιχες "σερβιτόρες", ενώ στα τραπεζάκια είδα και μερικά παράνομα ζευγαράκια. Μου φάνηκε ότι είδα και τον διευθυντή λογιστιρίου της "ΣΜΑΡΤ", της εταιρίας που εργαζόμουν, να έχει απλωθεί στο κάθισμά του, με τα μάτια μισόκλειστα, ενώ μια ξανθιά ύπαρξη με κοντό μαύρο σορτσάκι, δυκτιωτό καλσόν και ψηλοτάκουνη γόβα, ήταν σκυμμένη πάνω από το "επίμαχο σημείο" του και τον περιποιόταν.

Γύρισα αλλού το κεφάλι μου, για να μην με δει. 'Ηταν παντρεμένος, με δύο παιδιά και την άλλη μέρα αραββώνιαζε τη μεγάλη κόρη του.

Έκατσα στο μπαρ. Παρείγγηλα ένα ουίσκι. Το ποτό μου έφτασε αμέσως και το ήπια πολύ γρήγορα.

Το ένα ποτό έφερε το άλλο, μα δεν έφερε καμία γυναίκα στο πλευρό μου.

"Ρε μπας κι έχει δίκιο ο Σώτος?" σκέφτηκα. "Μπας κι είμαι τόσο ξενέρωτος που ούτε οι τσούλες δεν με θέλουν?".

Η ώρα περνούσε και την άλλη μέρα δούλευα. Μετά το τρίτο ποτό πλήρωσα κι έφυγα.

Βγήκα από το μαγαζί και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητό μου.

Στα δύο μέτρα πριν το αυτοκίνητο, σταμάτησα έκπληκτος. Μπροστά από την πόρτα του οδηγού, με περίμενε μια γυναίκα.

Ήταν ψηλή, με τέλειες αναλογίες, με κατάμαυρο μαλλί, καταγάλανα μάτια και υγρά χείλη.

"Πάμε?" μου είπε.

"Συγνώμη" είπα κοιτώντας πίσω προς το μπαράκι, "πώς εσύ ξέρεις.."

"Πάμε?" μου ξανάπε και , ειλικρινά, με μαγνήτισε με το βλέμμα της.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος και σε δέκα λεπτά ήμασταν σπίτι μου.

Μπαίνοντας μέσα, την κοίταξα από πάνω ως κάτω. Φορούσε μίνι μαύρη φούστα, κολλητό μαύρο μπλουζάκι, δυκτιωτό καλσόν, ψηλοτάκουνη γόβα και μαύρο στενό και δερματινο σακκάκι.

"Γιατί όλα μαύρα?" της είπα

Γύρισε και με κοίταξε με το παγωμένο γαλανό βλέμμα της.

Μετά υπήρξε ένα κενό στη μνήμη μου. Δεν έχω καταφέρει μέχρι σήμερα, τρεις μήνες μετά, να θυμηθώ. Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά, είναι να την έχω γυμνή στο κρεββάτι, από πάνω μου, να με εξαντλεί, να μου ρουφάει όλη την ενέργεια, να με απογειώνει με τα κόλπα της, να με καταβροχθίζει στην κυριολεξία, να την ξεσκίζω από παντού, να την θαυμάζω για την αντοχή της - ούτε μπαταρίες να είχε βάλει - ακούραστη η γκόμενα! Να νιώθω ότι δεν πηδάω εγώ αυτήν, αλλά αυτή εμένα, λες και με είχε βάλει στο μάτι και αυτός είναι ο τρόπος της να με εξοντώσει.

Μετά πάλι κενό.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να είμαι δεμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα κι εκείνη να "περιποιείται" το όργανό μου με τόση μανία που στο τέλος πονώντας της φώναξα "σταμάτα!" κι αυτή μου απάντησε "σκάσε!".

Μετά πάλι κενό.


....Και μετά, ξύπνησα το πρωί, με βαρύ κεφάλι και με αυτήν να έχει εξαφανιστεί.

Φιάχνοντας τον καθιερωμένο μου εσπρέσσο, είδα στις φλόγες της φωτιάς, μικρά πρόσωπα να μου χαμογελούν χαιρέκακα και, τρομαγμένος, πέταξα το γκαζάκι και την καφετιέρα στον νεροχύτη...

Εκείνη την ημέρα, στη δουλειά, ο Σώτος μόλις με είδε αναφώνησε "ρε μαλάκα, είπαμε να πηδήξεις, όχι να διαλυθείς!" και έσκασε στα γέλια.

Του απάντησα τσαντισμένος "Δεν κατάλαβα! Δική σου ιδέα ήταν? Ποιά ήταν αυτή? Λέγε ρε!" κι αυτός ανήσυχος μου είπε "τι εννοείς, ρε φιλε? για ποιάν μου μιλάς?".

Του είπα όλη την ιστορία, κι είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Όλη τη μέρα, αντί να είναι στο τμήμα του και να κάνει τη δουλειά του, ασχολιόταν με μένα. Με ρωτούσε διαρκώς αν είμαι καλά και ανησυχούσε γιατί το βλέμμα μου είχε κάτι το διαφορετικό που δεν του άρεσε καθόλου.

Φεύγοντας από τη δουλειά εκείνη τη μέρα, μού ζήτησε να τον πάω να δει αυτό το μπαράκι. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, του λέω "εδώ παρακάτω είναι". Είχαμε πλησιάσει πολύ. Στην επόμενη στροφή, θα κάναμε αριστερά, θα προχωρούσαμε γύρω στα 200 μέτρα, μετά θα κάναμε δεξιά στο στενάκι και....

"Εδώ, στο δεξί σου χέρι είναι" του είπα

"Πού, δίπλα στο βιβλιοπωλείο?"

"Ε, κάτσε να δω, εεε, όχι, κάτσε. Πού είναι ρε φίλε?"

Μείναμε δέκα λεπτά σταματημένοι, μ'εμένα να έχω κατέβει από το αυτοκίνητο, να περπατάω πάνω-κάτω όλο το στενό, μα το μπαράκι πουθενά!

"Εντάξει, Άλαν, μην τρελλαίνεσαι, εγώ για πλάκα στο'πα χτες ότι πρέπει να πηδήξεις, μην μασάς. Όλα εντάξει, πάμε να φύγουμε" μού είπε, με ένα απαλό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Τον άρπαξα από τον γιακά, εξοργισμένος!

"Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω?? Εδώ ήταν!!!"

"Καλά, Άλαν, θα έρθουμε κι αύριο να ψάξουμε. Ίσως μπήκες σε λάθος δρόμο." είπε, τρομαγμένος αυτή τη φορά.

Του άφησα απαλά το γιακά.

"Σόρυ φίλε. Δεν ξέρω τι μ'έπιασε..."

Τον άφησα σπίτι του, πήγα σπίτι μου, κι από εκείνη τη μέρα, άρχισα να βλέπω εφιάλτες τα περισσότερα βράδια, να ακούω φωνές κατά τη διάρκεια της ημέρας και να βλέπω πρόσωπα μέσα στις φλόγες, μέσα στο νερό, μέσα στην σβηστή οθόνη της τηλεόρασης....

Τρεις μήνες πέρασαν.

Και σήμερα, αυτός ο εφιάλτης, μ'αυτό το αθλιο πλάσμα....

Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Εφτά παρα δέκα! Πρέπει να είχα αφαιρεθεί πολύ, βυθισμένος στις σκέψεις μου, που δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα.

Άρχισα να ντύνομαι για την δουλειά. Δεν έπρεπε να αργήσω!

Πουκάμισο, παντελόνι, γραβάτα. Το σακκάκι μου κρεμασμένο, να με περιμένει. Κάθησα στο κρεββάτι για να φορέσω κάλτσες και παπούτσια. Μόλις έβαλα την δεξιά κάλτσα, ένιωσα έναν πόνο στο πίσω μέρος του δεξιού μου αστραγάλου.

Κατεβάζω την κάλτσα λίγο, και τι να δω!

Τέσσερις μικρές πληγές, στο πίσω και κάτω μέρος της δεξιάς μου γάμπας.

Τέσσερις μικρές πληγές, με μελανιές γύρω τους, σαν... σαν κάποιος με σουβλερά νύχια να μου είχε αρπάξει το πόδι!

8.31.2007

Γράμμα από το μέτωπο

Το παρακάτω κείμενο δεν είναι δικό μου. Μου το έστειλε συνάδελφος. Μπορεί να το λάβατε κι εσείς και να το έχετε ήδη διαβάσει.

Δεν έχω καταφέρει να το διαβάσω ολόκληρο. Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να το διαβάσω ολόκληρο. Το ξεκινάω, μα η ανάγνωση εμποδίζεται από δάκρυα...

Κάθε πρωί που ξυπνάω, μετά από τριάντα δευτερόλεπτα, δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Κι αυτό το σύμπτωμα είχα να το βιώσω από τότε που έχασα τη μητέρα μου.

Με έκαναν να ξανανιώσω όπως τότε. Μπορείτε να το πιστέψετε?

Ποιοί είναι αυτοί που έχουν αυτό το δικαίωμα?

Το κείμενο είναι όλο δικό σας. Συγχωρέστε τυχόν ορθογραφικά ή αν οι παράγραφοι δεν είναι σωστά χωρισμένες. Δεν το έχω διαβάσει. Θα το διαβάσω όταν θα καταφέρω να ξυπνάω το πρωί και το κλάμμα να μην είναι το πρώτο πράγμα που με καλημερίζει....



QUOTE


ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ ΝΙΚΟ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟ ΟΠΟΥ ΠΛΑΪ ΠΛΑΪ ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ ΔΙΝΑΜΕ ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ


Ο αποστολέας του email είναι φίλος, εθελοντής δασοπυροσβέστης, και τοκείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από έναν από τους συναδέλφους του!

21/8/2007

"Σημειώνεται ότι δεν υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί λόγω της πυρκαγιάς πληνενός πυροσβέστη ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Σισμανόγλειο» μεαναπνευστικά προβλήματα." Είναι πολύ παράξενο να διαβάζεις τη ζωή σου μέσα από την αποστειρωμένηλογική της δημοσιογραφίας.. Θα ήθελα να ξεχάσωτα 3-4 πρόβατα που δεν πρόλαβαμε να βγάλουμε από το μαντρί και τα ακούγαμενα σκούζουν καθώς μας πλησίαζε η φωτιά, και εκείνο το σκυλάκι πουπαρέμεινε σιωπηλό και δεμένο μέχρι τη στιγμή που πανικόβλητο κατάλαβε οτιδεν υπάρχει σωτηρία.. τα αφεντικά του λείπαν διακοπές και κανείς δεν μαςειδοποίησε για αυτό..

Θα ήθελα να ξεχάσω τα πουλιά που δεν προλάβανε ναφύγουν απο τα πεύκα καθώς γινόντουσαν παρανάλωμα του πυρός και τα είδαστον αέρα να φτερουγίζουν για λίγο και ύστερα να πέφτουν σαν φθινοπωρινάφύλλα..

Θα ήθελα να ξεχάσω τα τρομαγμένα πρόσωπα των συναδέλφων μου ότανείδαμε τις 50μετρες φλόγες να μας ζώνουν από παντού Θα ήθελα να ξεχάσω τιςαγωνιώδεις εκκλήσεις των ιδιοκτητών όλων των σπιτιών τριγύρω μας ότανάρχισαν να γλύφουν τα σπίτια τους οι φλόγες

Θα ήθελα να ξεχάσω όλουςαυτούς που ήρθαν με τζιπάκια κάνοντας χειρόφρενα και πατώντας γκάζι μόνοκαι μόνο για να απολαύσουν το θέαμα, χωρίς να μας βοηθάνε όταν ταρουθούνια μας τρέχαν κατράμι και μασούσαμε στάχτη,

Θα ήθελα να τους ξεχάσωόταν προσπαθούσαμε να φύγουμε κόβωντας μάνικες και δεν μπορούσαμε επειδήείχαν δημιουργήσει κυκλοφοριακό κομφούζιο μπροστά μας Θα ήθελα επίσης ναξεχάσω όλους αυτούς που πίναν καφέ και μας ειρωνεύονταν την ώρα που δίναμεκαι ίσα που κρατούσαμε την ψυχή μας

Θα ήθελα να ξεχάσω αυτούς πουτραβούσαν πανικόβλητοι τις εγκαταστάσεις μας και μας άφηναν εκτεθειμένουςστις φλόγες

Θα ήθελα να ξεχάσω τις πανικόβλητες φωνές συναδέλφων στονασύρματο όταν τους κύκλωνε η φωτιά Θα ήθελα να ξεχάσω αυτή τη λαίλαπα πουδεν υπήρχε τρόπο να φρενάρεις και λαίμαργα κατάπιε τις όμορφες περιοχές πουκάποτε χαρήκαμε ώς παιδιά και τα παιδιά μας δεν θα ξέρουν οτι υπήρχαν

Μα δεν θα ξεχάσω εκείνους τους χειριστές των ελικοπτέρων που τελευταία στιγμή μαςδημιούργησαν δίοδο διαφυγής μέσα από τους θεόρατους τοίχους φωτιάς που μαςπεριτριγύρισαν

Μα δεν θα ξεχάσω τους συνάδελφους απο Αταλάντη που ήρθαν ναμας βοηθήσουν σε μια ξένη για αυτούς περιοχή

Μα δεν θα ξεχάσω όλες τιςκυβερνήσεις έως τώρα που επιτρέπουν σε οικοπεδοφάγους να χτίζουν, πουαντιμετωπίζουν με αναλγησία τους εμπρησμούς και κοροιδεύουν τουςΕθελοντές.

Μα δεν θα ξεχάσω το κράτος που ούτε γάντια δεν μας έδωσε, πόσομάλλον ενα ευχαριστώ, για να μήν θίξει την επιτηδευμένη ανικανότητα τουμπροστά στα συμφέροντα. Μα δεν θα ξεχάσω οτι καταφέραμε 4 παιδιά με 1όχημα να σταματήσουμε ενα μέτωπο 500 μέτρων, να σώσουμε 5 σπίτια καιμερικά πρόβατα.. Θα βοηθήσει να μπορέσω να κοιμηθώ όταν θα γυρίζουν οιεικόνες φρίκης στο μυαλό μου.

Μα δεν θα ξεχάσω την όμορφη τραυματιοφορέαπου μου συμπαραστάθηκε όταν δεν είχα αναπνοή, τους έμπειρους γιατρούς πουπέσαν πάνω μου και μου ξαναδώσαν μέλλον, καθώς και το νοσηλευτικόπροσωπικό που ξεχείλιζε απο ανθρωπιά και καλοσύνη. Σας ευχαριστώ.

Και δεν θα ξεχάσωνα λέγομαι ακόμα άνθρωπος και να χρωστάω στη φύση ενα μεγάλο συγνώμη γιαόλες τις καταστροφές που της έχει προξενήσει το είδος μου. Η απορία μουείναι οι βίλες που θα χτίσετε θα έχουν νόημα εαν δεν υπάρχει πια πράσινογύρω σας; Όταν ο αέρας


θα μυρίζει στάχτη και θα σου καίει τους πνεύμονες;



πώς διάολο θα αναπνέετε εσείς κει πάνω και εμείς εδώ κάτω;

UNQUOTE

8.20.2007

206

Η Λίνα, ήταν μια ιδιαίτερη γυναίκα που είχε δύο πρόσωπα. Ήταν πρώτ’απ’όλα τολμηρή, θαρραλέα, δυναμική και καλλιτέχνης.

Στα δάχτυλά της το πιάνο έπαιρνε πνοή και πλημμύριζε το χώρο γύρω του με ζωή.

«Το πιάνο είναι η προέκταση των χεριών μου» έλεγε. «Ο πιο πιστός μου σύντροφος, που δεν θα με αφήσει ποτέ».

Στην ηλικία των 40 ετών είχε ήδη χηρέψει δυο φορές. Ο μόνος που της είχε συμπαρασταθεί τελικά και την είχε βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της αξιοπρεπώς και να επιβιώσει, ήταν το πιάνο της που, εκείνα τα χρόνια, της εξασφάλιζε ένα γερό εισόδημα, γι’αυτήν και τις δύο κόρες της.

