Η όμορφη Ελλάδα! Η γαλανόλευκη, ο εθνικός ύμνος, η Αθήνα, ο Παρθενώνας! Βούρκωναν τα μάτια στο άκουσμα μίας από τις παραπάνω λέξεις.
Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε, το έδαφος, ο ουρανός, κι οι άνθρωποι είχαν άλλη όψη. Κι όταν άνοιξαν οι πόρτες του αεροσκάφους, ω, μια βαθιά ανάσα και τα πνεμόνια γέμισαν Ελλάδα!!!
Μια χώρα όπου ο Ελληνας δεν ήταν μειονότητα, μα πλειοψηφία! Τι μαγικό, τι όμορφο, τι ζεστό! Επιτέλους, το πρόβατο είχε βρει το κοπάδι του. Κάποιες φορές λυπόταν που θα ήταν για λίγο καιρό κι όχι για μόνιμα. Έξι μήνες, ένα χρόνο το πολύ, μέχρι να σιγουρευτεί ότι μπορεί να ξαναγυρίσει στην Αίγυπτο χωρίς προβλήματα.
Την ημέρα που έφτασαν, η χώρα γιόρταζε τη γέννηση της κόρης του βασιλιά! Κανονιοβολισμοί, πυροτεχνήματα, μουσική και χαμογελαστά πρόσωπα! Ο Χ και η Λ γελούσαν αστειευόμενοι ότι ο κόσμος πανηγυρίζει τη δική τους άφιξη!
Ευτυχώς που ο θείος Επαμεινώνδας, που είχε αφήσει την Αίγυπτο 3 χρόνια νωρίτερα, ήταν πρόθυμος να τους φιλοξενήσει και η θεία Θεοδώρα διατεθειμένη να τους περιποιηθεί.
Η Λ άρχισε να μαθαίνει σιγά-σιγά ελληνικά με δασκάλα τη Δώρα. Ο Χ βοηθούσε τον θείο Νώντα στο μαγαζί με είδη για συλλέκτες γραμματοσήμων, νομισμάτων και πολλών άλλων ειδών. Ο θείος Νώντας δούλευε ως υπάλληλος σε μια οικογενειακή επιχείρηση ενώ τα απογεύματα κρατούσε το μαγαζάκι του. Με την παρουσία του Χ, μπορούσε το μαγαζί για συλλέκτες να δουλεύει και τα πρωινά.
Μετά τους πρώτους δύο μήνες, άρχισαν να συνηθίζουν τη γαλανόλευκη, τον εθνικό ύμνο, την Αθήνα και τον Παρθενώνα.
Στους τρεις μήνες άρχισαν να νοσταλγούν τους κήπους της Αλεξάνδρειας και την κορνίς, τον όρμο της πόλης.
Στους πέντε μήνες δεν τους άρεσαν τα άνοστα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, ούτε το σέρβις στα μαγαζιά και τα παντοπωλεία.
Στους έξι μήνες ο Χ βούρκωνε όποτε κοιτούσε το φοιτητικό του πάσο για το αγγλικό πανεπιστήμιο της ιατρικής της Αλεξάνδρειας.....
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Χ και η Λ επικοινωνούσαν πολύ συχνά με τους δικούς τους στην Αίγυπτο. Κάθε τρεις μέρες ο κυρ Τάσος, ο ψιλικατζής στη γωνία, έτριβε τα χέρια του όταν τους έβλεπε να πλησιάζουν. Ήξερε ότι ο καθένας τους θα κάνει από ένα τηλεφώνημα σε ξένη χώρα διάρκειας δέκα λεπτών περίπου, ενώ εκείνος θα θαύμαζε το πόσο γρήγορα μπορούν να πέφτουν οι μονάδες στον μετρητή! Τους είχε δώσει και τον αριθμό του τηλεφώνου του ψιλικατζίδικου, έτσι ώστε σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσαν οι δικοί τους να κάνουν μια κλήση λίγων δευτερολέπτων στον κυρ Τάσο, ο οποίος θα ειδοποιούσε τον Χ να τους τηλεφωνήσει, από το δικό του μαγαζί, φυσικά!
Στους οκτώ μήνες, ο Χ και η Λ άρχισαν να χάνουν την υπομονή τους. Η Λ περίμενε πώς και πώς να ξαναγυρίσουν στους δικούς τους και, επιτέλους, να παντρευτούν. Είχε αρχίσει να μιλάει και να καταλαβαίνει αρκετά τα ελληνικά ώστε να την κουράζει ο κόσμος, που την χαρακτήριζε «ξένη» και – ακόμα χειρότερα – «σπιτωμένη».
