Ψιλή βροχούλα είχε αρχίσει να πέφτει. Ο Χ άνοιξε την ομπρέλλα του ενώ η κόρη του άναβε το κερί και το θυμιατό...
Ο παπάς έστελνε ένα μήνυμα από το κινητό του τηλέφωνο και δυσανασχετούσε, μιας που για κάποιο λόγο το μήνυμα δεν έφευγε.
«Σφάλμα δικτύου.. Μα τον Άγιο!» έλεγε κάθε μισό λεπτό. «Ελα τώρα, τελείωνε» μετά από λίγο και ξανά «μα τον Άγιο!» μετά από άλλο ένα λεπτό.
Ο Χ άναψε τσιγάρο. Ο παπάς τον κοίταξε λέγοντάς του «σε μισό λεπτό ξεκινάμε». Ο Χ τον κοίταξε με ακίνητο, παγωμένο βλέμμα και απάντησε «με το πάσο σας».
Τα δαχτυλάκια του παπά ξαφνικά σταμάτησαν να πασπατεύουν το ταλαίπωρο μικρό κινητό. Ξεροκατάπιε και το’βαλε στην τσέπη του.
Ο Χ πέταξε κάτω το τσιγάρο, το πάτησε κι ο παπάς άρχισε να ψέλνει......
.......
«Ακου να σου πω για να ξέρεις. Οταν πεθαίνουμε δεν υπάρχει τόπος χλοερός. Δεν υπάρχει τόπος αναψύξεως. Δεν υπάρχει ούτε Παράδεισος, ούτε Κόλαση. Δεν υπάρχουν αυτές οι σαχλαμάρες. Αυτά τα κάνανε οι παπάδες για να κοροϊδεύουν τον κόσμο και να τον κρατάνε φοβισμένο και υπάκουο. Οταν πεθαίνουμε παύουν οι λειτουργίες του νευρικού, αναπνευστικού και καρδιοαγγειακού μας συστήματος. Στην ουσία πρόκειται για μία καθολική και μη αναστρέψιμη διακοπή όλων των λειτουργιών όλων των οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Η καρδιά δεν χτυπά, ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί όπως επίσης οι πνεύμονες, το συκώτι και τα νεφρά. Το αίμα παύει να κυλάει στις αρτηρίες και φλέβες μας και ‘λιμνάζει’. Η ψυχή σβήνει μαζί με τον εγκέφαλο. Γιατί, μη νομίζεις, η ψυχή και τα συναισθήματα είναι χημικές ενώσεις και τίποτα παραπάνω. Ετσι λοιπόν, αφού όλα αυτά σταματάνε να λειτουργούν, το ον πεθαίνει. Το ον δεν συνειδητοποιεί ποτέ ότι έχει πεθάνει. Ο θάνατος μοιάζει πάρα πολύ με τον ύπνο. Τι νιώθεις την στιγμή που αποκοιμιέσαι? Μόνο όταν ξυπνήσεις καταλαβαίνεις ότι είχες κοιμηθεί. Η διαφορά βέβαια είναι ότι ενώ κοιμόμαστε, οργανισμός λειτουργεί, γι’αυτο βλέπουμε και όνειρα. Ενώ τη στιγμή του θανάτου διακόπτονται και οι πέντε αισθήσεις ταυτόχρονα και σβήνει η μνήμη και όλα τα συναισθήματα. Ο γενικός διακόπτης κατεβαίνει οριστικά. Η λάμπα καίγεται και μένει το άχρηστο γυάλινο περίβλημα. Το νεκρό σώμα είναι ένα κομμάτι κρέας και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η διαδικασία της αποσύνθεσης. Το δέρμα φθείρεται και το κρέας σαπίζει. Σιγά-σιγά διαλύεται και μυρίζει πολύ άσχημα. Γι’αυτό θάβουμε το νεκρό σώμα, ώστε το έδαφος να το απορροφήσει σαν λίπασμα. Δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, δεν υπάρχουν προηγούμενες ζωές, δεν υπάρχουν μετεμψυχώσεις, δεν υπάρχουν φαντάσματα, δεν υπάρχουν πνεύματα, δεν υπάρχει τίποτα απολύτως! Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε. Τέλος.»
«Σταμάτα Χ. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Αυτή σου η επιστήμη σε έχει κάνει ψυχρό και απόλυτο. Εγώ είμαι σίγουρη ότι κάτι υπάρχει εκεί ψηλά που....»
