12.28.2006

Only You - μέρος 7ο

Ο Α έφυγε τρέχοντας, σχεδόν πετώντας, αφήνοντας πίσω του το Νοσοκομείο και όλα όσα είχαν διαδραματιστεί εκεί λίγα λεπτά πριν. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε μια ζωή! Να αποδείξει ότι μπορεί να μην ήταν τόσο έξυπνος όσο ο Χ, αλλά ήταν πονηρός και καταφερτζής. Μπορεί να μην τον ήξεραν οι μεγάλοι και σπουδαίοι καθηγητές όπως τον Χ, αλλά τον γνώριζαν όλοι οι άνθρωποι της νύχτας και δεν κινδύνευε ποτέ κι από κανέναν. Μπορεί να μην τον αγαπούσε μια κοπέλλα τόσο μοναδική, αξιέπαινη, φιλότιμη και καλή όπως η Λ αγαπούσε τον Χ, αλλά τον ποθούσαν αμέτρητες μορφονιές, διατεθειμένες για όλα, προκειμένου να κάνουν μια κοινή εμφάνιση μαζί του.

Πήγε κατ’ευθείαν στο φιλαράκι του τον Γιώργο. Ο Γιώργος εκείνη την ώρα έτρωγε και δυσανασχέτησε με το επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Η μάνα του, ανοίγοντας, αντίκρυσε έναν Α, όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ! Ήταν κατακόκκινος, ιδρωμένος, χαμογελαστός και με μία πρωτοφανή λάμψη στα μάτια. «Γιώργο! Γιώργο!! Τι κάνεις εκεί? Τρως? Σήκω! Έχουμε δουλειά να κάνουμε!!»

Ο Γιώργος ήταν ένα μικρό καθαρματάκι της γενιάς του που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μπλέκοντας σε μικρο-απατεωνιές. Αφού μουρμούρισε λίγο για την απότομη διακοπή του μεσημεριανού του φαγητού, ακολούθησε τον Α που είχε στρογγυλοκαθήσει στο σαλόνι. Ακολούθησε ένας ατελείωτος μονόλογος από την πλευρά του Α, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Γιώργος κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι του αμίλητος. Ο Α ολοκλήρωσε ρωτώντας «Λοιπόν? Είσαι μέσα?».

Ο Γιώργος, αν και καθαρματάκι, δεν ήταν βλάκας. Κοίταξε τον Α και με σοβαρό ύφος του είπε:
«Είσαι σίγουρος? Συμφώνησε ο γιατρός να κάνω κάτι τέτοιο? Γιατί την προηγούμενη φορά με το απολυτήριο ούτε κι εγώ ξέρω πώς γλύτωσα το ξύλο! Κι ο Σίμος που είναι ο φόβος κι ο τρόμος της νυχτερινής ζωής, δεν δέχτηκε να με γλυτώσε από τον Χ γιατί, κάποτε που είχε τραυματιστεί βαριά από μαχαιριά σε άσχημο καυγά, ο Χ τον περιέθαλψε και δεν είπε τίποτα στους γονείς του. Δεν έπρεπε να του την φέρουμε έτσι άσχημα με το απολυτήριο…»

«Ποιό απολυτήριο και πράσιν’άλογα Γιώργο? Ασ’το αυτό! Τώρα συμφώνησε σου λέω!»

Ο Γιώργος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του κι έβαλε τις φωνές: «Για να σου πω Α! Μην μου παριστάνεις τον αδιάφορο εμένα, που απέκτησες απολυτήριο Λυκείου δίχως να έχεις βγάλει το Γυμνάσιο! Ο γιατρός κόντεψε να πεθάνει από τη στεναχώρια του όταν κατάλαβε ότι το δικό σου απολυτήριο ήταν ένα πετυχημένο αντίγραφο του δικού του, με τη μόνη διαφορά ότι το όνομα Χ αντικαταστάθηκε από το όνομα Α! Με δουλεύεις τώρα??»

«Εντάξει, εντάξει. Αλλά αυτή τη φορά συμφώνησε σου λέω. Να! Έχω ήδη έτοιμα και τα χαρτιά! Βλέπεις? Μόνο η υπογραφή του λείπει. Τι είναι για σένα μια υπογραφή? Παιχνιδάκι…»

Ο Γιώργος πήρε τα χαρτιά στα χέρια του και τα κοίταξε. «Τελευταία φορά!» είπε απειλητικά στον Α.

Ο Α σηκώθηκε. «Μόλις είναι έτοιμα, ειδοποίησέ με» του είπε κι έκανε να φύγει.
«Εεεεπ! Πού πας?» φώναξε ο Γιώργος. «Ενθουσιάστηκες με το αυτοκίνητο και ξέχασες τη ‘δουλειά’? Ο άλλος παίρνει συνέχεια τηλέφωνο και ρωτάει πότε θα έχει τα χρήματά του»
Ο Α με άνετο ύφος απάντησε «Μην ανησυχείς, το’χω έτοιμο το συνάλλαγμα. Θα συναντήσω τον Σίμο τ’απόγευμα για τις τελευταίες λεπτομέρειες».

Ο Α εκείνη την εποχή είχε βρει ένα νέο παιχνίδι. Την εξαγωγή συναλλάγματος. Όποιος αποφάσιζε να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να φύγει για άλλη χώρα, εγκαταλείποντας την όμορφη Αλεξάνδρεια, χρειαζόταν συνάλλαγμα. Κάποιοι χρειαζόντουσαν λίγο παραπάνω από αυτό που τους επέτρεπαν οι νόμοι. Και εκεί που τελείωνε η νομιμότητα, άρχιζε η δράση του Α και των φίλων του. Η δουλειά αυτή είχε κέρδος και παράνομη γοητεία, τα δύο στοιχεία που πάντα μάγευαν τον Α.
Έτσι, μαζί με τον Γιώργο και το Σίμο, είχαν στήσει την μικρή επικερδή τους επιχείρηση.

