3.21.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 3ο

Ο Στέφανος!

Ήταν υπέροχος!

Τα μαλλιά του, στεγνά, ήταν ακόμα πιο ανοιχτόχρωμα και τα μάτια του, το σούρουπο, ήταν ακόμα πιο γλυκά.

Του χαμογέλασα και του απάντησα λίγο αμήχανα «καλησπέρα».

Μπήκαμε στο μαγαζί, εντοπίσαμε ένα γωνιακό και ήσυχο τραπέζι και καθήσαμε.

Είχα πάρα πολλά χρόνια να βγω ένα κανονικό ραντεβού και δεν ήξερα τι να πω.

Η σερβιτόρα ήρθε και παραγγείλαμε. Εκείνος ένα ουίσκι με πάγο και εγώ μία βότκα-λεμόνι.

Μέχρι να έρθουν τα ποτά δεν έβγαζα άχνα. Μόνο τον κοιτούσα και πότε-πότε του χαμογελούσα. Αυτός πότε κοιτούσε εμένα και πότε τους γύρω του.

Κάποια στιγμή μου λέει «είμαστε πολύ κεφάτη παρέα, έχουμε ξεσηκώσει όλο το μαγαζί».

Γέλασα και απάντησα «ναι, ναι» και πάλι ένιωσα βλάκας που εξακολουθούσα να δίνω ξενέρωτες απαντήσεις στον άνθρωπο.

Τα ποτά ήρθαν. Είπαμε «στην υγειά μας και ήπιαμε».

Το πρώτο ποτό το τελειώσαμε πολύ γρήγορα. Εμ, βέβαια, αφού μιλούσαμε ελάχιστα, πίναμε. Ενδιάμεσα στις γουλιές μας εκείνος προσπαθούσε να με πλησιάσει.

Με ρώτησε αν είχα πολλή δουλειά και του είπα «ναι». Μετά με ρώτησε αν μένω μακριά και του είπα «όχι». Μετά με ρώτησε αν θα πάω πουθενά το Πάσχα και του είπα «μπα, δεν νομίζω». Ύστερα με ρώτησε αν ζω μόνη και πάλι του είπα «όχι». Σε κάθε μου απάντηση έστυβα το μυαλό μου για να μπορέσω να μιλήσω περισσότερο, μα οι λέξεις είχαν εξαφανιστεί…

Λίγο πριν τελειώσουμε τα ποτά μας, πήρα θάρρος και του ‘πα «θα παραγγείλουμε κι άλλο, σωστά? Γιατί μας βλέπω να πληρώνουμε και να φεύγουμε, με τόση λογοδιάρροια σήμερα».

Γέλασε και μου ‘πε «έχεις δίκιο Βάλια. Στέγνωσε το στόμα μου με τόση κουβέντα. Ας πιούμε».

Στο δεύτερο ποτό, χαλάρωσα λίγο. Πήρα την πρωτοβουλία κι άρχισα να του απαντάω πιο λεπτομερώς στις ερωτήσεις που μου είχε κάνει μισή ώρα νωρίτερα. Του είπα ότι είμαι κουρασμένη γιατί τα τελευταία χρόνια είμαι όλο δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά, του είπα με τι ακριβώς ασχολούμαι, πού μένω, γιατί μένω με τους γονείς μου και όχι μόνη μου, ότι το Πάσχα περιμένουμε συγγενείς από το εξωτερικό και γι’ αυτό δεν θα πάω πουθενά, ότι έχω κατοικίδιο και ότι είμαι χωρισμένη.

Εκεί που μιλούσα ασταμάτητα, πέρασε η σερβιτόρα και χωρίς να τον ρωτήσω της έκανα νόημα να φέρει άλλα δύο ποτά.

Ξαφνικά το μυαλό μου είχε γεμίσει ιδέες, γεγονότα, λέξεις, όνειρα, αναμνήσεις και όλα ήθελα εδώ και τώρα να τα πω, να τα βγάλω από μέσα μου, να τα μοιραστώ μαζί του. Μέσα σε τρεις ώρες, ο Στέφανος ήξερε τα πάντα για μένα, μέχρι τι ζώδιο είμαι, ποιο είναι το αγαπημένο μου χρώμα και τι άρωμα φοράω.

Ήμουν στο τέταρτο ποτό, όταν μου έκανε την τελευταία ερώτηση και ντράπηκα:

«Πίνεις πάντα τόσο, ή έτυχε σήμερα?»

Ξεροκατάπια. Έβαλα αμήχανα με το δεξί μου χέρι μια μικρή τούφα μαλλιά πίσω από το δεξί αυτί μου. «Το παράκανα, ε?» του είπα. «Με συγχωρείς, με την κουβέντα ξεχάστηκα».

«Δεν πειράζει» μου απάντησε. «Κι εγώ άλλα τόσα ήπια».

«Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο για σένα?» είπα, αλλάζοντας λίγο συζήτηση.

