11.29.2006

ΞΑΝΑ ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ - ΣΚΥΛΑΚΙΑ !!!

ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΠΕΙΓΟΝ

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΩΡΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΑΝΑΚΑΛΕΣΑΝ.

ΤΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ. Η ΜΑΜΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΕΡΙΝΑ (ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΚΑΛΑ) ΑΛΛΑ ΚΟΝΤΟΤΡΙΧΗ ΣΕ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΟΚΕΡ.

ΤΟ ΕΝΑ ΣΚΥΛΑΚΙ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΚΟ ΜΕ ΒΟΥΛΕΣ, ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΠΕΖ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΑΝΕΛΛΙ.

Η ΚΟΠΕΛΛΑ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΕΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΤΕΛΙΚΑ ΘΑ ΤΑ ΔΩΣΕΙ ΓΙΑ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ.

ΡΩΤΗΣΤΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.

ΕΓΩ ΡΩΤΗΣΑ, ΜΑ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΠΑΛΙ.....

Υ.Γ. PATSIOURI, ΒΟΗΘΕΙΑ!!!!

11.28.2006

Only You - μέρος 2ο (μα όχι τελευταίο)

«Ορίστε κύριε, τα τριαντάφυλλά σας! Τυχερή η όμορφη κοπέλλα που θα τα πάρει!»

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Εγώ είμαι ο τυχερός, που το πεπρωμένο μου θέλει να πάω αυτά τα λουλούδια σ’αυτό το κορίτσι!»

«Αν μου επιτρέπετε, είναι κάποια ιδιαίτερη περίσταση σήμερα και πήρατε τόσα λουλούδια?»

«Ναι! Είναι…»

«Κύριε? Με ακούτε κύριε? Είναι 25 ευρώ και πενήντα λεπτά.»

«Ε? Πώς? Α, ναι, συγνώμη, συγνώμη… Πόσο είπατε?»

«25 και μισό»

Ο Χ πλήρωσε και κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν στο φημισμένο ανθοπωλείο της Αλεξάνδρειας. Οχι! Βρισκόταν στο μικρό ανθοπωλείο του κοιμητηρίου. Γύρω του λουλούδια, ανθοστήλες, κεριά, λιβάνια, καντήλια και μικρά στεφάνια. Έσφιξε στην αγκαλιά του τη μεγάλη ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα που μόλις είχε αγοράσει. Την έσφιξε τόσο που τα αγκάθια βυθίστικαν στις παλάμες του και συμπλήρωσαν τον πόνο που ένιωθε μέσα του. Εκλεισε ελαφρώς τα μάτια του και βγήκε έξω από το μαγαζάκι.

Το νεκροταφείο εκείνη τη μέρα ήταν πιο όμορφο από ποτέ! Του έκανε τρομερή εντύπωση. Ολα τα μνήματα ήταν κατάλευκα, πλυμένα, καθαρά. Τα λουλούδια είχαν πολύ ζωηρά χρώματα, τα δέντρα ήταν καταπράσινα και τα πουλάκια κελαηδούσαν. Σαν να περπατούσε μέσα σ’ένα ανθόσπαρτο δάσος.

«Ακούς τα πουλιά Χ?» του έλεγε στα άπταιστα γαλλικά της. Κι εκείνος της κρατούσε το χέρι και περπατούσαν μέσα στους Κήπους της Αλεξανδρείας, μιλώντας, γελώντας, ζώντας. Ο καυτός ήλιος τους ζέσταινε το σώμα και την καρδιά. Ο καθαρός αέρας έμπαινε στα πνευμόνια τους και περνούσε κατ’ευθείαν στην ψυχή τους. Την έκανε καθάρια, αγνή, γνήσια. Μα τώρα οι κήποι ήταν μακριά, όπως και όλες οι όμορφες στιγμές, τα όμορφα χρόνια σ’εκείνον τον τόπο...

Αχ, εκείνος ο τόπος. Ηταν η μάνα τους. Κι έφυγαν απο εκεί με τόσο άσχημο τρόπο, τόσο απότομα, τόσο άδικα. Τόσο βιαστικά, που άφησαν εκεί την αθωότητα και την αγνή τους αγάπη, όπως ένας ξεχνάει τα κλειδιά του μέσα στο σπίτι, κλείνει την πόρτα και μετά δεν μπορεί να ξαναμπεί αν δεν φωνάξει κλειδαρά.

Κι αυτοί δεν φώναξαν ποτέ τον κλειδαρά...

Ο Χ βουρκωμένος άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Τα συναισθήματά του ήταν πολύ μπερδεμένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν το κοιμητήριο. Οσες φορές πήγαινε ήταν στα όρια της απελπισίας, πονεμένος, λυπημένος και σχεδόν τραγικός. Γιατί όμως εκείνη την ημέρα ειδικά του συνέβαιναν όλα αυτά? Το όνειρο, το άρωμα, οι αναμνήσεις... Γιατί?? Και τι δουλειά είχε ο Α πρωί πρωί να του τηλεφωνήσει και να του λέει βλακείες??

Εφτασε πάνω απ’το μνήμα.

Τραβάει μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του και ξετυλίγει τα λουλούδια. Γεμίζει νερό τις ανθοστήλες και τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα. Επικρατούσε ησυχία.

«Νεκρική σιγή» μονολόγησε, συνειδητοποιώντας πόσο κυριολεκτική ήταν η φράση του.

