O X κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου στη συσκευή.
Το βλέμμα του ήταν ταραγμένο. Πάντα ο τον εξόργιζε ο αδερφός του, αλλά όταν έφτανε η στιγμή να του τα ψάλλει κατάμουτρα, έχανε τα λόγια του.
Εβαλε ένα ποτήρι ουίσκι, αφήνοντας τσιγάρο του στο τασάκι. Αφού ήπιε τις πρώτες τρεις γουλιές, σηκώθηκε με το ποτήρι στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο κι άρχισε να κόβει βόλτες μες το σπίτι.
«Τι θα πεί ‘έρχομαι’? Ερχεται εδώ? Να πούμε τι? Τα ίδια και τα ίδια? Αααα, δεν θα του ανοίξω. Θα κάνω ότι λείπω.» μονολόγησε.
Περπατώντας μες στο σπίτι, το βλέμμα του έπεσε στο μαύρο δερμάτινο κουτάκι που φυλούσε κάποιες φωτογραφίες. Ήπιε μια γουλιά ποτό κι ακούμπησε το ποτήρι του πάνω στο γραφείο του. Πήρε το κουτάκι στα χέρια του, το άνοιξε κι άρχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες.
Ηταν οι φωτογραφίες από όλη του τη ζωή. Άλλες με τους γονείς του και τον αδερφό του, άλλες με φίλους, άλλες με την Λ. Μόλις έβλεπε τις φωτογραφίες μαζί της, χαμογελούσε γλυκά, τα μάτια του κοκκίνιζαν και βιαστικά περνούσε στην επόμενη. Αν η αμέσως επόμενη ήταν με τους γονείς του, το δάκρυ δεν κατάφερνε να μείνει για πολύ στα μάτια του και κυλούσε. Οταν έφταναν οι φωτογραφίες του αδερφού του κουνούσε το κεφάλι του πάνω-κάτω αποδοκιμαστικά ψιθυρίζοντας διάφορα κοσμητικά...
Κάποια στιγμή σταμάτησε να τις προσπερνάει. Εμεινε σε μία. Την κοίταξε για αρκετά δευτερόλεπτα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Εκλεισε τα μάτια και πολλά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Αφησε τις υπόλοιπες πάνω στο γραφείο του και κράτησε μόνο αυτήν. Στο άλλο χέρι κρατούσε πλέον τη μισοσβησμένη γόπα του τσιγάρου του. Την έριξε στο τασάκι και βούτηξε το ουίσκι. Ήπιε λαίμαργα τρεις γουλιές και ξανακοίταξε τη φωτογραφία.
Ήταν αυτός. Αυτός ανάμεσα σε φίλους. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που τον αγαπούσαν, που τον σεβόντουσαν, που τον θαύμαζαν. Ανάμεσα σ’ανθρώπους που πολλές φορές είχαν ομολογήσει ότι ήθελαν να του μοιάσουν. Ολοι γελαστοί, όλοι περήφανοι, όλοι με τις λευκές μπλούζες τους, όλοι ένα βήμα πριν γίνουν γιατροί και όλοι έγιναν γιατροί. Όλοι, εκτός από εκείνον. Εκτός από αυτόν που ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους μαζί. Αυτόν που οι καθηγητές του προσφωνούσαν «γιατρό» πριν καν αποφοιτήσει.
«Γιατι? Γιατί?» αναφώνησε ο Χ, κρατώντας σφιχτά τη φωτογραφία. Προχώρησε και έφτασε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε το πρόσωπό του. Κοιτώντας μία τη φωτογραφία και μία το είδωλο στον καθρέφτη, ένιωσε βαθιά μες την ψυχή του ότι – πάει – το έχασε πια το τρένο. Τα χρόνια είχαν περάσει πια και τώρα σιγά-σιγά έφτανε στο τέλος της ζωής του χωρίς να έχει πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο όνειρό του. Να γίνει γιατρός!