Στην Αλεξάνδρεια όλοι ήταν ξένοι. Ξένοι μεταξύ τους, ξένοι σε ξένη χώρα. Ξένοι, μα ενωμένοι. Η μαμά Αίγυπτος τους είχε αγκαλιάσει. Κι όλοι ξέρουμε ότι μητέρα δεν είναι αυτή που μας γεννά, μα αυτή που μας μεγαλώνει...
Η Λ ποτέ δεν είχε νιώσει ξένη στην Αίγυπτο, ενώ στην χώρα του αγαπημένου της είχε νιώσει όχι μόνο ξένη, μα και δακτυλοδεικτούμενη.
Ο Χ ακόμα δεν είχε νιώσει ξένος, γιατί ήταν σίγουρος ότι ήταν ζήτημα λίγων εβδομάδων η αναχώρησή του από την Ελλάδα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε.....
Στους έντεκα μήνες, ο Χ και η Λ ανακοίνωσαν στους φιλόξενους θείους ότι θα τα μαζέψουν σιγά-σιγά και θα φύγουν κι εκείνοι τούς είπαν ότι αν ποτέ ο δρόμος τους ξαναφέρει στην Ελλάδα, να ξέρουν ότι θα έχουν πάντα ένα σπίτι να τους περιμένει.
Ευτυχώς, μέσα σ’όλο αυτό το διάστημα, η μητέρα του Χ είχε τα μάτια της και τ’αυτιά της ανοιχτά. Εργαζόταν στο μεγαλύτερο πολυκατάστημα γαλλικών συμφερόντων στην Αλεξάνδρεια και μάθαινε πολλά για πολλούς. Εντεκα μήνες μετά την αναχώρηση του γιού της από την Αλεξάνδρεια, έμαθε ότι και η περιβόητη χήρα Φριτς είχε φύγει για την Ελλάδα άρον-άρον! Μετά το θάνατο του άντρα της απευθύνθηκε στην Αυστριακή πρεσβεία, μετά έρευνα της οποίας αποκαλύφθηκε ότι ο μακαρίτης χρωστούσε χρήματα στο Αυστριακό κράτος. Εκείνη τρομοκρατημένη δεν προχώρησε σε αποδοχή κληρονομιάς, τα μάζεψε κι έφυγε.
Το πεδίο ήταν πλέον ανοιχτό!
______________________________
Τα παγάκια είχαν λιώσει στο ουίσκι του Χ. Στεκόταν ακόμα όρθιος, μπροστά στο ψυγείο του με κλειστά τα μάτια. Τα άνοιξε απαλά και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άλλο, το μεγάλο ημερολόγιο που είχε κρεμασμένο στον τοίχο της κουζίνας. Το πλησίασε με αργά και βαριά βήματα, σαν υπνωτισμένος. Σταμάτησε μπροστά του και το κοίταξε με περιέργεια. Το βλέμμα του πρώτα έπεσε στον αριθμό 18. Μετά κοίταξε πιό ψηλά. «ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006». Μέσα στα γκριζογάλανα μάτια του ζωγραφίστηκε η απογοήτευση. Απογοήτευση που ήταν 18 Νοεμβρίου. Απογοήτευση που ήταν 2006. Απογοήτευση που όλα αυτά ήταν γραμμένα στα ελληνικά.
Βούρκωσε και μουρμούρισε κάτι στα αραβικά. Η γκριζογάλανη θάλλασα στα μάτια του τα έλεγε όλα. «Χάσαμε!» είπε στο τέλος. «Αγαπημένη μου Λ, χάσαμε! Συγνώμη!»
Κάθησε αποκαμωμένος στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα του. Ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι της κουζίνας και το κεφάλι του στον τοίχο. Ενιωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τα παγωμένα πλακάκια.
«Γιατί?» είπε, κοιτάζοντας το ταβάνι. «Μια βδομάδα πριν φύγω από εδώ. Γιατί? Θα έφευγα, θα γύριζα στην Αίγυπτο, θα τελείωνα τις σπουδές, θα παντρευόμουν και θα πήγαινα στην Αγγλία. Γιατί, γιατί, γιατί?» είπε με παράπονο κι έκλεισε τα μάτια του...