Κοιτούσε το μνήμα, από πάνω ως κάτω. Τον σταυρό, τη φωτογραφία της, τα λουλούδια, τα μάρμαρα, το καντήλι και το θυμιατό. Ποτέ του δεν χώνεψε τους παπάδες και την εκκλησία. Δεν πίστευε σ’αυτούς ούτε σ’αυτά που διδάσκουν.

«Παραμύθια!» είχε πει μικρός στο θείο του το Νικόλα που ήταν παπάς.
«Οχι μικρέ μου» του είχε απαντήσει αυτός. «Υπάρχει Θεός και η απόδειξή Του είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που με το θάνατο και την Ανάστασή Του.....»
«Μπούρδες!!! Μπούρδες!!! Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τον μπαμπά μου! Δεν μας άφηνε μόνους με τη μαμά!»

Ο Χ και ο Α είχαν φάει την εκκλησία με το κουτάλι μικροί. Η γιαγιά τους είχε φροντίσει γι’αυτό. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία, πρωί-μεσημέρι-βράδυ προσευχή, όσπρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, νηστεία τη Σαρακοστή και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να καταφέρει μια γιαγιά να μεγαλώσει δύο καλούς Χριστιανούς.

Μα όταν πέθανε ο πατέρας τους, τα χαλάσανε με το Θεό. Τους τον πήρε πολύ νέο, όταν αυτοί ήταν ακόμα παιδιά, μόλις δεκάξι. Ο Χ ήταν παρών όταν έγινε. Εκεί που παίζανε και γελούσαν, εκεί που διασκέδαζαν μετά το μεσημεριανό φαγητό, όταν ο πατέρας τους ξάπλωνε κι εκείνοι τον πείραζαν κι αυτός τους κυνηγούσε. Εκεί τον χάσανε. Μέσα από το παιχνίδι, μέσα από τα χέρια τους τον πήρε ο Θεός και δεν Του το συγχωρέσανε ποτέ...

Ανοιξε τα βουρκωμένα του μάτια και είπε χαμηλόφωνα «Πού είσαι αγαπημένη μου Λ? Πού είσαι???»

«ΑΧΑ!!! Ωστε εδώ είσαι!» άκουσε μια γνώριμη φωνή να του λέει. «Σε έψαχνα κάτω για να φωνάξω τον παπά»

Στράβωσε πάλι τη μούρη του και αγριοκοίταξε ξεφυσώντας αποδοκιμαστικά. «Πφφφ....»

Ηταν η κόρη του, που του έσπαγε τα νεύρα. Ώρες-ώρες του ‘ρχόταν να την πνίξει. Πάντα ευδιάθετη, πάντα δραστήρια, πάντα υπό έλεγχο... Αυτός στεκόταν εκεί και υπέφερε κι εκείνη ήταν πάντοτε έτοιμη να του κάνει παρατήρηση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν τσακωθεί. Τον εκνεύριζε ακόμη και το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα της. Καστανά μακριά μαλλιά, σκούρα μάτια και ωραίο χαμόγελο...

«Πφφφ! Δεν κατάλαβα. Γιατί με ψάχνεις? Λες να είχα πάει βόλτα στο νεκροταφείο??» είπε με πολύ αγριεμένο ύφος.

Εκείνη δεν μίλησε. Αναψε το κεράκι και την ώρα που έβαζε τον αναπτήρα στην τσάντα της ο Χ θα μπορούσε να ορκιστεί ότι είδε βουρκωμένα τα μάτια της. Αυτή έβγαλε βιαστικά από την τσάντα της τα γυαλιά ηλίου της και τα φόρεσε. Γύρισε και τον κοίταξε πίσω από τα σκούρα τζάμια και του είπε αποφασιστικά:

«Πάω να βρω παπά. Μην απομακρυνθείς»

Κι έφυγε.

Ο Χ άναψε ένα νέο τσιγάρο νευριασμένος. Το βλέμμα του έπεσε στο κερί που μόλις είχε ανάψει η κόρη του. Αυτό τρεμόπαιζε πολύ έντονα, σαν κάποιος να το φυσούσε προσπαθώντας να το σβήσει. Ο Χ κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας για μυστηριώδη ρεύματα αέρα. Μα τα φύλλα των δέντρων ήταν εντελώς ακίνητα.

Κοίταξε το μνήμα. Ήταν διαφορετικό. Το όνομα ήταν άλλο. Το όνομα ήταν... το δικό του?? Μα, πώς? Οχι, όχι, δεν ήταν το δικό του, ήταν του παππού του! Και από κάτω ακριβώς και του πατέρα του. Ο οικογενειακός τους τάφος. Πήγε να τον αγγίξει μα το χέρι του κρατούσε εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη. «Λυπάμαι για τον μπαμπά σου» του είπε. «Κι εγώ τον έχασα πολύ μικρή. Ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν πέθανε από καρδιά. Ήταν τόσο σπουδαίος βιολιστής, ξέρεις. Διάσημος στην Αλεξάνδρεια. Ήμουν μικρή, κι όμως ακόμα μου λείπει. Αλήθεια, τη μαμά σου πότε θα τη γνωρίσω?». Ο Χ την κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πάει τόσο πίσω στο χρόνο. Την ώρα που πήγε να της απαντήσει εκείνη τον διέκοψε. «Αχ, έσβησε το κεράκι, ας το ανάψουμε». Βάζει ο Χ το χέρι του στην τσέπη να βρει αναπτήρα και....