Με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα κι άρχισε να μου μιλάει.

Ήταν μαθηματικός, εργαζόταν σε ένα φροντιστήριο κι έκανε και πολλά ιδιαίτερα μαθήματα. Στην ουσία, τα ιδιαίτερα μαθήματα ήταν το κυρίως εισόδημά του. Το φροντιστήριο δεν πλήρωνε καλά, αλλά τον ασφάλιζε, οπότε τον βόλευε να δουλεύει εκεί για τα ένσημα ενώ παράλληλα να κάνει ιδιαίτερα για τα λεφτά.

Ζούσε μόνος του, αλλά αρκετά κοντά στους γονείς του. Δεν είχε καλές σχέσεις με τις γυναίκες, γιατί του ανέβαζαν το αίμα στο κεφάλι με τα καπρίτσια τους, τις απαιτήσεις τους, τις υστερίες τους και τις ζήλιες τους. Γι’ αυτό λοιπόν ήταν μόνος του για αρκετό καιρό και σκόπευε να αναλώνεται μόνο σε αξιόλογες γυναίκες.

Η βραδιά πέρασε. Και η ώρα επίσης. Στο πέμπτο ποτό είπαμε και οι δυο στοπ. Πληρώσαμε και βγήκαμε από το μαγαζί. Δεν ήμασταν μεθυσμένοι, αλλά ήμασταν και οι δύο υπερβολικά κεφάτοι. Η ώρα είχε πάει 1 παρά 10. Εριξα μια ματιά στο ρολόι μου και πετάχτηκα. «Αμαν! Αύριο δουλεύω! Πω πω πω πω ! Φεύγουμε! Κουνήσου! Φεύγουμε!»

Μπήκαμε σ’ένα ταξί. Όταν φτάσαμε μπροστά στο σπίτι μου, μου έκλεισε γλυκά το μάτι και μου’πε «καληνύχτα κούκλα».

Τον κοίταξα λίγο αμήχανα, είπα «καληνύχτα» και βγήκα από το ταξί.

Την άλλη μέρα το πρωί το ξυπνητήρι χτυπούσε ασταμάτητα, μα δεν το άκουσα ποτέ.

Η μητέρα μου με ξύπνησε 8 η ώρα, πετάχτηκα στον αέρα και άρχισα να τρέχω.

Έφτασα στη δουλειά, αντί για 8.30, στις 9.15.

Ο Βασίλης με περίμενε κατακόκκινος και μόνο αφρούς δεν έβγαζε!

Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο πολύ θυμωμένο....

(συνεχίζεται...)

3.14.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 2ο

Η ώρα ήταν 8 και 40 το πρωί. Μπήκα σαν σίφουνας στο γραφείο μου και πέταξα με δύναμη την τσάντα μου στο κάθισμά μου. Επαιρνα γρήγορες ανάσες για να ηρεμήσω.

«Καλώς την, καλημέρα. Πάλι μας πλάκωσε το πάπλωμα?» άκουσα τη γνώριμη φωνή να μου λέει.

Ήταν ο Βασίλης. Ο στενός μου συνεργάτης. Ήμασταν ένα αχτύπητο δίδυμο στη δουλειά. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον και οι δύο μαζί μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα. Ποτέ δεν είχαμε ανταγωνιστεί ο ένας τον άλλον. Η συναδελφικότητά μας και η συνεργασία μας ήταν κάτι ξεχωριστό και αξιοθαύμαστο. Έξι χρόνια μαζί στη δουλειά, είχαμε γίνει και φίλοι. Στα εύκολα και στα δύσκολα στηρίξαμε ο ένας τον άλλον.

Στην πραγματικότητα ήταν προϊστάμενός μου, αλλά το είχαμε ξεχάσει και οι δύο αυτό. Το θυμόμασταν μόνο μια φορά το χρόνο, όταν έπρεπε εκείνος, ως προϊστάμενος, να μελετήσει την πορεία μου στην εταιρία για την περασμένη χρονιά και να αποφασίσει αν θα πάρω αύξηση και να κάνει την ανάλογη αναφορά στην Διεύθυνση.