______________________________
Ο Χ είχε κανονίσει αυτή τη φορά να γυρίσουν στην Αίγυπτο με πλοίο. Ήταν 36 ώρες ταξίδι, μα τα εισιτήρια πολύ πιο φθηνά από τα αεροπορικά. Μια βδομάδα πριν φύγουν οριστικά από την Ελλάδα, κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για να την δουν για τελευταία φορά και για να ψωνίσουν δωράκια για τους συγγενείς και φίλους τους, που λαχταρούσαν τόσο πολύ να ξαναδούν.
Γυρίζοντας από τα ψώνια ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι, βρήκαν τον κυρ Τάσο να τους περιμένει στη γωνία, έξω από το μαγαζί του, ανήσυχος.
«Κύριε Χ! Κύριε Χ!» φώναξε τρέχοντας προς το μέρος τους. «Κύριε Χ, πάρτε τηλέφωνο σπίτι σας! Εχει τηλεφωνήσει δύο φορές από το πρωί η μητέρα σας και δύο ο αδερφός σας!»
Ο Χ και η Λ κοιτάχτηκαν έντρομοι! Μπήκαν τρέχοντας στο ψιλικατζίδικο, η Λ κάθησε σε μια καρέκλα που της πρόσφερε ο κύριος Τάσος, ενώ ο Χ είχε ήδη σηκώσει το ακουστικό και σχημάτιζε τον τεράστιο αριθμό.
Μέχρι να βγάλει γραμμή, ο Χ αγωνιούσε και η Λ κοιτώντας τον, θυμήθηκε τον εαυτό της την ημέρα που του είχε τηλεφωνήσει έντρομη για να μάθει τελικά τι κακό τους είχε βρει με το αυτοκίνητο του Φρίτς.
«Ναι? Εμπρός!» είπε ο Χ
«Ελα, που είσαι και σε ψάχνουμε από το πρωί?»
«Κατεβήκαμε στο κέντρο ρε Α, για ψώνια! Δεν φτάνει που ξοδευόμαστε για χάρη σας, θα μου κάνεις και παρατήρηση τώρα?»
«Μπορείς να σταματήσεις να ακούσεις τι θέλω να σου πώ? Τα πήρες τα εισητήρια?»
«Τη Δευτέρα θα τα πάρω. Παρασκευή απόγευμα φεύγουμε και φτάνουμε Κυριακή πρωί»
«Χ, άκουσέ με. Μήν πάρεις εισιτήρια, ακούς?»
Ο Χ για λίγα δευτερόλεπτα πάγωσε.
«Χ, με ακούς?» ξανάπε ο Α
«Ναι. Δεν καταλαβαίνω, τι θες τέλος πάντων?»
«Χ, άκουσέ με. Ο Σίμος και ο Γιώργος πέσανε σε παγίδα. Τους την είχαν στημένη και τους συνέλαβαν για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος»
«Ακου να σου πω Α!!» Είπε αγανακτισμένος ο Χ. «Αν εσύ είσαι απατεώνας, εμένα δεν μ’ενδιαφέρει, τ’ακούς? Θες να φύγεις από την Αίγυπτο? Φύγε. Θες να κάτσεις να περιμένεις αν θα σε συλλάβουν? Κάτσε. Εγώ την Κυριακή φτάνω στην Αλεξάνδρεια ο κόσμος να χαλάσει!»
«Χ, δεν κατάλαβες.... Η αστυνομία ήρθε ήδη εδώ. Άκουσέ με και προσπάθησε να καταλάβεις. Αυτός που μας την έστησε δεν ήξερε το πραγματικό μου όνομα, αλλά μόνο το ψευδώνυμό μου»
«Τι εννοείς? Δεν ήξερε ότι σε λένε Α? Και πώς σε φώναζε?»
«Τίγρη».
Ο Χ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.
«Κοίταξε να δεις, σπαταλάω χρόνο και χρήμα με τις βλακείες σου... Τίγρη. Δεν έχω πολλά λεφτά ακόμα. Ξόδεψα πολλά σε δώρα. Θα τα πούμε την Κυριακή»
«Χ, μην κλείνεις!»
Ο Χ έκλεισε με μίσος το τηλέφωνο.
«Τι έπαθες παλληκάρι μου?» τον ρώτησε ο κυρ Τάσος.