«Φτάσαμε πάτερ! Εδώ είναι το μνήμα. Μπαμπά!! Το κεράκι έσβησε, δεν το είδες??»

Ο Χ πετάχτηκε απότομα και το βλέμμα του έπεσε στο κερί.

Και το κερί είχε σβήσει.

(...συνεχίζεται....)

Υ.Γ. το 3ο μέρος της ιστορίας θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον...

11.27.2006

ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ!!!!!


Ενημέρωση: Τα σκυλάκια έκλεψαν τη παράσταση του προηγούμενου post μου, αλλά χαλάλι τους, αφού μάλλον βρήκαν σπίτι!!! Όσο για το "Only you - no 2", θα είναι σύντομα κοντά σας!





ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ.


ΤΡΙΑ ΜΩΡΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ, ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΚΟΚΕΡΙΝΑΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ, ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΠΡΙΝ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ.


ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΜΑΖΕΨΑΝ ΤΗΝ ΚΟΚΕΡΙΝΑ ΕΝΩ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΕΓΚΥΟΣ, ΕΙΧΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΝΑ ΘΑΝΑΤΩΣΟΥΝ ΤΑ ΜΩΡΑ ΜΟΛΙΣ ΑΥΤΑ ΓΕΝΝΗΘΟΥΝ.


ΠΡΙΝ ΤΑ ΘΑΝΑΤΩΣΟΥΝ ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΠΟ ΑΥΤΑ.


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΟΠΟΙΟΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΝΑ ΨΑΞΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΥΡΩ ΤΟΥ, ΜΗΠΩΣ ΒΡΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ.

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΧΟΥΝ, ΜΕΣΑ ΣΕ 5 ΜΕΡΕΣ ΤΑ ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΘΑ ΠΑΡΑΔΟΘΟΥΝ ΓΙΑ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ.

Only You... μέρος 1ο

Φώτα.... Γέλια.... Μουσική…

Μουσική…

Τι όμορφη μουσική….

….Χορεύουμε?

…Σας αρέσει αυτό το τραγούδι? Είναι όμορφο σαν τα μάτια σας.

….Και τι όμορφο χαμόγελο είναι αυτό?

Τι? Δεν σας ακούω. Τι? Χτυπάει το κουδούνι δυνατά δεσποινίς, δεν σας ακούω…

…Δεν σας ακούωωωωω……….


ΝΤΡΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝ!!!!!!


Ο Χ πετάχτηκε καταϊδρωμένος απ’το κρεββάτι του! Κοίταξε με μίσος το ξυπνητήρι και το χτύπησε με δύναμη για να κλείσει.

Στ’αυτιά του ακόμα αντηχούσε μουσική. Κοίταξε γύρω του ζαλισμένος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με το άρωμά της!! Ο Χ χαμογελαστός άπλωσε το χέρι του στ’αριστερά του. Το μαξιλάρι δίπλα του ήταν άδειο. Γούρλωσε τα μάτια του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ξανακοίταξε γύρω του και το βλέμμα του έπεσε στη φωτογραφία της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μαύρα μάτια και το χαμόγελο όλο αγάπη...

Μύρισε με πείσμα τον αέρα. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πριν ένα λεπτό είχε μυρίσει το άρωμά της!

Σηκώθηκε. Εριξε μια ματιά στο αντιπαθητικό ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν 8.05 το πρωί. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο ρολόι, βρισκόταν και το μικρό ημερολογιάκι. Πάντα στην ίδια θέση, πάντα να δείχνει την ίδια ακριβώς ημερομηνία: 17 Νοεμβρίου 2003.

Ο Χ κάθε χρόνο αγόραζε αυτά τα ημερολόγια που τα κρεμάς στον τοίχο και κάθε μέρα κόβεις τη σελιδούλα, διαβάζοντας από πίσω κρύα ανέκδοτα ή ατελείς συνταγές μαγειρικής. Το συγκεκριμένο ημερολογιάκι όμως δεν το είχε ξαναγγίξει από εκείνη τη μέρα. Το έβαλε στο κομοδίνο του και το κράτησε εκεί για να το βλέπει κάθε πρωί και να ξεγελάει τον εαυτό του έστω και για λίγα δευτερόλεπτα...

Προχώρησε προς το μπάνιο, περνώντας μπροστά από το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Έκοψε τη σελιδούλα και διάβασε το κρύο ανέκδοτο. Η επόμενη σελιδούλα έγραφε 18 Νοεμβρίου 2006.

Την ώρα που τραβούσε το καζανάκι, χτύπησε το τηλέφωνο! Χτύπησε μία, χτύπησε δύο, χτύπησε πέντε φορές. Την έκτη ο Χ βγήκε σαν μαινόμενος ταύρος και έτρεξε προς τη συσκευή.

«ΕΜΠΡΟΣ??? ΕΜΠΡΟΣ!!!»

«Ελα, καλημέρα» του απάντησε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής

«Καλημέρα. Τι θες?»

«Καλά είσαι?»

«Καλά είμαι. Τι θες!!»

«Τίποτα, είδα ένα παράξενο όνειρο. Ησουν εσύ και η....»

«Και τι μ’αυτό ρε Α? Με δουλεύεις? Πιστεύεις και στα όνειρα τώρα?»

