O X και ο Α. μπήκανε στην αίθουσα. Ήταν και οι δύο διστακτικοί. Ο Χ όμως περισσότερο. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι τον περίμενε μια πολύ συγκινητική βραδιά. Οταν τον κάλεσαν, αρχικά αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει. Δεν ήθελε να τους δει. Ήξερε ότι κατά βάθος θα πονούσε λίγο... Ο Α και εγώ τον πείσαμε. Ετσι, στην είσοδο της αίθουσας, κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και τέλος ακολούθησε τον Α.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι έμοιαζαν μεταξύ τους, τι παράξενο. Ήταν όλοι παρόμοιας ηλικίας, όλοι παρόμοια ντυμένοι και σχεδόν όλοι άντρες. Ο Χ προχωρούσε κοιτώντας μπροστά ενώ ο Α κοιτούσε περίεργα γύρω του….
Από μικροί έτσι ήταν. Ο Χ κοιτούσε πάντα μπροστά. Ο Α κοιτούσε πάντα περίεργα. Ο Χ είχε όνειρα. Ο Α είχε γκόμενες. Ο Χ είχε πίστη. Ο Α είχε τόλμη. Ο Χ είχε γνώσεις. Ο Α είχε άκρες. Ο Χ είχε σπάνιες αρετές. Ο Α είχε τύχη....
Ξαφνικά ο Α σταματάει μπροστά σ’έναν από τους παρευρισκόμενους και τον αρπάζει απ’το μπράτσο. «Γιώργο???» του λέει. Ο άλλος τα’χασε. Τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Α του έκανε μια γκριμάτσα και ο άλλος αναφώνησε δυνατά «Εσύ είσαι? Τι γίνεσαι βρε θηρίο?? Πω πω πω!!! Πόσα χρόνια είχα να σε δω?? Η γκριμάτσα σου όμως, ίδια κι απαράλλαχτη!». Αγκαλιάστηκαν. Ο Χ κοιτούσε αλλού, σαν να ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. «Τι γίνεσαι βρε Α» συνέχισε ο άλλος. «Ο αδερφός σου τι κάνει?». Εκεί ο Χ ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του. Δεν πίστευε στ’αυτιά του. Κοίταξε προσεκτικά τον κύριο που λεγόταν Γιώργος. Ο Α, δείχνοντας το Χ απαντάει «ΝΑ ‘ΤΟΣ!». Και τότε ο Γιώργος αγκαλιάζει τον Χ και τον φιλάει. Ο Χ σαστισμένος ρωτάει ποιός είναι ο κύριος. Ο Α του απάντησε προφέροντας το ονοματεπώνυμο του Γιώργου. Ο Χ πετάχτηκε στον αέρα, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω?» είπε με λίγο σπασμένη φωνή. «Πενήντα» του απάντησε ο Γιώργος...
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Χ πήρε το απολυτήριο Λυκείου του. Πενήντα χρόνια, σαν νερό, σαν αεράκι. Ήταν μικρό αγόρι τότε. Ενα αγόρι με όνειρα, με ελπίδες, ένα αγόρι με βραβεία, ένα αγόρι που έκανε περήφανους τους γονείς και τους καθηγητές του. Ενα αγόρι που σίγουρα θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ενα αγόρι που με υποτροφία σπούδαζε γιατρός, ένα αγόρι που θα γινόταν καρδιοχειρούργος για την ακρίβεια, ένα αγόρι που κάποιοι καθηγητές στο πανεπιστήμιο το σύστηναν σε ήδη καταξιωμένους γιατρούς ως «γιατρό» και όχι ως «φοιτητή ιατρικής».
Και σήμερα, ήταν ένας ηλικιωμένος. Ενας γέρος. Ενας μονόχνωτος άνθρωπος, χωρίς πολλούς φίλους. Σιωπηλός, αγέλαστος, απογοητευμένος. Πενήντα χρόνια μετά και τα όνειρα είχαν κάνει φτερα. Οι γνώσεις, οι έπαινοι, οι υποτροφίες, τα βραβεία, τα ατελείωτα μπράβο έμειναν κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά του χωρίς να μπορέσει να αξιοποιήσει τις μεγάλες αρετές του.
Ο Χ άρχισε να χαλαρώνει. Κρατώντας το ποτό του άρχισε να περιφέρεται στο χώρο μαζί με τον Α. Το παιχνίδι «μάντεψε ποιός» είχε αρχίσει να του αρέσει. Ο Α πάντα έκανε την αρχή και άρπαζε κόσμο από τα μπράτσα, έκανε τα σκέρτσα του και μετά τους άφηνε να μαντέψουν. Ο Χ ακολουθούσε απλώς ρωτώντας τους «Αν αυτός είναι ο Α, εγώ ποιός είμαι?» . Το παιχνίδι συνεχίστηκε αρκετή ώρα κι η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη.