Ο Α από μικρός μέχρι τα βαθιά γεράματα, θα έψαχνε για μεγάλες συγκινήσεις, μεγάλα κέρδη, μεγάλα σαλόνια και μεγάλες κατακτήσεις. Με τον Χ, αν και δίδυμα, είχαν βασικές διαφορές. Ο Χ πήγαινε με το σταυρό στο χέρι κι ας ήταν άθεος. Ο Α, αν και παράνομος, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Ο Χ βοηθούσε αυτούς που χρειαζόντουσαν χρήματα, ο Α δάνειζε χρήματα με τόκο. Ο Χ αγαπούσε μια και μοναδική γυναίκα, ο Α φλέρταρε με πολλές και δεν αγαπούσε καμία.

Είχαν παρόλ’αυτά και πολλές ομοιότητες, που κανείς από τους δύο δεν μπόρεσε ποτέ να τις δει.

Και οι δύο ήταν καχύποπτοι και ευέξαπτοι. Έπλαθαν σενάρια με το μυαλό τους, ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον τους, με αποτέλεσμα να τσακώνονται με στενούς φίλους και τις περισσότερες φορές να τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Και οι δύο ένιωθαν αδικημένοι από τη μάνα τους. Ο Χ θεωρούσε μεγάλη αδικία το γεγονός ότι η μάνα τους είχε θυσιάσει τόσα και τόσα για να ξελασπώνει κάθε τρεις και λίγο τον Α, ενώ ο Α ένιωθε πολύ αδικημένος που η μάνα τους είχε απαίτηση από αυτόν να δουλεύει και να φέρνει λεφτά στο σπίτι ενώ ο Χ, επειδή ήταν σπουδαίος και τραννός φοιτητής, δεν χρειαζόταν να προσφέρει κάτι επιπλέον.

Η μεγαλύτερη όμως ομοιότητα στη ζωή τους ήταν κάτι που θα το ανακάλυπταν πολύ αργότερα στη ζωή τους, σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ο Α ήταν πολύ ενθουσιώδης και ο Χ πολύ φιλόδοξος για να προβλέψουν ότι την τελευταία δεκαετία της ζωής τους θα την περνούσαν τόσο μόνοι...

Ο Α, λίγες μέρες μετά την επίσκεψή του στον Γιώργο, εμφανίστηκε στον Χ κρατώντας στα χέρια του την πολυπόθητη μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Ο Χ δεν πίστευε στα μάτια του.

«Το ‘κανες? Πώς?» είπε ταραγμένος.
«Τι σε νοιάζει?» του απάντησε ο Α. «Αύριο πάμε Κάιρο να το πουλήσουμε»

Κι έτσι έγινε. Την άλλη μέρα φύγανε για Κάιρο και το πούλησαν. Την μεθεπόμενη επέστρεψαν Αλεξάνδρεια, κατέθεσαν τα χρήματα στον κοινό οικογενειακό λογαριασμό τραπέζης που τηρούσαν και η ιστορία είχε τελειώσει.

...Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, ο τολμηρός Α και ο δίκαιος Χ, μέχρι που, γυρίζοντας στο σπίτι τους βρήκαν εκεί να τους περιμένουν, εκτός από την έντρομη μητέρα τους, άλλες δύο κυρίες:

Η χήρα σύζυγος του Φριτς και η πιτσιρίκα ερωμένη του!

(συνεχίζεται!)

12.19.2006

Only You - μέρος 6ο

O καιρός ήταν εκνευριστικά μουντός. Ο ίδιος ήλιος που το πρωί έλαμπε, τώρα είχε κρυφτεί πίσω από πυκνά σύννεφα κι έκλαιγε. Ηξερε ότι τα γεγονότα δεν σήκωναν άλλη λιακάδα και χαρά...

Στους δρόμους η κίνηση ήταν απίστευτη. Παρέμενε ανεξήγητο το φαινόμενο του ξαφνικού μποτιλιαρίσματος και το πώς ξαφνικά όλα παρέλυαν μόλις έπεφτε η πρώτη σταγόνα βροχής. Όλα τα αυτοκίνητα ήταν στριμωγμένα και ακινητοποιημένα και αυτή η ακινησία προκαλούσε εκνευρισμό στους ζωηρούς οδηγούς. Έτσι, οι πρώτες βρισιές και μούντζες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Το πολυτελές αυτοκίνητο βρισκόταν εγκλωβισμένο μέσα σ’αυτόν τον μικρό εφιάλτη, ενώ μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο βρισκόταν εγκλωβισμένος ο κομψός κύριος, τον οποίο βέβαια μπορούσε κανείς αμυδρά να διακρίνει, μέσα στο σύννεφο που είχε δημιουργήσει καπνίζοντας. Όταν ο Α χρειαζόταν να διαλέξει ανάμεσα στο να ντουμανιάσει το εσωτερικό του ατυοκινήτου του ή να το βρέξει, ανοίγοντας το παράθυρο μια βροχερή μέρα, αυτός διάλεγε το πρώτο. Έτσι, κλεισμένος εκεί μέσα, παρακολουθούσε τους γύρω του.

Κάποια στιγμή, ένα μικρό ατύχημα ήρθε για να βάλει την τελική πινελιά στο έργο τέχνης που επικρατούσε στον συγκεκριμένο δρόμο, που μόνο με τη Γκουέρνικα του Πικάσο μπορούσε κανείς να παρομοιάσει.

Ένα βεσπάκι είχε σφηνώσει ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα των οποίων οι οδηγοί είχαν αποφασίσει ταυτόχρονα να αλλάξουν λωρίδα. Οι τρεις άντρες φώναζαν, ανταλλάσσοντας βρισιές και προσπαθώντας να βρουν το δίκιο τους σε μια κατάσταση που από μόνη της ήταν απελπιστική. Ο Α τους είχε πίσω του και του τρεις και τους παρακολουθούσε με μεγάλη περιέργεια από τον μεσαίο καθρέφτη του αυτοκινήτου.