Το άλλο πρόσωπο της Λίνας, ήταν η καταπιεστική συμπεριφορά της σ’αυτές...

Η Λίνα πέρασε σχεδόν τη μισή ζωή της καταπιέζοντας και τις δύο κόρες της, ελέγχοντάς τες διαρκώς, καταδυναστεύοντάς τες και προσδοκώντας να γνωρίζει διαρκώς τα πάντα γι’αυτές.

Στην ηλικία των 50 ετών, έφυγε από τη χώρα που μέχρι τότε ζούσε, αφήνοντας πίσω της την μεγαλύτερη – και πιο αντιδραστική – κόρη της, με σκοπό να ακολουθήσει σε μια άλλη χώρα την μικρότερη – και πιο ευαίσθητη – κόρη.

Η Λίνα πέρασε το δεύτερο μισό της ζωής της καταπιέζοντας την μία κόρη της.

Μία κόρη, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν. Μία κόρη, με ευαισθησίες, χαρίσματα, υπομονή, σεμνότητα, ήθος, γνώσεις, τρόπους και πίκρα...

Μία κόρη που, μαθημένη έτσι από τη μάνα της, δεν αντέδρασε ποτέ και σε κανέναν. Ούτε στον δύστροπο άντρα της, ούτε στο κακομαθημένο παιδί της. Μία κόρη που, σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση αργά ή γρήγορα και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...

Η Λίνα δεν τα πήγαινε καλά με κανέναν. Ούτε με φίλες, ούτε με συγγενείς, ούτε με εγγόνια. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να έχει το μέγιστο της προσοχής και της φροντίδα της κόρης της, πράγμα που επίσης διεκδικούσαν ο γαμπρός της και η εγγονή της.

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε η στοργική γιαγιά, που θα έπαιρνε στα γόνατά της το εγγονάκι της για να παίξουν, ή που θα του διάβαζε παραμύθια πριν κοιμηθεί. Η Λίνα υπήρξε η γιαγιά που έδενε κόμπο τα κορδόνια των παπουτσιών της εγγονής της, για να την τιμωρήσει που δεν τα είχε στη σωστή θέση. Ήταν η γιαγιά που κατάβρεχε την εγγονή της, όταν αυτή – ως παιδάκι – γελούσε νευρικά. Ήταν η γιαγιά που είχε βουτήξει μέχρι και σ’ενα πιάτο μακαρονάδα με σάλτσα το κεφάλι της εγγονής της, επειδή η μικρή χασκογελούσε και δεν έτρωγε το φαΐ της...

Η Λίνα στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ γιαγιά. Ήταν πάντα ο εκκεντρικός καλλιτέχνης, που αν τον εκνευρίσεις είναι ικανός να σου φορέσει κολλάρο ένα ολόκληρο κοντραμπάσο. Η εγγονή της δεν την πολυσυμπαθούσε γιατί η γιαγιά την μάλωνε πολύ όταν έκαναν μαθήματα πιάνου. Η μικρή αγαπούσε πολύ τη μουσική, αλλά με τέτοια δασκάλα, γρήγορα τα παράτησε. Είχε πλέον καταλάβει ότι όλα τελικά είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι η γιαγιά ανταγωνιζόταν την εγγονή, για την αγάπη της ενδιάμεσης....

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή πεθερά. Μισούσε τον γαμπρό της και αυτός το ίδιο. Και οι δύο συναγωνίζονταν ποιός θα έχει τη μεγαλύτερη φροντίδα και προσοχή από την κόρη και σύζυγο ταυτόχρονα. Η κόρη, προσπαθούσε να τους έχει όλους ευχαριστημένους, αλλά μάταια. Η Λίνα πάντα της έλεγε ότι την έχει παραμελημένη εξ’αιτίας του γαμπρού και ο σύζυγος πάντα της έλεγε ότι τον έχει γραμμένο εξ’αιτίας της πεθεράς. Κάπου εκεί ανάμεσα, κι η εγγονή της Λίνας έβαζε την κακομαθημένη πινελιά της, κάνοντας τη ζωή της μητέρας της ακόμα πιο δύσκολη...

Κι η κόρη της Λίνας, πολύ σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση, αργά ή γρήγορα, και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...

Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή οικονόμος. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να εισπράττει το μισθό της, να μη δίνει δεκάρα σε ασφαλιστικά ταμεία και να τρώει όλα τα λεφτά της.

Ήρθε κάποτε η στιγμή που η Λίνα δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Τα γέρικα, σκληρά δάχτυλά της είχαν χάσει την ελαστικότητα και την παλιά τους χάρη. Το πιάνο την κούραζε, δεν την απογείωνε. Κάποια στιγμή, το πιάνο της άρχιζε να κουράζει και τους ακροατές της...

Στην ηλικία των 75, η Λίνα σταμάτησε οριστικά να δουλεύει. Δεν είχε αποταμιεύσει ποτέ φράγκο και δεν είχε καμία σύνταξη. Δεν την απασχολούσε όμως, γιατί είχε μια κόρη. Μια κόρη υπομονετική, βολική και του χεριού της...

Και πήγε να μείνει μαζί της.

Τα επόμενα χρόνια ήταν εφιαλτικά. Στο σπίτι διαδραματιζόταν ένας κανονικός εμφύλιος πόλεμος με την κόρη της Λίνας να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σ’αυτήν και τον σύζυγό της, ανάμεσα στο σύζυγό της και την κόρη της κι ανάμεσα στην κόρη της και την Λίνα....

Κι ο καλός Θεούλης έδωσε τη λύση...

Μία μέρα, η κόρη της Λίνας διάβαζε με προσοχή τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων. Ήταν πλέον επιβεβαιωμένο. Τόσες διαφορετικές εξετάσεις, μα το ίδιο αποτέλεσμα. Η κόρη της Λίνας έπασχε από μια πάθηση που σιγά-σιγά θα την αποδυνάμωνε...

Όταν πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα και η κόρη της Λίνας δεν μπορούσε πια να εξυπηρετήσει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό, απευθύνθηκε στην αδερφή της, ναι, ναι, αυτήν που η Λίνα είχε αφήσει πίσω πριν τριάντα χρόνια περίπου.

Μαντέψατε την απάντηση?

Μα φυσικά η άλλη κόρη δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την συντήρηση της ηλικιωμένης πια μητέρας της. Ήταν παντρεμένη, είχε παιδί κι εγγόνια και καθόλου λεφτά για την μαμά της. Τα λεφτά της τα φυλούσε για να μπορεί να πηγαίνει ταξιδάκια κάθε χρόνο με τον αντρούλη της. Παλιότερα, κάθε Καλοκαίρι επισκεπτόταν τη μάνα της και απολάμβανε τις υπηρεσίες της αδελφής της. Όταν όμως η αδελφή της αρρώστησε, δεν της ήταν πια χρήσιμη, κι έτσι τα ταξιδάκια στην Ελλάδα αντικαταστάθηκαν με ταξιδάκια στη Ρουμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία.

Η Λίνα εισέπραξε σύνταξη απόρων και κατέληξε σε οίκο ευγηρίας.

Οι δύο κόρες της έκαναν σκληρές διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα η μία κόρη να πληρώνει κάθε δύο μήνες... 200 ευρώ, ενώ η άλλη να πληρώνει κάθε μήνα γύρω στα 700. Δεν χρειάζεται να σας πω ποιά κόρη πλήρωνε ποιό ποσό, σωστά?

Η κόρη της Λίνας, υπέφερε που είχε κλείσει τη μαμά της σε οίκο ευγηρίας. Πιο πολύ υπέφερε που η ασθένειά της δεν της επέτρεπε να μπορεί να σηκωθεί και να πάει να την δει. Μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο, με τις ώρες, προσπαθώντας να εκμηδενήσουν την απόσταση. Ακόμα κι απ’το τηλέφωνο, η Λίνα φρόντιζε να κάνει την κόρη της να νιώθει άσχημα, να νιώθει τύψεις κι ενοχές και να κάνει ό,τι χατήρι της ζητούσε η μάνα της. Ο σύζυγος κι η δική της κόρη, επαναστατούσαν, λέγοντας ότι αυτή η γρια θέλει να είναι πάντα το επίκεντρο κι ότι όσο ζει, θα δημιουργεί προβλήματα...

Όλα τα προβλήματα λύθηκαν, κι όλοι πήραν το μάθημά τους, ένα βράδυ, όταν λίγο μετά τις 2 τη νύχτα, η κόρη της Λίνας απεβίωσε, σε ηλικία 63 ετών.

Ο σύζυγός της, ετών 67, έμαθε επιτέλους τι θα πει μοναξιά.

Η κόρη της, ετών 28, έμαθε επιτέλους τι θα πει μητέρα.

Η Λίνα, ετών 90, έμαθε επιτέλους να χάνει. Τρεις μήνες μετά, έκλεισε τα μάτια της και δεν ξαναξύπνησε ποτέ.

Σήμερα, τρια χρόνια αργότερα, έγινε η εκταφή της Λίνας με την παρουσία ενός συγγενή:
Της εγγονής της.

Το κόστος ήταν 206 ευρώ.

8.17.2007

Γράμμα σε εχθρό!

Λοιπόν,

Παρακάτω βρίσκεται μια μικρή ιστοριούλα, του Άλαν. Ελπίζω να της ρίξετε μια ματιά και να σας αρέσει.

Δεν είχα σκοπό να κατεβάσω κι άλλο "ποστ", αλλά αυτή τη στιγμή νιώθω την ανάγκη να γράψω ένα γράμμα και σ'εναν εχθρό:


Εχθρέ μου,

Αν νομίζεις ότι είμαι ηλίθια και δεν έχω καταλάβει το παιχνιδάκι σου, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος.

Δεν ξέρω αν διαβάζεις το blog μου, κι αν στο μαρτύρησε η φιλενάδα σου, αλλά για να είμαι ειλικρινής, I don't give a shit!

Μου είσαι αντιπαθής από την πρώτη μέρα που σε είδα, γιατί από την πρώτη μέρα φάνηκε ότι λες ψέμματα, είσαι ύπουλο πλάσμα, παριστάνεις τον καλό άνθρωπο, δεν αγαπάς τα ζώα, δεν βλέπεσαι, έχεις παλιοχαρακτήρα, δεν συμπεριφέρεσαι σεμνά μπροστά στους μεγαλύτερους, δεν απαντάς ποτέ σε sms, για όλα έχεις μια απάντηση, μιλάς και διατάζεις και είσαι μια καλπικη δεκάρα!

Μπορεί να κοροϊδεύεις τους άλλους, αλλά εμένα ΟΧΙ!

Στην αρχή νόμιζα ότι κάποιες κινήσεις σου ήταν τυχαίες, αλλά με τις μαλακίες σου φρόντισες να καταλάβω ότι τα κάνεις επίτηδες, για να πετύχεις τον σκοπό σου.

Λυπάμαι, βλέπεις, που δεν είμαι βλάκας. Λυπάμαι που έτυχε το δικό μου ΙQ να απέχει έτη φωτός από το δικό σου.

Λυπάμαι επίσης που με ζηλεύεις τόσο, μα τόσο πολύ, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται το ψέμμα σου και η υποκρισία σου. Πιο πολύ απ'όλα όμως λυπάμαι που έχεις καταφέρει να πείσεις ανθρώπους που αγαπάω....

Όσο θα μπορώ, θα σε παρακολουθώ. Σε περιμένω στη γωνία, εχθρέ μου. ΕΝΑ λάθος, θα το κάνεις κάποια στιγμή φανερά (γιατί έχεις ήδη κάνει πολλά, αλλά κρυφά) και τότε, θα σε χτυπήσω χωρίς έλεος! Δεν θα σε γλυτώσει κανένας!

Μέχρι τότε, μάθε ότι σε έχουμε καταλάβει και δεν σε γουστάρουμε καθόλου, όπως δεν μας γουστάρεις κι εσύ!

Είσαι ένας κόκκορας και στο δικό μου το κοτέτσι οι κόκκορες δεν έχουν θέση!

Με μίσος,

anima rana

ΑΛΑΝ

Ξύπνησα το πρωί με πολύ βαρύ κεφάλι. Με κόπο σηκώθηκα από το κρεββάτι.

«Τι κεφάλι» μονολόγησα.

Μπήκα στην κουζίνα, άνοιξα μηχανικά το ντουλάπι και πήρα το μπρίκι του εσπρέσσο. Έβαλα μια γενναία δόση καφέ, νερό και άναψα το γκαζάκι.

Οι φλόγες ήταν γαλάζιες. Το αφηρημένο βλέμμα μου χάθηκε μέσα τους...

Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι για δύο δευτερόλεπτα είχα δει μέσα στις μικρές φλογίτσες ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ.....


Πετάχτηκα!! Ο καφές είχε ξεχειλίσει από την καφετιέρα. Άρπαξα το μπρίκι και κάηκαν τα δάχτυλά μου. Πέταξα με δύναμη το μπρίκι μες στον νεροχύτη. Ο καφές χύθηκε σχηματίζοντας μια μικρή καφέ λίμνη.

Βλαστήμησα. Ντύθηκα και πήγα στο γραφείο.

Φτάνοντας κάτω από το κτίριο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην επιγραφή

«ΣΜΑΡΤ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ» και δίπλα, το σύμβολο της εταιρίας, ένα κόκκινο τρίγωνο με έναν λευκό κύκλο στη μέση.

«Αλλο ένα μεροκάματο του τρόμου» σκέφτηκα.

Δούλευα εκεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν υπεύθυνος επενδύσεων και το αγαπημένο παιδί του Διοικητικού Συμβουλίου. Είχα σπουδάσει οικονομικά σε κρατικό πανεπιστήμιο και είχα κάνει το μεταπτυχιακό μου στην Αμερική.

Η Αμερική.... Εκείνα τα χρόνια, όταν τελείωσα το μεταπτυχιακό μου και γύρισα στη χώρα μου, όλοι με κοίταζαν με θαυμασμό στο άκουσμα της λέξης «Αμερική» και «μεταπτυχιακό» στην ίδια πρόταση.

Τώρα που το σκέφτομαι... σπουδαία τα λάχανα. Δεν νομίζω να είχα καταφέρει πολύ λιγότερα πράγματα χωρίς τις περγαμηνές και τα πτυχία. Ίσως να έπαιρνα πολύ λιγότερα λεφτά, αλλά νομίζω ότι θα είχα την ίδια εκτίμηση από συναδέλφους, υπαλλήλους και ανώτερούς μου.

Θυμάμαι ότι γυρίζοντας από Αμερική, είχα πέσει με τα μούτρα στην αναζήτηση εργασίας, σε αντίθεση με άλλους συμφοιτητές μου, που είχαν πέσει με τα μούτρα στα γκομενάκια και τη νυχτερινή ζωή.

«Να ξεσκάσουμε λίγο ρε Αλαν. Δύο χρόνια στην Αμερική όλο διάβασμα και διάβασμα ήμασταν και οι λιγοστές γκόμενες που μας τύχαιναν ήταν ή ανωμαλιάρες, ή λυσσάρες, ή νέγρες ή χοντρές λάτρεις των τσίζ μπεργκερς και της κοκα κόλα. Ασε να πιάσει το χεράκι μας και κανένα τρυφερό κωλαράκι πριν αρχίσουμε να δουλεύουμε!» μου είχε πει ο κολλητός μου ο Σωτήρης, που ήταν φίλος μου από την Δευτέρα Λυκείου. Εκείνος ήταν πάντα ο πιο ζωηρός, ενώ εγώ ο πιο ήσυχος. Συμπληρώναμε ο ένας τον άλλον όμως. Μαζί διαβάζαμε, μαζί σπουδάσαμε, μαζί πήγαμε στο Αμέρικα, μαζί μείναμε, μαζί βγαίναμε και μόνο όταν διαφορετικές γκόμενες μας γούσταραν, χώριζαν οι δρόμοι μας τα βράδια.