Κοίταξε το είδωλό του και, σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλον, σε κάποιον φίλο που θα μπορούσε να του πει τι έφταιξε, άρχισε να μονολογεί:
«Τόσα χρόνια χαμένα... Τόσα χρόνια πεταμένα στα σκουπίδια.... Τίποτα δεν κατάφερα. Τίποτα. Ήμουν γερός, ήμουν σπουδαίος και θα τα κατάφερνα. Και τι είμαι τώρα? Από γερός, έγινα ένας γέρος, με μια μικρή σύνταξη. Είχα όραμα. Είχα ψυχή. Ήθελα να βοηθήσω με την επιστήμη μου την ανθρωπότητα. Δυό μαθήματα χρωστούσα. ΔΥΟ! Και τι δύο? Παιδιατρική και Γυναικολογία. Τίποτα. Ετοιμος ήμουν για να τα δώσω και θα έπαιρνα το πτυχίο. Το πτυχίο μου.! Οι καθηγητές με περίμεναν πώς και πώς. Είχα διαλέξει και ειδικότητα. Χειρουργική. Ξέρεις τι σπουδαίος θα ήμουν?? Πρώτος!»
Άναψε ένα τσιγάρο. Πήγε στο σαλόνι, πήρε το ουίσκι και φρέσκαρε το ποτό του. Επέστρεψε μπροστά στον καθρέπτη και συνέχισε:
«Και δεν το’κανα για τα λεφτά. Δεν με ένοιαξαν ποτέ τα λεφτά. Με ένοιαζαν οι άνθρωποι. Οι παππούδες που δεν είχανε λεφτά μα έπρεπε να βάλουν ενέσεις και τους τις έβαζα χωρίς αντάλλαγμα... Τα αραπάκια που ζούσαν στους δρόμους και όταν αρρωσταίνανε τα εξέταζα και τα φρόντιζα δωρεάν... Τους συμφοιτητές που απελπισμένοι όταν είχαν δώσει για πολλοστή φορά το μάθημα και δεν το περνούσαν, ζητούσαν να τους βοηθήσω στο διάβασμα για να περάσουν. Και περνούσαν! Ολους τους βοήθησα. ΟΛΟΥΣ! Μόνο τον εαυτό μου δεν μπόρεσα να σώσω.
Για όλα φταίει ο αδερφός μου. Με κατέστρεψε, με ρήμαξε, με διέλυσε, το καταλαβαίνεις??? Ποτέ δεν μ’ενοιαξαν τα λεφτά. Τον κύριο Φριτς, τον Φριτς δηλαδη, μιας που δε ζει πια, εγώ τον φρόντισα μέχρι το τέλος. Ενας φουκαράς ήταν απ’την Αυστρία που πέθαινε από καρκίνο. Η πρώην γυναίκα του και τα παιδιά του ούτε να τον δούν. Το’χε σκάσει με μια μικρούλα. Κι η μικρούλα μόλις είδε τα σκούρα το’σκασε! Τον λυπήθηκα. Χρειαζόταν μορφίνη. Πονούσε ο άνθρωπος. Ξέρεις τι είναι να πονάς?? Περιμένεις το Χάρο σαν λυτρωτή για να γλυτώσεις απ’τον πόνο. Χρειαζόταν λεφτά. Του τα πρόσφερα και τα δύο. Δεν με ένοιαζε. Τα λεφτά που μου έδιναν οι πλούσιοι ασθενείς με το ζόρι, τα έδινα στον Φριτς για να πάρει φάρμακα. Τις ενέσεις που άλλοι πλήρωναν για να τις κάνουν, του τις έκανα δώρο. Ενα δώρο για να με θυμάται όταν φύγει...
‘Αχ.. Χ μου’ ελεγε ο Φριτς, ‘δύο παιδιά έκανα, μα ποιός θα το’λεγε ότι ένας ξένος θα με φρόντιζε στο τέλος της ζωής μου σαν πραγματικός γιός?’. Κι εγώ του’λεγα ότι όταν πέθανε ο δικός μου ο μπαμπάς ήμουν τόσο μικρός και τόσο ανήμπορος, που πέθανε μέσα στα χέρια μου χωρίς να κάνω τίποτα. Τουλάχιστον τώρα ό,τι μπορώ να κάνω θα το κάνω. Ετσι, στη μνήμη του πατέρα μου.»