Κάποια στιγμή ο Α αρπάζει κι άλλον έναν απ’το μπράτσο και κάνει το γνωστό σκέρτσο. Ο άλλος μένει ανέκφραστος. «Ελα βρε Γρηγόρη» λέει ο Α. «Δεν με γνώρισες?». Ο Γρηγόρης με απορία ρωτάει «Για θυμισέ μου, για θύμισέ μου...» Ο Α απαντάει λέγοντας μόνο το επώνυμό του. Ο Γρηγόρης σουφρώνει τα φρύδια. «Αυτός είσαι? Και πώς σε θυμάμαι διαφορετικό εγώ?». Ο Γρηγόρης ήταν μία πολύ ευγενική φυσιογνωμία και καταξιωμένος γιατρός στην ειδικότητά του. Ο Α κοντοστάθηκε και επανέλαβε το επώνυμό του και μετά και το μικρό του όνομα. «Μα, εγώ ήξερα κάποιον Χ με αυτό το επώνυμο, όχι Α». Και τότε ο Χ έλαμψε! Επιτέλους! Κάποιος που δεν ήξερε τον Α, αλλά ήξερε τον Χ! Πλησίασε τον Γρηγόρη, του χτύπησε ελαφρά την πλάτη και είπε «Δεν θυμάσαι τον Α? Ο αδερφός μου είναι». Ο Γρηγόρης κοιτάει τον Χ, βουρκώνει, στολίζει με ένα πλατύ χαμόγελο το πρόσωπό του, τον αγκαλιάζει σφιχτά και τον φιλάει. «Χ μου! Γιατρέ μου!!!» αναφωνεί. Ο Χ κατέβασε το βλέμμα και σαν να θύμωσε λίγο. «Δεν είμαι γιατρός» είπε τσαντισμένος. «Κάποτε ήμουν. Εσύ είσαι γιατρός». Ο Γρηγόρης επέμεινε «Οοοοοχι. ΕΣΥ είσαι γιατρός. Εγώ είμαι έμπορος. Εμαθα μια τέχνη και την εμπορεύομαι. ΕΣΥ είσαι ΓΙΑΤΡΟΣ!».
Ο Χ βούρκωσε κι ήπιε μια γουλιά ποτό. Χαμογελώντας, ξαναχτύπησε τον Γρηγόρη στην πλάτη και δεν είπε λέξη...
Ετσι πέρασε η βραδιά. Με βλέμματα όλο περιέργεια, συναντήσεις με ανθρώπους μετά από χρόνια, ζεστές αγκαλιές με φίλους που είχαν λείψει από όλους τους παρευρισκόμενους, ατάκες που έλεγαν στα νιάτα τους και που επαναλαμβάνοντάς τες πήγαιναν πίσω στο χρόνο, ξαναζούσαν τη φιλία τους από την αρχή, ξαναζούσαν τη ζωή τους από την αρχή. Γέλασαν, χωράτεψαν, διασκέδασαν, έφαγαν όλοι μαζί, έκαναν συγκινητικές προπόσεις πίνοντας, όπως τότε, όπως παλιά....
Μια ζωή ολόκληρη χώρεσε σε μια χούφτα εκείνη τη βραδιά. Κι εγώ, ένας απλός θεατής, ένας κομπάρσος σε όλο αυτό το σκηνικό, είχα συγκινηθεί βαθύτατα. Έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια όλα αυτά που κατά καιρούς άκουγα μόνο από τυχαίες συζητήσεις. Είδα ένα διαφορετικό πρόσωπο του Χ, μιας που ο Α δεν είχε κάτι καινούριο να μου δείξει. Οπως ήταν πάντα, έτσι ήταν και εκείνη τη βραδιά.
Ο Χ εκείνο το βράδυ μεταμορφώθηκε, ως δια μαγείας, σαν τη Σταχτοπούτα! Είδα έναν άλλο άνθρωπο, κεφάτο, με όνειρα, με ιδέες, με χιούμορ, με αρετές, με δύναμη, με φίλους!!! Με τόσο πολλούς φίλους, που δεν το πίστευα!!! Φίλους που έκλαψαν όταν τον ξανάδαν μετά από την μακροχρόνια απουσία του. Φίλους που αγάπησαν τον Χ κι όχι τον πρώτο μαθητή. Τον Χ, κι όχι τον άριστο φοιτητή. Μόνο τον Χ. Κι ο Χ άφησε πενήντα χρόνια να περάσουν για να το καταλάβει, για να το πιστέψει, για να το νιώσει...
Η βραδιά πέρασε, η βραδιά τελείωσε και φύγαμε. Οι αποχαιρετισμοί ήταν χαλαροί και κεφάτοι, λες και θα ξανασυναντιόντουσαν το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Δεν ξέρω πότε θα τους ξαναδεί. Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ ποτέ έτσι όπως εκείνη τη βραδιά. Οπως και στη Σταχτοπούτα, μετά τις δώδεκα τα μάγια εξαφανίστηκαν, χάθηκαν. Η άμαξα έγινε κολοκύθα, τα άλογα ποντικοί κι ο Χ ξανάγινε όπως πριν...