«Ρε φίλε, δεν είδες το φλάς? Λωρίδα άλλαζα, τι χώθηκες μες τη μέση?»

«Χώθηκα? Εγώ χώθηκα? Στη λωρίδα μου είμαι ρε ηλίθιε, ήρθες κι έπεσες πάνω μου και ζητάς και τα ρέστα?»

«Ώραία τα λέτε εσείς. Εμένα ποιός θα με βγάλει από’δω που με στριμώξατε και οι δύο? Αλλά έτσι είστε εσείς οι οδηγοί αυτοκινήτων. Τα μηχανάκια τα γράφετε στα.....»

.....

«Τι λες ρε Χ? Έχεις τρελλαθεί? Θέλει να σου χαρίσει ο Φριτς αυτοκίνητο κι εσύ δεν το θέλεις?»

«Δεν είπα ότι δεν το θέλω. Είπα ότι δεν το χρειάζομαι. Εχω τη βέσπα. Αλλα ίδιοι είστε όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων. Μόνο τα αυτοκίνητα αξίζουν. Τα δίκυκλα τα έχετε γραμμένα στα παλιά σας τα παπούτσια.»

«Βρε Χ, είσαι με τα σωστά σου? Σύνελθε. Ασ’τον να στο γράψει και μετά το πουλάμε.»

«Εχει γυναίκα και παιδιά, Α.»

«Μπα?? Σοβαρά? Και πού είναι τότε οι δικοί του?»

«Ρε Α, αφού δεν ξέρουν ότι πεθαίνει ο άνθρωπος, ούτε ότι χώρισε με τη μικρούλα. Αμα το μάθουν - που θα το μάθουν - γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει και το προξενείο θα ψάξει να τους βρει....»

«Αμα τους βρει το προξενείο, θα τα’χει ήδη τινάξει και θα στο’χει ήδη γράψει. Καλά, βλάκας είσαι ή τον παριστάνεις? Παρ’το, το κωλάμαξο».

«Μα τι να το κάνω? Αφού έχω βέσπα»

«Εχεις βέσπα, έχεις βέσπα! Ξέχασες που κόντεψες να σκοτωθείς όταν σε στρίμωξαν οι δύο άμαξες και έφαγες τα μούτρα σου?»

«Ασε μας ρε Α. Αν μου το γράψει εγώ μετά δεν θα το θέλω. Θα το πουλήσω!»

«Εντάξει. Θα το πουλήσεις. Πάρτο όμως!»

Μ Π Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Π ! ! !

Μ Π Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Π ! ! !

«Εεεεεε! Μπάρμπα! Πώς το βλέπεις? Θα προχωρήσουμε σήμερα ή θα κάτσουμε εδώ?»

Ο Α πετάχτηκε και κοίταξε τον καθρέφτη. Το μηχανάκι είχε εξαφανιστεί και μπροστά του τα αυτοκίντηα είχαν προχωρήσει. Οι δύο θερμόαιμοι οδηγοί διαμαρτύρονταν δεόντως.

Έβαλε πρώτη και προχώρησε.

«Αχ ρε Φριτς» μονολόγησε.

«Μου ‘θελες και γκομενιλίκια με το ένα πόδι στον τάφο, τρομάρα σου. Λύσσαξες να αφήσεις και το αυτοκίνητο στον Χ. Τη γυναίκα σου τη ρώτησες αν ήθελε? Κι εγώ τι έφταιξα? ... Ε...εντάξει, έφταιξα, αλλά αν δεν ήταν η γυναίκα σου τίποτα δεν θα συνέβαινε. Ήθελες να του το γράψεις κι αυτός δεν ήθελε. Ο παντοτινά καλός, ο αιώνια φιλάνθρωπος αδερφός μου. Τον έπεισα. Του υποσχέθηκα ότι εγώ θα αναλάβω όλη τη γραφειοκρατία. Και το’κανα. Για μία φορά ήθελα να του αποδείξω ότι μπορώ κι εγώ. ‘Ηρθα μετά από δύο μέρες στο νοσοκομείο μαζί με τον αστυνόμο. Ήσουν εκεί, με τον Χ. Τα χαρτιά ήταν έτοιμα. Έτοιμα να τα υπογράψεις. Είμασταν όλοι εκεί. Εσύ, ο Χ, ο αστυνόμος κι εγώ. Ο Χ κάτι πήγε να πει στον αστυνόμο, ότι δεν είσαι καλά και να το αφήσουμε, μα εγώ τον έπιασα απ’το μπράτσο και του’πα να σωπάσει για να τελειώνουμε. Εσύ ήσουν ξαπλωμένος και μετά βίας μπορούσες να μιλήσεις. Ο αστυνόμος διάβασε με βαριά αιγυπτιακή προφορά το έγγραφο. Εσύ βαριανάσαινες. Ο Χ σε κοιτούσε. Ο αστυνόμος άφησε τα χαρτιά πάνω στο στήθος σου και ο Χ έβγαλε ένα στυλό από την τσέπη του και στο’βαλε στο χέρι. Εσύ τρέμοντας σήκωσες το χέρι κι εγώ σου κρατούσα τα χαρτιά. Άρχισες να βήχεις και να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Ο Χ με έσπρωξε, σου πήρε το στυλό και από μένα τα χαρτιά και μας φώναξε να φύγουμε. Εσύ μου’ριξες μια πονεμένη ματια και μετά κοίταξες τον Χ, ψέλλισες το όνομά του και μετά... πέθανες.

Ο αστυνόμος μάς αγριοκοίταξε και φορώντας το πηλίκιό του σηκώθηκε κι έφυγε. Κι έτσι, μείναμε εκεί οι τρεις μας. Εσύ, ο Χ κι εγώ. Εμείς... και τα χαρτιά της μεταβίβασης. Ετοιμα, σφραγισμένα, μα χωρίς την υπογραφή σου...