Γνώρισα τον Βασίλη με το που προσλήφθηκα. Εκείνος είχε ήδη δύο χρόνια στην εταιρία και είχε ξεχωρίσει. Εξ’ άλλου ο Βασίλης είχε έρθει από άλλη εταιρία, με λαμπρή προϋπηρεσία. Ήταν πολύ εργατικός, μεθοδικός και ψύχραιμος. Ο αυξημένος όγκος της δουλειάς απαίτησε την απόκτηση άλλου ενός ατόμου, ως βοηθού του Βασίλη. Έτσι, εμφανίστηκα εγώ. Εγώ είχα ελάχιστη προϋπηρεσία, μόλις ένα χρόνο και ήμουν νιόπαντρη. Παρόλο που δεν είχα πολλές ελπίδες πρόσληψης – όχι λόγω μικρής προϋπηρεσίας αλλά λόγω γάμου – κατάφερα να υπογράψω μια εξάμηνη σύμβαση. Ο Βασίλης στο άκουσμα ότι ήμουν ήδη παντρεμένη, με κοίταξε με οίκτο, λες και είχα καταδικαστεί σε ισόβια φυλάκιση. Ήταν κατά του γάμου. Δεν είχε κι άδικο. Αυτό που του έκανε εντύπωση βέβαια ήταν ότι ούτε το πτυχίο μού έλειπε, ούτε οι τρεις ξένες γλώσσες, ούτε το παρουσιαστικό. Έτσι, συμφώνησε με τη σοφή κίνηση του διευθυντή να με προσλάβει.

Ο Βασίλης με εκπαίδευσε και με έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Εγώ κρεμόμουν απ’ τα χείλη του και απορροφούσα όλες τις πληροφορίες που μου έδινε για τη δουλειά. Δούλευα σκληρά, ασταμάτητα και υπερωριακά και του έκανε εντύπωση αυτό, μιας που ως νιόπαντρη θα έπρεπε να θέλω να είμαι με τον άντρα μου κι όχι με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μου. Δεν είχε άδικο ούτε σ’ αυτό.

Τέλος πάντων, όταν η δουλειά αυξήθηκε κι άλλο, ο διευθυντής μας αποφάσισε να προσλάβει επιπλέον άτομα. Έτσι ο Βασίλης έγινε υπεύθυνος του χώρου, κι εγώ το δεξί του χέρι. Αυτό τουλάχιστον έλεγαν όλοι, εκτός από εμάς που πειραζόμασταν για τον χαρακτηρισμό «δεξί του χέρι», μιας που ο Βασίλης ήταν αριστερόχειρας!

Ο Βασίλης εκτός από συνάδελφος ήταν σίγουρα και φίλος. Μου στάθηκε όταν χώρισα και του στάθηκα όταν έχασε την αδελφή του σε αυτοκινητιστικό. Περάσαμε κάποιες δύσκολες καταστάσεις μαζί, κι αυτό μας έφερε ακόμα πιο κοντά. Μάθαμε να δίνουμε ελπίδα ο ένας στον άλλον, για μια καλύτερη τύχη στο μέλλον.

Τα τελευταία τρία χρόνια, για να ξεχάσουμε ο καθένας τον πόνο του, τα δώσαμε όλα για όλα στη δουλειά, με αποτέλεσμα ο Βασίλης να γίνει προϊστάμενος μέσα σ’ ένα χρόνο και στη συνέχεια να ζητήσει από τη Διεύθυνση να γίνει μια επαναξιολόγηση των αρμοδιοτήτων μου στην εταιρία.

Στα επόμενα δυόμισι χρόνια πήρα τρεις προαγωγές και από απλός υπάλληλος έγινα κι εγώ προϊσταμένη με τρία άτομα κάτω από μένα. Ο Βασίλης φυσικά εξακολούθησε να είναι ανώτερός μου, με μεγαλύτερες αρμοδιότητες, αλλά συνεχίζαμε να δουλεύουμε ενωμένοι σαν μια γροθιά.

«Τι έγινε λοιπόν? Μας πήρε ο ύπνος? Το ξενυχτήσαμε χτες? Με ποιόν? Για πες, για πες, καλός?»

«Ποιος? Ο μουσακάς της μάνας μου? Μούρλια!!! Τι λες βρε κι εσύ? Απλώς γύρισα χτες 9 και μισή το βράδυ σπίτι, ε , μέχρι να φάω, να κάνω ένα μπάνιο, να βάλω πάγο στο πόδι μου… Βλέπεις, εγώ δεν είμαι τυχερή σαν εσένα που έχεις την Μαρίνα να σου κάνει μασάζ κάθε βράδυ στα πόδια. Πασά!»

Εκείνος σοβάρεψε και δεν έδωσε σημασία στο πείραγμά μου. «Τι έπαθες? Χτύπησες?» με ρώτησε.

«Μπα. Μια μικρή μελανιά στον πισινό μου είναι, θα περάσει» είπα γελώντας.

Αυτός συνέχισε να με κοιτάζει ανήσυχος κι έτσι του εξιστόρησα τι μου συνέβη το προηγούμενο απόγευμα καθώς και την παράξενη γνωριμία που έκανα.

«Και δεν του ‘χεις απαντήσει ακόμα στο μήνυμα βρε γαϊδάρα? Ουουου! Ψωνάρα! Γράψε κάτι στο παιδί, ρε. Πηγαίνετε για κανένα ποτάκι το βράδυ. Πού ξέρεις…»

Έκανα μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και άναψα τον υπολογιστή μου. Με περίμενε μια μέρα γεμάτη δουλειά και είχα ήδη καθυστερήσει.