Μπορεί να μην είμαι νεράιδα και να μην μπορέσω ποτέ να τον ξαναμεταμορφώσω σε πρίγκηπα, εμαθα όμως δύο πράγματα εκείνη τη βραδιά. Ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και παντοτινοί και ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια καλά κρυμμένη Σταχτοπούτα στην ψυχή μας.....
17 comments:
λοιπόν ειλικρίνεια
κάπου είδα ένα σου σχόλιο,μου κανε εντύπωση γέλασα με το βατραχάκι προφίλ...κοίταξα λίγο το μπλογκ σου...αυτό που διάβασα φάνηκε πολύ ενδιαφέρον
δεν έχω χρόνο να μείνω,πάλι τ απόγευμα θα μπω να το διαβάσω πιο προσεκτικά
κάτι μου λέει πως εδώ υπάρχει κάτι που αξίζει
Ίδωμεν
προς το παρόν καλό σου μεσημέρι
:)
Φυσικά και θα βλέπεις συνέχεια σχόλιά μου τώρα που μπήκα στο κλίμα, έχω διαβάσει ούτως η άλλως όλα σου τα πόστ, συγχαρητήρια...Το πιό απλό τελικά πράγμα στον κόσμο είναι να δίνουμε και να παίρνουμε λίγη χαρά, γιατί το έχουμε κάνει όλοι μας τόσο δύσκολο???
Ax, είστε και οι δύο τόσο καλοί... Κι εγώ που νόμιζα ότι με διάβαζαν 5 άνθρωποι όλοι κι όλοι....
Πίστεψέ με, μπορεί να είναι πολύ περισσότεροι αλλά να αγνοούν ακόμη και τα βασικά, όπως π.χ πώς να φτιάξουν mail η blog..Εγώ τόσο καιρό διαβάζω blogoσυζητήσεις και ακόμα αδυνατώ να καταλάβω όρους όπως server,wordpress,μετρητές,π΄΄ως στο καλό κατεβάζετε βιντεάκια και μουσική, πώς περνάτε φωτογραφίες κτλ...Σκέψου πόσους άλλους τους δέρνει η ίδια ασχετοσύνη και αρκούνται στο να διαβάζουν απλώς, φιλιά πολλά, καλημέρα!!!
Δεν ξερω ποιον αφορα αυτο το κειμενακι,δεν ξερω αν ειναι αληθινο και δεν με νοιαζει..αυτο που ξερω ειναι οτι μου αρεσε παρα-παρα πολυ...
Αχ παντοτινη φιλια...
καλημερα...
anima-ranaki mou..πολύ ομορφο κείμενο...άμα έχεις καλή διάθεση τι γράφεις .....ε;΄χεχεχε
(υ.γ τι σημαίνει το amina -rana; )
Μα καλα δεν ξερεις τι σημαινει amina-rama;;;
...χεχεχε!
ανώνυμε έχεις δίκιο, απλά δεν περίμενα ότι θα με είχαν ανακαλύψει και μή-γνωστά μου πρόσωπα.hlia η συγκεκριμένη ιστορία έχει πολύ μεγάλη δόση πραγματικότητας και χαίρομαι που σου άρεσε πάρα πολύ. sevarose, anima=ψυχή rana=βάτραχος και anima rana είναι το .... ονοματάκι μου, βεβαίως-βεβαίως. χεχεχε
Λατινικα ειναι;
..Ναι. Λατινικά, αλλά και ιταλικά. Καλημέρα!
Σε διαβάζουν περισσότεροι από όσους
αφήνουν σχόλιο.
Stammi bene rana!
Καποτε ήμουν βιβλιοφάγος.Με συγκινούν οι ιστορίες που με κάνουν να τις ζώ σαν να ήμουν κι εγώ εκει, δεν έχει σημασία ανα είναι φανταστικές ή πραγματικές. Τελευταία εχω γίνει blogoφάγος, διαβάζω αδηφάγα τα blog και άλλοτε γελάω, άλλοτε προβληματίζομαι και άλλοτε συγκινούμαι.Σήμερα με συγκίνησες.
Caffe, tante grazie e bacioni! μαράκι, θα ανταποδώσω την επίσκεψη! Με συγκινείτε...
Κάποτε θα φτιάξω κι εγώ δικό μου blog, σνίφ!!!Καλό σ.κ παιδιά,φεύγω ταξιδάκι-ψηφάκι,προχώρησα όμως,έφτιαξα mail,απο δώ και πέρα θα υπογράφω patsiouri,μαντέψτε πού το βρήκα, να προσέχετε οι οδηγοί...
κουάξ! καιρό έχεις να ανεβάσεις κι άλλο ποστάκι
καλημέρα σου :)
καλημερα αλκυόνη. Οι νεες περιπέτειές μου έρχονται!
θέλω να πω στον cafegreco ότι έχει πολυ δίκιο διαβάζουν πάρα πολλοί την anima rana και δεν αφήνουν σχόλιο
Post a Comment