«Οχι ρε παιδί μου, απλά επειδή σας ονειρεύτηκα, πήρα να δω αν είσαι καλά.»

«Αγγούρια! Μια χαρά είμαι και είμαι και στο μπάνιο. Θα σε πάρω εγώ αργότερα! Γειά!»

Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαναπροχώρησε προς το μπάνιο μονολογώντας «Άσε μας ρε Α, πρωί-πρωί. Επειδή πήγαμε πριν ένα μήνα μαζί σε μια γιορτή νομίζεις ότι σε έχω συγχωρέσει κιόλας....»

Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Α κατέβαζε αργά το ακουστικό στην τηλεφωνική του συσκευή με το βλέμμα του να κοιτάζει στο κενό. Ειχε ξανακούσει ότι τα δίδυμα αδέρφια πολλές φορές βιώνουν τα ίδια συναισθήματα ενώ βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, όμως τόσα χρόνια δεν του είχε συμβεί ούτε μία φορά αυτό. Μύρισε με απορία τον αέρα. Εντάξει. Αυτό το γυναικείο άρωμα που από το πρωί του είχε σπάσει τη μύτη, δεν υπήρχε πια εκεί.

.....................

Ο Χ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα λέγοντας ένα ξερό «καλημέρα». Το όχημα ξεκίνησε. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός για την εποχή. Απαλή μουσική έπαιζε από τα ηχεία πίσω του και το ζεστό φως αγκάλιαζε το σώμα του.

«Μου χαρίζετε αυτόν το χορό δεσποινίς?»
«Pardon?»
«Χορεύετε?»
«Oui, Monsieur…..»
«Με συγχωρείτε, με λένε Χ. Εσάς?»
«L.»

Ο χορός άρχισε, κι ο διάλογος συνεχίστηκε στα Γαλλικά. Ο Χ επιστράτευσε τις υψηλού επιπέδου γνώσεις του, αφού η L μιλούσε άψογα μόνο Γαλλικά και Ιταλικά. Η μουσική έπαιζε δυνατά μα η πιο μαγική μελωδία ήταν τα μάτια της και το χαμόγελό της.....

«Μπαμπά! Μπαμπά!! Κοιμάσαι???»

Ο Χ πετάχτηκε! «Τι??» είπε.

«Τι έχεις? Κοιμάσαι? Φτάσαμε.»

«Τι λες? Δεν κοιμάμαι!! Πφφφφ!!!»

Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και του φάνηκε ότι πάλι μύρισε το γνώριμο γυναικείο άρωμά της. Ο ήλιος τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο κι αυτός έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Εβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του κι άναψε τσιγάρο. Εκανε μια μεγάλη τζούρα για να καλύψει το επίμονο γυναικείο άρωμα. Ενιωθε κάπως παράξενα, κάπως αλλόκοτα. Εκανε άλλη μια τζούρα και μετά άλλη μια ακόμα, ενώ προχωρούσε με αργά βήματα. Κάποια στιγμή σταμάτησε, πέταξε κάτω τη γόπα και την πάτησε με άχτι.

Βρισκόταν μπροστά στη μεγάλη μαύρη σιδερένια πύλη του δημοτικού νεκροταφείου.

(....συνεχίζεται....)

11.21.2006

ΤΑΠΕΡ

Την περασμένη βδομάδα δεν δούλεψα στο κοτέτσι.

Αποφάσισα να πάρω το υπόλοιπο της άδειάς μου γι’αυτή τη χρονιά.

Οι γύπες δεν μπορούσαν να μου πουν όχι γιατί γενικώς είναι πολύ ευχαριστημένοι από μένα (χρόνια τώρα στο κοτέτσι, αμ πως) κι έτσι την περασμένη Παρασκευή τους φίλησα σταυρωτά και την έκανα για την βατραχολίμνη μου.
Ήταν ωραία. Ήταν ωραία μακριά από το ξυπνητήρι, από το άγχος της δουλειάς, από τα deadlines και το τηλέφωνο που συνήθως χτυπάει ασταμάτητα. Και μην ακούσω κοροϊδευτικά σχόλια για το κοτέτσι, εντάξει??

Μην ξεχνάτε ότι δουλεύω σε κοτέτσι με χρυσά αυγα!!! Οχι ότι κι ότι!!!

Την εβδομάδα που μας πέρασε έκανα δουλειες. Φόρεσα το τσεμπέρι μου, βούτηξα τη σκούπα και τη σφουγγαρίστρα, έβαλα κλασσική μουσική και καθάρισα τα πάντα!!! Μετακόμισα βλέπετε. Άνοιξα κούτες, τακτοποίησα από ποτήρια, πιάτα, μαχαιροπήρουνα, μέχρι σεντόνια, πετσέτες, ρούχα.

Μόνο μια μεγάλη σακκούλα είχε μείνει. Αυτή με τα άπειρα τάπερ! Αυτά που μου είχε πάρει κάποτε η μαμά μου, αυτά που μου χάρισε η πεθερά μου, αυτά που έπαιρνα στη δουλειά με κολατσιό, αυτά που γέμιζα με φαγητά για το ψυγείο κι αυτά που μου άρεσαν πολύ και δεν τα είχα χρησιμοποιήσει ακόμα. Βαριόμουν όμως να ασχοληθώ μ’αυτά. Είχα κάτι πιο σοβαρό και λυπηρό να κάνω.....