«Τίποτε κύριε Τάσο, απλώς δεν έπρεπε να έχω αδερφό»
Πλήρωσε για το τηλεφώνημα, πήρε τη Λ απ’το χέρι και βγήκαν από το μαγαζί. Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ο Χ και η Λ συνέχισαν να περπατούν προς το σπίτι των θείων, μα 5 δευτερόλεπτα μετά ο κυρ Τάσος τους φώναξε «κύριε Χ! Τηλέφωνο! Η μητέρα σας!»
Ο Χ σκοτείνιασε. Ο θυμός στο πρόσωπό του έδωσε τη θέση του στον φόβο. Κάτι κακό είχε συμβεί. Ήταν πλέον σίγουρος.
«Ελα παιδί μου, τι κάνεις?»
«Καλά είμαι μαμά. Τι έχετε πάθει?»
«Ακου να δεις αγόρι μου. Συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό. Η αστυνομία χτες το βράδυ έπιασε το Γιώργο και το Σίμο. Ο αδερφός σου θα πηγαίνανε συνάλλαγμα σε έναν πελάτη ο οποίος όμως συνεργαζόταν με την αστυνομία. Μία ώρα πριν φύγει, η γιαγιά σου ένιωσε άσχημα και...»
«Τι? Τι έπαθε η γιαγιά?»
«Ε, λυποθύμησε και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Μείναμε εκεί το βράδυ και γυρίσαμε το πρωί. Αντί να πάει λοιπόν ο αδερφός σου στον πελάτη, πήγε ο Σίμος. Τον πήγε ο Γιώργος με το αυτοκίνητό του. Και τους πιάσανε»
«Και καλά τους κάνανε! Καιρός ήταν να σταματήσει αυτή η ιστορία με το συνάλλαγμα»
«Χ μου, άκουσέ με λίγο. Η αστυνομία περίμενε κάποιον ‘Τίγρη’ να παραδώσει το συνάλλαγμα. Ο ‘πελάτης’ δεν είχε δει από κοντά τον αδερφό σου, ούτε του είχε μιλήσει ποτέ. Ολη η δουλειά είχε γίνει με τον Σίμο και μόνο αυτόν γνώριζε. Οταν τους έπιασαν, θεώρησαν ότι ο ‘Τίγρης’ είναι ο Γιώργος. Αλλά ο Γιώργος πανικοβλήθηκε και φώναξε ότι δεν είναι αυτός ο ‘Τίγρης’. Η αστυνομία τον συνέλαβε, μα ο Γιώργος επέμενε ότι δεν είχε καμία σχέση με την απάτη κι ότι απλά εξυπηρετούσε τον φίλο του τον Σίμο που του ζήτησε να τον πάει με το αυτοκίνητό του σε ένα ραντεβού»
«Ναι, ωραία. Εμένα γιατί μου τα λες όλα αυτά??»
«Γιατί, παιδί μου, η αστυνομία είπε στο Γιώργο ότι αν τους αποκαλύψει ποιός είναι ο ‘Τίγρης’, θα τον αφήσουν ελεύθερο. Και το’κανε!»
«Τι? Τι? Κάρφωσε τον Α? Το καθήκι! Πώς μπόρεσε, μετά από όλα όσα είχα κάνει γι’αυτούς? Ξέρεις πόσες φορές τους είχα φροντίσει όταν τραυματιζόντουσαν σε καυγάδες? Δεν ντράπηκαν? Είναι άθλιοι! Δεν θέλω να τους ξαναδώ! Και τώρα τι θα γίνει? Ερχομαι εγώ και φεύγει ο Α? Αλλα.... για κάτσε! Δεν τον έχουν συλλάβει ακόμα τον Α?»
«Οχι, Χ μου. Να σου εξηγήσω. Σήμερα το πρωί, γυρίζοντας από το νοσοκομείο εγώ, ο αδερφός σου και η γιαγιά σας, είδαμε ότι μας περίμεναν δύο αστυνομικοί. Ζήτησαν να ανέβουν στο σπίτι να μας μιλήσουν»
«Και τι έγινε? Δεν πιστεύω ο Α να ομολόγησε ότι είναι ο ‘Τίγρης’!»