Μεταξύ μας, τύχαινε καμιά φορά να μας γουστάρει και τους δύο μια γυναίκα , ε, και δεν της το χαλούσαμε το χατήρι....!

Αλαν ήταν το όνομα που μου είχαν κοτσάρει δύο χρόνια στην Αμερική. Το πραγματικό μου όνομα ήταν ... Μενέλαος. Θυμάμαι, λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή μας στην Νέα Υόρκη με τον Σώτο, είχαμε γνωρίσει δύο κορίτσια από την Γαλλία, που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους αλλά είχαν αποφασίσει να μείνουν άλλον ένα χρόνο στην Αμερική και να δουλέψουν.

Όταν μας ρώτησαν τα ονόματά μας, ο Σωτήρης έξυπνα απάντησε «Σώτος» κι έτσι δεν αντιμετώπισε πρόβλημα, παρά μόνο στο θέμα του τονισμού του ονόματός του, μιας που τα κορίτσια τον φώναζαν συνεχώς «Σωτός». Μόλις ξεστόμισα εγώ το «Μενέλαος», ξεράθηκαν! Με κοιτούσαν και οι δύο άφωνες και μετά άρχισαν τις άκαρπες προσπάθειες προφοράς του ονόματός μου. «Μελά», «Μελελά», «Μενελά», «Μελός», «Μενά» κι ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε άκουσα εκείνη τη βραδιά. Μέχρι που ξαφνικά η μία από τις δύο ξεφώνισε «Alain!!! Mais, oui!! C’est Alain!!!» και η άλλη χειροκρότησε όλο χαρά και, φιλώντας την φίλη της στο μάγουλο, αναφώνησε «Yes, you are Alan! You seem like an Alan!».

Περιττό να σας πω ότι ο Σώτος είχε πέσει κάτω από τα γέλια κι όλο το βράδυ με αποκαλούσε Αλέν Ντελόν, μέχρι την ώρα που «χώρισαν» οι δρόμοι μας, γιατί εγώ θα έπαιρνα την Μπεατρίς (αυτήν που ξεφώνησε όλο χαρά το «Alain! Alain!») στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει με τον Σώτο, ενώ αυτός θα πήγαινε με την Λουίζ στο σπίτι των κοριτσιών...

Η... «νονά» μου, η Μπεατρίς , εκτός από αυτό το παρατσούκλι, μου χάρισε και μια βραδιά με αχαλίνωτο, χυδαίο και στα όρια της ανωμαλίας σεξ!! Πολύ το φχαριστήθηκα!!!

Το επόμενο πρωί, σηκωθήκαμε, ήπιαμε καφέ, με φίλησε παθιασμένα στο στόμα και μου είπε ότι πρέπει να φύγει γιατί η Λουίζ θα την περιμένει σπίτι και θα την μάλωνε αν αργούσε κι άλλο. Ντύθηκε κι έφυγε στο φτερό. Εγώ έκανα μια γκριμάτσα απορίας και ήπια μια γουλιά καφέ γνεφοντας από μακριά.

Μισή ώρα μετά, κι ενώ εγώ έπινα τον καφέ μου, μπήκε ο Σώτος στο σπίτι αναφωνώντας «I looove America!!» και σκάσαμε κι οι δύο στα γέλια.

Αφού μοιραστήκαμε τις εμπειρίες μας και δώσαμε την ανάλογη βαθμολογία στην κάθε ... «διαγωνιζόμενη» (σαν σωστοί άντρες) ανάψαμε ένα τσιγάρο.

«Ρε Σώτο, είπαμε ότι εδώ που ήρθαμε θα το κόψουμε, δεν είπαμε?» του φώναξα σε μια φάση.

«Ναι φιλαράκι, το’παμε, αλλά η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο»

«Ποιά υπόθεση? Ότι πηδήξαμε δυο Γαλλίδες στην Αμερική, ακόμα καλά-καλά δεν ήρθαμε?»

«Όοοοχι, όχι αυτό. Αλλά τι σου λέει το γεγονός ότι πηδήξαμε δύο λεσβίες Γαλλίδες στην Αμερική που παραμένουν εδώ και δεν γυρίζουν στη Γαλλία, για να μπορούν να συζούν και να κάνουν σεξ ελεύθερα, μεταξύ τους, με άλλους, με άλλες, ή ακόμα και να μοιράζονται τον ίδιο ή την ιδια παρτενερ??? Ε.. Αλαν??»

Μου ‘πεσε το τσιγάρο από τα χέρια.

Ήμουν μακριά από τη χώρα μου λοιπόν, δεν χωρούσε αμφιβολία. Κι ήμουν πια ο Άλαν, κι όχι ο Μενέλαος.

8.15.2007

Γράμμα σε φίλους

Γειά σας φίλοι μου, πώς είστε?

Ελπίζω να μην με ξεχάσατε. Όλη μου τη μέρα την περνάω στο κοτέτσι, ενώ όταν είμαι σπίτι, κοιτάω τον υπολογιστή, σκέφτομαι λίγο τι να σας γράψω, μα το μυαλό μου είναι εντελώς άδειο.....

Δεν μου’χει έρθει ακόμα καμία έμπνευση για μια νέα ιστοριούλα, αλλά μόλις μου’ρθει, θα στρωθώ στο γράψιμο.

Εντωμεταξύ, είπα να σας γράψω ένα γράμμα, έτσι όπως θα έγραφα σ’ένα φίλο που έχω πολύ καιρό να δώ

Πώς πάνε τα πράγματα? Εχετε επιστρέψει στις δουλειές σας ή ακόμα τσαλαβουτάτε???

Εγώ έχω ξεχαρβαλωθεί πλέον στη δουλειά, δεν αντέχω άλλο. Το μόνο παρήγορο είναι ότι πληρώνομαι όλες τις υπερωρίες κανονικότατα, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε τέλος μήνα βλέπω μια σημαντική διαφορά στην τσέπη μου. Κοντεύω να γίνω από πράσινος, χρυσός βάτραχος, αλλά τι να το κάνεις αν κάθε μέρα δουλεύεις από τις 8.30 το πρωί μέχρι τις 8.30 το βράδυ (τουλάχιστον) ?

Τέλος πάντων.

Τα Σαββατοκύριακα πηγαίνουμε με τον πάπιο σ’ενα μέρος, ανθρωπός να μην υπάρχει, ούτε νέος ούτε γέρος, μόνο να ‘μαστε μονάχοι.... εεεε, ώπα, μπαρδόν, ξέφυγα!!!

Πηγαίνουμε σ’ένα μέρος κοντά στην πόλη μας, γεμάτο κόσμο αυτήν την εποχή, αλλά τι τα θες, εκεί βρίσκεται κι ο μπαμπάς μου. Εδώ και 20 χρόνια νοικιάζουμε μια γκαρσονιέρα πάνω στη θάλασσα. Ο μπαμπάς μου εξακολουθεί κάθε χρόνο να πηγαίνει εκεί από τον Ιούνιο μέχρι και τον Οκτώβριο. Φέτος άργησε λίγο (έπρεπε να ανανεώσουμε το δίπλωμα οδήγησης) κι έτσι ανέβηκε στις 2 Ιουλίου. Είχαμε κι εμείς 1 εβδομάδα άδεια κι έτσι ανεβήκαμε μαζί του και μείναμε στο σπίτι των πεθερών μου που είναι πολύ κοντά στον μπαμπά μου (και έχει τρεις κρεββατοκάμαρες).

Από τότε, κάθε σαββατοκύριακο εκεί βρισκόμαστε. Χαλαρώνουμε, κάνουμε τα μπάνια μας, πίνουμε τα ποτάκια μας και ξεχνάμε λίγο την πόλη.

Βέβαια, ούτε σήμερα που είναι αργία, αλλά ούτε το σ-κ 18-19 Αυγούστου θα πάμε, γιατί έχουμε άλλες δουλίτσες. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν θέλω να τον αφήνω εντελώς μόνο του. Θελω έστω κάθε δεύτερο σ-κ να πηγαίνω να τον βλέπω αρκετά. Δεν ξέρω οι γονείς σας τι ηλικίας είναι, αλλά εμένα ο μπαμπάς μου είναι 71 κι η μητέρα μου θα ήταν 67. Οπότε, στα 71 (και με ένα μικρό εγκεφαλικό και ένα μικρό εμφραγματάκι) δεν θέλω να τον κάνω να νίώσει ότι είναι μόνος... Καταλαβαίνετε.

Ο μπαμπάς μου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Σε αντίθεση με τη μαμά μου, αυτός ποτέ δεν υπήρξε ο πολύ στοργικός γονιός. Αντιθέτως, ήταν ο αυστηρός της παρέας, ο δύσπιστος, ο καχύποπτον και συνήθως υπήρχε μια μικρή κόντρα ανάμεσά μας. Ετσι, όταν η μαμά μου μας άφησε, «υποχρεωθήκαμε» να συνυπάρξουμε. Ο μπαμπάς μου είναι πάρα πολύ καλός μα στάθηκε πολύ άτυχος στη ζωή του. Γι’αυτό, παρόλο που είναι δύστροπος, πάντα τον δικαιολογώ.

Μετά το θάνατό της μαμάς, εκείνος έγινε ακόμα πιο δύσκολος, σχεδόν κακός με όλον τον κόσμο (και εμενα, βεβαίως-βεβαίως) και συμπεριφερόταν λες και όλοι οι άλλοι διασκεδάζουν (κι εγώ, βεβαίως-βεβαίως) ενώ αυτός υποφέρει μόνος.

Για την πίεση του, δεν συζητάμε. Ανέβασε μέχρι και 20 πίεση, και τις περισσότερες φορές είχε 16 ή 18 (ενώ παλιά δεν είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα υπέρτασης). Επαθε και κανα'δυό μικρά εγκεφαλικά (είχε πάθει κι αλλο ένα μικρό όταν ακόμα ζούσε η μαμά μου) και τώρα ο εγκέφαλός του φιλοξενεί πολλά τέτοια μικρά, σαν ένα νηπιαγωγείο!

Τώρα, 3μιση χρόνια μετά, μπορώ να πω ότι συμπεριφέρεται σαν φυσιολογικός γήινος, γιατί η αλήθεια είναι ότι περάσαμε μια περίοδο που ο κόσμος τον κοιτούσε με ένα βλέμμα φρίκης, λες και είχε, πράσινα λέπια, προβοσκίδα και μια αναποδογυρισμένη γλάστρα στο κεφάλι για καπέλο!!!

Τώρα, παλεύεται λίγο η κατάσταση. Και τώρα είναι που αρχίζω και τον λυπάμαι γιατί είναι πλεον πολύ μόνος....

Αρκετά με τα θλιβερά. Ας επιστρέψουμε στο άλλο.. «ευχάριστο» θέμα: το κοτέτσι!

Η δουλειά μου, συνεχίζει να είναι το ίδιο βασανιστική και απάνθρωπη, αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Η προϊσταμένη μου με χρειάζεται και το τελευταίο που θα ήθελε να ακούσει από μένα θα ήταν "δεν μπορώ να κάθομαι μέχρι αργά". Έτσι, δουλεύω με τις ώρες (τώρα πια πριν τις 9 δεν φεύγω ποτέ), πληρώνομαι αδρά και μαζεύω τα λεφτά κάτω από το στρώμα. Αν τα κακαρώσω καμιά μέρα, ελάτε δήθεν για επίσκεψη στη λιμνούλα και μόλις βρείτε ευκαιρία, αρπάξτε το στρώμα. Κρύβει αμύθητη περιουσία!

Στη δουλειά κάποιοι με φωνάζουν "Γερολαδά" και "Γκιόσσα", και κάποιοι άλλοι "μικρό Αρτέμη", αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο. Ίσως να με πειράζουν (!) γιατί όταν προσλαμβάνονται και τους εκπαιδεύω, τους αφήνω απειλητικά σημειώματα ("ΤΟ ΝΟΥ ΣΑΣ, ΡΕΜΑΛΙΑ!!!" και "ΠΡΟΣΕΞΕ, ΣΕ ΒΛΕΠΩ!") όταν δεν είμαι από πάνω τους να βλέπω τι κάνουν.

;-)

Γενικώς περνάω καλά στη δουλειά μου γιατί μου αρέσει αυτό που κάνω. Υποτίθεται ότι είμαι και «specialist» (γνωρίζω απ'εξω κι ανακατωτά το συγκεκριμένο αντικείμενο.... ναι, καλά) κι ότι παίζω τα χρυσά αυγά στα δάχτυλα (των ποδιών, προφανώς!)

Οπότε, ετοιμαστείτε να με δειτε καμια μέρα στα παραθυρα των δελτίων ειδήσεων με κανένα σύνθετο - δομημένο αυγό κλπ κλπ (χε χε χε)

...Στη φυλακή να μη με δειτε, γιατί θα'ναι κρίμα, νιόπαντρο κορίτσι.

Αυτά τα ολίγα αγαπητοί μου φίλοι.

Μέχρι να μου’ρθει λοιπόν η έμπνευση για το νέο μου μίνι μυθιστόρημα, θα σας βομβαρδίζω με νεάκια μου, ελπίζοντας να μην σκυλοβαρεθείτε και με διαγράψετε από τα Links σας!

Σας φιλώ πολύ πολύ,

Anima Rana

8.06.2007

Μάρτυρες

Τι όμορφη που είναι η πόλη τον Αύγουστο,

Πιο ήσυχη, πιο σοβαρή, πιο μόνη....

Τι όμορφη που είναι η θάλασσα το Καλοκαίρι,

Ζεστή αγκαλιά, γαλάζιο χαμόγελο....

Τι όμορφη που είναι η φύση αυτήν την εποχή,

Ζωηρή, χαρούμενη και ενθουσιασμένη....


Πόσο με πληγώνει που η πόλη άδεια,

μοιάζει με γυναίκα που μόλις την βίασαν και την παράτησαν....

Πόσο με πληγώνει που η θάλασσα,

άνοιξε την αγκαλιά της και τη γέμισε σκουπίδια....

Πόσο με πληγώνει που η φύση έπαψε να χαμογελά,

επειδή πενθεί για τα παιδιά της που κάηκαν ζωντανά.....

----------------

Είμαστε μάρτυρες του τέλους το κόσμου, ελπίζω να το έχετε συνειδητοποιήσει αυτό...

7.27.2007

AMAZING!

Χάθηκα, το ξέρω.

Ξημεροβραδιάζομαι στο κοτέτσι και δεν με παίρνει να χαζολογάω στο internet. Θα μου κόψουν τα βατραχοπόδαρά μου και θα τα μαγειρέψουν!

Δεν μπορούσα άλλο όμως να αντέξω και να μην σας μιλήσω για ένα γεγονός που με ανέβασε πολύ αυτές τις μέρες.

Συγκεκριμένα την Πέμπτη ήταν η πρώτη φορά που έφυγα πρίν νυχτώσει. Είχα λόγο. Ξεκαθάρισα ότι δεν υπάρχει περίπτωση για κανενός χατήρι ("Δεν πα'να χαθούν όλα τα χρυσά αυγά? Ποιός δίνει δεκάρα? Εχω σημαντική υποχρέωση σήμερα")

Κι έφυγα στις 6μμ. Για να πάω σπίτι, να αλλάξω, να ανανεωθώ και να πάω να τον δω!

Ναι, ήθελα σαν τρελλή να τον δω. Ερχόταν για δεύτερη φορά στην πόλη μου, αλλά την πρώτη δεν το έμαθε κανείς. Αυτή τη φορά το είπε. Και δώσαμε ραντεβού.

Είναι 44 χρονών, μελαχροινός, ανύπαντρος και πολύ πλούσιος. Στη δουλειά του είναι από τους καλύτερους και γι'αυτό και το γερό κομπόδεμα. Βέβαια, έχει ιδιαίτερα γούστα στο κρεββάτι, αλλά εγώ δεν την πάτησα όπως η "Βάλια". Το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, δεν πάει με γυναίκες, ή μάλλον πάει ΚΑΙ με γυναίκες όταν ψιλοβαριέται και θέλει κάτι να κάνει για να περάσει λίγο η ώρα...