«Εκεί ψηλά υπάρχει η ατμόσφαιρα. Τα συννεφάκια, ο ουρανός, το οξυγόνο, το υδρογόνο, το άζωτο... Πιο ψηλά υπάρχει το φεγγάρι που είναι ένα κομμάτι της Γης το οποίο την ώρα που δημιουργόταν το Σύμπαν ξεκόλλησε από αυτήν και κατέληξε εκεί πάνω. Ακόμα πιο ψηλά υπάρχει το πλανητικό μας σύστημα. Θεός πάντως δεν υπάρχει. Και μη μου πεις τίποτα για εξωγήινους κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες....»
«Υπάρχει! Κι όμως κάτι υπάρχει!! Θα δεις. Αν η μοίρα τα φέρει και πεθάνω πριν από σένα, θα γίνω πουλάκι και θα έρχομαι να σου κελαηδώ»
«Μη λες σαχλαμάρες Λ. Δεν θα πεθάνεις πρώτη. Παρέα θα πεθάνουμε βαθιά γερασμένοι»
..........
«Αμήν. Ζωή σε σας, να ζήσετε να την θυμόσαστε»
Ο Χ δεν απάντησε. Δεν είχε ακούσει καν. Ο παπάς βέβαια δεν ασχολήθηκε. Τσέπωσε το φιλοδώρημα που του έδωσε η κοπέλλα που συνόδευε τον αλλόκοτο ηλικιωμένο και βγάζοντας το κινητό από την ίδια τσέπη έφυγε με ανάλαφρο βήμα.
«Μπαμπά! ΜΠΑΜΠΑ!!! Τι έχεις πάθει???»
Ο Χ ξεροκατάπιε και επανήλθε στην πραγματικότητα. «Πού είναι αυτός? Έφυγε?» είπε.
«Τώωωωρα? Εξαφανίστηκε. Πάμε κι εμείς?»
Στο αυτοκίνητο δεν μίλησαν καθόλου. Ο Χ ήταν μονίμως αφηρημένος ενώ η κόρη του ακόμα φορούσε τα γυαλιά ηλίου και η μύτη της ήταν ελαφρώς κόκκινη.
Οταν ο Χ ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του κανείς δεν τον περίμενε. Ξεντύθηκε, άναψε ένα τσιγάρο και ετοίμασε έναν καφέ.
Καθισμένος στον καναπέ, με την τηλεόραση να παίζει, θυμόταν τι όμορφες στιγμές είχε ζήσει σ’αυτό το σπίτι μαζί της. Το λυπηρό όμως ήταν ότι τότε που ζούσε αυτές τις στιγμές, δεν καταλάβαινε πόσο όμορφες ήταν και πόσο θα του έλειπαν. Τότε που ζούσε τη ζωή του μαζί της τον βασάνιζαν τόσοι καημοί, τόσες άλλες πληγές που δεν άφησε ποτέ εκατό τοις εκατό τον εαυτό του ελεύθερο να ζήσει. Εφαγε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή γκρινιάζοντας για την ατυχία του και για το πόσο τον είχαν πληγώσει οι φίλοι, οι συγγενείς και - πάνω απ’όλα και όλους – ο ίδιος ο αδερφός του.
Τρεις μέρες αφού είχε φύγει η αγαπημένη του, ενώ εκείνος κάπνιζε κι έπινε άυπνος, άκουσε μες τη νύχτα ένα δυνατό κελάηδισμα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία μα το πτηνό επέμενε και μέσα στην ομίχλη που είχε δημιουργήσει με τα τσιγάρα του, ο Χ πετάχτηκε και βγήκε έξω στη βεράντα. Η κόρη του, που κι αυτή άυπνη έβλεπε τηλεόραση άκουσε το απότομο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας και τρομαγμένη τον ακολούθησε στη βεράντα. Τον είδε να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά σαν τρελλός και ανησύχησε. «Το ακούς το πουλί? Ε? Δεν ακούς ένα πουλάκι?» της είπε έντρομος. Εκείνη χαμογέλασε γιατί της φάνηκε πολύ θετικό σημάδι το γλυκό κελάηδισμα μέσα στη νύχτα «Ναι! Το ακούω. Τι όμορφο. Αντε, πάμε μέσα τώρα. Θα κρυώσεις». Κι όταν μπήκαν μέσα ο Χ έκλαψε πιο πολύ απ’όσο είχε κλάψει στην κηδεία. Θυμήθηκε που η Λ του είχε πει ότι όταν πεθάνει θα γίνει πουλάκι και θα του κελαηδά. Μα δεν ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει τίποτα. Κι αυτό τελικά τον πονούσε ακόμα περισσότερο. Οι χημικές ενώσεις μέσα του κάνανε πάρτυ κι ένιωθε στην ψυχή του ένα ασήκωτο βάρος.