«Ανέβηκαν πάνω και τον βούτηξαν για να τον συλλάβουν. Ο Α έβαλε τις φωνές λέγοντάς τους ότι δεν ξέρει τίποτα κι ότι δεν είναι ο ‘Τίγρης’. Αυτοί όμως ήταν αποφασισμένοι. Όρμησαν μες το σπίτι και άρχισαν να ανοίγουν συρτάρια και να ψάχνουν παντού. Η γιαγιά σου κι εγώ κοντέψαμε να πεθάνουμε. Ο Α είχε τρελλαθεί. Τους φώναζε, αλλά τους ξέρεις τους αραπάδες, δεν καταλαβαίνουν απ’αυτά παιδί μου. Κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο με άρπαξε από το μπράτσο και μου’πε: ‘Ο γιος σου είναι ο τίγρης. Ο άλλος το ομολόγησε. Μας έδωσε το επώνυμό σου! Λέγε, γιατί θα συλλάβω κι εσένα! Και τη γρια! Θα σαπίσετε στη φυλακή όλοι σας!’. Δεν ήξερα τι να κάνω! Πες μου Χ, πες μου! Να τον άφηνα να πάει φυλακή?»
«Οχι, μαμά, να μην πάει φυλακή! Οχι!» είπε ο Χ και δεν πίστευε ότι είχε ξεστομίσει τέτοια φράση.
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Κι έκανα κάτι που ίσως να μην μου το συγχωρέσεις ποτέ παιδί μου!»
«Βρε μαμά, θα πληρώσετε μια περιουσία στο τηλέφωνο. Αφού γλύτωσε ο Α τη φυλακή, δεν μου τα λέτε όταν έρθω?»
«Δεν θα έρθεις παιδί μου».
Ο Χ έμεινε για δέκα δευτερόλεπτα άφωνος. Ενα πολύ άσχημο συναίσθημα τον κυρίευσε ξαφνικά.
«Χ? Με ακούς?»
«Τι θα πει δεν θα έρθω?»
«Οταν με άρπαξε ο αράπης απ’το μπράτσο, τρόμαξα. Φοβήθηκα. Λύγισα. Και ομολόγησα!»
«Τι λες, μαμά? Ομολόγησες? Τι ομολόγησες?»
«Οτι ο ‘Τίγρης’ είναι ο γιός μου! Ο γιός μου που πριν δέκα μήνες έφυγε άρον-άρον από την Αίγυπτο και που δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ!»
______________________________
Το παγωμένο πλακάκι είχε πια ζεσταθεί από το κατακόκκινο κεφάλι του Χ. Ανοιξε τα μάτια του και ήπιε μια γουλιά από το νερωμένο και πλέον όχι τόσο παγωμένο ουίσκι του.
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και ξαναψέλλισε «γιατί?».
«Από τότε που γεννήθηκα θυσίαζα αυτά που αγαπώ, για τον αδερφό μου. Ακόμα και το όνομά μου είναι μια θυσία. Ο παππούς Χ είχε πει ότι το μωρό που θα βγει πρώτο απ’την κοιλιά της μάνας του θα πάρει τ’ονομά του. Και ήταν ο αδερφός μου. Γεννηθήκαμε εφταμηνίτικα όμως, κι ενώ εγώ ήμουν ένα ωραίο, ροδαλό μωρό, εκείνος είχε γεννηθεί με σκισμένα χείλη, μελανός και χωρίς νύχια στα άκρα του. Ο παππούς Χ μόλις με είδε ανακάλεσε. ‘Αυτό το μωρό θα παρει τ’όνομά μου’ είπε.
Ολη μου τη ζωή την έζησα προσπαθώντας να κάνω σπουδαία πράγματα. Ολη του τη ζωή την έζησε καταστρέφοντας ό,τι είχα δημιουργήσει. Θυσίασα φίλους, θυσίασα τα πιστεύω μου, θυσίασα την αξιοπρέπειά μου, θυσίασα την αγάπη μου για την Αλεξάνδρεια. Πόσο ακόμα θα ζήσω? Είμαι γέρος και κουρασμένος απ’τη ζωή. Από την ημέρα που έφυγα από την Αίγυπτο, δεν ξαναγύρισα. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω. Εφυγα, κι άφησα πίσω μου την ευτυχία, την τύχη, την αγάπη. Αφησα μια ολόκληρη ζωή. Την ημέρα που η μητέρα μου μού είπε ότι με θυσίασε για να σώσει τον αδερφό μου, πέθανα.
Η Λ, η αγαπημένη μου Λ, δεν ξαναείδε ποτέ τον Χ που ήξερε. Το κορίτσι μου με έχασε για πάντα. Δεν μπόρεσα ποτέ να της ξαναδείξω πόσο πολύ την αγαπώ. Και πώς να τολμήσω? Αφού ό,τι αγαπώ εγώ, χάνεται.