Μες στη βδομάδα, χρειάστηκε πάλι να συναναστραφώ με τον αντιπαθή Κλήρο. Πήγα στο νεκροταφείο, με τα μούτρα κατεβασμένα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Ο ήλιος έλουζε τα πάντα. Τα κυπαρίσσια ήταν τόσο όμορφα. Τα χρώματα των λουλουδιών τόσο ζωηρά, τόσο ζωντανά. Ειρωνεία, αν σκεφτείς πού βρισκόντουσαν.

Είχα πάει για το τρισάγιο, ανυποψίαστη όπως πάντα, γιατί το περιβόητο τρισάγιο δεν έγινε πο-τέ! Και ξέρετε γιατί?? Γιατί περίμενα μισή ώρα πάνω απ’το μνήμα παρακολουθώντας από μακρυά τον χαριτωμένο παπά ο οποίος αντί να κάνει τη δουλειά του, έπινε καφέ και μιλούσε στο κινητό βολτάροντας μέσα στο κοιμητήριο. Ο ήλιος έκαιγε και ο νεαρός παπάς, φορώντας γυαλί ηλίου διασκέδαζε κάνοντας περιπάτους! Ωραία ε?? Κι ενώ ερχόταν προς το μέρος μου, χαχανίζοντας στο τηλέφωνο, του έκανα νόημα να πλησιάσει, και τι μου είπε χαμογελαστός-χαμογελαστός??

«Αχ, δεν μπορώ, έχω κηδεία! Θα έρθει άλλος συνάδελφος σε λίγο» κι έφυγε.

Περίμενα άλλα δέκα λεπτά.

Ο κόσμος φώναζε στο κενό «Πάααατεεερ, Πάααατεεερ». Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που’ναι ο παπάς???

Εγώ αποφάσισα ότι δεν μου χρειάζεται ο πάτερ γιατί στο κάτω-κάτω η αποθανούσα δεν ήταν Ορθόδοξη. Χάρη τους έκανα που τους άφηνα να ψέλνουν στο μνήμα της. Στην κηδεία δεν ήθελαν να ψάλλουν. Ήταν πολύ στραβωμένοι και αυστηροί και με έκαναν να φέρω με το ζόρι Καθολικό παπά!!!

Και φυσικά δεν άνοιξαν τη μεγάλη εκκλησία του κοιμητηρίου για την τελετή! Μου παραχώρησαν ευγενικά την μικρή. Λες και είχαν να κάνουν με σατανιστές....

Έτσι, τρία χρόνια μετά, αφού θυμήθηκα όλα όσα μου είχαν σκαρώσει για την κηδεία, έμεινα λίγο μόνη με το αγαπημένο μου πρόσωπο, της είπα πόσο μου λείπει κι ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ευχήθηκα καλή αντάμωση και σηκώθηκα κι έφυγα. Ενιωσα μέσα μου ότι τίποτα δεν μπορεί να με αγγίξει. Ενιωσα ξαφνικά μια δύναμη, σαν μέσα μου να φώλιασε ξανά η χαρά και η δυναμικότητα που κάποτε είχα. Κοίταξα ψηλά και είπα «σ’ευχαριστώ μαμά», χαμογελώντας βουρκωμένη.

Φεύγοντας, είδα τον άλλο παπά να χαζεύει κάπου. Μόλις είχε κλείσει κι αυτός το κινητό και έσφιγγε το λαστιχάκι των μαλλιών του. Σφίγγω τις γροθιές μου, κοιτάω ψηλά και μονολογώ «αυτό ήταν! θα το κάνω!» και φωνάζω δυνατά: «Τάαααπεεερ!!! Τάααααπεεερ!!! Σας ψάχνουν στο τέρμα της ανηφόρας. Ναι, εκεί!» κι αυτός μου κούνησε το κεφάλι μηχανικά και προχώρησε προς την κατεύθυνση που του υπέδειξα.
Βρήκα ένα τρόπο μες τη στεναχώρια μου να γελάσω. Ξανακοίταξα ψηλά και έκλεισα το μάτι.

Γύρισα σπίτι. Μόλις μπήκα, άρπαξα την τελευταία σακκούλα που είχε μείνει στο πάτωμα. Τακτοποίησα σ’ένα ντουλάπι όλα μου τα τάπερ!!! Ένιωσα ικανοποίηση που μπόρεσα να αποκαλέσω έναν ‘δήθεν’ εκπρόσωπο του καλού, του αγαθού, του δίκαιου και του φιλεύσπλαχνου Θεού, «Τάπερ»! Βρε, αν υπάρχει Θεός, κι αν ισχύει η Δευτέρα Παρουσία, αμα κατέβει κάτω, οι πρώτοι που θα αρπάξει θα’ναι αυτοί.

Η μουσική έπαιζε δυνατά!!! Μια ωραία Samba!!! Βούτηξα τη σφουγγαρίστρα και χόρεψα!!

...Παρεπιπτόντως, η σφουγγαρίστρα είναι απίθανος παρτενέρ στο χορό!!!

11.17.2006

17 ΝΟΕΜΒΡΗ

Κάποιοι γιορτάζουν την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Αλλοι γιορτάζουν τα γενέθλια της κόρης τους.

Αλλοι έχουν οι ίδιοι γενέθλια.

Αλλοι δεν ασχολούνται με τίποτα.