Η αλήθεια είναι ότι πάντα σιχαινόμουν και σιχαίνομαι τους ανθρώπους που δεν απαντούν στα γραπτά μηνύματα. Δεν ήθελα να είμαι ένας από αυτούς, οπότε μετά από καμιά ώρα, αποφάσισα να του απαντήσω:

«ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΙΚΡΕ ΣΤΕΦΑΝΕ»

Το έστειλα.

Μετά ένιωσα πολύ βλάκας που είχα γράψει ακριβώς ότι μου είχε γράψει κι εκείνος. Κοιτούσα το κινητό και σκεφτόμουν ότι θα με είχε περάσει για χαζή που μου πήρε μια ώρα για να του απαντήσω γράφοντάς του ακριβώς ότι μου έγραψε κι αυτός.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ήρθε η απάντηση:

«ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΣΕ ΔΩ ΣΗΜΕΡΑ, Ή ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΛΕΣΩ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΛΥΣΤΡΑΝΕ ΤΑ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΩ?»

Κοκκίνισα. Δεν είχα ποτέ βγει με έναν άγνωστο. Γιατί περί αγνώστου επρόκειτο. Φοβόμουν λίγο, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν ότι μεγάλο κορίτσι είμαι, κοντεύω τα τριάντα. Δεν θα με φάει κιόλας.

Άφησα το κινητό στην άκρη και δούλεψα λίγο για να ξεχαστώ. Εκεί που έγραφα στον υπολογιστή μου, εικόνες ξετυλίχθηκαν μπροστά μου. Ξαναθυμήθηκα τα μάτια του. Τα γλυκά, μελί του μάτια. Και τα χείλη του. Και τα καστανόξανθα μαλλιά του. Αχ… πάντα με μαγνήτιζαν τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια στους άντρες. Κι αυτός ο συγκεκριμένος μού άναβε μια φλόγα μέσα μου, που πολύ καιρό είχα να νιώσω. Όποτε θυμόμουν το πρόσωπό του, ένα κύμα με διαπερνούσε…

Άρπαξα το κινητό μου και του έστειλα μήνυμα.

«ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ. Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ ΡΟΛΟ, Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ»

Πάλι ένιωσα βλάκας, με το ξενέρωτο μήνυμα που του είχα στείλει. Δεν μου απάντησε.

Μετά από μισή ώρα με ρώτησε ο Βασίλης γιατί είχα κοκκινίσει πριν, και του εξήγησα. Όταν του είπα τι είχα γράψει στο τελευταίο μου μήνυμα, κόντεψε να πέσει κάτω από τα γέλια. «Ωραία! Τον έκοψες κανονικότατα τον άνθρωπο!» είπε γελώντας δυνατά.

Κούνησα το κεφάλι μου κοροϊδευτικά και συνέχισα τη δουλειά μου.

Κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο, μου ήρθε η απάντηση:

«ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ. ΕΙΧΑ ΜΑΘΗΜΑ. ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ ΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΚΑΙ ΤΙ ΩΡΑ ΘΕΣ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙ»

Σαν θριαμβευτής κούνησα το κινητό μου στη μούρη του Βασίλη. «Να ρε, Να! Δες! Που λες ότι τον έκοψα. Θα βρεθούμε μετά τη δουλειά!»

«Ναι, μετά τη δουλειά, αλλά αν χαζολογάς έτσι, σε βλέπω να φεύγεις μεσάνυχτα, γι’ αυτό τελείωνε!» απάντησε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Γύρισα στο γραφείο μου και έπεσα πάλι με τα μούτρα στη δουλειά.

Στις έξι παρά είκοσι το απόγευμα του έστειλα ένα μήνυμα που έλεγε το όνομα του μαγαζιού και την ώρα που θα συναντιόμασταν. Επτά και μισή.

Μου απάντησε «ΟΚ. ΤΑ ΛΕΜΕ ΤΟΤΕ».

Έπρεπε λοιπόν μέχρι τις επτά και μισή να έχω τελειώσει τη δουλειά μου, να έχω φρεσκάρει το μακιγιάζ μου, να έχω φύγει από το γραφείο και να βρίσκομαι στο μέρος συνάντησής μας.

Ο Βασίλης στις έξι τα μάζεψε και, βλέποντας ότι δεν είχα σηκώσει κεφάλι όλη τη μέρα, μου είπε να έχω φύγει μέχρι τις έξι και μισή και «καλή διασκέδαση». Του χαμογέλασα πλατιά και τον ευχαρίστησα.

Στις επτά παρά είκοσι ήμουν στις τουαλέτες να πουδράρω το πρόσωπό μου και να φρεσκάρω το ρουζ, το κραγιόν και τη μάσκαρά μου. Ψέκασα λίγο κι από το άρωμά μου, το οποίο πάντα είχα στην τσάντα μου, κι έφυγα!