Κοίταξα τον Χ. Εκλαιγε. Άρπαξα τα χαρτιά και του’πα ‘το αυτοκίνητο θα το πάρεις!’. Αυτός με βούτηξε με μίσος από το μπράτσο και μου απάντησε ‘μην τολμήσεις! Θα σε σκοτώσω!’. Κι εγώ τον κοίταξα κατάματα και είπα ‘ήταν η τελευταία επιθυμία του Φριτς. Δεν είμαι τόσο σκάρτος όσο νομίζεις. Θα το κάνω. Το αυτοκίνητο είναι δικό σου. Το δικαιούσαι. Ασ’το πάνω μου!’ και πριν προλάβει να αντιδράσει ο Χ, έφυγα τρέχοντας από το νοσοκομείο μαζί με τα έγγραφα»

(συνεχίζεται...)

12.12.2006

Only You - μέρος 5ο

O X κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου στη συσκευή.

Το βλέμμα του ήταν ταραγμένο. Πάντα ο τον εξόργιζε ο αδερφός του, αλλά όταν έφτανε η στιγμή να του τα ψάλλει κατάμουτρα, έχανε τα λόγια του.

Εβαλε ένα ποτήρι ουίσκι, αφήνοντας τσιγάρο του στο τασάκι. Αφού ήπιε τις πρώτες τρεις γουλιές, σηκώθηκε με το ποτήρι στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο κι άρχισε να κόβει βόλτες μες το σπίτι.

«Τι θα πεί ‘έρχομαι’? Ερχεται εδώ? Να πούμε τι? Τα ίδια και τα ίδια? Αααα, δεν θα του ανοίξω. Θα κάνω ότι λείπω.» μονολόγησε.

Περπατώντας μες στο σπίτι, το βλέμμα του έπεσε στο μαύρο δερμάτινο κουτάκι που φυλούσε κάποιες φωτογραφίες. Ήπιε μια γουλιά ποτό κι ακούμπησε το ποτήρι του πάνω στο γραφείο του. Πήρε το κουτάκι στα χέρια του, το άνοιξε κι άρχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες.

Ηταν οι φωτογραφίες από όλη του τη ζωή. Άλλες με τους γονείς του και τον αδερφό του, άλλες με φίλους, άλλες με την Λ. Μόλις έβλεπε τις φωτογραφίες μαζί της, χαμογελούσε γλυκά, τα μάτια του κοκκίνιζαν και βιαστικά περνούσε στην επόμενη. Αν η αμέσως επόμενη ήταν με τους γονείς του, το δάκρυ δεν κατάφερνε να μείνει για πολύ στα μάτια του και κυλούσε. Οταν έφταναν οι φωτογραφίες του αδερφού του κουνούσε το κεφάλι του πάνω-κάτω αποδοκιμαστικά ψιθυρίζοντας διάφορα κοσμητικά...

Κάποια στιγμή σταμάτησε να τις προσπερνάει. Εμεινε σε μία. Την κοίταξε για αρκετά δευτερόλεπτα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Εκλεισε τα μάτια και πολλά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Αφησε τις υπόλοιπες πάνω στο γραφείο του και κράτησε μόνο αυτήν. Στο άλλο χέρι κρατούσε πλέον τη μισοσβησμένη γόπα του τσιγάρου του. Την έριξε στο τασάκι και βούτηξε το ουίσκι. Ήπιε λαίμαργα τρεις γουλιές και ξανακοίταξε τη φωτογραφία.

Ήταν αυτός. Αυτός ανάμεσα σε φίλους. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που τον αγαπούσαν, που τον σεβόντουσαν, που τον θαύμαζαν. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που πολλές φορές είχαν ομολογήσει ότι ήθελαν να του μοιάσουν. Ολοι γελαστοί, όλοι περήφανοι, όλοι με τις λευκές μπλούζες τους, όλοι ένα βήμα πριν γίνουν γιατροί και όλοι έγιναν γιατροί. Όλοι, εκτός από εκείνον. Εκτός από αυτόν που ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους μαζί. Αυτόν που οι καθηγητές του προσφωνούσαν «γιατρό» πριν καν αποφοιτήσει.

«Γιατι? Γιατί?» αναφώνησε ο Χ, κρατώντας σφιχτά τη φωτογραφία. Προχώρησε και έφτασε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε το πρόσωπό του. Κοιτώντας μία τη φωτογραφία και μία το είδωλο στον καθρέφτη, ένιωσε βαθιά μες την ψυχή του ότι – πάει – το έχασε πια το τρένο. Τα χρόνια είχαν περάσει πια και τώρα σιγά-σιγά έφτανε στο τέλος της ζωής του χωρίς να έχει πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρό του. Να γίνει γιατρός!

Κοίταξε το είδωλό του και, σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλον, σε κάποιον φίλο που θα μπορούσε να του πει τι έφταιξε, άρχισε να μονολογεί:

«Τόσα χρόνια χαμένα... Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκουπίδια.... Τίποτα δεν κατάφερα. Τίποτα. Ήμουν γερός, ήμουν σπουδαίος και θα τα κατάφερνα. Και τι είμαι τώρα? Από γερός, έγινα ένας γέρος, με μια μικρή σύνταξη. Είχα όραμα. Είχα ψυχή. Ήθελα να βοηθήσω με την επιστήμη μου την ανθρωπότητα. Δυό μαθήματα χρωστούσα. ΔΥΟ! Και τι δύο? Παιδιατρική και Γυναικολογία. Τίποτα. Ετοιμος ήμουν για να τα δώσω και θα έπαιρνα το πτυχίο. Το πτυχίο μου.! Οι καθηγητές με περίμεναν πώς και πώς. Είχα διαλέξει και ειδικότητα. Χειρουργική. Ξέρεις τι σπουδαίος θα ήμουν?? Πρώτος!»

Άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στο σαλόνι, πήρε το ουίσκι και φρέσκαρε το ποτό του. Επέστρεψε μπροστά στον καθρέπτη και συνέχισε:

«Και δεν το’κανα για τα λεφτά. Δεν με ένοιαξαν ποτέ τα λεφτά. Με ένοιαζαν οι άνθρωποι. Οι παππούδες που δεν είχανε λεφτά μα έπρεπε να βάλουν ενέσεις και τους τις έβαζα χωρίς αντάλλαγμα... Τα αραπάκια που ζούσαν στους δρόμους και όταν αρρωσταίνανε τα εξέταζα και τα φρόντιζα δωρεάν... Τους συμφοιτητές που απελπισμένοι όταν είχαν δώσει για πολλοστή φορά το μάθημα και δεν το περνούσαν, ζητούσαν να τους βοηθήσω στο διάβασμα για να περάσουν. Και περνούσαν! Ολους τους βοήθησα. ΟΛΟΥΣ! Μόνο τον εαυτό μου δεν μπόρεσα να σώσω.

Για όλα φταίει ο αδερφός μου. Με κατέστρεψε, με ρήμαξε, με διέλυσε, το καταλαβαίνεις??? Ποτέ δεν μ’ενοιαξαν τα λεφτά. Τον κύριο Φριτς, τον Φριτς δηλαδη, μιας που δε ζει πια, εγώ τον φρόντισα μέχρι το τέλος. Ενας φουκαράς ήταν απ’την Αυστρία που πέθαινε από καρκίνο. Η πρώην γυναίκα του και τα παιδιά του ούτε να τον δούν. Το’χε σκάσει με μια μικρούλα. Κι η μικρούλα μόλις είδε τα σκούρα το’σκασε! Τον λυπήθηκα. Χρειαζόταν μορφίνη. Πονούσε ο άνθρωπος. Ξέρεις τι είναι να πονάς?? Περιμένεις το Χάρο σαν λυτρωτή για να γλυτώσεις απ’τον πόνο. Χρειαζόταν λεφτά. Του τα πρόσφερα και τα δύο. Δεν με ένοιαζε. Τα λεφτά που μου έδιναν οι πλούσιοι ασθενείς με το ζόρι, τα έδινα στον Φριτς για να πάρει φάρμακα. Τις ενέσεις που άλλοι πλήρωναν για να τις κάνουν, του τις έκανα δώρο. Ενα δώρο για να με θυμάται όταν φύγει...

‘Αχ.. Χ μου’ ελεγε ο Φριτς, ‘δύο παιδιά έκανα, μα ποιός θα το’λεγε ότι ένας ξένος θα με φρόντιζε στο τέλος της ζωής μου σαν πραγματικός γιός?’. Κι εγώ του’λεγα ότι όταν πέθανε ο δικός μου ο μπαμπάς ήμουν τόσο μικρός και τόσο ανήμπορος, που πέθανε μέσα στα χέρια μου χωρίς να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον τώρα ό,τι μπορώ να κάνω θα το κάνω. Ετσι, στη μνήμη του πατέρα μου.»

Ηπιε ακόμα μια γουλιά ουίσκι και τράβηξε μια ρουφηξιά απ’το τσιγάρο.

«Σαν πατέρα μου τον φρόντισα τον Φριτς. Δεν ήταν πλούσιος, φουκαράς ήταν. Δεν το’κανα για τα λεφτά. Ήταν φουκαράς, αλλά κύριος. Ό,τι είχε και δεν είχε ήταν ένα αυτοκίνητο. Ενα απλό αυτοκίνητο και αρκετά μεταχειρισμένο. Οσο τον φρόντιζα μου’χε πει πολλές φορές ότι λεφτά δεν έχει, οικογένεια δεν έχει κι ό,τι έχει και δε έχει είμαι εγώ και αυτό το αυτοκίνητο. Σαν αντάλλαγμα, σαν δώρο για όλα όσα έκανα γι’αυτόν, θα μου έγραφε το αυτοκίνητό του. Του ‘χα πει πολλές φορές όχι και ξανά όχι μα αυτός με διέκοπτε πάντα κι έλεγε ‘σώπα, γιε μου, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα, για να με θυμάσαι όταν φύγω’.

Ετσι όπως έγιναν τα πράγματα, έτσι όπως μας πήρε και μας σήκωσε, δεν τον ξέχασα ποτέ τον Φριτς. Πού να φανταστώ ότι οι συμφορές θα με έβρισκαν η μία μετά την άλλη? Πού να φανταστώ ότι η πρώτη συμφορά θα μ’έβρισκε όταν θα έκανε την ηλίθια εμφάνισή του ο Α, με αφορμή αυτό το αυτοκίνητο??»

(συνεχίζεται...)

12.06.2006

Only You - μέρος 4ο

Το πολυτελές αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο πάντα στο ίδιο σημείο. Ο ιδιοκτήτης του, παρόλο που δεν είχε μόνιμη θέση στάθμευσης στην κατοχή του, είχε φροντίσει να επιβάλλει στη γειτονιά τη δική του μικρή δικτατορία. Ολη η γειτονιά τον χάζευε όταν, κάθε φορά που έπρεπε να φύγει, επιθεωρούσε λεπτομερώς το αυτοκίνητό του και, αν έβρισκε κάποιο μηδαμηνό σημάδι, κοιτούσε ψηλά στα μπαλκόνια των γειτόνων του φωνάζοντας «Προσεξτε καλά!!! Αν ξαναδώ δαχτυλιές στο αμάξι μου, θα σας τα κόψω τα χέρια!!! Καταλάβατε??».

Αν ποτέ κανείς επιχειρούσε να παρκάρει σ’αυτή τη θέση ή αν τολμούσε να «κλείσει» το πολυτελές αυτοκίνητο με το δικό του, η ποινή ήταν πολύ βαριά...
Αλλοι έβρισκαν τα αυτοκίνητά τους με τα λάστιχα σκασμένα, ενώ άλλοι – αυτοί που δεν είχαν βάλει μυαλό με την πρώτη – έβρισκαν το χρώμα του αυτοκινήτου τους κατεστραμμένο από οξύ!

