7.26.2006

ΤΑΤΤΟΟ

Η καλή μου φίλη αρκουδίτσα, αποφάσισε μες την ντούρλα του Σαββάτου να κάνει την μικρή της επανάσταση (για δεύτερη φορά βεβαίως-βεβαίως) κάνοντας το δεύτερο, ναι, το ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΕΒΑΙΩΣ-ΒΕΒΑΙΩΣ τατουάζ της!!!

Και επειδή ήθελε παρέα (και ίσως συμπαράσταση) αποφάσισε να πάρει μαζί της λέτε ποιόν????

Εμένα! (εδώ γελάνε)

Αφού της έκανα το απαραίτητο κήρυγμα (αφού έχεις ήδη ένα, κρίμα τα λεφτά σου, σαν ναυτεργάτης θα είσαι, σαν κατάδικος θα μοιάζεις, θα πονέσεις, δεν θα μπορείς να δώσεις αίμα για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν θα μπορείς να κάνεις ηλιοθεραπεία ή μπάνιο αύριο που θα πάμε στην πλαζ και ότι άλλο μου ήρθε εκείνη την ώρα στο μυαλό) εκείνη με άκουσε υπομονετικά, σκεπτικά, σοβαρά, σχεδόν προβληματισμένη και μετά άναψε ένα τσιγάρο, χαμογέλασε και είπε: «οκ Άνιμα. Λοιπόν, στις 5 σε περιμένω να πάμε παρέα». Κι εγώ ξεροκατάπια και είπα ένα απλό «καλά».

Στις πέντε φτάσαμε μπροστά στο ύποπτο κτίριο. Μια μεγάλη γκρι επιγραφή με μυστηριώδη γράμματα έδειχνε φανερά ότι βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Χτυπάει η αρκουδίτσα με λαχτάρα το κουδούνι. Εγώ με τέχνη έριξα δήθεν κάτω ένα δίευρω και σκύβοντας έβαλα στην κάτω σχισμή της πόρτας ένα μικρό αλλά παχύ χαρτόνι με σούπερ κόλλα, το οποίο σφήνωσε και η αρκουδίτσα έσπρωχνε να ανοίξει αλλά η πόρτα δεν υποχωρούσε. Σηκώθηκα και με ύφος ανήσυχο της είπα «Κλειστά είναι? Δεν πειράζει, μπορούμε να έρθουμε μια άλλη....» και τραβάει μια κλωτσιά η αρκουδίτσα στην πόρτα που τραντάχτηκε όλη η είσοδος και ένας ύποπτος νεαρός πετάχτηκε από το διαμέρισμα του ισογείου να δει τι συμβαίνει. «Τι έγινε?» ρώτησε. Εγώ κοιτούσα την βιτρίνα του απέναντι μαγαζιού ενώ η αρκουδίτσα προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τα δάχτυλά της το χαρτονάκι που είχε μαζέψει από κάτω. «Καλά, ποιός μαλάκας το πέταξε αυτό εδώ??». Εγώ έψαχνα στην τσάντα μου τη θήκη των γυαλιών ηλίου μου κι έκανα πως δεν άκουσα.

Ο νεαρός μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε στο ύποπτο διαμέρισμα του ισογείου. Μπαίνοντας μάς περίμεναν αναπαυτικοί καναπέδες και τραπεζάκια πάνω στα οποία υπήρχαν άλμπουμ με φωτογραφίες για να διαλέξει ο πελάτης το σχέδιο του τατουάζ του. Η αρκουδίτσα είχε ήδη αποφασίσει κι έτσι ζήτησε να δει φωτογραφίες σχετικές με το θέμα που την ενδιέφερε. Όση ώρα κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, η αρκουδίτσα είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της και μια όψη γεμάτη θαυμασμό για τα έργα τέχνης που έβλεπε μπροστά της. Εγώ ξύνιζα τη μούρη μου και σε κάποιες φάσεις ανατρίχιαζα κιόλας διότι τα συγκεκριμένα τατού είχαν γίνει σε αρκετά ευαίσθητα σημεία του σώματος. Της υπενθύμισα ότι αν άλλαξε γνώμη μπορούμε να φύγουμε. Εκείνη, λες και είχα μιλήσει σε κουφό, μου απάντησε με την ερώτηση «αν ποτέ σου έκανες τατουάζ, τι θα έκανες?». Βουβάθηκα για λίγο (κι έτσι την άφησα ήσυχη να δει τις υπόλοιπες φωτογραφίες) και μετά απάντησα «το σύμβολο του ‘v for vendetta’».