Δεν με νοιάζει όμως. Δεν τον ερωτεύτηκα αυτόν ποτέ. Ερωτεύτηκα τη φωνή του..... Από μικρή ονειρευόμουν τη χτεσινή ημέρα.

Και, ναι, έγινε πραγματίκότητα!

Ladies and Gentlemen......

Χτες πήγα στη συναυλία του George Michael!!!

Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω. Ενα ποστ δεν είναι αρκετό. Είναι απίστευτος. Δεν περιμένεις τέτοιο show από αυτόν.

Είναι πραγμάτικά Amazing! Είναι Absolutely Flawless! Ειναι πολύ σέξυ, είναι ειλικρινής, είναι αληθινός.

Μας μίλησε Ελληνικά! "Σας ευχαριστώ πολύ για τα 25 αυτά χρόνια" είπε. Και μετά "OK, that's all the Greek you're going to be hearing from me tonight!"


Εμεινε άφωνος από την υποδοχή μας. Συγκινήθηκε όταν 50.000 κόσμος φώναζαν ταυτόχρονα:

"ΓΙΩΡΓΟ! ΓΙΩΡΓΟ! ΓΙΩΡΓΟ! ΓΙΩΡΓΟ!"

Μας είπε "it's the first time of my entire life, that I finally hear during a concert, my name correctly pronounced!"

Κι ένα ΟΑΚΑ να χορεύει ολόκληρο!!!

Γιγαντο-οθόνες με ότι μπορείτε να φανταστείτε.

Κόκκινο ουρανό και θλιμμένη θάλλασα στο "Praying for Time"

Πτήση με ελικόπτερο στο "Outside"

Στο "Shoot the dog" είδαμε καρικατούρα του Τζωρτζ Μπους να χορεύει ταγκο με Τόνυ Μπλερ και ο τελευταίος να φοράει φουστάνια! Και επίσης ολοκληρος Καρνάβαλος (κυριολεκτικά) Τζωρτζ Μπους έσκασε στη σκηνή, να σέρνει καρνάβαλο-σκύλο που φοράει για ρουχο την Αγγλική σημαία!

Μας είπε ότι ήρθε με τους γονείς του, ήταν συγκινημένος, ήταν γνήσιος!

Τραγουδήσαμε μαζί του το "The edge of heaven" στην κυριολεξία

Χορέψαμε ξέφρενα με το "Flawless - You got to go to the city", το "Everything she wants" και το "Star People"

Σύσσωμο το ΟΑΚΑ φώναζε "FREEDOM!" στο ρεφραιν του τραγουδιού (με το οποίο έκλεισε η συναυλία)

Φίλοι μου από το Νέο Ηράκλειο, βρέθηκαν στην περιοχή του ΟΑΚΑ και μου είπαν ότι το "FREEDOM" του κόσμου ακούστηκε πολύ μακριά.

Και την ώρα του "FREEDOM", άλλος ένας καρνάβαλος στη σκηνή:

το άγαλμα της ελευθερίας.

Κι εκείνος, να κρατάει την Ελληνική σημαία.

'Εζησα απίστευτες στιγμές χτες. Ακόμα και η κοσμοφοβική αρκουδίτσα που ήρθε μαζί μου, το καταφχαριστήθηκε και χοροπήδαγε χειροκροτώντας.

Ένας άνθρωπος, ένωσε 50.000 σε μία φωνή.

Γιώργο, σε ευχαριστώ που μ'έκανες να ζήσω κάτι που θα το θυμάμαι μέχρι το τέλος της ζωής μου.

Και ξέρω, ότι κι εσύ αυτό το τόσο δυνατό και παθιασμένο "ΓΙΩΡΓΟ! ΓΙΩΡΓΟ!" θα το θυμάσαι για πάντα.....

7.11.2007

Δεν είμαι χαζή, παριστάνω τη χαζη!

Είναι γεγονός ότι από μικρός γυρίνος, ήμουν ήσυχο πλάσμα.

Δεν ήμουν ποτέ το εκνευριστικό μωρό που κάθε μισή ώρα ουρλιάζει ασταμάτητα και αδυσώπητα στο κλάμμα και σου’ρχεται να το πνίξεις και σκέφτεσαι “I created a monster!!!!”.

Δεν ήμουν ποτέ το ζωηρό νήπιο που όλα τα πιάνει, όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει, όλα τα σπάει, όλα τα λερώνει, όλα τα αλλάζει θέση και οι υπόλοιποι τρέχουν σαν βλάκες από πίσω του σκεπτόμενοι «Τι σκατόπαιδο Χριστέ μου!».

Δεν ήμουν ποτέ το παιδάκι που όταν το παίρνουν οι γονείς μαζί τους σε κοινωνική επίσκεψη, φεύγουν στο πρώτο μισάωρο γιατί το κακομαθημένο, το σκασμένο το κωλόπαιδό τους αναστάτωσε τους πάντες, έσπασε δυο βάζα, ανέβηκε με βρώμικα παπούτσια στον καναπέ, τράβηξε την ουρά του σκύλου και έκανε εμετό στην αγκαλιά της οικοδέσποινας, οπότε όλοι οι καλεσμένοι σκέφτονται «Αμάν πια αυτά τα κακομαθημένα! Ενα χεράκι ξύλο δεν μπορούν να τους ρίξουν αυτοί οι γονείς τους?».

Δεν ήμουν ποτέ η έφηβος που αντί να στρώσει τον κώλο της κάτω να διαβάσει, αντέγραφε στα διαγωνίσματα, έκανε κοπάνες κι έπαιρνε κακούς βαθμούς, για να σκέφτονται οι γονείς κι οι καθηγητές «Τς – τς – τς, ποιός ξέρει τι θα απογίνει όταν τελειώσει το σχολείο».

Δεν ήμουν ποτέ η φίλη χωρίς αισθήματα, που το μόνο που σκέφτεται είναι να σου κλέψει τον γκόμενο για να αποδείξει στον εαυτό της ότι είναι καλύτερη από σένα και που φροντίζει πάντα πίσω από την πλάτη σου να σε κατηγορεί, ώστε στο τέλος να σκεφτείς «Τι φίδι έτρεφα στον κόρφο μου....».

Δεν ήμουν ποτέ η εύκολη γκόμενα, το πήδημα μιας βραδιάς, η ξεπέτα, αυτή που εύκολα την κοροϊδεύεις, ούτε αυτή που μπορούσε να κερατώνει το αγόρι της χωρίς κανένα πρόβλημα, ώστε να σκεφτεί κανείς γι’αυτήν «Καλό πουτανάκι κι αυτό».

Δεν ήμουν ποτέ η υπάλληλος, που α) βαριέται να δουλέψει β) θεωρεί υποτιμητικό να στείλει φαξ και να βγάλει φωτοτυπίες γ) φοβάται να ασχοληθεί με κάτι περίπλοκο δ) το παίζει «γαμάω και δέρνω» ε) δηλώνει συχνά «εγώ είμαι η αρχαιότερη εδώ μέσα» (ακόμα κι αν αυτό είναι αλήθεια) στ) είναι αγενής και ανάγωγη, ώστε οι συνάδελφοι να την κοιτάζουν και να σκέφτονται «Αυτή ή έχει μπάρμπα στην Κορώνη ή πηδιέται με τον Πρόεδρο!»

Δεν ήμουν ποτέ κορίτσι χωρίς αισθήματα, που βλέπει ένα κουτάβι ή ένα μωρό ή έναν ηλκιωμένο να υποφέρει και μένει ανέκφραστη και αμέτοχη. Που μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο για την δική της καλοπέραση και η δυστυχία των άλλων την αφήνει παγερά αδιάφορη, ώστε όλοι να σκέφτονται "Τι παρτάκιας!"

Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που μπορεί να κοιτάει τον ουρανό και να μην νιώθει δέος που είχε την τύχη να βρίσκεται πάνω σ’έναν φωτεινό πλανήτη, στη μέση του σκοτεινού χάους, ζωντανός και να μην βουρκώνει γι’αυτό. Που να μπορεί να σκεφτεί για μένα ο Θεός «Χμ! Αυτόν τον άνθρωπο για ποιόν ακριβώς λόγο τον έφερα στον κόσμο? Περιττός μου φαίνεται....»

.........

Αφού λοιπόν δεν υπήρξα ποτέ τίποτα από τα παραπάνω, γιατί δεν απέκτησα ποτέ αδερφάκι?

Και γιατί αντί να ακούω «μπράβο» για το 18άρι, άκουγα «γιατί δεν έγραψες 20 ???».

Και γιατί αντί να έχω δίπλα μου πολλές αδερφικές φίλες, κατέληξα να έχω μία που ζει στο εξωτερικό εδώ και δώδεκα χρόνια, μία που ψάχνεται να φύγει και μία που κάποτε ήταν φίλη μου, μέχρι που πηδήχτηκε με τον πρώην μου???

Και γιατί να έχω φάει το δούλεμα της αρκούδας από γκόμενους (οι οποίοι ήταν - εκτός από μαλάκες - και ελάχιστοι!) μέχρι να βρω επιτέλους τον έναν και μοναδικό???

Και γιατί να έχω προϊσταμένους που κάνουν ό,τι μπορούν για να μου δείξουν ότι δεν αξίζω, αλλά μόλις τελικά αποχωρώ, συνειδητοποιούν πόσο πολύτιμη ήμουν? Γιατί να έχω συναδέλφους που έκαναν ένα χρόνο να μου μιλήσουν όταν πήρα προαγωγή, μα τώρα που άλλαξα κοτέτσι, τους έχει λείψει η βοήθειά μου??

Και γιατί να πρέπει να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που π.χ. τους αρέσει να πηγαίνουν για μπάνιο στη θάλασσα έχοντας ξεχάσει δήθεν τάχα μου ότι είμαι κι εγώ εκεί κοντά (όσοι διαβάζουν τα ποστάκια μου από πέρσι το Καλοκαίρι, θα θυμούνται), που τους αρέσει να μου συμπεριφέρονται λες και είμαι δέκα χρόνια μικρότερή τους (ενώ είμαι αρκετά χρόνια μεγαλύτερή τους), που τους αρέσει να μου δίνουν εντολές ενώ εγώ ποτέ δεν τους έχω υποδείξει το παραμικρό, που χαίρονται γενικώς να με κάνουν να νιώθω άσχημα ???

Δεν ζήλεψα ποτέ κανέναν. Γιατί να με ζηλεύουν?? Εμένα?? Τι έχω εγώ που δεν έχουν αυτοί??

Και γιατί τελικά ο... Θεός, που με κοιτούσε μέσα από το σκοτεινό χάος, με άφησε ένα μεσημέρι να κοιτάω σαν μαλάκας τα αποτελέσματα κάποιων ιατρικών εξετάσεων και, κάποια χρόνια μετά, μου πήρε και τον γονιό που ποτέ δεν είχε παράπονα από εμένα???

Ποτέ δεν έβλαψα, ούτε ζωάκι, ούτε λουλούδι, ούτε άνθρωπο. Γιατί ο άνθρωπος να καίει, να σκοτώνει, να καταστρέφει ό,τι αγαπώ???

Ποτέ δεν έκανα την έξυπνη σε κανέναν και καμία. Γιατί οι άλλοι να μου κάνουν τους έξυπνους??

Κι έτσι, τώρα εγώ σκέφτομαι "Πώς θα μπορέσω να δώσω σε μερικά άτομα να καταλάβουν ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΧΑΖΗ, ΠΑΡΙΣΤΑΝΩ ΤΗ ΧΑΖΗ ???"

6.29.2007

Φεύγω!

Μετά το Μαράκι, που ετοίμασε βαλίτσα και την κάνει από τη μεγάλη φτωχομάνα, για να κατέβει στην πρωτεύουσα, και τον Ασκαρδαμυκτί που έβαλε ράσα και κλείστηκε στο Αγιον Όρος, είπα κι εγώ να παρατήσω για λίγες μέρες τα χρυσά μου αυγουλάκια και να την κάνω.

Για μια βδομάδα δεν θα βλέπω ούτε αυγά, ούτε γύπες, ούτε κότες, ούτε πούπουλα ούτε τίποτα!

Θα βλέπω μόνο λευκές πεταλουδίτσες, λουλουδάκια, γλαράκια και ψαράκια! Αφήνω για λίγο τη λιμνούλα μου για να πάω σε μια άλλη, τεράστια λίμνη η οποία έχει και αλμυρή γεύση!

Θα μείνω εκεί μαζί με τον πάπιο και τον σκύλο και για μια εβδομάδα θα ξεκουραστεί το κοκκαλάκι μας.

Σίγουρα θα έχω επικοινωνία και με το κοτέτσι, αλλά δεν βαριέσαι, άλλο να περνάω όλη τη μέρα τετ-α-τετ με το διαβολομηχάνημα το pc, κι άλλο τετ-α-τετ με τον καλό μου!

Δεν θα έχω καμία επαφή με το blog μου, οπότε σας δίνω ραντεβού για μετά τις 10 Ιουλίου και εύχομαι όλοι σας να είστε φρόνιμοι όσo λείπω και να μην κάνετε αταξίες και αλητείες.

Σας φιλώ και σας στέλνω τρία ΚΟΥΑΞ!!!

Με αγάπη,

anima rana

6.24.2007

Μικρές, λευκές πεταλουδίτσες

Στην απέραντη ησυχία του χαμένου στο κενό μυαλού μου, ένας δυνατός ήχος διέκοψε τα πάντα.

Πετάχτηκα και κοίταξα με μίσος το κομοδίνο μου. Ήταν το ξυπνητήρι. Ξεφύσηξα και το’κλεισα. Έπρεπε να σηκωθώ και ειδικά εκείνο το πρωί, δεν είχα καμμία όρεξη.

Σύρθηκα κυριολεκτικά από το κρεββάτι μου και ακολούθησα τη συνηθισμένη πρωινή διαδικασία, αλλά εκείνη την ημέρα όλα έμοιαζαν λίγο διαφορετικά, λίγο πιο σιωπηλά, λίγο πιο λυπημένα...

Ήμουν ήδη ντυμένη και έτοιμη να κατέβω.

Όπως πάντα, έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ναι, όντως ήμουν λίγο διαφορετική, πιο σιωπηλή, πιο λυπημένη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ημέρες, τα ρούχα μου ήταν πιο λιτά και χωρίς χρώματα. Μόνο λευκό και μαύρο. Το μακιγιάζ απλό και φυσικό. Κι η έκφρασή μου σοβαρή.

Αναστέναξα, έβαλα τα γυαλιά ηλίου μου και βγήκα από το σπίτι.

Στη διαδρομή για τη δουλειά τον σκεφτόμουν έντονα. Είχα τόσο καιρό να τον δω. Πάντα όμως νιώθαμε το ίδιο αδερφικοί φίλοι, όπως τότε, στο σχολείο...
Το σχολείο τέλειωσε κι εμείς, συνεχίσαμε να είμαστε αγαπημένοι, αλλά από απόσταση πια.

Είναι απίστευτο πόσο με πληγώνει όποτε συνειδητοποιώ ότι, ενώ μέναμε τόσο κοντά, επικοινωνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια μόνο μέσω sms και email.

Μλεγμένοι με τις δήθεν σπουδαίες δουλειές μας και την αξιόλογη καριέρα μας, δεν βλεπόμασταν πια. Την τελευταία φορά που είχαμε επικοινωνήσει, ήταν όταν μου είπε ότι δεν θα μπορέσει να έρθει στο γάμο μου, λόγω σοβαρού οικογενειακού θέματος. Του είχα πει ότι είμαι δίπλα του κι αν χρειαστεί οτιδήποτε, να μη διστάσει να με αναζητήσει.