....και κάποιοι ξέρουν ότι εκείνο το βράδυ έγινε η σύλληψή τους. Οχι, όχι η σύλληψή τους από όργανο της τάξεως. Η σύλληψή τους, πώς αλλίώς να το πω..... μετά από κάτι μήνες γεννήθηκαν.

.....και μετά από πολλά πολλά χρόνια, εκείνο το βράδυ έχασαν τον έναν από τους δύο δημιουργούς τους!

Σύμπτωση???????

11.09.2006

ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΑ!!!

Προς
Anima Rana,
Βατραχολίμνη
Δάσος Βατραχοχώρας



Αγαπημένη Ανιμα,

Με συγχωρείς που άργησα τόσο πολύ να σου γράψω, αλλά εδώ που βρίσκομαι δύσκολα συναντάς θαρραλέα περιστέρια να σου μεταφέρουν γράμμα για τόσο μακρυά. Aσε που ζητάνε αστρονομικά ποσά και διάφορα ανταλλάγματα (όπως να τους αφήνω να τσιμπάνε από τη τροφή μου – πράγμα που δεν προκειται να το δεχτώ ποτέ). Ευτυχώς ένα περιστέρι, ο Αυγουστής, χρειάστηκε να φύγει για τη Βατραχοχώρα για το γάμο της κόρης του που ζει εκεί – η Πελαγία, αν τη γνωρίζεις - κι έτσι μαζί με τις ευχές μου του έδωσα κι αυτό το γράμμα για να στο φέρει.

Θυμάμαι τη μέρα που ήρθαμε μαζί εδώ, αλλά πιο πολύ θυμάμαι την επόμενη μέρα, που με αποχαιρέτησες κι έφυγες. Είχα στεναχωρεθεί πολύ γιατί νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι κακό και ότι με τιμωρούσες. Καθόμουν μόνη μου και σκεφτόμουν τι μπορεί να είχα κάνει λάθος. Είχα προσπαθήσει τόσο σκληρά να ευχαριστήσω κι εσένα, την φίλη μας την αρκουδίτσα και τον φίλο μας τον πάπιο. Μόλις ξυπνούσατε το πρωί, ξυπνούσα κι εγώ και σας φώναζα να έρθετε να παίξετε μαζί μου. Κι όταν έβλεπα ότι δεν με ακούτε, πέταγα κάτω αυτά τα ωραία δοχεία σας με χώμα και λουλούδια μέσα, για να κάνω θόρυβο. Τι όμορφα που παίζαμε μετά. Αχ, αξέχαστες εποχές, ε Ανιμα?

Στη μοναξιά μου ο μόνος που μου συμπαραστεκόταν ήταν ο καλός αυτός κύριος που ερχόταν πολλές φορές την ημέρα να με βρει στον κήπο μου και να μου δώσει τροφή, χάδια και να μου μιλήσει γλυκά. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, αλλά ένιωθα ότι αυτά που λέει είναι όμορφα. Μόνο που δεν με φώναζε με τ’όνομά μου, αλλά Ήρα, για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτόν τον λένε Ήρα, αλλά μετά κατάλαβα ότι εμένα με φώναζε έτσι κι ότι αυτόν τον λένε «Παππού». Τι παράξενο όνομα είναι αυτό? Και γιατί ολοι οι Παππού έχουν το ίδιο χρώμα μαλλίά ή δεν έχουν καθόλου μαλλιά??? Δεν ξέρω, ο δικός μου Παππούς μου στάθηκε πολύ εκείνες τις μέρες.

Με τον καιρό έμαθα να ακούω στο νέο μου όνομα, αν και καμιά φορά με φωνάζει και «Κούκλα» που πάλι δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά μάλλον είναι κάτι καλό γιατί έτσι φωνάζει και το μικρό κοριτσάκι που έρχεται να τον δει κάθε απόγευμα, μιας που μένει στο διπλανό σπίτι. Πολλές φορές την παίρνει στα γόνατά του και της λέει «παραμύθια» για γουρουνάκια, για κατσικάκια, για βατραχάκια και πριγκήπισσες. Τι είναι Ανιμα τα «παραμύθια»? Αληθινές ιστορίες της Βατραχοχώρας? Γιατί έτσι όπως τις διηγείται, μου θυμίζουν τα πρόσωπα που γνώρισα όσο έμενα μαζί σας. Βρε, μπας και ο Παππούς έμενε παλιά εκεί και γι’αυτό με στείλατε εδώ? Για να του θυμίζω τα παλιά??

Αυτές τις μέρες εδώ που βρίσκομαι κάνει πολύ κρύο. Ο Αυγουστής μου είπε ότι κάθε Χειμώνα έτσι είναι ο καιρός στο «νησί του Ηφαίστου». Έτσι το φωνάζουμε εμείς το μέρος αυτό. Οι άνθρωποι το φωνάζουν κάπως αλλιώς, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς. Παρόλο το κρύο, εγώ είμαι μια χαρά γιατί ο Παππούς μου έχει φτιάξει ένα σπιτάκι με όλες τις ανέσεις και πολύ ζεστό. Τρώω πολύ και απ’ότι μου λέει ό Νίνο - το σκυλάκι που ζει με τα παιδιά του Παππού και με την μικρή «κούκλα» - έχω παχύνει και ομορφύνει πάρα πολύ. Ο Νίνο είναι ένας μποεμ τύπος με πολύ μαλλί, μακρυνός ξάδελφος αυτού του τυπάκου που παίζει στην τηλεόραση κι όλη την ώρα λέει «βόλτα!» με χαριτωμένο ύφος. Πολλές φορές με φλερτάρει, αλλά εγώ δεν πέφτω έτσι εύκολα....