Αφού η αρκουδίτσα διάλεξε λοιπόν τι ήθελε, περάσαμε στην αίθουσα βασανιστηρίων. Ενας άλλος νεαρός, επίσης ύποπτος, φόρεσε χειρουργικά γάντια άρχισε να ετοιμάζει τα εργαλεία της φρίκης. Εγώ άρχισα να γουρλώνω τα ήδη γουρλωτά μου μάτια. Η αρκουδίτσα με κοίταξε με αποδοκιμασία. «Σταμάτα πια, ακόμα δεν αρχίσαμε και κάνεις έτσι?» Ο ύποπτος νεαρός με κοίταξε και ρώτησε «μετά θα κάνετε κι εσείς?» κι εγώ γούρλωσα ακόμα περισσότερο τα μάτια μου που κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους και απάντησα χαμογελώντας «Οχι» και πλησίασα την πόρτα.

Η αρκουδίτσα ξάπλωσε σε ένα ιατρικό κρεββάτι και άπλωσε την γάμπα της μπροστά στον ενθουσιασμένο ύποπτο νεαρό. Αυτός τέντωσε τα δάχτυλά του σαν πιανίστας που ετοιμάζεται να παίξει Ραχμάνινοφ και καθάρισε με αντισηπτικό την γάμπα που βρισκόταν μπροστά του.

Άρχισε η διαδικασία. Τα εργαλεία της φρίκης πήραν μπρος. Βζζζζζνννννννν.... ο ύποπτος νεαρός, με το εργαλείο στο χέρι, άρχισε να πλησιάζει τη γάμπα. Κοιτούσα μια το εργαλείο, μια τη γάμπα. Το εργαλείο, τη γάμπα, το εργαλείο... τη γάμπα... το εργαλείο... το πάτωμα... τον τοίχο... το ταβάνι... το κλιματιστικό.... το ταβάνι.... την αρκουδίτσα....

ΖΝΤΟΥΠ!!!

«ΕΕΕΕΕΕΕ!!!! ΑΜΑΝ ΠΙΑ ΒΡΕ ΑΝΙΜΑ!!!!»

Πετάχτηκα στον αέρα. Η αρκουδίτσα με κοιτούσε με μάτια μισόκλειστα έτοιμη να με αρπάξει απ’το λαιμό. Ο ύποπτος νεαρός με πλησίασε απειλητικά. Με σήκωσε από κάτω, άνοιξε την πόρτα και με παρέδωσε σε άλλον ύποπτο νεαρό, ψηλό, με μαλλιά ράστα και χαμόγελο πλατύ. Και οι δύο μουρμούρισαν κάτι. Με άφησαν στο καναπεδάκι της αίθουσας αναμονής, ο ένας επέστρεψε στην αίθουσα βασανιστηρίων και ο άλλος μου έφερε νερό. Από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν γέλια.

Ανασκουμπώθηκα. Επιστράτευσα όλο το θάρρος που μπορεί να έχει ένα βατράχι και ξαναπήγα να βρω την αρκουδίτσα και τον ύποπτο. Τους βρήκα χαμογελαστούς, να συνεχίζουν το έργο που είχαν αφήσει στη μέση εξαιτίας μου. Πλησίασα με δισταγμό και τους κοίταξα. Μετά κοίταξα και τη γάμπα. Ηταν ωραία. Ηταν ένα καλλιτέχνημα σε εξέλιξη. Ο ύποπτος νεαρός αναβαθμίστηκε σε ύποπτο καλλιτέχνη στα μάτια μου. Του χαμογέλασα. «Πολύ ωραίο το κάνετε. Πάρα πολύ ωραίο». Αυτός μου είπε ότι όταν θα τελείωνε, θα μου έδειχνε κι άλλα σχέδια που έχει κάνει.