Η κόρη του τρομαγμένη τον ρώτησε γιατί κλαίει και εκείνος της απάντησε. Αυτή έμεινε βουβή και το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει ήταν «μην στεναχωριέσαι». Οταν πήγε στο κρεββάτι της έκλαψε κι αυτή και μέσα από τα δάκρυά της ψιθύρισε «μαμά, να προσέχεις εκεί που πας»
Και τώρα, τρια χρόνια μετά κι ενώ ήταν μεσημεράκι, ο Χ καθόταν στην ίδια πολυθρόνα και οι μόνη του συντροφιά ήταν οι ατελείωτες αναμνήσεις.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο εξαπατήθηκε. Σαν πρωτάρης. Σαν κορόιδο. Συνειδητοποίησε ότι αγόρασε μια προπληρωμένη κάρτα ομιλίας, την κατανάλωσε γκρινιάζοντας, τελείωσε ο χρόνος του πριν καν το καταλάβει και η γραμμή κόπηκε αιφνιδίως!!!
«Δεν θα την ξαναδώ» μονολόγησε. «Δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Δεν θα μπορέσω να της ζητήσω συγνώμη. Δεν θα μπορέσω να την ξαναγκαλιάσω».
Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε ένα γνώριμο αριθμό.
«Εμπρός?»
«Εγώ είμαι»
«Τι γίνεται?»
«Γίνεται ότι με πούλησες Α. Αυτό γίνεται»
«Εχεις τρελλαθεί? Ερχομαι»
Ο Α έκλεισε το τηλέφωνο, έβαλε παπούτσια και άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.
(συνεχίζεται...)
Υ.Γ. Οταν εξαντληθείτε, πείτε μου. Εγώ αντέχω ακόμα.
9 comments:
Τα καταφερες παλι να με κανεις....
ΥΓ
Αντεχουμε , περιμενουμε, μην αργησεις ομως πολυ!!
Καλο σου μηνα !!
Ανθεκτική σε βρίσκω! Εχεις γερό στομάχι, γερά νεύρα και χρυσή καρδιά!
Εμείς αντεχουμε και εμεις ειμαστε εδω για όσο αντέξεις εσύ και παραπάνω..
Τί είναι αυτά που λές? Εγώ τα τυπώνω κιόλας, χά!! Κανε και κανένα official copyright γιατί ποτέ δέν ξέρεις!
ΥΓ:Μεγάλη αλήθεια ρε γαμώτο, φεύγουν οι αγαπημένοι και μένεις να σιχτιρίζεις τον εαυτό σου για ότι δέν πρόλαβες ή δέ σκέφτηκες να κάνεις και να πείς...
Κάτι τέτοιες στιγμές χαίρομαι που διαθέτω την αρετή της συγγνώμης, δέν έχω κάνει ΠΟΤΕ μαλακία και να μή ζητήσω συγγνώμη, τί ανακούφιση...μικρή...
μαράκι, σ'ευχαριστώ πολύ, γιατί ώρες-ώρες φοβάμαι μην σας πάρει ο ύπνος!!!
patsiouri κατ'αρχάς μπράβο που ζητάς συγνώμη όταν πρέπει, εγώ δεν το'κανα ποτέ και είμαι στην κατηγορία "σιχτιρίζω τον εαυτό μου για ό,τι δεν πρόλαβα να πω". Οσο για το official copyright.. ιδέα δεν έχω πως γίνεται και... σιγά το λογοτέχνημα που θελει και copyright. χι χι χι...
Πολύ τρυφερή η ιστορία σου, θέλουμε και τη συνέχεια.
Την καλημέρα μου!
Βατραχάκι, πότε αλλάζεις σπίτι; .... συγγνώμη... λυμνούλα ήθελα να πω!
ασκαρδαμυκτιον, η λιμνούλα πάντα ίδια είναι, άλλαξα σπιτάκι όμως! Το νέο σπιτάκι είναι σε ωραιότερο σημείο της λιμνούλας, όπου θα χωράει και ο ελεφαντάκος σου!
evita, καλως ηρθες στη λιμνουλα μου!!!
Post a Comment