Τέλος πάντων, να μην σε ζαλίσω με τα δικά μου. Εσύ τι κάνεις? Είσαι καλά? Πότε θα έρθεις να σε ξαναδώ? Ελπίζω οι επόμενες διακοπές σου να είναι εδώ για να σε δω από κοντά και να πιούμε κι ένα ποτηράκι ενώ θα θυμόμαστε τα παλιά.

Τώρα σε αφήνω, γιατί ήρθε ο Αυγουστής για να πάρει το γράμμα και τον βλέπω να γλυκοκοιτάζει την τροφή μου και δεν μου αρέσει.....

Σε φιλώ πολύ και σας ευχαριστώ όλους για όλα όσα κάνατε για μένα.

Με πολλή αγάπη,

Ήρα (... και για εσάς, Κίκα)

11.06.2006

ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ - Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!!!

Είναι απίστευτο!

Είναι α-πί-στευ-το αυτό που θα σας γράψω. Το γράφω κι εγώ η ίδια δεν το πιστεύω....

Μετά από την επαφή που είχα πριν λίγο καιρό με το χαριτωμένο νεκροταφείο και το ακόμη πιο χαριτωμένο δημαρχείο και μετά από ένα μίνι οικογενειακό συμβούλιο (πολύ μίνι – έχουμε μείνει ελάχιστοι πλέον και είμαστε υπο εξαφάνιση...) αποφάσισα να μην τα σκάσω στον δήμο και να προχωρήσω στην εκταφή μετά τη λήξη της τριετίας.

Ετσι λοιπόν, ως ανυποψίαστο θύμα, τηλεφώνησα στη γραμματεία του νεκροταφείου....

«Ναιαιαιαιαιαια???» (τσιριχτή φωνή που για μια στιγμή σκιάχτηκα γιατί θυμήθηκα την άλλη τσιριχτή κυρία από την ενορία μου)

«Καλημέρα σας!»

«Γειά σας»

«Αυτό το μήνα λήγει μια τριετία και θα ήθελα να ζητήσω κάποιες πληροφορίες, ποια είναι η διαδικασία εκταφής και τι χρειάζεστε από εμένα»

«Ποιά είστε εσείς??»

(μου ‘ρθε να της απαντήσω «η νεκρή» αλλά συγκρατήθηκα)

«Τι εννοείτε?» (το έπαιξα χαζή για να ηρεμήσω λίγο)

«Ποιά είναι η σχέση σας με τον νεκρό??»

(ε, τώρα φταίω εγώ να της απαντήσω αυτό που σκέφτομαι???)

«Εεεε... είμαι η κόρη»

«Αααα! Πρέπει να έρθει η μαμά σας, όχι εσείς!»
(ρε, λες να’ναι όντως η ίδια που με «εξυπηρέτησε» στην ενορία? Ήμαρτον Κύριε...)

«Μα, η μητέρα μου είναι η νεκρή» (όχι Θέε μου, μην με βάζεις πάλι σ’αυτή τη δοκιμασία)

«Ε τότε πρέπει να έρθει ο πατέρας σας!»

«Είναι απαραίτητο? Ξέρετε, είναι κάποιας ηλικίας, μην μου μείνει κι αυτός...»

«Οχι, όχι, όχι (καλά ντε! Μην τρελλαίνεσαι...) να έρθει αυτός αλλιώς να σας εξουσιοδοτήσει»

Εδώ να κάνω μία παύση για να σας ρωτήσω: Συγνώμη, δηλαδή τι θα μπορούσα να κάνω εγώ χωρίς την επίβλεψη του μπαμπά μου? Να την πάρω και να την πάω σπίτι μου ας πούμε? Τι είναι αυτό που φοβούνται τόοοοσο πολύ και δεν θέλουν με τίποτα η κόρη να ασχοληθεί μ’όλο αυτό το θέμα? Δηλαδή αν χάσω και τον μπαμπά μου μια μέρα, τι θα γίνει? Ποιός θα ασχοληθεί με την εκταφή?????


Συνεχίζω.

«Καλά, θα έρθουμε μαζί. Πείτε μου όμως ποιά είναι η διαδικασία για να τον ενημερώσω»

«Λοιπόν!!! (χαρούμενη και ενθουσιασμένη που τελικά θα περάσει το δικό της). Αφού περάσει η ημερομηνία της λήξης της τριετίας, έχετε είκοσι μέρες καιρό για να έρθετε. Οταν αποφασίσετε θα έρθετε μια καθημερινή στις 7 το πρωί! (ωχ! Αυτό πόνεσε...) Ο πατέρας σας θα πρέπει να έχει μαζί του την ταυτότητά του και 190 ευρώ! (ώπα??? Ώπατης μανδάμ?? Αυτό κι αν πόνεσε!!!). Αυτά τα 190 ευρώ (συνεχίζει αυτή ακάθεκτη) είναι το μέγιστο ποσό που θα χρειαστεί να πληρώσει σε περίπτωση που η νεκρή δεν έχει λιώσει»

Εδώ παιδιά να κάνω μια δεύτερη παύση??? Εντάξει, δουλειά τους είναι, αλλά ήμαρτον, με τι καρδιά λες έτσι ωμά στον άλλον για την μαμά του τη φράση «αν δεν έχει λιώσει»??