Αφού λοιπόν ολοκλήρωνε την επιθεώρηση και τις απειλές του στους γείτονες, ο κύριος αυτός άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου, καθόταν μέσα με τα πόδια έξω από το αυτοκίνητο, έβγαζε τα παπούτσια του και τα έβαζε σε μια πλαστική τσάντα! Μετά έμπαινε στο αυτοκίνητο, έκλεινε την πόρτα και έβαζε άλλα παπούτσια, τα οποία κανείς δεν είχε δει ποτέ γιατί ποτέ δεν πατούσε με αυτά έξω από το αυτοκίνητο.

Εκείνο το μεσημέρι η μικρή γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι γιατί για πρώτη φορά στα χρονικά το πολυτελές αυτοκίνητο έφυγε χωρίς την συνηθισμένη προεργασία. Ο γραφικός άνδρας βγήκε τρέχοντας από το σπίτι του, ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο, πήδησε μέσα, έβαλε μπρος κι έφυγε σαν καπνός! Οι γείτονες είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Κάποιοι που μόλις είχαν βγει στις βεράντες τους ρωτούσαν «Τι έγινε? Έφυγε? Πώς έγινε αυτό? Μήπως εσείς είδατε κάτι παραπάνω που η βεράντα σας είναι ακριβώς απέναντι??»

Ο Α άναψε ένα τσιγάρο. Παρόλο που λάτρευε το αυτοκίνητό του, το τσιγάρο μάλλον το λάτρευε λίγο περισσότερο, γιατί δεν τον χάλαγε καθόλου που το υπέροχο δερμάτινο εσωτερικό του αυτοκινήτου του μετατρεπόταν καθημερινά σε τεκέ. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και άναψε το ραδιόφωνο. Το πρόγραμμα ήταν πολύ νοσταλγικό, μιας που έπαιζε μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’50 και ’60...

... «Το βράδυ θα πάμε στο πάρτυ του Γιώργου?»

«Το βράδυ έχω διάβασμα. Να πας μόνος σου»

«Καλά. Εσύ θα χάσεις. Κάτσε μέσα στα βιβλία σου να δώ τι θα καταλάβεις...»

«Παράτα με ήσυχο βρε Α»

Θυμήθηκε τα πάρτυ που πήγαινε τότε, τα κορίτσια που γνώριζε και πόσο φίνα περνούσε. Ο Χ σπάνια τον ακολουθούσε. Μόνο όταν δεν είχε εξεταστική. Είχε μπαφιάσει ο Α όλη την ώρα «εξεταστική» κι «εξεταστική». Πφφφ!!! Σιγά το πράγμα. Μια ζωή ο Χ απολάμβανε τα «μπράβο» και τα «εύγε» ενώ αυτός ποτέ δεν ήταν αρκετά καλός. Μια ζωή η χήρα μάνα τους του έλεγε πόσο θα’θελε να ήταν κι αυτός σαν τον δίδυμο αδερφό του και να έπαιρνε βραβεία και υποτροφίες και να ήταν κι αυτός ο πρώτος μαθητής και να μην χρειαζόταν εκείνη – χήρα με δυο παιδιά – να παρακαλάει να μην διώξουν τον γιο της από το σχολείο κι όταν τελικά τον έδιωχναν, πάλι εκείνη να παρακαλάει να τον πάρουν σε κάποιο άλλο ευηπόληπτο ελληνικό σχολείο. Ναι, ο Α είχε χορτάσει παρατηρήσεις και υποδείξεις για τον υπέροχο, έξυπνο και χαρισματικό αδερφούλη του.

«Πφφφ!!!» έκανε πάλι και έβγαλε τον καπνό από τα πνευμόνια του με μανία.

Από μικροί που ήταν ο Α ένιωθε τον ανταγωνισμό. Ηταν μωρά ακόμα, 3 ετών, όταν ο Χ μόνος του είχε φτιάξει μια σφυρίχτρα, από ένα κομμάτι μπαμπού και μια μπίλια. Φυσούσε ο Χ και σφύριζε, ενώ ο Α κοιτούσε σαν χάνος το μεγάλο κατόρθωμα του αδρφού του. Ο πατέρας τους χειροκροτούσε και καμάρωνε τον πανέξυπνο μικρό. Τότε ο Α άρπαξε τη σφυρίχτρα από τα χέρια του Χ, θέλοντας να δείξει στον μπαμπά του ότι κι αυτός μπορεί να σφυρίξει. Μα αντί να φυσήξει αέρα, τράβηξε αέρα!! Οι επόμενες σκηνές ήταν εφιαλτικές. Ο Α κόντεψε να πεθάνει γιατί ο βώλος σφήνωσε στο λαιμό του. Ο πατέρας του τον γύρισε ανάποδα και κατάφερε με χτυπήματα στο στήθος να τον σώσει. Υστερα από αυτό ο Α έκλαψε στην αγκαλιά της μαμάς του, ενώ ο Χ έκλαψε γιατί έφαγε ένα γερό χέρι ξύλο για να παίζει με επικίνδυνα παιχνίδια.

Αυτό συνεχίστηκε για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους. Ο Χ ήταν πάντα ο καλύτερος, ο εξυπνότερος, το φαινόμενο, το παιδί-θαύμα, ενώ ο Α ο ζωηρός, ο άτακτος, ο κακός μαθητής, ο απογοητευτικός γιός... Ποτέ του δεν μπόρεσε να τον φτάσει, να του μοιάσει, να καταφέρει όσα κατάφερε αυτός. Ποτέ του δεν άκουσε ένα «μπράβο», ένα «συγχαρητήρια», παρά μόνο «μη», «όχι» και «ντροπή». Ετσι, έβαλε σκοπό της ζωής του να πετύχει. Να πετύχει, να καταφέρει αυτά που κανείς δεν περίμενε από αυτόν, με οποιοδήποτε κόστος! Πατώντας πάνω σε οτιδήποτε κι οποιονδήποτε αν χρειαστεί. Μόνο που κάπου ανάμεσα στους «οποιουσδήποτε» βρέθηκε κι ο αδερφός του....