Ηπιε ακόμα μια γουλιά ουίσκι και τράβηξε μια ρουφηξιά απ’το τσιγάρο.
«Σαν πατέρα μου τον φρόντισα τον Φριτς. Δεν ήταν πλούσιος, φουκαράς ήταν. Δεν το’κανα για τα λεφτά. Ήταν φουκαράς, αλλά κύριος. Ό,τι είχε και δεν είχε ήταν ένα αυτοκίνητο. Ενα απλό αυτοκίνητο και αρκετά μεταχειρισμένο. Οσο τον φρόντιζα μου’χε πει πολλές φορές ότι λεφτά δεν έχει, οικογένεια δεν έχει κι ό,τι έχει και δε έχει είμαι εγώ και αυτό το αυτοκίνητο. Σαν αντάλλαγμα, σαν δώρο για όλα όσα έκανα γι’αυτόν, θα μου έγραφε το αυτοκίνητό του. Του ‘χα πει πολλές φορές όχι και ξανά όχι μα αυτός με διέκοπτε πάντα κι έλεγε ‘σώπα, γιε μου, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα, για να με θυμάσαι όταν φύγω’.
Ετσι όπως έγιναν τα πράγματα, έτσι όπως μας πήρε και μας σήκωσε, δεν τον ξέχασα ποτέ τον Φριτς. Πού να φανταστώ ότι οι συμφορές θα με έβρισκαν η μία μετά την άλλη? Πού να φανταστώ ότι η πρώτη συμφορά θα μ’έβρισκε όταν θα έκανε την ηλίθια εμφάνισή του ο Α, με αφορμή αυτό το αυτοκίνητο??»
(συνεχίζεται...)
19 comments:
Τώρα έχω αγωνία. Άντεεεεεεεεεεεε...
Κοντεύουμε, κοντεύουμε evita. Μέχρι να φτάσει ο Α, θα μας έχει πει ο Χ τι συμβαίνει.
ανιμα,σημερα ειδα το διηγημα σου και ανετρεξα και διαβασα και τα προηγουμενα.Ειναι υπεροχο,συνεχισε το και προσθεσε του κι αλλα κεφαλαια.Πραγματικα θα μπορουσε να σταθει διπλα σε διηγηματα μεγαλων συγγραφεων.Δεν το λεω για να σε κολακεψω.Το τεχνασμα που μπερδευεται το παρον με το παρελθον,η αληθεια με τη φαντασια, του δινει αλλον αερα.Περιττο να σου πω οτι με συγκινησε.
nicola, εγώ συγκινούμαι τώρα. Πραγματικά ευχαριστώ. Ευχαριστώ!
...αλλαζω τη λεξη ''τεχνασμα'' και την αντικαθιστω με τη λεξη ''τεχνικη'' γιατι υπαρχει τεραστια διαφορα στο νοημα τους.
..σταμάτα, έχω γίνει κατακόκκινο βατράχι!!!
Έλα ρε σύ στο καλύτερο..Έχει απόλυτο δίκιο το παιδί από πάνω, είναι λογοτέχνημα, ρέ, άν μας πεί τι συνέβη ας μήν τελειώσει, πέξε κι άλλο, είσαι καλή στο πλέξιμο και από την καλή και από την ανάποδη, φαίνεται, συγχαρητήρια..
αχ patsiouraki, ευχαριστώ... Λες να μην το τελειώσω? Δηλαδή, να γίνουν οι αποκαλύψεις και να τελειώσει ο πρώτος κύκλος? Χμ.. Γινεται κι αυτό, και κάποια στιγμή αργότερα να ξεκινήσει ο δεύτερος κύκλος. Θα το σκεφτώ.
Καρδούλα μου αν ήταν βιβλίο θα το διάβαζα μονοκοπανιάς απο την περιέργεια!