Συνεχίζει αυτή.

«Αν δεν έχει λιώσει λοιπόν (μάλιστα, το ακούσαμε) θα πρέπει να μεταφερθεί στα άλιωτα» (ΗΜΑΡΤΟΝ!)

«Στα ποιά????»

«Εκεί που θάβονται αυτοί που δεν έχουν λιώσει» (θα πάθω εγκεφαλικό, κρατάτε με!)

«Μάλιστα. Κι αν ΔΕΝ χρειαστεί η ταφή σε άλλο χώρο, ποιά είναι η διαδικασία?» (δεν μπορούσα να ξεστομίσω με τίποτα τη φράση «κι αν έχει λιώσει»)

«Ε, τότε είναι απλά τα πράγματα. Θα πάρουμε τα οστά, θα τα καθαρίσουμε (έλεος μανδάμ, έλεος!!!) θα τα βάλουμε σε κουτάκι με το όνομά της και εσείς θα πληρώνετε 40 ευρώ το χρόνο» (Αλλοίμονο....)




ΕΙΠΑΤΕ ΤΙΠΟΤΑ????


Είναι απίστευτο. Δεν έχω να σας προσθέσω τίποτε άλλο...

11.01.2006

Νοέμβριος ο ανωφελής

Μπήκε κι ο Νοέμβριος...

Ο μήνας που μισώ πιο πολύ απ'όλους, για προσωπικούς λόγους φυσικά. Δεν είναι φθινόπωρο, δεν είναι χειμώνας, δεν έχει αργίες, δεν έχει γιορτές. Είναι ο αναποφάσιστος, ο άσχετος, ο μήνας που δεν έχει προσωπικότητα.

Κάθε μήνας έχει τη μέρα του, τη μέρα που τον καθιστά ενδιαφέρων. Ο Ιανουάριος έχει τα Θεοφάνεια στις 6. Ο Φεβρουάριος τον "Αγ. Βαλεντίνο" στις 14. Ο Μάρτιος την 25η. Ο Απρίλιος την πρωταπριλιά και την 21η. Κάπου εδώ γύρω εμφανίζεται και η Καθ.Δευτέρα.

'Υστερα, ο Μάιος έχει την πρωτομαγιά. Κάπου ενδιάμεσα πέφτει και το Πάσχα. Μετά, ο Ιούνιος του Αγ. Πνέυματος. Ο Ιούλιος δεν έχει ανάγκη. Είναι ο ωραιότερος όλων. Ο Αύγουστος έχει τον δεκαπενταύγουστο και τα γενέθλιά μου (βεβαίως-βεβαίως).

Ο Σεπτέμβριος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ημερομηνία αλλά επειδή ανοίγουν τα σχολεία, ε, κάποιο ρόλο βαράει κι αυτός. Τον Οκτώβριο έχουμε την 28η, τον Νοέμβριο την 17η και τέλος ο χρόνος κλείνει με τον Δεκέμβριο που είναι άρχοντας των μηνών με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.

Ο μοναδικός μήνας που η "διάσημη" ημερομηνία του χρησιμοποιήθηκε από τρομοκράτες είναι ο Νοέμβριος. Δεν άκουσα ποτέ για τρομοκρατική οργάνωση "28 Οκτώβρη" ή "25 Μάρτη", ούτε "1η Απρίλη"(φαντάζεστε? θα ήταν πολύ κωμικό. Εμένα θα μου άρεσε πάντως).

Ο Νοέμβριος είναι βαρετός, σκοτεινός, ύπουλος και αλλοπρόσαλος. Αυτό έχω να πω εγώ.

Εγώ με τον Νοέμβριο δεν μιλιόμαστε εδώ και τρία χρόνια. Κάθε Νοέμβρη δεν είμαι καλά. Χωρίς να το σκεφτώ, χωρίς να το σχεδιάσω, η διάθεσή μου πιάνει πάτο και μόνο θλίψη νιώθω στην καρδιά. Θα μπορούσα να πω ότι κάποιες φορές νιώθω ότι τον μισώ τον Νοέμβρη.

Βέβαια τον Νοέμβριο είναι γεννημένοι οι περισσότεροι Σκορπιοί, που είναι το αγαπημένο μου ζώδιο, αυτό δεν έχει να κάνει όμως με την αντιπάθεια που θρέφω γι'αυτόν το μήνα.

Αν οι μήνες ήταν παιδιά, ο Νοέμβριος θα ήταν αυτό που θα έκλεβε τις σοκολάτες των αδελφών του ενώ αυτοί θα κοιμόντουσαν και θα έμενε κι ατιμώρητος.

Τι θυμήθηκα τώρα..... Το V for Vendetta (τι κόλλημα κι αυτό) που το έργο ξεκινάει έτσι..

"Remember, remember, the fifth of November..."

(φαντάζεστε το σοκ μου εκείνη τη στιγμή).

Οποιος δεν έχει δει αυτό το έργο να το πάρει να το δει και μετά περιμένω σχόλιο!

Τώρα σας χαιρετώ. Πάω να δω αγώνα (ήδη έχω αργήσει) γιατί παίζει η ομάδα και μετά θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Οπως είχα ήδη πει, υποφέρω από αϋπνίες. Και φυσικά, το Νοέμβριο, δεν κοιμάμαι καθόλου τελικά!!!