Επτά ακριβώς έβαζα μπρος το αυτοκίνητό μου. Ευτυχώς το μέρος που είχαμε δώσει ραντεβού δεν ήταν πολύ μακριά από τη δουλειά μου.

Επιτέλους! Στεκόμουν έξω από το μαγαζί. Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν οκτώ παρά είκοσι πέντε.

Προχώρησα προς την πόρτα κι έκανα να την σπρώξω.

Τότε άκουσα μια γλυκιά φωνή, απαλή σαν βελούδο στ’ αυτιά μου, ζεστή σαν ερωτικό χάδι στην απεραντοσύνη της μοναχικής ψυχής μου, να μου λέει «Καλησπέρα Βάλια».

Γύρισα. Ήταν αυτός!!!

(συνεχίζεται…)


3.12.2007

ΒΑΛΙΑ - μέρος 1ο

Με λένε Βάλια

Θα σας πω την ιστορία μου.

Είναι μια συνηθισμένη ιστορία, μόνο που στα δικά μου μάτια φαίνεται ιδιαίτερη.

Μετά από χρόνια, μπορεί και σε μένα να φανεί συνηθισμένη τελικά.

Μα τα χρόνια δεν θα περάσουν για μένα…

Με λένε Βάλια.

Σε λίγο θα φύγω.

Μα πριν φύγω, την ιστορία μου θέλω να σας πω.
………..

- «Ναι μητέρα. Ο,τι πείτε. Θα το κανονίσω εγώ, μην σας απασχολεί καθόλου»

-…..

- «Μα ναι. Ασφαλώς και θα κανονίσουμε με τον δικό σας γιατρό, μην ανησυχείτε. Ε… μητέρα, σας αφήνω τώρα γιατί μου χτυπάνε το κουδούνι. Αντίο»

κλάτς!

Της το έκλεισα στη μούρη της… «μητέρας». Από τότε που παντρεύτηκα το γιο της, σχεδόν απαιτούσε να την αποκαλώ έτσι. Λες κι εγώ δεν είχα μάνα. Βεβαίως και είχα. Αλλά όχι, η «μητέρα» ήταν το κάτι άλλο, θεϊκό, ανώτερο κι έπρεπε καλά και σώνει να την αποκαλώ έτσι, κι ας μην με είχε εκείνη αποκαλέσει ούτε μία φορά «κόρη» της.

Την χαλούσε πάρα πολύ το γεγονός ότι ήμουν ο πρώτος γάμος του γιου της, ενώ για μένα αυτός ήταν ο δεύτερος γάμος. Δεν με ενδιέφερε όμως. Καθόλου δεν με ενδιέφερε.

Τον πρώτο τον είχα παντρευτεί πολύ μικρή, για εκείνα τα χρόνια. Ήμουν είκοσι τριών χρονών κι αυτός τριάντα. Σε άλλες εποχές θα μπορούσε κανείς να με αποκαλέσει και «μεγαλοκοπέλα» στα είκοσι τρία. Αλλά στη δική μου την εποχή αυτή η ηλικία ήταν πλέον μικρή για γάμο….

Έτσι, παντρεύτηκα! Και σε ενάμιση χρόνο χώρισα. Τον έπιασα στα πράσα με την καλύτερή μου φίλη. Συνηθισμένο, ε? Για φαντάσου που καταντήσαμε… Να μας φαίνεται συνηθισμένο να μας κερατώνει το ταίρι μας με τον πιο κοντινό μας άνθρωπο.

Χώρισα λοιπόν στα είκοσι πέντε μου. Κι έμεινα μόνη. Ολομόναχη και μελαγχολική.

Ο καιρός περνούσε και τίποτα δεν άλλαζε. Μέχρι που, εντελώς ξαφνικά, ήρθε στη ζωή μου ο Στέφανος.

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα, θυμάμαι. Μόλις είχα σχολάσει από τη δουλειά μου. Ήμουν εξαντλημένη γιατί εκείνη την εποχή είχαμε πάρα πολλή δουλειά και για να ξεχάσω την πίκρα μου για το κέρατο που είχα φάει, δούλευα σκληρά, δούλευα υπερωριακά, δούλευα και σαββατοκύριακα. Το αποτέλεσμα ήταν σε τρία χρόνια να έχω πάρει δύο προαγωγές και να έχω σχεδόν διπλασιάσει το μισθό μου.

Βγαίνοντας από το κτίριο των γραφείων μας, είδα ότι έβρεχε δυνατά και άνοιξα την ομπρέλα μου τρέχοντας προς το αυτοκίνητό μου. Τα πεζοδρόμια ήταν μούσκεμα και γεμάτα μισολιωμένα φύλλα. Δεν ήθελα να βραχώ κι έτρεχα. Τα ψηλά μου τακούνια όμως δεν είχαν την ίδια γνώμη και αποφάσισαν να πατήσουν ένα φύλλο, να απογειωθούν και να με προσγειώσουν πάνω στο παγωμένο και βρεγμένο πεζοδρόμιο.

Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος που άνοιξα το στόμα μου και έβγαλα ακατονόμαστες φράσεις. Έβριζα θεούς και δαίμονες, την τύχη μου μέσα, το φελέκι μου και τη γκαντεμιά μου. Και το κερασάκι στην τούρτα? Το δεξί τακούνι είχε σπάσει!

Πεσμένη μέσα στα νερά, έπιασα την τσάντα και την ομπρέλα μου που είχαν πέσει λίγα εκατοστά πιο πέρα και προσπάθησα να σηκωθώ.

Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι με έπιασε από το μπράτσο.

«Να σας βοηθήσω? Είστε καλά?»

Ήταν ένας νεαρός. Δεν κρατούσε ομπρέλα, μα φορούσε τζιν και ένα μπουφάν με κουκούλα.

Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.

«Είστε καλά? Θέλετε βοήθεια?»

«Εεε, όχι, ευχαριστώ, καλά είμαι» του απάντησα και πήγα να σηκωθώ.

Εκείνος συνέχισε να με κρατάει από το αριστερό μπράτσο και με τράβηξε απαλά..

Σηκώθηκα, τακτοποίησα τα κατεστραμμένα μαλλιά μου και είπα ένα ξερό «ευχαριστώ».

«Μένετε εδώ κοντά?»

«Όχι, στο αυτοκίνητό μου πάω, ευχαριστώ» απάντησα και του έδειξα την απέναντι γωνία.

Πέρασα το στενό δρόμο μέσα στη βροχή. Στεκόμουν μπροστά στο αυτοκίνητό μου, έτοιμη να μπω όταν μου φώναξε «Δεσποινίς!» και γύρισα να τον κοιτάξω.

«Με λένε Στέφανο! Χαίρω πολύ!»

«Κι εμένα Βάλια. Χάρηκα»

«Εδώ δουλεύεις?» και μου έδειξε το τεράστιο γυάλινο κτίριο.

«Ναι» απάντησα κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Εντάξει Βάλια. Ίσως να τα ξαναπούμε λοιπόν. Καλό βράδυ»

«Καλό βράδυ!». Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

Έβαλα μπρος και ξεπάρκαρα. Προχωρώντας στο στενάκι για να βγω στη μεγάλη λεωφόρο τον είδα λίγο πιο μπροστά. Περπατούσε μες τη βροχή. Μόλις έφτασα δίπλα του κατέβασα το τζάμι του συνοδηγού.

«Μένεις εδώ κοντά Στέφανε?» του είπα και δεν πίστευα στ’αυτιά μου ότι είχα πιάσει κουβέντα μ’έναν άγνωστο.

«Μένω κοντά στην εκκλησία, στα επόμενα φανάρια».

«Μπες μέσα, να σε πάω. Θα γίνεις μούσκεμα» είπα, εκπλήσσοντας πάλι τον ίδιο μου τον εαυτό.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβασε την κουκούλα του. Είχε καστανόξανθα μαλλιά και μελί μάτια. Τον κοίταξα για τρία δευτερόλεπτα, έβαλα πρώτη και φύγαμε.

Σε πέντε λεπτά φτάσαμε κάτω από το σπίτι του.

«Σ’ευχαριστώ πολύ» μου είπε «Με έσωσες από βέβαιο πνιγμό»

«Εγώ σ’ευχαριστώ που μ’έσωσες από βέβαιο ρεζίλι!» είπα γελώντας έντονα.

«Βάλια, θες να μου δώσεις το τηλέφωνό σου?»

Τον κοίταξα πάλι για τέσσερα δευτερόλεπτα αυτή τη φορά και του απάντησα δίνοντάς του τον αριθμό του τηλεφώνου μου.

Δεν ζήτησα το δικό του. Δεν χρειαζόταν. Αν με ήθελε, ήξερε πού να με βρει.

Γύρισα σπίτι μου. Ευτυχώς εκεί με περίμενε ένα ζεστό πιάτο φαγητό, η ταραχή της μαμάς μου που με είδε με σπασμένο τακούνι και βρεγμένη ως το κόκκαλο και η καχυποψία του μπαμπά μου που σχολίασε κοροϊδευτικά τα χάλια μου.

Την άλλη μέρα το πρωί, περιποιημένη και έχοντας ξεχάσει το χτεσινό συμβάν, έμπαινα στο κτίριο των γραφείων όπου εργαζόμουν.

Εκείνη τη στιγμή, στο κινητό μου ακούστηκε ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος.

Ήταν ένας αριθμός που δεν είχα ξαναδεί και το μήνυμα έλεγε:

«ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ»

(συνεχίζεται….)

3.04.2007

Yassou Ellada!

Δεν είχα χρόνο να σας γράψω νωρίτερα, γιατί επιτέλους ήρθε ο αρχι-γύπας στο κοτέτσι!

