Η Λίνα, ήταν μια ιδιαίτερη γυναίκα που είχε δύο πρόσωπα. Ήταν πρώτ’απ’όλα τολμηρή, θαρραλέα, δυναμική και καλλιτέχνης.
Στα δάχτυλά της το πιάνο έπαιρνε πνοή και πλημμύριζε το χώρο γύρω του με ζωή.
«Το πιάνο είναι η προέκταση των χεριών μου» έλεγε. «Ο πιο πιστός μου σύντροφος, που δεν θα με αφήσει ποτέ».
Στην ηλικία των 40 ετών είχε ήδη χηρέψει δυο φορές. Ο μόνος που της είχε συμπαρασταθεί τελικά και την είχε βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της αξιοπρεπώς και να επιβιώσει, ήταν το πιάνο της που, εκείνα τα χρόνια, της εξασφάλιζε ένα γερό εισόδημα, γι’αυτήν και τις δύο κόρες της.
Το άλλο πρόσωπο της Λίνας, ήταν η καταπιεστική συμπεριφορά της σ’αυτές...
Η Λίνα πέρασε σχεδόν τη μισή ζωή της καταπιέζοντας και τις δύο κόρες της, ελέγχοντάς τες διαρκώς, καταδυναστεύοντάς τες και προσδοκώντας να γνωρίζει διαρκώς τα πάντα γι’αυτές.
Στην ηλικία των 50 ετών, έφυγε από τη χώρα που μέχρι τότε ζούσε, αφήνοντας πίσω της την μεγαλύτερη – και πιο αντιδραστική – κόρη της, με σκοπό να ακολουθήσει σε μια άλλη χώρα την μικρότερη – και πιο ευαίσθητη – κόρη.
Η Λίνα πέρασε το δεύτερο μισό της ζωής της καταπιέζοντας την μία κόρη της.
Μία κόρη, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν. Μία κόρη, με ευαισθησίες, χαρίσματα, υπομονή, σεμνότητα, ήθος, γνώσεις, τρόπους και πίκρα...
Μία κόρη που, μαθημένη έτσι από τη μάνα της, δεν αντέδρασε ποτέ και σε κανέναν. Ούτε στον δύστροπο άντρα της, ούτε στο κακομαθημένο παιδί της. Μία κόρη που, σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση αργά ή γρήγορα και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...
Η Λίνα δεν τα πήγαινε καλά με κανέναν. Ούτε με φίλες, ούτε με συγγενείς, ούτε με εγγόνια. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να έχει το μέγιστο της προσοχής και της φροντίδα της κόρης της, πράγμα που επίσης διεκδικούσαν ο γαμπρός της και η εγγονή της.
Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε η στοργική γιαγιά, που θα έπαιρνε στα γόνατά της το εγγονάκι της για να παίξουν, ή που θα του διάβαζε παραμύθια πριν κοιμηθεί. Η Λίνα υπήρξε η γιαγιά που έδενε κόμπο τα κορδόνια των παπουτσιών της εγγονής της, για να την τιμωρήσει που δεν τα είχε στη σωστή θέση. Ήταν η γιαγιά που κατάβρεχε την εγγονή της, όταν αυτή – ως παιδάκι – γελούσε νευρικά. Ήταν η γιαγιά που είχε βουτήξει μέχρι και σ’ενα πιάτο μακαρονάδα με σάλτσα το κεφάλι της εγγονής της, επειδή η μικρή χασκογελούσε και δεν έτρωγε το φαΐ της...
Η Λίνα στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ γιαγιά. Ήταν πάντα ο εκκεντρικός καλλιτέχνης, που αν τον εκνευρίσεις είναι ικανός να σου φορέσει κολλάρο ένα ολόκληρο κοντραμπάσο. Η εγγονή της δεν την πολυσυμπαθούσε γιατί η γιαγιά την μάλωνε πολύ όταν έκαναν μαθήματα πιάνου. Η μικρή αγαπούσε πολύ τη μουσική, αλλά με τέτοια δασκάλα, γρήγορα τα παράτησε. Είχε πλέον καταλάβει ότι όλα τελικά είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι η γιαγιά ανταγωνιζόταν την εγγονή, για την αγάπη της ενδιάμεσης....
Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή πεθερά. Μισούσε τον γαμπρό της και αυτός το ίδιο. Και οι δύο συναγωνίζονταν ποιός θα έχει τη μεγαλύτερη φροντίδα και προσοχή από την κόρη και σύζυγο ταυτόχρονα. Η κόρη, προσπαθούσε να τους έχει όλους ευχαριστημένους, αλλά μάταια. Η Λίνα πάντα της έλεγε ότι την έχει παραμελημένη εξ’αιτίας του γαμπρού και ο σύζυγος πάντα της έλεγε ότι τον έχει γραμμένο εξ’αιτίας της πεθεράς. Κάπου εκεί ανάμεσα, κι η εγγονή της Λίνας έβαζε την κακομαθημένη πινελιά της, κάνοντας τη ζωή της μητέρας της ακόμα πιο δύσκολη...
Κι η κόρη της Λίνας, πολύ σιωπηλά, ήξερε ότι ο καλός Θεούλης θα βρει τη λύση, αργά ή γρήγορα, και όλοι θα πάρουν το μάθημά τους...
Η Λίνα ποτέ δεν υπήρξε καλή οικονόμος. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να εισπράττει το μισθό της, να μη δίνει δεκάρα σε ασφαλιστικά ταμεία και να τρώει όλα τα λεφτά της.
Ήρθε κάποτε η στιγμή που η Λίνα δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Τα γέρικα, σκληρά δάχτυλά της είχαν χάσει την ελαστικότητα και την παλιά τους χάρη. Το πιάνο την κούραζε, δεν την απογείωνε. Κάποια στιγμή, το πιάνο της άρχιζε να κουράζει και τους ακροατές της...
Στην ηλικία των 75, η Λίνα σταμάτησε οριστικά να δουλεύει. Δεν είχε αποταμιεύσει ποτέ φράγκο και δεν είχε καμία σύνταξη. Δεν την απασχολούσε όμως, γιατί είχε μια κόρη. Μια κόρη υπομονετική, βολική και του χεριού της...
Και πήγε να μείνει μαζί της.
Τα επόμενα χρόνια ήταν εφιαλτικά. Στο σπίτι διαδραματιζόταν ένας κανονικός εμφύλιος πόλεμος με την κόρη της Λίνας να προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σ’αυτήν και τον σύζυγό της, ανάμεσα στο σύζυγό της και την κόρη της κι ανάμεσα στην κόρη της και την Λίνα....
Κι ο καλός Θεούλης έδωσε τη λύση...
Μία μέρα, η κόρη της Λίνας διάβαζε με προσοχή τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων. Ήταν πλέον επιβεβαιωμένο. Τόσες διαφορετικές εξετάσεις, μα το ίδιο αποτέλεσμα. Η κόρη της Λίνας έπασχε από μια πάθηση που σιγά-σιγά θα την αποδυνάμωνε...
Όταν πέρασαν λίγα χρόνια ακόμα και η κόρη της Λίνας δεν μπορούσε πια να εξυπηρετήσει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό, απευθύνθηκε στην αδερφή της, ναι, ναι, αυτήν που η Λίνα είχε αφήσει πίσω πριν τριάντα χρόνια περίπου.
Μαντέψατε την απάντηση?
Μα φυσικά η άλλη κόρη δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την συντήρηση της ηλικιωμένης πια μητέρας της. Ήταν παντρεμένη, είχε παιδί κι εγγόνια και καθόλου λεφτά για την μαμά της. Τα λεφτά της τα φυλούσε για να μπορεί να πηγαίνει ταξιδάκια κάθε χρόνο με τον αντρούλη της. Παλιότερα, κάθε Καλοκαίρι επισκεπτόταν τη μάνα της και απολάμβανε τις υπηρεσίες της αδελφής της. Όταν όμως η αδελφή της αρρώστησε, δεν της ήταν πια χρήσιμη, κι έτσι τα ταξιδάκια στην Ελλάδα αντικαταστάθηκαν με ταξιδάκια στη Ρουμανία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία.