Τώρα, ήταν μέσα στο αυτοκίνητό του, οδηγούσε με κατεύθυνση το σπίτι του Χ και τον είχε κυριεύσει το ίδιο συναίσθημα που ένιωθε όταν ήταν μικρός. Ότι ήταν πολύ λίγος δίπλα του. Ότι δεν θα ξέρει πώς να τον κοιτάξει στα μάτια κι ότι η λέξη «συγνώμη για όλα» πάλι δεν θα καταφέρει να βγει από τα χείλη του, όπως δεν είχε καταφέρει όλα αυτά τα τόσο πολλά χρόνια....

Αναψε άλλο ένα τσιγάρο και χάθηκε στις σκέψεις του.

(συνεχίζεται....)

12.01.2006

Only You - μέρος 3ο

Ψιλή βροχούλα είχε αρχίσει να πέφτει. Ο Χ άνοιξε την ομπρέλλα του ενώ η κόρη του άναβε το κερί και το θυμιατό...

Ο παπάς έστελνε ένα μήνυμα από το κινητό του τηλέφωνο και δυσανασχετούσε, μιας που για κάποιο λόγο το μήνυμα δεν έφευγε.

«Σφάλμα δικτύου.. Μα τον Άγιο!» έλεγε κάθε μισό λεπτό. «Ελα τώρα, τελείωνε» μετά από λίγο και ξανά «μα τον Άγιο!» μετά από άλλο ένα λεπτό.

Ο Χ άναψε τσιγάρο. Ο παπάς τον κοίταξε λέγοντάς του «σε μισό λεπτό ξεκινάμε». Ο Χ τον κοίταξε με ακίνητο, παγωμένο βλέμμα και απάντησε «με το πάσο σας».

Τα δαχτυλάκια του παπά ξαφνικά σταμάτησαν να πασπατεύουν το ταλαίπωρο μικρό κινητό. Ξεροκατάπιε και το’βαλε στην τσέπη του.

Ο Χ πέταξε κάτω το τσιγάρο, το πάτησε κι ο παπάς άρχισε να ψέλνει......
.......

«Ακου να σου πω για να ξέρεις. Οταν πεθαίνουμε δεν υπάρχει τόπος χλοερός. Δεν υπάρχει τόπος αναψύξεως. Δεν υπάρχει ούτε Παράδεισος, ούτε Κόλαση. Δεν υπάρχουν αυτές οι σαχλαμάρες. Αυτά τα κάνανε οι παπάδες για να κοροϊδεύουν τον κόσμο και να τον κρατάνε φοβισμένο και υπάκουο. Οταν πεθαίνουμε παύουν οι λειτουργίες του νευρικού, αναπνευστικού και καρδιοαγγειακού μας συστήματος. Στην ουσία πρόκειται για μία καθολική και μη αναστρέψιμη διακοπή όλων των λειτουργιών όλων των οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Η καρδιά δεν χτυπά, ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί όπως επίσης οι πνεύμονες, το συκώτι και τα νεφρά. Το αίμα παύει να κυλάει στις αρτηρίες και φλέβες μας και ‘λιμνάζει’. Η ψυχή σβήνει μαζί με τον εγκέφαλο. Γιατί, μη νομίζεις, η ψυχή και τα συναισθήματα είναι χημικές ενώσεις και τίποτα παραπάνω. Ετσι λοιπόν, αφού όλα αυτά σταματάνε να λειτουργούν, το ον πεθαίνει. Το ον δεν συνειδητοποιεί ποτέ ότι έχει πεθάνει. Ο θάνατος μοιάζει πάρα πολύ με τον ύπνο. Τι νιώθεις την στιγμή που αποκοιμιέσαι? Μόνο όταν ξυπνήσεις καταλαβαίνεις ότι είχες κοιμηθεί. Η διαφορά βέβαια είναι ότι ενώ κοιμόμαστε, οργανισμός λειτουργεί, γι’αυτο βλέπουμε και όνειρα. Ενώ τη στιγμή του θανάτου διακόπτονται και οι πέντε αισθήσεις ταυτόχρονα και σβήνει η μνήμη και όλα τα συναισθήματα. Ο γενικός διακόπτης κατεβαίνει οριστικά. Η λάμπα καίγεται και μένει το άχρηστο γυάλινο περίβλημα. Το νεκρό σώμα είναι ένα κομμάτι κρέας και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η διαδικασία της αποσύνθεσης. Το δέρμα φθείρεται και το κρέας σαπίζει. Σιγά-σιγά διαλύεται και μυρίζει πολύ άσχημα. Γι’αυτό θάβουμε το νεκρό σώμα, ώστε το έδαφος να το απορροφήσει σαν λίπασμα. Δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, δεν υπάρχουν προηγούμενες ζωές, δεν υπάρχουν μετεμψυχώσεις, δεν υπάρχουν φαντάσματα, δεν υπάρχουν πνεύματα, δεν υπάρχει τίποτα απολύτως! Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε. Τέλος.»

«Σταμάτα Χ. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Αυτή σου η επιστήμη σε έχει κάνει ψυχρό και απόλυτο. Εγώ είμαι σίγουρη ότι κάτι υπάρχει εκεί ψηλά που....»

«Εκεί ψηλά υπάρχει η ατμόσφαιρα. Τα συννεφάκια, ο ουρανός, το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο... Πιο ψηλά υπάρχει το φεγγάρι που είναι ένα κομμάτι της Γης το οποίο την ώρα που δημιουργόταν το Σύμπαν ξεκόλλησε από αυτήν και κατέληξε εκεί πάνω. Ακόμα πιο ψηλά υπάρχει το πλανητικό μας σύστημα. Θεός πάντως δεν υπάρχει. Και μη μου πεις τίποτα για εξωγήινους κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες....»