Πέρασαν σαράντα χρόνια και η Λ μου με άφησε. Με άφησε πριν προλάβω να της πω ότι την αγαπώ ακόμα όπως την πρώτη μέρα που τη γνώρισα, σ’εκείνο το πάρτυ, που χορέψαμε εκείνο το τραγούδι, το τραγούδι μας...
Αυτός φταίει! Μας κατέστρεψε όλους και τώρα ζει τη ζωή του με τη μία και με την άλλη. Ούτε που τον νοιάζει που δεν έκανε δική του οικογένεια. Εγώ έκανα τουλάχιστον κι ένα παιδί με την Λ. Την Λ που με ακολούθησε στον πάτο όταν έχασα τη γη κάτω απ’τα πόδια μου, η οποία με στήριξε στα δύσκολα – μιας που εύκολα δεν υπήρξαν ποτέ και που έφυγε από κοντά μου χωρίς να προλάβω να της πω ένα μεγάλο ευχαριστώ...
Ενώ αυτός? Τι κατάλαβε? Τιποτα. Οποιος τον αγάπησε, πληγώθηκε.
Με έφερε στην Ελλάδα για να μείνω για σχεδόν ένα χρόνο άπραγος και για να μου πει μετά ότι θα πρέπει να μείνω εδώ για πάντα. Για πάντα? Εγώ ήθελα να πάω στην Αγγλία, εγώ θα γινόμουν σπουδαίος. Ολα πήγαν κατά διαόλου. Ολα. Τρέχαμε με την Λ να βρούμε σπίτι να νοικιάσουμε για όλους. Ο θειος Νώντας μας δάνεισε λεφτά. Οταν ήρθε ο Α με τη μαμά και τη γιαγιά, ούτε τα λεφτά από την πώληση του αυτοκινήτου του Φριτς δεν μου’φερε. Μόνο στον θείο Νώντα δώσαμε τα χρωστούμενα και τίποτ’αλλο... Βρήκε ένα σωρό δικαιολογίες.
Επρεπε να δουλέψουμε και αυτός και εγώ, μα και η Λ για να ζήσουμε. Επρεπε να πάρω το πτυχίο μου. Μα πώς να το πάρω? Χρωστούσα δύο μαθήματα σε αγγλικό πανεπιστήμιο κι εδώ μου είπαν ότι έπρεπε να δώσω οκτώ. Οκτώ! Στα ελληνικά!
Η Λ ήταν ο πιο καλός και ικανός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε και με στήριξε δίχως ανταλλάγματα.
Μου είπε να μη φοβάμαι κανέναν και να προσπαθήσω. Παντρευτήκαμε, πήρε την ελληνική υπηκοότητα και βρήκε δουλειά σε μια γαλλική εταιρία-κολοσσό που ζητούσε γραμματέα με ελληνική υπηκοότητα και άπταιστα γαλλικά, για τον γάλλο Πρόεδρο! Μήνες είχε μείνει κενή η θέση. Οταν η Λ πήρε την υπηκοότητα, τους ξαναχτύπησε την πόρτα και την προσέλαβαν!
Αρχισα να παλεύω. Ξαναμάθαινα την αγαπημένη μου ιατρική από την αρχή, με ελληνικούς όρους. Αρχισα να δίνω εξετάσεις για τα ίδια μαθήματα που στην Αίγυπτο τα είχα περάσει από το δεύτερο έτος. Γνώρισα τον ρατσισμό από τους έλληνες συμφοιτητές. ‘Αίγυπτο? Ξένος είσαι? Αιγύπτιος?’. Η γαλανόλευκη, ο εθνικός ύμνος, η Αθήνα και ο Παρθενώνας ήταν σύμβολα μιας άλλης Ελλάδας, όχι της δικής μου Ελλάδας, της Ελλάδας που αγάπησα.
Και πάνω που πίστεψα ότι θα μπορέσω επιτέλους να κάνω μια νέα αρχή, έγινε αυτό που πολλοί ψυθίριζαν, μα κανείς δεν πίστευε:
Πραξικόπημα!!!»
(συνεχίζεται... για το τελευταίο επεισόδιο)
19 comments:
Πωπω θα μπορούσες να γράψεις φοβερό βιβλίο...
Μαράκι, θα τελειώσει η ιστορία και να δεις που θα μας λείψουν τα δύο αδέλφια....