Τελειώνοντας, ο ύποπτος καλλιτέχνης πράγματι μας έδειξε ένα σωρό σχέδια. Πανέμορφα. Σκίτσα μεγάλα και μικρά, διαφορετικά από όλα όσα είχα δει μέχρι εκείνη τη μέρα. Άλλα μυστηριώδη, άλλα επαναστατικά, άλλα παραμυθένια, μα όλα πολύ όμορφα και πραγματικά έργα τέχνης. Ο ύποπτος καλλιτέχνης έπαψε να είναι ύποπτος. Παρέμεινε καλλιτέχνης.

Επιστρέφοντας στην αίθουσα αναμονής μάς περίμενε ο άλλος ύποπτος νεαρός, με το μακρύ μαλλί και το πλατύ χαμόγελο, που μου είχε φέρει νερό. Κι αυτός έπαψε να είναι ύποπτος. Παρέμεινε χαμογελαστός και ευγενής. Η αρκουδίτσα πλήρωσε και φύγαμε.

Βγαίνοντας από το κτίριο, είδα κάτω το χαρτονάκι με την κόλλα. «Τι βλακώδης ιδέα» σκέφτηκα. Εσκυψα, το μάζεψα και το πέταξα στον πρώτο κάδο αχρήστων που είδα στο δρόμο. Η αρκουδίτσα απόρησε, αλλά δεν ασχολήθηκε με αυτή μου την κίνηση. Ηταν ενθουσιασμένη με το νέο της απόκτημα. «Σ’αρέσει?» με ρώτησε. Της χαμογέλασα και της είπα «Ναι, μου άρεσει. Με γεια».

Ετσι έμπρακτα είδα ότι δεν πρέπει να βάζουμε «ταμπέλες» στους ανθρώπους. Μπορεί ο πιο άκακος στην όψη να είναι και ο πιο επικίνδυνος, ενώ ο φαινομενικά ύποπτος να είναι από τους πιο τίμιους, καλλιεργημένους και σοβαρούς ανθρώπους.

Οσο για την αρκουδίτσα, με ή χωρίς τατουάζ, παραμένει το ίδιο καλό πλάσμα που ξέρω, με τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα και με τον ίδιο εκρηκτικό και ξεχωριστό χαρακτήρα.

Με γεια σου φίλη αρκουδίτσα και μπράβο στα παιδιά για την καλή δουλειά που έκαναν στη γάμπα σου!!!

7.17.2006

Αντίο

Πόσο εύκολα μπορεί το γέλιο να γίνει λυγμός;

Πόσο εύκολα μπορεί η γιορτή να γίνει πένθος;

Πόσο εύκολα μπορεί η ζωή να γίνει θάνατος;

Πριν 23 μέρες ήμασταν μαζί και κρατούσαμε τις κοιλιές μας από τα γέλια μέχρι δακρύων για την γκάφα που είχαμε κάνει με τον Lakis.

Πόσες φορές μίλησες με τους δικούς σου και με τον αδελφό σου στο τηλέφωνο κανονίζοντας τις τελευταίες εκκρεμότητες για την βάφτιση των μωρών σας. Ήσουν τόσο χαρούμενη που η κορούλα σου θα έχει μια ξαδελφούλα συνομήλικη.