Πρίγκηπας. Αφανής ήρωας. Ήρθε την 1η του μηνός, κι από τότε τον έχουμε δει 5 λεπτά όλα κι όλα.

Χαριτωμένος είναι. Δεν μοιάζει με γύπας, αυτό να το παραδεχτώ. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν θα ανακαλύψει το περιβόητο βατράχι ανάμεσα στα χρυσά αυγά, αλλά δεν σκιάζομαι.

Έτσι, πού χρόνος για να σας γράψω κανένα νεάκι...

Ετοιμάζω νέα ιστοριούλα, αλλά ακόμα δεν έχω αποφασίσει τα βασικά. Πώς θα την αρχίσω και πώς θα την τελειώσω. Μόλις νιώσω αυτοπεποίθηση και μόλις βρω χρόνο (με τον αρχι-γύπα όλοι τρέχουμε και καθημερινά αργώ αφάνταστα να γυρίσω σπίτι) θ'αρχίσει κι η ιστοριούλα.

Εντωμεταξύ, επικρατεί ένας χαμός με τη Eurovision.

Τα γνωστά που έχουμε κάθε χρόνο. Οι μεν λένε "ααα, ωραια, μπράβο", οι δε "μπλιαχ!φτου! χάλια!"

Εγώ δεν θα πω πολλά, δεν είμαι καλός κριτής, μα θα πω λίγα και τσεκουράτα.

Παρακολουθώ τον διαγωνισμό αμέτρητα χρόνια τώρα. Πήγαινα δημοτικό και τώρα κοντεύω τα... άσε να μην πω και την ηλικία μου.

Χρόνια τώρα ο συγκεκριμένος διαγωνισμός δεν είναι ούτε τα "οσκαρ" ούτε ο "χρυσός φοίνικας" του τραγουδιού. Ενας χαριτωμένος διαγωνισμός είναι που αναδεικνύει το τραγούδι της χρονιάς για τις Ευρωπαϊκές χώρες.

Δεν είναι δυνατόν δηλαδή πέρσι αντί να ασχολούμαστε με τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Mozart, να ασχολούμαστε με την Αννούλα τη Βίσση, η οποία είναι λίγο νεότερή του!

Δεν είναι δυνατόν ολόκληροι παπάδες να έχουν τη διάθεση να απειλούν να αφορίσουν το Ρουβά επειδή τραγουδούσε "κουνα το κουνα το αγάπη μου, τρελλός για έρωτα, δώσ'μου κι άλλο". Αδερφή τον ανεβάζανε, ψυχάκια τον κατεβάζανε, αλλά όταν ήρθε τρίτος, τον κάνανε ήρωα τον Σακη.

Δεν είναι δυνατόν, να βρίζουμε την Παπαρίζου, να την λέμε Σουηδέζα, ξένη, αγράμματη και μετά όταν κέρδισε να την έχουμε κάνει θεά. Δεν είναι δυνατόν να βρίζουμε κάποιον και μετά να του φιλάμε τα χέρια.

Δεν είναι δυνατόν να έχουμε το καραγκιοζάκι την Καλομοίρα κάθε Κυριακή στην τηλεόραση, να νιαουρίζει, να παλεύει να αρθρώσει δύο λέξεις οι οποίες μετά από πολλή προσπάθεια να φτάνουν στο γεμάτο δόντια στόμα της, αλλά να μας χαλάει η Σουηδέζα Παπαρίζου, ο αντίχριστος Ρουβάς, και ο αράπης Σαρμπέλ.

Πριν μερικές μέρες διαγωνίστηκαν τρεις για το τραγούδι της eurovision. Και γιατί τρεις παρακαλώ? Απ'όλους τους τραγουδιστές αυτής της χώρας μόνο τρείς είχαν τη στόφα? Μόνο τρεις το χάρισμα? ή μόνο τρεις ήταν αυτοί που καταδέχτηκαν να ασχοληθούν?

Βγαίνει η δικιά σου, σαν καρτούν. Το όρθιο πορτατίφ με το θάμνο στο κεφάλι. Με τα ξερακιανά χεράκια, τα πεταχτά αυτάκια και το θεόρατο στοματάκι. Το τραγούδι ωραίο, δεν λέω, αλλά αν το στείλεις αυτό, θα έχεις την ίδια (και χειρότερη) μοίρα με την μικρή Αννούλα, που νόμιζε ότι είναι η Ελληνίδα Madonna κι έφαγε τα botoxαρισμένα μούτρα της πέρσι. Oh, baby, you're not Madonna.