............(αφωνος) περιμενο για το τελος!
την καλησπερα μου.
την καλημέρα μου Hlia! το σχόλιό σου "μίλησε" στην καρδιά μου, κι ας ήταν άφωνο!
Κάποιος πολύ διάσημος, μα έλα που δέ θυμάμαι ποιός, είχε δώσει μιά αξέχαστη συμβουλή σε ένα φερέλπιδα νέο, " ή γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί, ή κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί.."Για το πρώτο με έχεις ήδη πείσει, για το δεύτερο δέν ξέρω αλλά κάτι μου λέει πως παίζει τρελλά..Όταν τελειώσεις λοιπόν το αριστούργημα, σκέψου την επόμενη κίνησή σου..
Υποκλίνομαι,φιλιά!
....τώρα εγώ εδώ θα έπρεπε να κάνω τον κινέζο και να δηλώσω ότι "οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι σμπτωματική και τυχαία"??? Μάλλον, γιατί αν πω τ'αντίθετο, θα με ψάχνουν οι 'αραπάδες' να με κρεμάσουν!
χε χε χε 'Οντως σπουδαία και αξέχαστη η συμβουλή του διάσημου κυρίου. Θα την κρατήσω στο μυαλό μου. Πού ξέρεις....
..... ουφ! Άντε παιδάκι μου και μας έσκασες!!
Ανυπομονώ για το τέλος.
evita, οπως είπα και στο μαράκι, θα έρθει το τέλος και μετά θα μας λείψουν οι δύο τύποι. φιλάκια.
Εντάξει... θα μας λείψουν οι μπράδερς αλλά δεν μπορεί... όλο και κάτι νέο θα μας σερβίρεις... έτσι;
....ΑΝΤΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ....
ασκαρδαμυκτί, ναι, σίγουρα κάτι νέο θα σας ξεφουρνίσω. Απλά όχι αμέσως. Θα σαχλαμαρίσω λιγάκι και κάποια στιγμή που θα φορτώσω πάλι, ΤΣΟΥΠ!, θα σας το σερβίρω.
sevarose, λίγη ακόμα υπομονούλα, ε?
Ανιμα σώσε με, έφτιαξα κατά λάθος blog, εκεί που έπαιζα έφτιαξα ένα λογαριασμό στη google και μετά blog.Το κακό είναι πως τώρα προσπαθώ να μπώ και είτε να το σβήσω είτε να το επεξεργαστώ και δέ μπορώ, δέν αναγνωρίζει ο blogger το password, ξέρω πως είμαι τελείως ξανθιά και χαζή αλλά βοήθεια, θέλω να φύγει!!
Τωρα αν πω πως λυπαμαι που τελειωνει θα με πιστεψεις??
Κανε το γιατι σου λεω αληθεια!!
Τα φιλια μου !!
patsiouri, σαν user name βάλε ολόκληρη την email διεύθυνσή σου, όχι απλώς την λέξη patsiouri. Ισως γι'αυτό να μην σε αναγνωρίζει. Εγώ στον παλιό blogger, ήμουν anima rana και όταν μπήκα στον νέο blogger αν θυμάσαι ήμουν κι εγώ απελπισμένη. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι όταν δημιούργησα τον λογ/σμό, μού είχε ζητηθεί και email address. Ετσι, έβαλα αντι για "anima rana", το email address για user name και τελικά με αναγνωρισε! Για δοκίμασε.
anna maria, κι εμένα θα μου λείψουν....
Σορυ αλλά το τρένο το έχασα. δεν ξέρω άμα βρω την υπομονή. θα δείξει...
vita, Μην μου αγχώνεσαι!!! Εδώ, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ζωή μας, είμαστε ΧΑΛΑΡΟΙ!!!! Αρντάν, ζωή και κίνηση! Μη μασάς. φιλούμπες
Αχ, πολύ σ"ευχαριστώ, δέν το είχα δοκιμάσει αυτό, θα ενημερώσω για αποτελέσματα, ευπειθώς αναφέρω, patsiouri!
Ναί, είχες δίκιο!!!Λές να αρχίσω κι εγώ να ποστάρω σιγά-σιγά??? Ότι και να δείτε πάντως μήν το παρεξηγήσετε, είμαι μανούλα στο να πατάω άσχετα πλήκτρα και να τα κάνω όλα μαντάρα!!
patsiouri, όρμα!!!!
Post a Comment