«Πόσο πολύ τον νιώθω», σκέφτηκα. Μόλις την προηγούμενη μέρα μού είχε ανακοινώσει ότι έχασε τη μητέρα του. Ενώ κολυμπούσα ανάμεσα σε έγγραφα, ανακοινώσεις, emails και τηλεφωνήματα, ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου τηλεφώνου ακούστηκε. Είχα sms. «Αργότερα.» σκέφτηκα. «Τώρα πνίγομαι.» Κανένα εικοσάλεπτο αργότερα, θυμήθηκα ότι κάποιος μού είχε στείλει ένα μήνυμα. Το διάβασα. Έμεινα αμίλητη. Σίγησαν όλα γύρω μου. Τα «τακ-τακ» του πληκτρολογίου, τα «τιρ-τιρ-τιρ» του τηλεφώνου, τα «ντλινγκ» του email, τα «χρατς-χρουτς» της αρχειοθέτησης. Όλα σώπασαν, όλα σταμάτησαν, όλα πάγωσαν.

«Τι έπαθες??» άκουσα τη φωνή της προϊσταμένης μου να μου λέει. Την κοίταζα χωρίς να της μιλάω. Μία εκείνη και μία το κινητό μου. «Τι συμβαίνει Αnima? Ανησυχώ!» είπε και σηκώθηκε από το γραφείο της. Την είχα τρομάξει με την έκφραση του προσώπου μου.

Της εξήγησα τι είχε συμβεί κι ότι την επόμενη ημέρα ήταν η κηδεία. Η επόμενη μέρα ήταν μια τρελλή μέρα στο κοτέτσι. Επισκέπτες, meetings, projects κι άλλες ... σιχαμένες λέξεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να λείψω, ούτε δεκάλεπτο.

Εκείνη, με κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Και μου’πε τι θα κάνουμε.

.....

Έτσι, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η μέρα που για πρώτη φορά στα .. χιλιάδες χρόνια που εργάζομαι στο κοτέτσι (είμαι ένας αιωνόβιος αμφίβιος βάτραχος που δουλεύω σ’ένα κοτέτσι με χρυσά αυγά και μην αρχίσετε τις αδιάκριτες ερωτήσεις!) θα έφευγα μόνο για μία ώρα , σε μια τόσο δύσκολη μέρα και ενημερώνοντας αποκλειστικά και μόνο την προϊσταμένη μου!

Ήταν μια πρόκληση.

Την ώρα ενός δίωρου meeting, εγώ θα εξαφανιζόμουν για μία ώρα. Τελειώνοντας οι γύπες θα έπρεπε να βρουν το βατράχι στη θέση του, αλλιώς.....

Το meeting άρχισε. Μισή ώρα αργότερα ήμουν μέσα σ’ένα ταξί, στην κίνηση, στη ζέστη, να προσπαθώ να φτάσω στον προορισμό μου μέσα σε δέκα λεπτά. Τελικά έφτασα σε είκοσι.

Είχα αργήσει! Ισως να μην προλάβαινα την τελετή. Περνώντας ην καγκελόπορτα του νεκροταφείου σκέφτηκα «Τώρα και η δική του μανούλα θα είναι εδώ...» και κατέβασα το κεφάλι.

Πήρα δύο λουλουδάκια κι έτρεξα στην εκκλησία. Δεν ήταν κανείς εκεί!!!!

«Ανεβείτε την ανηφόρα. Θα τους βρείτε όλους εκεί. Τρέξτε όμως!!» μου είπε ένας υπάλληλος.

Κρατώντας τα δύο λουλουδάκια, άρχισα να τρέχω. Η ζέστη, αφόρητη. Ο ήλιος, καυτός. Η ημερομηνία, 21. Η ώρα, 11 και. Μου θύμιζαν κάτι όλα αυτά. Την ίδια ανηφόρα είχα ανέβει πριν λίγα χρόνια, κι ήταν 21 του μήνα και η ώρα 11 και κάτι....

Ενώ κόντευα να φτάσω, είδα ότι ο κόσμος κατέβαινε! «Φτου σου! Πάλι δεν τους πρόλαβα!» σκέφτηκα. Εψαξα με μια γρήγορη ματιά να τον δω, μα δεν τον ξεχώρισα στο πλήθος.

Όταν έφτασα εκεί που μου είχε πει ο υπάλληλος νωρίτερα, δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνο κάτι τύποι με φτυάρια. Ένιωσα μια απαλή αναγούλα. «Εδώ είναι η ταφή των έντεκα?». Μου απάντησαν θετικά. Ενα μικρό βουναλάκι χώμα, γεμάτο στεφάνια κι ανθοδέσμες.

Άφησα το ένα ροζ τριαντάφυλλο κι έφυγα τρέχοντας. Είχα κι άλλη μια υποχρέωση.....

Μετά από ένα λεπτό ακουμπούσα το δεύτερο ροζ τριαντάφυλλο, σε άλλο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα, με μια φωτογραφία στη μία άκρη, με μικρά χορταράκια φυτρωμένα παντού και έναν μαρμάρινο σταυρό ξαπλωμένο στη μέση. Ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από την τελευταία απόπειρα εκταφής που είχαμε κάνει, τον περασμένο Χειμώνα.

Θυμήθηκα τότε, που οι υπάλληλοι του νεκροταφείου μού είχαν πει ψυχρά «Δεν θα την βγάλουμε. Δεν έχει λιώσει. Παράταση άλλον έναν χρόνο».

Χαμογέλασα βουρκωμένη στο χλοερό βουναλάκι. "Μαμά, ήρθε κι η μαμά του Ν εδώ. Πρέπει να φύγω, για να προλάβω να τον δω μετά από τόσα χρόνια".

Της έστειλα ένα πεταχτό φιλί από μακριά κι άρχισα πάλι να τρέχω.

Στο κατέβασμα γλύστρησα τρεις φορές κι ευτυχώς που δεν έπεσα, γιατί τώρα και τη δουλειά μου θα είχα χάσει και τα δυο πόδια στο γύψο θα είχα!

Μπήκα σαν την τρελλή στο καφενείο. Δυο-τρεις γύρισαν να με κοιτάξουν, δεν ξέρω γιατί. Προχώρησα. Οι μνήμες ξαναγύρισαν. Τα γκαρσόνια, οι καφέδες, τα θλιμμένα πρόσωπα ...

Ξαφνικά τον είδα! Γύρισα πίσω στο χρόνο, στα σχολικά χρόνια, στα ανέμελα αυτά χρόνια. Τον πλησίασα και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Τα χείλη του ψέλλισαν «Anima!» με έκπληξη και τα μάτια του δάκρυσαν.

«Την τελευταία φορά που τον είδα, είχαμε και οι δύο τις μανούλες μας...» σκέφτηκα κι αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να τον αγκαλιάσω κλαίγοντας. «Δεν πρόλαβα την τελετή, αλλά ανέβηκα κι άφησα ένα λουλουδάκι» τού είπα μέσα σε λυγμούς.

Δεν είπαμε πολλά, αλλά τα συναισθήματα ήταν τόσο δυνατά, που διέγραψαν αυτομάτως όλα αυτά τα χρόνια που είχαμε να συναντηθούμε.

Ήμασταν πλέον οι κολλητοί από το σχολείο που δεν χαθήκαμε ποτέ.

Κάθησα για δέκα λεπτά σ’ενα άλλο τραπέζι για να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ένα άδειο οικογενειακό τραπέζι σε σχήμα «Π», απέναντί μου. Ήταν το τραπέζι που είχα καθήσει εγώ κάποτε....

Η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω τρέχοντας! Χαιρέτησα αυτόν και την οικογένειά του κι εξαφανίστηκα.

....

Η διαδρομή της επιστροφής ήταν πιο σύντομη. Δεν είχε τόσο κίνηση όπως νωρίτερα.
Στη διάρκεια ενός μίνι μποτιλιαρίσματος, μες στη ζέστη και το καυσαέριο, στο πλάι της λεωφόρου δύο μικρές λευκές πεταλουδίτσες πετούσαν μαζί, ευτυχισμένες και ανάλαφρες. Ήρθαν δίπλα στο ταξί, σχεδόν μπροστά στο παράθυρό μου, παίζοντας χαρούμενα κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Τις κοίταξα. Τις κοίταξα και δεν ξέρω αν κανείς άλλος εκείνη την ώρα τις είχε προσέξει. Μήπως δεν χρειαζόταν κανείς άλλος να τις προσέξει, παρά μόνο εγώ?

«Μανούλα, τώρα δεν θα είσαι πια μόνη. Θα έχεις παρέα και τη μαμά του Ν, να μας κοιτάτε από ψηλά, να μας προστατεύετε και να μας καμαρώνετε» σκέφτηκα κοιτώντας τες ενώ ένα απαλό χαμόγελο κι ένα δάκρυ εμφανίστηκαν στο πρόσωπό μου.....

Το ταξί με άφησε στο κοτέτσι στην ώρα μου. Τα είχα καταφέρει. Ήμουν στο γραφείο μου πριν τελειώσει το meeting και οι γύπες δεν κατάλαβαν τίποτα. Η προϊσταμένη μου μού έκλεισε το μάτι βγαίνοντας. Είδε τα κόκκινα μάτια μου και δεν ρώτησε τίποτα .

Δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ αυτές τις δύο μικρές, λευκές πεταλουδίτσες....

6.20.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 9ο και τελευταίο

- Σας είπα την ιστορία μου. Πώς σας φάνηκε? Δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία? Γιατί στα δικά μου μάτια φαίνεται ιδιαίτερη? Γιατί?

- Γιατί, γλυκιά μου, δεν ήσουν έτοιμη να δεχτείς την πραγματικότητα, κι έτσι στα μάτια σου φαντάζει διαφορετική.

- Δεν ξέρω. Μετά από χρόνια, μπορεί και σε μένα να φανεί συνηθισμένη τελικά. Μα τα χρόνια δεν θα περάσουν για μένα…

- Αχχ… κορίτσι μου. Περνάνε τα χρόνια, κι είσαι μια χαρά.

- Σε λίγο θα φύγω. Μα πριν φύγω, την ιστορία μου θέλω να σας πω… Αλήθεια, θέλετε να σας πω μια παράξενη ιστορία?

- Μου την είπες την ιστορία σου, καρδιά μου. Τώρα εγώ θα φύγω και θα ξανάρθω αύριο με παρέα να σε δούμε, να κουβεντιάσουμε και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε όοολα αυτά που σε μπερδεύουν, εντάξει?

Η ξανθιά γυναίκα σηκώθηκε. Αγγιξε με στοργή το χέρι της άλλης κυρίας και σκύβοντας τη φίλησε στα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε σ’έναν μακρύ διάδρομο.

Στο δωμάτιο που άφησε πίσω της, η κυρία με τα μαύρα μαλλιά είχε μείνει εκεί που την άφησε. Κοιτούσε γύρω της σαν χαμένη. Το βλέμμα της έπεσε στο ανδρικό ρολόι που φορούσε στο χέρι της. Έμεινε να το κοιτάζει για δέκα δευτερόλεπτα και μετά τινάχτηκε από το κάθισμά της, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και άρχισε να τρέχει πίσω από την ξανθιά γυναίκα.

«Μαρίνααα!! Μαρίνααα!!» της φώναζε.

Η άλλη σταμάτησε τρομαγμένη. Ετρεξε προς το μέρος της μαυρομάλλας κυρίας. Την ίδια στιγμή δύο νοσηλευτές εμφανίστηκαν, αρπάζοντας την κυρία από τα μπράτσα.

«Όχι! Όχι! Μην την τραβάτε!» φώναξε η ξανθιά πλησιάζοντας. «Βάλια μου, γιατί βασανίζεσαι, γλυκιά μου?» της είπε με πολύ απαλό τόνο. «Όλα είναι εντάξει. Όλα τελείωσαν. Είσαι μαζί μου τώρα κι όλα θα πάνε καλά. Ελα! Πήγαινε να ξεκουραστείς. Αύριο έχουμε επισκέψεις».

Η Βάλια ξέσπασε σε κλάμματα. «Μαρίνα…» είπε μέσα από τους λυγμούς της. «Δεν μπορώ άλλο Μαρίνα… Βοήθησέ με».

Εκείνη την αγκάλιασε τρυφερά, της ψιθύρισε κάτι και την παρέδωσε σ’έναν από τους νοσηλευτές για να την οδηγήσει ήρεμα στο δωμάτιό της.

Μπήκε στο γραφείο της λυπημένη. Κάθησε, άνοιξε το παράθυρο κι άναψε ένα τσιγάρο. Ξεφύσηξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο, στο κενό.

Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από την τελευταία φορά που είχε δει τη Βάλια με σώας τας φρένας. Τότε, που είχαν βγει για φαγητό. Αχχχ…πόσο είχε εκπλαγεί η Μαρίνα εκείνη τη βραδιά.

Ο Βασίλης είχε επιμείνει αφάνταστα να βγουν όλοι μαζί. Εκείνη είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και τον είχε προειδοποιήσει ότι δεν σκόπευε να παραμείνει μαζί του αν αυτός δεν αποφάσιζε τι θέλει πραγματικά από τη ζωή του. Μόλις όμως είδε ποιος ήταν ο Στέφανος, της λύθηκαν όλες οι απορίες.

Ναι, ναι. Ο Βασίλης κι ο Στέφανος δεν γνωρίστηκαν εκείνη τη βραδιά. Είχαν γνωριστεί σε μια ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης, τότε που ο Βασίλης είχε χάσει την αδερφή του, ενώ ο Στέφανος ήθελε να ψάξει μέσα του και να δεχτεί τον εαυτό του.

Εκείνη τη βραδιά στο εστιατόριο η Μαρίνα πήρε την απόφαση να σταματήσει οριστικά με τον Βασίλη. Τον ήξερε πολύ καλά και είχε ήδη μαντέψει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια ανάμεσα σ’αυτόν και με τον άλλον, τον διεστραμμένο τον Στέφανο. Η Μαρίνα ήταν γεννημένη να βοηθάει τους ανθρώπους να λύνουν τα προβλήματά τους κι όχι να μπλέκει η ίδια σε προβληματικές καταστάσεις.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου προσπάθησε πολλές φορές να ειρωνευτεί τον Στέφανο, αλλά ο Βασίλης επενέβαινε και την διέκοπτε κάθε φορά. Η δε Βάλια, δεν είχε καταλάβει τίποτα και δεν ήταν δουλειά της Μαρίνας να της ανοίξει τα μάτια.

Όταν παράτησε τον Βασίλη, αυτός έκλαιγε σαν κακομαθημένο παιδί φωνάζοντάς της «τώρα εγώ ποιάν θα έχω να παρουσιάζω στη μάνα μου???» . Εκείνη σχεδόν ουρλιάζοντας του απάντησε «Επιτέλους!!! Αποδέξου αυτό που είσαι!!! Σταμάτα να παίζεις θέατρο στη μάνα σου και, προς Θεού, μην διανοηθείς να κοροϊδέψεις την Βάλια!!! Ωρίμασε επιτέλους!!!»

Η Μαρίνα άλλαξε αριθμό τηλεφώνου και δεν ξαναεπικοινώνησε ποτέ με κανέναν τους.

Μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο ιατρείο της.

«Παρακαλώ?»

«Καλησπέρα σας. Η κυρία Σωτηρίου Μαρίνα, η ψυχολόγος?»

«Μάλιστα»

«Μαρίνα, η Βάλια είμαι»

«Η Βάλια?...»

«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Μην κάνεις ότι δεν με θυμάσαι Μαρίνα. Είμαι η Βάλια, η γυναίκα του Βασίλη!»

Η Μαρίνα έμεινε για λίγο αμίλητη.

«Δεν μιλάς ε? Νόμιζες ότι δεν θα σε ανακάλυπτα? Εμ, ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη!! Την πάτησες Μαρίνα!»

«Βάλια, τι εννοείς??»

«Τι εννοώ?? ΤΙ ΕΝΝΟΩ??? Εννοώ ότι πηδιέσαι Μαρίνα. Πηδιέσαι και με τον Βασίλη και με τον Στέφανο! Θα στο πω μια φορά και κοίταξε να το καταλάβεις. Μείνε μακριά από τον άντρα μου, γιατί θα σου κόψω τα πόδια!»

Η Μαρίνα, ψύχραιμη, απάντησε «Και πώς ακριβώς εσύ ξέρεις ότι .. πηδιέμαι ΚΑΙ με τους δύο? Μήπως κι εσύ κάνεις το ίδιο?»