Τώρα γιατί ο Χρηστάκης με το "You are no Madonna" είχε την εντύπωση ότι θα μας καθηλώσει κι ότι θα θαμπωθούμε με το θηρίο που έκρυβε μέσα του, είναι μια άλλη υπόθεση.
Φουσκωμένος σα μπαλόνι, με τσιρίδα σα μαϊμού, πόνεσε ο λαιμός μου όταν στο τέλος ούρλιαξε "you're NO Madonna". Ε, ναι ρε φίλε, μα κι εσύ, δεν είσαι ο Tom Jones.
Και βγήκε πριν αρχίσει ο διαγωνισμός να πει ότι δεν ήθελε την ανάθεση αποκλειστικά αυτός γιατί θεωρεί πιο δίκαιο το να διαγωνιστεί. Το'παιξε και ανώτερος, αλλά σίγουρα θα του 'φυγε το σαγόνι όταν θα είδε ότι έφαγε πόρτα από τον κόσμο.

Και βγαίνει και ο Σαρμπέλ. Ο Σαρμπέλ που εγώ, επειδή ακούω ελάχιστα ελληνική μουσική, όταν πρωτοβγήκε δεν τον είχα πολυπροσέξει. Νόμιζα ότι είναι Συριανός που κατα λάθος βρέθηκε εδώ και τραγουδάει σε οριεντάλ μαγαζιά. Τα πιτσιρίκια όμως τον λάτρεψαν με τα τσιφτετελάκια του και τα τσαλιμάκια του και τα κουνηματάκια του και τα ναζάκια του. Βγαίνανε οι τσούπρες στις κουτσομπολίστικες εκπομπές και λέγανε "ο Σαρμπέλ που είναι Κύπριος" ξανά και ξανά, για να πούμε όλοι "ααα! Ελληνας το παιδί, ε? τι ωραία!". Ναι, αν ο Σαρμπέλ ήταν για τα μπάζα, θα τον λέγαμε αράπη και θα τον στέλναμε απο εκεί που ήρθε. Σωστά?? Ούτε θα μαθαίναμε ποτέ ότι είναι μισός Κύπριος.

Ο George Michael (τον λατρεύω) είναι Κύπριος! ΟΥΑΟΥ!!! Μόνο που αυτουνού δεν του καίγεται καρφάκι. Χέστηκε κοινώς. Εμείς όμως, καμαρώνουμε σαν γύφτοι. ΑΝ ο George είχε γεννηθεί εδώ θα τον είχαμε θάψει, γιατί έτσι αρμόζει στους γνήσιους Ελληνες. Να θάβουν όσους πάνε να σηκώσουν κεφάλι. Σωστά?

Και ξαφνικά τώρα μας χάλασε ο Σαρμπέλ?

Ξαφνικά τώρα ο Σαρμπέλ ξανάγινε αράπης? Κι η Τάμτα? Δεν είναι ρωσάκι το κορίτσι? Ούτε μαμά ούτε μπαμπά έλληνα έχει απ'όσο ξέρω. Αρα, και η Τάμτα να κέρδιζε, πάλι τα ίδια θα λέγαμε. Οτι κέρδισε η ρωσίδα, η πίποβα. Αυτά θα λέγαμε.

Ενώ αν κέρδιζε ο Δαντης, σπουδαία τα λάχανα. Εγώ ήθελα να κερδίσει ο Δαντης, μόνο και μόνο για να φάει κι αυτός τα τα botoxαρισμένα μούτρα του, σαν την Αννούλα, για να το 'φχαριστηθώ!

Εχω βαρεθεί να βλέπω γελοίους να προχωράνε στη δουλειά, στη ζωή, σε όλα, μόνο και μόνο επειδή είναι της κλίκας.

Κέρδισε το Σαρμπελάκι και θα πάει στο Ελσίνκι, θα κάνει τα τσαλιμάκια του, τα κολπάκια του και τα κουνηματάκια του. Δεν θα βγούμε πρώτοι, αλλά όμως θα κάνουμε μια καλή, εμπορική εμφάνιση κι όχι για ξέρασμα, όπως πέρσι.

Δεν γίνεται, μαθηματικώς, να βγούμε πρώτοι σε τόσο μικρό διάστημα. Αυτό που το πάτε? Που τόσα χρόνια είμασταν για τα μπάζα και τώρα ξαφνικά νομίζουμε ότι είμαστε μικροί θεοί της μουσικής?

Θα ξεράσω, ειλικρινά. Εχω αγανακτήσει πια με την ηλιθιότητα που δέρνει το λαό μας. Λυπάμαι που ένας τόσο τιμημένος λαός έχει καταντήσει τόσο γελοίος και βλάκας.

Δώστα όλα Σαρμπέλ! Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν ακόμα ημι-Ελληνες οι οποίοι έχουν την όρεξη που οι "καθαρόαιμοι" Ελληνες δεν την έχουν πια. Γιατι, βλέπετε, οι "καθαρόαιμοι" Ελληνες είναι τεμπελούληδες και τα θέλουν όλα στο πιάτο, με μέσον, με μίζες, με άκρες, με κονέ.

Καλή τύχη Σαρμπελάκο και μη μασάς.