Μπορώ να σου πω οτι είναι πολύ καλύτερο απο πολλά διηγήματα που κυκλοφορούν (πίστεψε με είμαι βιβλιοφάγος).
Αν συνεχίσεις να γράφεις και μετά δεσεις τα κείμενα δώστο σε καναν εκδοτικό οικό, να διαβάσει ο κοσμάκις κάτι διαφορετικό και όχι χιλιοειπωμένο.
ΧΧΧ
Ναί, ναί, δώστο, όσο για τη συνέχεια να συμβουλευτέις το μαίτρ Φώσκολο, να πείς πως ο Χ και ο Α έχουν τσακωθεί για κάτι τόνους πολώνιο 310 που είχαν κληρονομήσει από το ζάμπλουτο πατέρα τους στο Λίχνεστάιν, ώ , ναί, στο Λίχνεστάιν...
"Δεν ήταν πλούσιος, φουκαράς ήταν. Δεν το’κανα για τα λεφτά. Ήταν φουκαράς, αλλά κύριος. "
αυτοί είναι οι πραγματικοί άνθρωποι.
καλησπέρα. εβγε και παλι εβγε.
Καλέ εδώ έχω πολλούς αναγνώστες!!! τι ωραία! Ειστε όλοι υπέροχοι!!
...οσο για το Λιχτενστάιν... Α ΧΑΧΑ ΧΑΧΑΧΑ ΧΑΧΑΑΑΑ!!!
patsiouri, θα το γυρίσω σε κωμωδία στο τέλος!
Ε καλα τι να σου πω τωρα??
Μα στο καλυτερο παντα μας το σταματας!
Πραγματικα ειναι πολυ ομορφο !
Φαντασου λεει να γινει καποια μερα βιβλιο, ολοι να περιμενουμε στη σειρα για υπογραφη.
Τα φιλια μου!!
αν εχω αναγνώστες σαν εσάς annamaria, elenitsa, nicola, patsiouri, μαρακι και evita... δεν θέλω τίποτ'αλλο!!!
Καλά σου λέει το Μαράκι...
Το χεις, το χεις...
;)
λοιπόν καλως ήρθα στην παρέα σας. πρέπει όλοι μαζί να πείσουμε το βατράχι να εκδόσει τα πονήματα του. Εγώ έχω φάει τρελλό κόλλημα σήμερα, δεν έχω δουλέψει καθόλου μα καθόλου. Μόνο διαβάζω και σκέφτομαι. Πότε γελάω και πότε κλαίω. Εχω πάντως χαθεί στις ηλεκτρονικές γραμμές. Με έχει καταπιεί. Είναι ζήτημα αν θα κοιμηθώ το βράδυ. Φιλια πολλά φιλια στο κουνέλι. Ξέεεεεερει αυτό
Κι εμένα με έχεις καθηλώσει...
Ωραία, να ιδρύσουμε ελδοτική εταιρεία και να τη βάλουμε να γράφει σάν το σκυλί, 5 ώρες θα κοιμάται, φαί, νερό και pc, εγώ θα είμαι ο βασικός μέτοχος, όσον αφορά το ποσοστο μου στα κέρδη βέβαια, γιατί είχα την ιδέα!!
Α, επίσης θα παραιτηθεί και θα ξεχάσει γάμους και αηδίες, έχΟΥΜΕ καριέρα τώρα μπροστά μας!!
Patsiouri, Αχα χα χα χα χαααα!!!! Θα δουλεύω σαν σκυλί και θα κοιμάμαι 5 ώρες???
Πφφφ!! Αυτό το κάνω ήδη!!!
Barouak, το'χω λες, εεε?? χμ.. κάτσε να διαβάσεις το τέλος και μετά να δούμε ποιός θα φάει το ξύλο!
ασκαρδαμυκτι..... με κόλλησες στον τοίχο μ'αυτό που είπες.
κουνέλι, εγώ δεν πιστεύω ακόμα ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η ιδέα, αλλά αν εσείς όλοι blogoφίλοι μου ξέρετε κάποιον που αν τα διαβάσει θα θέλει και να τα εκδόσει, τι να πω...
Post a Comment