«Μαρίνα, πρόσεξε καλά. Δεν το’χω σε πολύ να έρθω από εκεί και να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Μου πήρες τον Στέφανο. Το πάλεψα, το προσπάθησα, το δέχτηκα. Δεν θα σε αφήσω να μου πάρεις και τον άντρα!»

«Για μισό λεπτό!» τη διέκοψε η Μαρίνα. «Αυτό σου έχουν πει? Αυτό έχεις καταλάβει κορίτσι μου?» Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της με τον Βασίλη και τα καμώματά του.

«Δεν χρειάστηκε να μου το πουν. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Τηλεφωνάς μια στον έναν, μια στον άλλον. Δεν ντρέπεσαι? Πρόσεξε! Θα τα πω όλα στον Στέφανο!»

«Γλυκιά μου, λάθος σου τα’χουν πει. Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με το θέμα, αλλά αυτό παραπάει. Εγώ τηλεφωνάω μια στον έναν και μία στον άλλον?? Χα!! Δεν είμαστε καλά. Για ψάξε μήπως, ο ΕΝΑΣ τηλεφωνάει στον ΑΛΛΟΝ!!»

«Τι? Είσαι τρελλή!»

«Εγώ είμαι τρελλή ή εσύ είσαι κουτή?? Μήπως κατά τύχη κάθε Πέμπτη ο Βασίλης έχει συναντήσεις και ο Στέφανος δουλειά?? Εεεε?? Βάλια μου, σε λάθος μέρος ψάχνεις! Και άσε με ήσυχη σε παρακαλώ γιατί δεν έχω άλλο χρόνο να σπαταλήσω!»

Και της το έκλεισε κατάμουτρα…

Πώς είχε καταφέρει να της το κλείσει έτσι κατάμουτρα. Ήταν ασυγχώρητο αυτό που έκανε. Ασυγχώρητο και αντιεπαγγελματικό. Στο τηλέφωνο ήταν μια κοπέλα σε απόγνωση, κι αυτή τι είχε κάνει? Της είχε κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα! Ντροπή! Αν το μάθαιναν οι συνάδελφοί της ψυχολόγοι, θα έχαναν πάσα ιδέα γι’αυτήν. Και θα είχαν και δίκιο.

Μάταια προσπάθησε να την βρει. Δεν είχε τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να καλέσει τον Βασίλη.

……..

Μετά από δύο εβδομάδες, εισήχθη επειγόντως στην κλινική που εργαζόταν η Μαρίνα, μια κοπέλα σε κατάσταση αμόκ. Είχε επιχειρήσει να πνίξει τον άντρα της πάνω σε μια σχιζοφρενική κρίση.

Όταν η Μαρίνα πήγε να την δει, έμεινε άναυδη. Ήταν η Βάλια!

«Βάλια? Τι έχεις κορίτσι μου?» της είχε πει.

Εκείνη την κοίταξε και έσκασε στα γέλια, χωρίς να της απαντήσει!

Ένας γιατρός την ενημέρωσε. Η ασθενής προφανώς έπασχε από σχιζοφρένεια και φανταζόταν πράγματα. Πρόσφατα είχε γίνει επιθετική και επικίνδυνη με αποτέλεσμα ο σύζυγός της να αποφασίσει να την φέρει στην κλινική.

Η Μαρίνα ρώτησε που ήταν ο σύζυγος. Ο σύζυγος βρισκόταν στη γραμματεία της κλινικής για να ρυθμίσει το οικονομικό. Έτρεξε να τον προλάβει.

Και τον πρόλαβε!

«Βασίλη!» του φώναξε.

Αυτός, ανέκφραστος, την κοίταξε χωρίς να απαντήσει.

«Βασίλη, τι έκανες? Τι έκανες? Τι κάνατε???»

Εκείνος βουρκωμένος της απάντησε «Τίποτα»

«Πώς τίποτα? Η Βάλια δεν είναι καθόλου καλά»

«Η Βάλια ήταν απλώς περίεργη, Μαρίνα. Όλα θα ήταν μια χαρά αν καθόταν στα αυγά της και δεν έψαχνε να τα ξαναβρεί με τον Στέφανο. Ήμουν ρητός και απόλυτος με τον Στέφανο. Ή εμένα, ή τη Βάλια. Αυτός μας ήθελε και τους δύο, κι αυτό δεν γινόταν. Τον είχα προειδοποιήσει. Αυτός δεν με άκουσε κι έμπλεξε πάλι μαζί της. Η Βάλια δεν ήταν χαζή. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Νόμιζε ότι είσαι ερωμένη μου. Δεν το αρνήθηκα. Με βόλευε.

Μια μέρα όμως, εκεί που δεν το περίμενα κι ενώ ήμουν στο μπάνιο, μου βούτηξε το κινητό και τηλεφώνησε στη…. «Μαρίνα» που βρήκε στον κατάλογο. Και τότε, της απάντησε ο Στέφανος. Δεν μου ‘πε τίποτα. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.

Το αστείο ξέρεις ποιο είναι? Ότι εγώ δεν ήξερα ότι με απατούσε με το Στέφανο! Δεν είναι πολύ αστείο τελικά? Εγώ κεράτωνα τη γυναίκα μου κι αυτή εμένα, με τον ίδιο εραστή! Μμμμμ…. Τι ερωτικό. Τι κρίμα που δεν το έμαθα εγκαίρως, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε όλοι μαζί την εμπειρία.»

«Σκάσε!!!» του φώναξε η Μαρίνα. «Καταστρέψατε έναν άνθρωπο Βασίλη!»

«Καταστρέψαμε?? Μπα? Σοβαρά? Μήπως αυτή μας κατέστρεψε??? Εγώ δεν καταστράφηκα νομίζεις? Το ξέρεις ότι μας την έστησε και μας έπιασε στα πράσσα, στο σπίτι του Στέφανου? Εγώ βέβαια της πρότεινα να μείνει και να διασκεδάσουμε κι οι τρεις μαζί, αλλά ο Στέφανος για χάρη της μου έριξε μια γροθιά στα μούτρα. Τι ρομαντικός, Θέε μου!

Πώς γίνεται ένας άντρας να αγαπάει έναν άλλον άντρα και μια γυναίκα ταυτόχρονα??? Πώς γίνεται μια γυναίκα να ισχυρίζεται ότι αγαπάει και τον άντρα της και τον εραστή της?? Εγώ ήμουν ο μόνος φυσιολογικός. Αγαπούσα μόνο έναν. Τον Στέφανο.

Το ξέρεις ότι εξαιτίας της χώρισα μαζί του? Αυτή φρόντισε να με κάνει να πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Μ’εκανε να χάσω ότι πιο όμορφο είχα, όπως την είχα κάνει κι εγώ κάποτε να το χάσει.

Το ξέρεις ότι μετά πήγε στη μητέρα μου και τα είπε όλα? Το ξέρεις ότι μετά πήγε στη δουλειά μου και τα είπε όλα? Με κατέστρεψε Μαρίνα. Μέρα με τη μέρα γινόταν και χειρότερη. Καθόταν μόνη της στο σκοτάδι κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο και γελώντας. Είναι τρελλή! Το καταλαβαίνεις?? ΤΡΕΛΛΗ!!!!»

Η Μαρίνα, με όλη της τη δύναμη, έριξε ένα χαστούκι στον Βασίλη.

«Φύγε! Δεν θέλουμε ούτε τα λεφτά σου, ούτε τη συμπόνια σου. Τη Βάλια θα την αναλάβω εγώ»

Η Βάλια είχε στον κόσμο μόνο τους γονείς της και τη Μαρίνα πλέον. Το διαζύγιο με τον Βασίλη βγήκε στο άψε-σβήσε, μιας που αυτός δεν ήθελε να έχει πια καμία σχέση μαζί της.

Η Βάλια, η μικρή, τρυφερή Βάλια, που δεν άντεξε και έχασε την επαφή με την πραγματικότητα. Κλείστηκε στο δικό της κουτάκι, εκεί που κανείς δεν μπορούσε να την βλάψει πια.



Την επόμενη μέρα ξημέρωσε άλλο ένα Σάββατο.

Οι ασθενείς δεχόντουσαν επισκέψεις. Γονείς, αδέλφια, παιδία…

Η Βάλια περίμενε υπομονετικά να φανούν οι γονείς της. Ηλικιωμένοι και ταλαιπωρημένοι πια, πήγαιναν κάθε Σάββατο να την δουν για τρεις ώρες. Μαζί με τους γονείς της, εμφανιζόταν και η Μαρίνα, κρατώντας ένα κοριτσάκι απ’το χέρι.

Ένα κοριτσάκι φτυστό η Βάλια, που γεννήθηκε λίγους μήνες μετά την εισαγωγή της στην κλινική. Ο πρώην σύζυγος δεν έμαθε ποτέ γι’αυτό και το παιδί καταχωρήθηκε ως αγνώστου πατρός.

Η Βάλια μπορεί να είχε χάσει τις λεπτές ισορροπίες της ψυχής της, αλλά δεν ήταν χαζή. Είχε ήδη υπογράψει διαθήκη με την οποία ανέθετε την κηδεμονία του παιδιού στη Μαρίνα.

Η Μαρίνα ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή για να βοηθήσει τους ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές. Δεν παντρεύτηκε ποτέ για να ασχοληθεί με το έργο της.

Και τώρα, ο Θεός την αντάμειψε με ένα παιδάκι. Ένα κοριτσάκι με τα μάτια του Στέφανου, τα μαλλιά της Βάλιας και το πείσμα του Βασίλη, να της θυμίζει για πάντα πως η ζωή είναι μια απλή, μα τόσο αλλόκοτη ιστορία….


ΤΕΛΟΣ

6.06.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 8ο

Παρασύρθηκα!

Ναι, τ’ομολογώ, παρασύρθηκα!

Η ζωή που ζούσα μέχρι τότε, δεν μου άρεσε.
Εγκλωβισμένη στον βαρετό γάμο μου με τον Βασίλη και σε μια επαγγελματική εξέλιξη που τελικά δεν μου ταίριαζε, παρασύρθηκα από τον Στέφανο και τους «απαγορευμένους καρπούς» που γενναιόδωρα ήθελε να μου προσφέρει.

Επί τρεις ολόκληρους μήνες συναντιόμασταν κρυφά και κάναμε όλα αυτά που τόσο πολύ μου είχαν λείψει. Βέβαια, αυτό που είχα παλιά με το Στέφανο, ποτέ δεν μπόρεσα να το ξαναποκτήσω.

Δυστυχώς ήμουν πλέον παντρεμένη με τον Βασίλη και δεν είχα ελεύθερο προσωπικό χρόνο πια. Δεν ήμουν όπως παλιά, ελεύθερη κι ωραία, που απλά έλεγα στους γονείς μου ότι θα βγω με το Στέφανο και μπορεί να μη γυρίσω το βράδυ. Τώρα έπρεπε να κρύβομαι, να καταστρώνω σχέδια, να λέω ψέμματα.

Ψέμματα.....

Πόσα ψέμματα είπα σ’αυτήν την ιστορία που σας διηγούμαι…

Πόσα ψέμματα μου είπαν...

Πόσο μεγάλο ψέμμα ήταν όλο αυτό που ζούσα...



Η ιδανική μέρα για να συναντιέμαι με τον Στέφανο ήταν η Πέμπτη, που ο Βασίλης έλειπε στις συναντήσεις ψυχολογικής υποστήριξης. Δυστυχώς ο Στέφανος μπορούσε οποιαδήποτε άλλη μέρα, εκτός της Πέμπτης.
Κάθε Πέμπτη απόγευμα έπρεπε να διδάσκει μαθηματικά σ’ένα φροντιστήριο, αντικαθιστώντας μια καθηγήτρια που έλειπε με άδεια μητρότητας. Τα μαθήματα τελείωναν κατά τις δέκα το βράδυ, ώρα απαγορευμένη πλέον για μένα, μιας που ο Βασίλης επέστρεφε από τη συμβουλευτική του συνάντηση κατά τις δέκα και μισή.

Έτσι, το ψέμμα που αποφάσισα να σερβίρω στον Βασίλη ήταν ότι είχα αποφασίσει να πηγαίνω μια επιπλέον μέρα την εβδομάδα στο γυμναστήριο. Πότε ήταν Δευτέρα, πότε Τρίτη, πότε Τετάρτη. Τις Παρασκευές δεν τις προτιμούσα γιατί ήξερα καλά ότι ο Βασίλης σχολάει νωρίς, ενώ τις Πέμπτες, αφού δεν βόλευαν το Στέφανο, πήγαινα πραγματικά στο γυμναστήριο, όπως παλιά.

Οι τρεις αυτοί μήνες της κρυφής μου ερωτικής σχέσης, ομολογώ πως με αναζωογόνησαν.

Σταμάτησα να πιέζω τον Βασίλη να γίνει πιο δραστήριος στο κρεββάτι, σταμάτησα να έχω νεύρα, σταμάτησα να πονάω από την εξαφάνιση του Στέφανου. Ο Στέφανος ήταν και πάλι – εν μέρει – δικός μου! Επιτέλους! Είχα ξαναβρεί το άλλο μου μισό, τη χαμένη μου αγάπη.

Κι είχα όντως αρχίσει να αναρωτιέμαι αν εξακολουθούσε να τα ‘χει με τη Μαρίνα. Στο σπίτι του δεν υπήρχε καμία φωτογραφία της και ποτέ δεν την ανέφερε, παρά μόνο όταν εγώ του την θύμιζα.

Παρόλα αυτά, είχε τύχει ενώ βρισκόμουν μαζί του να χτυπάει το κινητό του, να είναι το «μωρό» του κι αυτός να μιλάει κάπως συνωμοτικά. Δεν του έλεγα τίποτα γιατί προσπαθούσα να κρατήσω χαρακτήρα. Έκανα ότι δεν είχα καταλάβει ότι ήταν αυτή.

Μια φορά όμως, το θράσσος του ξεπέρασε κάθε όριο. Αφού χτύπησε το τηλέφωνο κι εγώ είχα δει στην οθόνη τη φράση «το μωρό μου», αυτός απάντησε με μια άνεση «Έλα φιλαράκο, τι γίνεσαι? Ναι, δεν μπορώ τώρα, θα σε πάρω εγώ φίλε»

Με το που κλείνει, τον ρωτάω: «Ποιος ήταν?»
Κι εκείνος με μια απίστευτη άνεση μου αποκρίθηκε «ένας φίλος μου από το φροντιστήριο»

Έγινε της τρελλής. Έβαλα τέτοιες φωνές που ο Στέφανος δεν τις είχε ξανακούσει. Μπορεί να τον είχα ερωτευτεί, αλλά δεν ήμουν ηλίθια.

«Παραδέξου το! Η Μαρίνα ήταν!!! Λέγε, αν δεν ήταν αυτή, ποια ήταν??»

Στην αρχή επέμενε ότι δεν ήταν αυτή. Όταν είδε ότι με είχε φέρει στα όριά μου, το παραδέχτηκε.

Από τότε δεν με ξανακορόιδεψε. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν αυτή, το καταλάβαινα και αυτός δεν έκανε τίποτα για να με πείσει για το αντίθετο.

Μετά από τα τηλεφωνήματά της, ο συνήθης διάλογός μας ήταν:

- Μπα? Το … μωρό σου ήταν πάλι?
- Βάλια, σε παρακαλώ…
- Γιατί δεν της στέλνεις χαιρετίσματα εκ μέρους μου?
- Μα τι λες τώρα?
- Γιατί? Το Μαρινάκι το γνώρισα πολύ πριν από σένα!
- Μάλιστα…
- Η Μαρίνα δεν ήταν στο τηλέφωνο? Ή με δουλεύεις πάλι Στέφανε?
- Ναι κούκλα μου, η Μαρίνα ήταν. Μπορούμε τώρα να αλλάξουμε συζήτηση?
- Είσαι τόσο ευτυχισμένος μαζί της? Τόσο καλύτερη από μένα είναι? Τόσο υπέροχη, που μπόρεσες να με παρατήσεις έτσι εύκολα και να εξαφανιστείς? Ε Στέφανε?