Στην τελευταία γιορτή που κάναμε πριν φύγω, συγκινήθηκα πολύ όταν σε αποχαιρέτησα. Ήξερα ότι δύσκολα θα ξανασυναντιόμασταν. Εγώ επέστρεφα στο δικό μου δασάκι κι εσύ πιθανότατα του χρόνου να επέστρεφες οριστικά στο δικό σου. Χαριτολογώντας είπαμε ότι σίγουρα θα ξανασυναντηθούμε στους γάμους μας...

Πόσο εύκολα μπορεί ένας γάμος να γίνει κηδεία;

Σε λίγες μέρες θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο και δεν θα ξέρω τι να σου πω για να σε παρηγορήσω.

Λυπάμαι που η κορούλα σου θα μεγαλώσει χωρίς θείο και η ανηψούλα σου χωρίς πατέρα.

Λυπάμαι που ξαφνικά κι απότομα έγινες μοναχοπαίδι.

Χτες τη νύχτα, τόσο εύκολα, το γλέντι έγινε θρήνος.

Ενα παιδί 29 χρονών έφυγε ξαφνικά από κοντά μας και άφησε πίσω του τόση θλίψη και πίκρα...

Μισώ τη νύχτα, μισώ τον ύπνο γιατί όταν ξυπνώ ανακαλύπτω ο θάνατος πλήγωσε αυτούς που αγαπώ...

Να προσέχεις φιλενάδα, η σκέψη όλων μας είναι μαζί σου.

7.06.2006

ΟΙ ΓΑΪΔΑΡΕΣ!!!

Τα γαϊδουράκια είναι συμπαθέστατα τετράποδα. Στρουμπουλούτσικα, με όμορφη μουσουδίτσα και γλυκό γκρι χρώμα. Υπομονετικά και εργατικά, γλυκά και αξιαγάπητα.

Δυστυχώς γι’αυτά, ο χαρακτηρισμός «γαϊδούρι» και «γαϊδάρα» δεν σημαίνει τίποτα από τα παραπάνω.

Εγώ σήμερα επιθυμώ να μιλήσω για τις «γαϊδάρες» οι οποίες για κακή μας τύχη είναι πολλές και – για κακή ΜΟΥ τύχη – βρίσκονται σε πολλούς τομείς της ζωής μου και μου ανεβάζουν το αίμα στο κεφάλι και την αρτηριακή πίεση στο 18!!!

Παρακάτω βρείτε μερικά χρήσιμα παραδείγματα που θα σας βοηθήσουν να ξεχωρίσετε τις γαϊδάρες από το υπόλοιπο πλήθος:

Οι γαϊδάρες όταν εργάζονται, κλαίγονται ότι είναι κομμάτια από την πολλή δουλειά και παίρνουν το ύφος της ταλαιπωρημένης από τα χτυπήματα της μοίρας ύπαρξης κάθε φορά που τους κάνεις την απλή ερώτηση «πώς πάει η δουλειά?»

Οι γαϊδάρες όταν μιλάνε στο τηλέφωνο, ενώ βρίσκονται στη δουλειά τους, μιλάνε εκνευριστικά δυνατά, ώστε όοοοολοι να ακούσουμε πόσο δυναμικές είναι, πόσο σωστά χειρίζονται τις υποθέσεις, πόσο ικανές και αναντικατάστατες είναι και πόσο είναι αδικημένες που δεν έχουν γίνει ήδη γενικές διευθύντριες.

Οι γαϊδάρες, όταν θέλουν, λένε «καλημέρα» το πρωί. Οταν δεν θέλουν, ακόμα και να τους φωνάξεις «ΚΑΛΗΜΕΕΕΡΑΑΑΑΑ» δίπλα στα τεράστια αυτιά τους, κάνουν ότι δεν σε άκουσαν. Το ίδιο ισχύει και για το «ΚΑΛΟΟΟ ΑΠΟΟΟΓΕΥΜΑΑΑΑΑΑ» στο τέλος της ημέρας.