«Υπάρχει! Κι όμως κάτι υπάρχει!! Θα δεις. Αν η μοίρα τα φέρει και πεθάνω πριν από σένα, θα γίνω πουλάκι και θα έρχομαι να σου κελαηδώ»

«Μη λες σαχλαμάρες Λ. Δεν θα πεθάνεις πρώτη. Παρέα θα πεθάνουμε βαθιά γερασμένοι»

..........

«Αμήν. Ζωή σε σας, να ζήσετε να την θυμόσαστε»

Ο Χ δεν απάντησε. Δεν είχε ακούσει καν. Ο παπάς βέβαια δεν ασχολήθηκε. Τσέπωσε το φιλοδώρημα που του έδωσε η κοπέλλα που συνόδευε τον αλλόκοτο ηλικιωμένο και βγάζοντας το κινητό από την ίδια τσέπη έφυγε με ανάλαφρο βήμα.

«Μπαμπά! ΜΠΑΜΠΑ!!! Τι έχεις πάθει???»

Ο Χ ξεροκατάπιε και επανήλθε στην πραγματικότητα. «Πού είναι αυτός? Έφυγε?» είπε.

«Τώωωωρα? Εξαφανίστηκε. Πάμε κι εμείς?»

Στο αυτοκίνητο δεν μίλησαν καθόλου. Ο Χ ήταν μονίμως αφηρημένος ενώ η κόρη του ακόμα φορούσε τα γυαλιά ηλίου και η μύτη της ήταν ελαφρώς κόκκινη.

Οταν ο Χ ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του κανείς δεν τον περίμενε. Ξεντύθηκε, άναψε ένα τσιγάρο και ετοίμασε έναν καφέ.

Καθισμένος στον καναπέ, με την τηλεόραση να παίζει, θυμόταν τι όμορφες στιγμές είχε ζήσει σ’αυτό το σπίτι μαζί της. Το λυπηρό όμως ήταν ότι τότε που ζούσε αυτές τις στιγμές, δεν καταλάβαινε πόσο όμορφες ήταν και πόσο θα του έλειπαν. Τότε που ζούσε τη ζωή του μαζί της τον βασάνιζαν τόσοι καημοί, τόσες άλλες πληγές που δεν άφησε ποτέ εκατό τοις εκατό τον εαυτό του ελεύθερο να ζήσει. Εφαγε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή γκρινιάζοντας για την ατυχία του και για το πόσο τον είχαν πληγώσει οι φίλοι, οι συγγενείς και - πάνω απ’όλα και όλους – ο ίδιος ο αδερφός του.

Τρεις μέρες αφού είχε φύγει η αγαπημένη του, ενώ εκείνος κάπνιζε κι έπινε άυπνος, άκουσε μες τη νύχτα ένα δυνατό κελάηδισμα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία μα το πτηνό επέμενε και μέσα στην ομίχλη που είχε δημιουργήσει με τα τσιγάρα του, ο Χ πετάχτηκε και βγήκε έξω στη βεράντα. Η κόρη του, που κι αυτή άυπνη έβλεπε τηλεόραση άκουσε το απότομο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας και τρομαγμένη τον ακολούθησε στη βεράντα. Τον είδε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά σαν τρελλός και ανησύχησε. «Το ακούς το πουλί? Ε? Δεν ακούς ένα πουλάκι?» της είπε έντρομος. Εκείνη χαμογέλασε γιατί της φάνηκε πολύ θετικό σημάδι το γλυκό κελάηδισμα μέσα στη νύχτα «Ναι! Το ακούω. Τι όμορφο. Αντε, πάμε μέσα τώρα. Θα κρυώσεις». Κι όταν μπήκαν μέσα ο Χ έκλαψε πιο πολύ απ’όσο είχε κλάψει στην κηδεία. Θυμήθηκε που η Λ του είχε πει ότι όταν πεθάνει θα γίνει πουλάκι και θα του κελαηδά. Μα δεν ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει τίποτα. Κι αυτό τελικά τον πονούσε ακόμα περισσότερο. Οι χημικές ενώσεις μέσα του κάνανε πάρτυ κι ένιωθε στην ψυχή του ένα ασήκωτο βάρος.

Η κόρη του τρομαγμένη τον ρώτησε γιατί κλαίει και εκείνος της απάντησε. Αυτή έμεινε βουβή και το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει ήταν «μην στεναχωριέσαι». Οταν πήγε στο κρεββάτι της έκλαψε κι αυτή και μέσα από τα δάκρυά της ψιθύρισε «μαμά, να προσέχεις εκεί που πας»

Και τώρα, τρια χρόνια μετά κι ενώ ήταν μεσημεράκι, ο Χ καθόταν στην ίδια πολυθρόνα και οι μόνη του συντροφιά ήταν οι ατελείωτες αναμνήσεις.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο εξαπατήθηκε. Σαν πρωτάρης. Σαν κορόιδο. Συνειδητοποίησε ότι αγόρασε μια προπληρωμένη κάρτα ομιλίας, την κατανάλωσε γκρινιάζοντας, τελείωσε ο χρόνος του πριν καν το καταλάβει και η γραμμή κόπηκε αιφνιδίως!!!

«Δεν θα την ξαναδώ» μονολόγησε. «Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Δεν θα μπορέσω να της ζητήσω συγνώμη. Δεν θα μπορέσω να την ξαναγκαλιάσω».

Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε ένα γνώριμο αριθμό.

«Εμπρός?»

«Εγώ είμαι»

«Τι γίνεται?»

«Γίνεται ότι με πούλησες Α. Αυτό γίνεται»

«Εχεις τρελλαθεί? Ερχομαι»

Ο Α έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε παπούτσια και άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.

(συνεχίζεται...)




Υ.Γ. Οταν εξαντληθείτε, πείτε μου. Εγώ αντέχω ακόμα.