Κι έτσι καυγαδίζαμε.

Στο τέλος ποτέ δεν μάθαινα αν και πόσο την αγαπάει κι αν πραγματικά τη θέλει τόσο πολύ.

Μια φορά προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και, αφού έκλεισε το τηλέφωνο, του είπα ήρεμα:

«Στέφανε, λυπάμαι πάρα πολύ που σ’έχασα έτσι. Τι να πω, μακάρι η Μαρίνα να σε κάνει ευτυχισμένο. Αν και δυσκολεύομαι να το πιστέψω, γιατί αν ήσουν πραγματικά ευτυχισμένος δεν θα ήμασταν τώρα εδώ, ξαπλωμένοι, δίχως ρούχα κι έχοντας κάνει έρωτα ξανά και ξανά. Ειλικρινά, δεν θα μπορέσω ποτέ να το καταλάβω. Σ’αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Στα έδωσα όλα. Και τώρα κατέληξα παντρεμένη πάλι με κάποιον που δεν με κάνει ευτυχισμένη, και με σένα να μου θυμίζεις τι είχα κάποτε. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα.»

Εκείνος είχε βουρκώσει. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ψιθύρισε «Όσο αντέξεις, κούκλα μου. Όσο αντέξεις….»

Έτσι περνούσε ο καιρός. Με τον Βασίλη να ασχολείται ως επί το πλείστον με την καριέρα του κι εμένα να ανυπομονώ να έρθει αυτή η μια φορά την εβδομάδα που θα μπορούσα να δω τον Στέφανο και να τον απολαύσω, ελπίζοντας πάντα ότι δεν θα διακόψει την ηδονή μου αυτή η βδέλλα, η Μαρίνα.

Κάποιες φορές κοιτούσα τον Βασίλη κι ένιωθα τύψεις. Δεν μου έφταιγε σε τίποτα αυτός να τον κερατώνω έτσι ασύστολα. Αυτός μου ήταν πάντοτε πιστός, τίμιος και ειλικρινής. Μπορεί τελικά να μην ταιριάζαμε στο ερωτικό, αλλά ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος.

Πέρασα σιγά-σιγά λοιπόν από τη φάση της τρελλής δίψας για παράνομο σεξ, στη φάση των τύψεων.

Κάθε φορά που ήμουν γυμνή στο κρεβάτι με τον Στέφανο να έχει μόλις πριν πέντε λεπτά ολοκληρώσει και να κοιτάει το ρολόι του, περιμένοντας να ντυθώ και να φύγω, ένιωθα πολύ βρώμικη και φτηνή.

Γύριζα σπίτι όπου με περίμενε ο Βασίλης μ’ένα πλατύ χαμόγελο, έχοντας φτιάξει δύο φλυτζάνια αχνιστό τσάι, για να … ξεκουραστώ από τη γυμναστική που έκανα τόσες ώρες.

Κάποιες φορές τύχαινε να με πλησιάσει κιόλας, λέγοντάς μου με πολύ ρομαντικό τρόπο «θέλω να σου κάνω έρωτα, αγάπη μου», μα εγώ ήμουν τόσο εξαντλημένη από τις διαστροφές του εκρηκτικού Στέφανου που είχα ζήσει δύο ώρες νωρίτερα, που προφασιζόμουν πονοκεφάλους και ζαλάδες για να με αφήσει ήσυχη.

Όταν αυτές οι τύψεις μεγάλωσαν αρκετά, ζήτησα από το Στέφανο να μην βρεθούμε την ημέρα που είχαμε κανονίσει. Αντί να πάω σ’αυτόν, πήγα όντως στο γυμναστήριο και ξέσκασα. Ήταν μια Τρίτη. Την Πέμπτη λοιπόν, αποφάσισα να μην πάω γυμναστήριο, αλλά να περιμένω τον Βασίλη να γυρίσει από την συμβουλευτική ομάδα για να του χαρίσω μια ρομαντική και – γιατί όχι? – ερωτική βραδιά.

Είχα φορέσει ένα αποκαλυπτικό νυχτικό και είχα σβήσει όλα τα φώτα του σπιτιού. Μόνο στο υπνοδωμάτιό μας είχα αναμμένα κεράκια. Είχα κλειδώσει κιόλας, ώστε να πιστέψει, μπαίνοντας, ότι ακόμα δεν έχω γυρίσει από το γυμναστήριο.

Καθόμουν εκεί, στο σκοτάδι και περίμενα. Κατά τις 10 και είκοσι ακούω κλειδιά στην πόρτα και τη φωνή του Βασίλη να μιλάει με κάποιον.

Αναρωτήθηκα στην αρχή, τι να συμβαίνει και φοβήθηκα μήπως ήμουν τόσο άτυχη που τη μέρα που ήθελα να μείνουμε οι δυο μας, αυτός κανόνισε να φέρει στο σπίτι κάποιον γνωστό του από τις συναντήσεις.

Δεν άκουγα τον συνομιλητή του. Αφουγκράστηκα πιο προσεκτικά. Ναι.. Ναι… Μιλούσε στο κινητό του. Μιλούσε στο κινητό του, μα έλεγε πράγματα που δεν πίστευα ότι άκουγα!

«Ναι ρε γαμώτο, το ξέχασα εκεί. Θα το πάρω όταν ξαναβρεθούμε. Μου πήρες τα μυαλά σήμερα. Ήσουν το κάτι άλλο βρε συ. Καιρό είχες να με βασανίσεις τόσο, μωρό μου. Τόσο πολύ πεινούσες? Χα χα χα! (δυνατά γέλια) Έλα βρε! Ούτε να το ξαναπείς. Μόνο πρόσεξε μην το χάσεις γιατί είναι δώρο της Βάλιας και κάποια στιγμή θα με ρωτήσει. .. Τι έπαθες τώρα? Όχι σου λέω, δεν έχει έρθει ακόμα. Αντε, σ’αφήνω τώρα, φιλακια. Χα Χα!! Ξέρεις εσύ που!»

Είχα μείνει άφωνη. Ακίνητη σαν παγοκολώνα. «Δεν είναι δυνατόν!» ψιθύρισα. Αφουγκράστηκα πάλι. Ο Βασίλης είχε προχωρήσει προς το σαλόνι και άνοιγε την μπαλκονόπορτα για να αεριστεί λίγο το σπίτι. Έσβησα βιαστικά τα κεράκια, φόρεσα μια ρόμπα και στο σκοτάδι ξεγλύστρησα και μπήκα στο μπάνιο, το οποίο ήταν ακριβώς δίπλα στην κρεββατοκάμαρα.

Ο Βασίλης προχώρησε προς τον διάδρομο και είδε στο βάθος το φως του μπάνιου αναμμένο. Πλησίασε, κι όταν έφτασε ακριβώς μπροστά στην πόρτα, άκουσε τον ήχο του ντους.

«Βάλια? Είσαι εδώ?»

Κανείς δεν απάντησε από μέσα.

Άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα. Πίσω από την κουρτίνα φαινόταν καθαρά η σιλουέτα της κάτω από το νερό του ντους, να ξεπλένει τους αφρούς κι εκείνη να σιγοτραγουδά.

Ο Βασίλης πλησίασε αθόρυβα και τράβηξε απαλά την κουρτίνα.

«Εδώ είσαι?» της είπε

«ΑΑΑΑΧΧΧ!!!! Παναγία μου!»

«Τρόμαξες, αγάπη μου?»

«Πω-πω, Βασίλη! Κατατρόμαξα! Τώρα ήρθες?»

«Ναι αγάπη μου. Εσύ?»

«Εγώ ένιωσα μια ζαλάδα στο γυμναστήριο και έφυγα λίγο νωρίτερα»

«Ζαλάδα, ε? Λες να έχουμε κανένα ευχάριστο?»

Του χαμογέλασα πλατιά και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο.

«Ασε με να τελειώσω τώρα, για να κάνεις κι εσύ το ντουσάκι σου μετά» είπα, κι έκλεισα την κουρτίνα. Είχα παρατηρήσει ότι στο χέρι του δεν υπήρχε το ρολόι που του είχα κάνει δώρο.

Μετά από πέντε λεπτά είχα βγει από το μπάνιο και τη θέση μου κάτω από το ντους, πήρε ο Βασίλης.

Κι αυτός ήταν ο σκοπός μου!

Μόλις μπήκε στο ντους, έτρεξα και άρπαξα το κινητό του από το τραπεζάκι του σαλονιού.

Ήθελα να δω ποια ήταν η τελευταία κλήση του. Σε ποιά έλεγε αυτά τα λόγια?

Πήγα στις εξερχόμενες κλήσεις. Η τελευταία εξερχόμενη ήταν στο δικό μου κινητό. Φτού.

Συνέχισα επιλέγοντας τις εισερχόμενες κλήσεις.

«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησα.

Μπορεί να μην φαινόταν ο αριθμός κλήσης, αλλά φαινόταν ξεκάθαρα το όνομα. Η τελευταία εισερχόμενη κλήση, που είχε γίνει πριν ένα τέταρτο περίπου, ήταν από το όνομα «ΜΑΡΙΝΑ»!!!!

Ο Βασίλης μου φώναξε από μέσα να φτιάξω τσάι να πιούμε. Παράτησα το κινητό του εκεί που το βρήκα, βγαίνοντας από το μενού των κλήσεων, χωρίς να προλάβω να δω και να σημειώσω τον αριθμό της.

Μέχρι να ετοιμάσω το τσάι, είχα πάρει, χωρίς να το ξέρω, τη σημαντικότερη απόφαση αυτής της ιστορίας.

Ως εδώ! Μπορούσα να ανεχτώ να μοιράζομαι τον εραστή μου με τη Μαρίνα. Αλλά όχι και τον άντρα μου!!!!

Αυτό ήταν! Θα ξεκαθάριζα με αυτήν την οχιά, μια για πάντα!!!


(συνεχίζεται… για το τελευταίο επεισόδιο)

6.01.2007

Για την Αμαλία.....

Για την Αμαλία, τα λόγια μου είναι λίγα και φτωχά.

Τη γνώρισα, δυστυχώς, αφού είχε φύγει από κοντά μας.

Όπως τους καλλιτέχνες, τους ζωγράφους, τους μουσικούς, που μετά θάνατω ο κόσμος αναγνωρίζει τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους.

Έτσι κι εγώ.

Χαμένη στην πεζή καθημερινότητά μου, που κάποτε διακόπηκε με το θάνατο ενός πολυαγαπημένου μου προσώπου, για να ξαναπάρει αργότερα πάλι την ίδια ρότα, την ίδια πορεία, με μόνη διαφορά τον πόνο και την πίκρα που νιώθει αυτός που μένει πίσω...

Δυστυχώς είμαι ακόμα στη δουλειά μου, αυτή την ώρα και δεν βρήκα λίγο περισσότερο χρόνο να αφιερώσω στην υπέροχη Αμαλία.

Κι όχι μόνο στην υπέροχη Αμαλία, μα και σε τίποτα άλλο πέρα από τη δουλειά μου δεν αφιέρωσα χρόνο σήμερα .....

Βλέπετε, οι ρυθμοί της ζωής δεν μ’αφήνουν να ζήσω.... Δεν είναι τραγική ειρωνεία?

Μακάρι να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε ότι η ζωή είναι εδώ και τώρα. Ούτε στο αύριο, ούτε στο μέλλον.

Μακάρι η μικρή Αμαλία να μας βλέπει από ψηλά και να μας προστατεύει, γιατί – όπως έχει πει κι ένας γνωστός Έλληνας τραγουδιστής – «ο ουρανός δεν κρύβει από πάνω Θεό, κι εσύ είσαι εσύ, κι εγώ είμαι εγώ....»

Αντίο Αμαλία

Μακάρι μέχρι να φύγω κι εγώ από αυτή τη ζωή να έχω καταφέρει να ακουστεί η φωνή μου σε τόσο κόσμο όσο κι εσύ....


Με απέραντη εκτίμηση και θαυμασμό,

Anima Rana

5.30.2007

Τι τραβάω Χριστέ μου!

Ήμαρτον πλέον!

Κάθε μέρα στη δουλειά από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ! Νισάφι πια!

Τι να κάνω όμως, αφού πρόκειται για το χρυσό κοτέτσι?

(μουσική παρακαλώ!)
Το χρυσό κοτέτσι
Μακριά οι λέτσοι
Μόνο χλίδα και χρυσά αυγάαα

Τσα-τσα-τσα !!!

(δεν πάω καλά)


Βλέπετε, μεταφέρθηκα! Δεν ασχολούμαι πλέον με κότες και κοινά αυγά. Βρίσκομαι στο χρυσό κοτέτσι, το τμήμα που στην ουσία είναι η βιτρίνα του κοτετσιού.

Δεν λέω, πληρώνομαι όλες τις υπερωρίες μου. Μα πότε θα βρω χρόνο να σας παραδώσω επιτέλους τη μικρή και τρισχαριτωμένη Βάλια?

Εχω εξαφανιστεί απο τα blog σας, το ξέρω, μα μην με παρεξηγήσετε! Το Σαββατοκύριακο θα στρωθώ στη δουλειά. Θα κατεβάσω νέα "Βάλια" και θα σας επισκεφτώ όλους!

Αχχχ.... Τι τις ήθελα τις καριέρες, παντρεμένη βατράχω!!!

Και να'σου τα κουστουμάκια και να'σου τα παπουτσάκια, γιατί τα απλά ρούχα που φορούσα στο παλιό μου κοτέτσι, είναι τρε μπανάλ για τα νέα μου καθήκοντα (τρομάρα μου.....).

Οσο για τον νέο αρχι-γύπα, αφήστε τα! Τον θυμάστε? Που τον υποδεχτήκαμε μετα βαίων και κλάδων?

Εφυγε!

Λούης!

Καπνός!

Ουουουουουου απατεώνα! λαμόγιο! ΚΟΤΑΑΑΑΑ!!!!!

Δεν σας το'χα πει τότε που έφυγε, για να μην με πάρετε στο μεζέ, αλλά έφυγε μέσα σε μια βδομάδα, το χρυσό μου!

Δεν πειράζει, τώρα περιμένουμε πρώτο πράγμα. Τεφαρίκι!!!

Θα σας τα πω όλα σιγά-σιγά, και τα επαγγελματικά, αλλά και τις χαριτωμένες περιπέτειές μου στο ταξίδι του μέλιτος (πιο πολύ αγκαλιά ήμουν με τη.. λεκάνη, παρά με τον πάπιο μου).

Αλλά όλα αυτά, μόλις τελειώσω μ'αυτήν την αλλόκοτη υπόθεση της Βάλιας, την οποία θα προσπαθήσω να τελειώσω αυτό το Σαββατοκύριακο. Αντε, το πολύ να μας μείνει το συγκλονιστικό φινάλε για το μεθεπόμενο (και τελευταίο) επεισόδιο.

Μετά θα αρχίσω να σας γράφω κωμωδίες. Αρκετά με τα δράματα και τους προβληματισμούς.

Τώρα σας φιλώ γιατί πρέπει να πάω και στο σπίτι μου κάποια στιγμή...

κουάξ και σμάκ σε όλους σας!


anima rana λέγομαι,
ψυχή απο βατραχάκι
και στο χρυσάφι λούζομαι
πριν πέσω στο νεράκι....

(χικ!)

5.23.2007

..η επιθυμία σας, διαταγή!





Πώς μπορώ να αντισταθώ στις επιθυμίες των φίλων μου, που - αν και δεν με γνωρίζουν προσωπικά - έχουν χαρεί τόσο πολύ με τον γάμο μου?
Ακόμα και αυτοί που δεν είναι και τόσο υπέρ του γάμου, ζήτησαν να "πάρουν λίγο μάτι" από το μυστήριο.

Καταλαβαίνετε ότι δεν μου είναι εύκολο να βγάλω προσωπικές φωτογραφίες στο διαδύκτιο.