Οι γαϊδάρες όταν πεινάνε, αντί να κατέβουν να πάρουν κάτι να φάνε π.χ. από το φούρνο που βρίσκεται ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ που εργάζονται, ρωτάνε υψώνοντας τη φωνή: «ΟΤΑΝ ΠΑΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙ?». Κι όταν κάποιος που έχει αγανακτήσει πλέον (σώπα!) της απαντήσει ένα ξερό «ΟΧΙ» αυτές κατεβάζουν μούτρα. Ενώ αν (φυσικά) δεν λάβουν καμία απάντηση, λένε πιο χαμηλόφωνα και πολύ ειρωνικά «Μάλιστα... κανείς δεν με ακουσε. Μάλλον δεν ακούτε καλά».

Οι γαϊδάρες, όταν τελικά αποφασίσουν να σηκώσουν την κωλάρα τους και να κατέβουν να πάρουν κάτι να φάνε, ρωτάνε ΜΟΝΟ το αφεντικό και ΜΟΝΟ τους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί με γερό μέσον, αν θα ήθελαν να τους φέρουν κάτι από τον φούρνο. Οι υπόλοιποι, που κάποιες φορές έπεσαν στη λούμπα και τις είχαν εξυπηρετήσει, ας πάνε να πνιγούν!

Οι γαϊδάρες δεν απαντάνε ποτέ στα sms που τους στέλνεις (ποτέ όμως!), ακόμα κι αν πραγματικά τους τα έχεις στείλει με καλή διάθεση και ενδιαφέρον. Προφανώς δεν βρίσκεσαι ψηλά στην εκτίμησή τους (ή στην ιεραρχία της εταιρίας) και δεν το έχεις πάρει ακόμα είδηση.

Οι γαϊδάρες ποτέ δεν σου τηλεφωνούν να δουν τι κάνεις, κι ας τους έχεις τηλεφωνήσει εσύ κατά καιρούς (γιατί είσαι τόσο βλαξ και είχες θεωρήσει ότι ο λόγος που δεν λάμβανες απάντηση στο sms σου ήταν επειδή τους είχαν τελειώσει οι μονάδες!)

Οι γαϊδάρες επίσης δεν έρχονται να σε δουν όταν επιστρέψεις από μακρυνό ταξίδι, με την θεϊκή δικαιολογία ότι έπρεπε να βάλουν πλυντήριο, κάτι που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι ζωτικής σημασίας να γίνει την συγκεκριμένη μέρα και δεν αναβάλλεται με τί-πο-τα.

Οι γαϊδάρες όμως δεν έρχονται ούτε να σε αποχαιρετήσουν όταν φεύγεις για μακρινό ταξίδι, με την επίσης συγκλονιστική δικαιολογία ότι έχουν να σιδερώσουν ένα βουνό ρούχα, γεγονός ευρέως αποδεκτό ως σημαντικότερο του αποχαιρετισμού ενός φίλου.

Οι γαϊδάρες δεν σου τηλεφωνούν για να σε ευχαριστήσουν για το δώρο που τους έστειλες μέσω ενός κοινού γνωστού. Θα σε ευχαριστήσουν από κοντά, όταν σε δουν, αν σε δουν κι αν το θυμηθούν.

Οι γαϊδάρες βλέπουν το ολοκαίνουργιο χρυσό κόσμημα που σου έκανε δώρο το αγαπημένο σου πρόσωπο και αντί να σου πουν «με γειά» σου λένε «πώς καταφέρνεις και τα φοράς? Εμένα με πειράζουν τα faux bijoux».

Οι γαϊδάρες κοιτάζουν το γάτο σου με αηδία και δεν βαριούνται να υπενθυμίζουν σε όλη την παρέα πόσο βρώμικα είναι τα κατοικίδια.

Και τέλος, για να μην αναρωτιέστε, οι γαϊδάρες είναι αυτές που κατουράνε έξω απ’τη λεκάνη και λερώνουν τις τουαλέττες, καθώς επίσης αυτές που μονίμως ξεχνάνε και το αποσμητικό τους.

Αυτά.

Να υποθέσω ότι σας θύμισα πολλά πρόσωπα???