Μακάρι να μπορούσα να σας τις δείξω όλες, αλλά πραγματικά δεν θέλω να εμφανίσω την βατραχο-μουτσουνάρα μου στον.. κυβερνοχώρο.

Οπότε, θα πρέπει να συμβιβαστείτε με αυτή την "πεταχτή ματιά" που μπορώ να σας αφήσω να ρίξετε!

Σας φιλώ όλους και εύχομαι να είμαστε όλοι υγιείς, ευτυχισμένοι και τυχεροί, με έναν άνθρωπο δίπλα μας να μας αγαπάει και να τον αγαπάμε πραγματικά!

κουάξ,
anima rana






5.11.2007

I' M BACK!!!

Αγαπημένοι μου,

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ!!!

Η μόνη διαφορά είναι ότι πλέον φοράω ένα καινούριο δακτυλίδι στο δεξί μου χέρι.

Ο έρωτας δεν σκοτώθηκε (απαντάω στον Ασκαρδαμυκτί) γιατί (όπως είπε το Μαράκι) τον έρωτα εμείς τον σκοτώνουμε, δεν σκοτώνεται μόνος του.

Ο γάμος ήταν πολύ καλός κι ήμασταν όλοι πολύ cool! Θα προσπαθήσω να σας δείξω καμιά φωτογραφία, αλλά - καταλαβαίνετε - θα είναι πολύ διακριτική και δεν θα δείτε και πολλά...

Πήγαμε 6 μέρες στην Αίγυπτο. Τρεις Κάιρο, τρεις Αλεξάνδρεια. Κρατάω τις εμπειρίες μου για λίγο κρυφές, για να έχω και τίποτα να σας γράψω σε επόμενα posts. Πρώτα πρέπει να τελειώσω την ιστορία της γκαντέμως (=Βάλια).

Σας ευχαριστώ όοολους πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ για τις ευχές σας κι εύχομαι σε όλους σας μόνο χαρές, ευτυχία, υγεία, τύχη και όνειρα που γίνονται πραγματικότητα.

Το γούνινο σκυλάκι μου το άφησα στην φίλη μου την .. αρκουδίτσα και πέρασε μια χαρά (λυπάμαι ανώνυμε που δεν σε ικανοποίησα και δεν το άφησα να ψοφήσει...)

Είμαι πάλι πίσω στην blogoπαρέα μας και χαίρομαι πάρα πολύ!

Φιλιά πολλά και ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΟΙ ΑΝΥΠΑΝΤΡΟΙ!!!!

Υ.Γ. Ακολουθεί νέο επεισόδιο 'Βάλια'. Και για όσους ανυπομονούν, δηλώνω ότι η ιστορία θα τελειώσει ή στο ένατο ή το δέκατο επεισόδιο.

σμάκ!

Βάλια - μέρος 7ο

Είχα παραμείνει άναυδη και αμίλητη, ενώ ο Στέφανος έβγαλε ένα χείμαρρο λέξεων, λέγοντάς μου ότι είμαι η ζωή του όλη, ότι δεν αντέχει μακριά μου, ότι επιτέλους με ξαναβρήκε, ότι με θέλει σαν τρελλός…

«Να σου πω, δεν πας καλά μου φαίνεται!» Του φώναξα.
«Με παράτησες για τη Μαρίνα και τώρα ζητάς και τα ρέστα? Κάθαρμα! Παράτα με ήσυχη, δεν θέλω να σε ξαναδώ!»

«Τη Μαρίνα? Ποια…. Α, τη Μαρίνα. Η Μαρίνα ήταν απλώς μια αφορμή, ήταν, ήταν ένα λάθος, πίστεψέ με. Εσένα θέλω. Σε θέλω σαν τρελλός!» μου απάντησε αφηνιασμένος.

«Κι έπρεπε να με βρεις τυχαία στο δρόμο για να μου το πεις? Αι παράτα μας ρε Στέφανε!» κι έκανα να φύγω.

«Όχι! Όχι! Μην φεύγεις! Όχι! Δώσ’ μου άλλη μια ευκαιρία. Μια τελευταία ευκαιρία. Σ’ αγαπάω Βάλια. Πάντα σ’ αγαπούσα. Εγω...»

«Στέφανε, σταμάτα!! ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ!!» του φώναξα τόσο δυνατά, που ένας-δυο περαστικοί γύρισαν και μας κοίταξαν.

Ήταν η σειρά του να μαρμαρώσει.

«Τι έκανες?»

«Δεν άκουσες? Παντρεύτηκα!» του είπα, δείχνοντάς του τη βέρα μου.

«Ελπίζω να αξίζει.»

«Βεβαίως και αξίζει. Είναι ο Βασίλης. Τον θυμάσαι τον Βασίλη, που του έκλεψες τη γυναίκα? Ή τον ξέχασες κι αυτόν, όπως την Μαρίνα???»

«…Ποιος?...»

Έμεινε για τέσσερα δευτερόλεπτα αμίλητος και μετά… λιποθύμησε!!!

Λιποθύμησε, μπροστά στα μάτια μου, μες τη μέση του δρόμου!
Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Έσκυψα πάνω του κι άρχισα να του χτυπάω ελαφρά το πρόσωπο φωνάζοντας το όνομά του. Δυο-τρεις άλλοι περαστικοί είχαν σταθεί από πάνω μας και τους ζήτησα βοήθεια. Τον σήκωσαν και τον κάθησαν σ’ ένα παγκάκι. Άρχισε να συνέρχεται. Ήταν κατάχλωμος. Δεν μπορούσα να καταλάβω όμως το λόγο. Τόσο πολύ του είχε στοιχίσει ότι παντρεύτηκα τον Βασίλη?

«Είσαι καλύτερα?» τον ρώτησα. «Μπορείς να σηκωθείς? Στέφανε, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου. Είσαι εντάξει?»

«Βάλια, σε παρακαλώ. Πήγαινέ με σπίτι μου. Εδώ πιο πάνω είναι.

Κάτι μέσα μου με έτρωγε, το παραδέχομαι. Δεν μπορούσα να τον αφήσω. Σηκωθήκαμε και σιγά-σιγά πήγαμε στο σπίτι του.

Ήταν δύο τετράγωνα παρακάτω, σε μια καινούρια πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο.

«Ώστε εδώ μετακόμισες λοιπόν, κι εγώ σ’έψαχνα στο παλιό σου σπίτι και στο παλιό σου κινητό, ε?»

Εκείνος ήταν ακόμα χλωμός. «Ναι, εδώ» μου απάντησε.

«Εδώ μένεις με το .. Μαρινάκι, Στέφανε?»

«Αχ, Βάλια, σε παρακαλώ. Σου είπα, η Μαρίνα ήταν ένα λάθος…»

«Δεν σε ρώτησα αυτό, αλλά, δεν πειράζει. Μην απαντάς, δεν χρειάζεται. Εξάλλου φαίνεται ότι μάλλον δεν μένεις μόνος»

«Βάλια, εγώ..»

«Εσύ με κορόιδεψες. Αυτό έκανες εσύ. Και δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ. Δεν είχες καν τα κότσια να μου εξηγήσεις από το τηλέφωνο γιατί με άφησες»

«Εχασα το κινητό μου και … και δεν θυμόμουν απ’ έξω τον αριθμό σου κι όταν άλλαξα συσκευή δεν…»

«Άστο Στέφανε. Άστο.»

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Φτου! Ήταν ο Βασίλης! Έκανα νόημα στον Στέφανο να σωπάσει.

«Ναι? Ελα. Ναι, έρχομαι, μόλις τελείωσα τον καφέ με την Μαρία. ….. Ξέρω τι ώρα είναι Βασίλη. Σου είπα, έρχομαι. Σε μισή ώρα το πολύ θα είμαι σπίτι»

Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Στέφανο στα μάτια. «Ο Βασίλης. Φεύγω. Να προσέχεις Στέφανε»

Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός του και βγήκα. Εκείνος με κοίταζε σαν δαρμένο σκυλί.

«Βάλια, δεν αγάπησα ποτέ κανέναν όσο εσένα», μου είπε έτοιμος να κλάψει.

«Ας με κρατούσες, τότε!» του απάντησα τσαντισμένη, καλώντας το ασανσέρ.

«Δώσ’ μου τον αριθμό του κινητού σου τηλεφώνου. Τουλάχιστον να μιλάμε καμιά φορά.»

«Δεν είναι καλή ιδέα. Δεν είμαι για τέτοια τώρα.»

«Σε παρακαλώ, μόνο για να μαθαίνω ότι είσαι καλά»

Έκανα ένα μορφασμό, ξεφύσηξα και άρχισα να του λέω τον αριθμό μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή ότι η κινητή τηλεφωνία θα είχε την τιμητική της εκείνη την ημέρα…

Αφού τον αποθήκευσε μου έδωσε το κινητό του. «Ρίξ’ του κι εσύ μια ματιά ότι καταχώρησα σωστά τον αριθμό».

Πήρα το κινητό του στα χέρια μου. Έριξα μια γρήγορη ματιά. Ναι. Ο αριθμός ήταν αποθηκευμένος σωστά.

Εκείνη τη στιγμή όμως, το κινητό του, ενώ ακόμα το κοιτούσα, χτύπησε.

Στην οθόνη δεν φάνηκε αριθμός, μα μόνο «το μωρό μου» να αναβοσβήνει.

«Αντίο Στέφανε!!» του είπα σχεδόν πετώντας του το κινητό. «Το… μωρό σου σε ψάχνει»
Άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και μπήκα μέσα.

Την ώρα που έκλεισε η πόρτα και το ασανσέρ ξεκινούσε, τον άκουσα να απαντάει «Ελα, τώρα θα σ’ έπαιρνα!» κάπως τσαντισμένος. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Εγώ κατέβαινα και ευχόμουν να μην τον είχα δει εκείνη την ημέρα.
….

Φτάνοντας σπίτι ο Βασίλης με περίμενε πάααρα πολύ νευριασμένος.

«Ρε Βάλια? Μας δουλεύεις κανονικότατα? Τι ώρα είναι αυτή? Ξέρεις τι ώρα μου είχες πει ότι θα γύριζες σπίτι? Εχεις έρθει με δύο ώρες καθυστέρηση!»

«Συγνώμη κύριε προϊστάμενε!» του απάντησα εγώ πολύ θυμωμένα.

Κι έτσι άρχισε ένας υπέροχος καυγάς! Άρχισε αυτός να μου λέει ότι έχω αλλάξει κι ότι αρχίζω και αντιδρώ και ότι δεν είναι συμπεριφορά παντρεμένης γυναίκας αυτή. Εγώ του επιτέθηκα λέγοντάς του ότι παράτησα την θέση μου στην εταιρία για χάρη του, ε δεν θα παρατήσω και τη ζωή μου!

Κι όπως καταλαβαίνετε, έγινε ένας μικρός χαμός.

Την ώρα του κακού χαμού, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου.

«Να!! Ποιός είναι τέτοια ώρα Βάλια?? Εεε?» μου είπε με το ύφος του αφεντικού, αυτό το ύφος που με εξόργιζε.

Αρπαξα το κινητό μου και διάβασα το μήνυμα.

ΕΙΣΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ.

Ο αριθμός ήταν άγνωστος, αλλά δεν ήμουν χαζή. Ήταν ο Στέφανος.

«Τίποτα. Η Μαρία είναι.»

Ο Βασίλης περίμενε κι άλλες εξηγήσεις, αλλά φυσικά τον κοίταξα με το βλέμμα που αντιπαθούσε περισσότερο και του είπα «Δεν κατάλαβα τώρα! Θα μας κάνεις και ανάκριση? Κοίτα να ασχοληθείς λίγο με την ανύπαρκτη ερωτική μας ζωή και άσε το κινητό μου στην άκρη»

Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, πήρε το ύφος γενικού διευθυντού που απευθύνεται σε δούλο και φωνάζοντας μού είπε όλο θυμό και φωνές «Η ερωτική μας ζωή είναι μια χαρά και δεν σηκώνω κουβέντα! Οσο για τα τηλεφωνήματά σου, αν θες να ξέρεις απαιτώ να γνωρίζω ποιός σου στέλνει μηνύματα, ποιός σε καλεί και ποιόν καλείς από το κινητό σου! Όπως εγώ δεν κρύβω τίποτα, απαιτώ να μην κρύβεις κι εσύ! Τ’ ακούς??»

Ο Θεός είναι μεγάλος όμως, φίλοι μου. Ο λαός λέει ότι ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη. Κι εκείνη τη στιγμή μάλλον ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί κι ο Θεός δεν κοιμόταν…

Εκείνη τη στιγμή της οργισμένης απάντησης του Βασίλη, χτύπησε το κινητό του!

«Μπά???? Εντεκάμιση η ώρα το βράδυ σε ψάχνουν οι φίλοι σου??? Για να δω, ποιός είναι?»

Προσπάθησε να με πιάσει, αλλά ήμουν πάντα πιο γρήγορη και πιο ευέλικτη από αυτόν. Άρπαξα το κινητό από το τραπέζι του σαλονιού.

Στην οθόνη δεν φάνηκε αριθμός, αλλά… το όνομα «Μαρίνα» να αναβοσβήνει!

Του το έδωσα με μίσος. «Απάντησέ το ΤΩΡΑ! Και μην τολμήσεις να της πεις ότι είμαι δίπλα σου! ΤΩΡΑ!»

Ο Βασίλης άσπρισε. Πήρε το κινητό στα χέρια του.

«ΤΩΡΑ Βασίλη, αλλιώς τα μαζεύω και φεύγω!»

Απάντησε. Δεν της είπε ότι ήμουν δίπλα, αλλά δεν χρειάστηκε. Φαινόταν από το ύφος του.

«Ναι? Γεια. Ναι. Ναι. Όχι. Μάλιστα. Καληνύχτα.»

«Δεν μου λες Βασιλάκη? Τι δουλειά έχει τέτοια ώρα να σου τηλεφωνάει η Μαρίνα? Ποια? Η Μαρίνα?? Υποτίθεται ότι έχετε χαθεί εδώ και τόσο καιρό! Τι συμβαίνει Βασίλη?? Μήπως να της τηλεφωνήσω να τη ρωτήσω???»

Αυτός εγκατέλειψε το ύφος χιλίων καρδιναλίων που είχε μέχρι πριν πέντε λεπτά και με ταπεινότητα μου είπε:

«Δεν ήθελα να σε στεναχωρέσω. Τώρα τελευταία η Μαρίνα μού τηλεφωνάει, μα εγώ την απορρίπτω. Σου το ορκίζομαι, τη Μαρίνα δεν την έχω ξαναδεί από τότε. Με τη Μαρίνα δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Πού και πού μου στέλνει κανένα μήνυμα, μα της είπα ότι παντρευτήκαμε κι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι μεταξύ μας. Κάποια στιγμή θα το πάρει απόφαση.»

Δεν συνέχισα τον καυγά γιατί είχα κι εγώ λίγο λερωμένη τη φωλιά μου. Πριν λίγα λεπτά είχα λάβει μήνυμα από τον Στέφανο, οπότε προς το παρόν δεν ήθελα να επιτεθώ στον Βασίλη για τα μηνύματα της Μαρίνας.

Του είπα ότι είμαι κουρασμένη και ότι πάω για ένα ντους και ύπνο.

Στο μπάνιο, πήρα μαζί μου το κινητό μου. Ξαναδιάβασα το μήνυμα του Στέφανου.

Αποφάσισα να του απαντήσω:

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ.
ΘΕΛΩ ΑΠΛΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ. ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

Και μετά από ένα λεπτό μού ήρθε η απάντηση:

ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΕΣΕΝΑ. ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ, ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΥΤΕΣ ΒΡΑΔΙΕΣ ΠΑΘΟΥΣ ΜΑΣ. ΕΥΧΟΜΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΙΣ ΞΑΝΑΖΗΣΟΥΜΕ,
ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΦΟΡΑ… ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ.

Και τότε βαθιά μέσα μου άναψε πάλι μια μικρή φλόγα, μια κάψα, μια λαχτάρα για όλα όσα είχα στερηθεί πολύ καιρό από τον σύζυγό μου..

(συνεχίζεται….)