Η Λίνα εισέπραξε σύνταξη απόρων και κατέληξε σε οίκο ευγηρίας.
Οι δύο κόρες της έκαναν σκληρές διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα η μία κόρη να πληρώνει κάθε δύο μήνες... 200 ευρώ, ενώ η άλλη να πληρώνει κάθε μήνα γύρω στα 700. Δεν χρειάζεται να σας πω ποιά κόρη πλήρωνε ποιό ποσό, σωστά?
Η κόρη της Λίνας, υπέφερε που είχε κλείσει τη μαμά της σε οίκο ευγηρίας. Πιο πολύ υπέφερε που η ασθένειά της δεν της επέτρεπε να μπορεί να σηκωθεί και να πάει να την δει. Μιλούσαν καθημερινά στο τηλέφωνο, με τις ώρες, προσπαθώντας να εκμηδενήσουν την απόσταση. Ακόμα κι απ’το τηλέφωνο, η Λίνα φρόντιζε να κάνει την κόρη της να νιώθει άσχημα, να νιώθει τύψεις κι ενοχές και να κάνει ό,τι χατήρι της ζητούσε η μάνα της. Ο σύζυγος κι η δική της κόρη, επαναστατούσαν, λέγοντας ότι αυτή η γρια θέλει να είναι πάντα το επίκεντρο κι ότι όσο ζει, θα δημιουργεί προβλήματα...
Όλα τα προβλήματα λύθηκαν, κι όλοι πήραν το μάθημά τους, ένα βράδυ, όταν λίγο μετά τις 2 τη νύχτα, η κόρη της Λίνας απεβίωσε, σε ηλικία 63 ετών.
Ο σύζυγός της, ετών 67, έμαθε επιτέλους τι θα πει μοναξιά.
Η κόρη της, ετών 28, έμαθε επιτέλους τι θα πει μητέρα.
Η Λίνα, ετών 90, έμαθε επιτέλους να χάνει. Τρεις μήνες μετά, έκλεισε τα μάτια της και δεν ξαναξύπνησε ποτέ.
Σήμερα, τρια χρόνια αργότερα, έγινε η εκταφή της Λίνας με την παρουσία ενός συγγενή:
Της εγγονής της.
Το κόστος ήταν 206 ευρώ.
γιατί και οι βάτραχοι έχουν ψυχή… because there's a lot of soul in them frogs!
8.20.2007
206
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
10 comments:
Μου φαίνεται πως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο "καλός Θεούλης" έκανε πολλά και μαζεμμένα λαθάκια...
Βατραχάκι μου...ούτε εγώ δέ μπορώ να το διακωμωδήσω...αχ βρε βατραχάκι...
Κουτσά, στραβά κι' ανάποδα τα έκανε ο καλός θεούλης.
Μια ζωή η Λίνα την έζησε εις βάρος της ψυχικής ημεμίας, των αντοχών και ανοχών άλλων και που εν τέλει η δική τους ζωή ...στράφι πήγε
Και βλέπουμε περιπτώσεις που κόβει το νήμα της ζωής ανθρώπων, που έχουν υποχρεώσεις και προσφέρουν.
Τους πήρε λέει γιατί τους αγαπούσε...
Εγώ τέτοια θεϊκή αγάπη, δεν την καταλαβαίνω και δεν τη θέλω...
Γλαρένιες αγκαλιές
Μάλλον αυτή η κόρη της Λίνας έπρεπε να επαναστατήσει όταν έπρεπε!!!
Νομίζω πως εμείς φτιάχνουμε τη μοίρα και τη ζωή που μας αξίζει (συνήθως τουλάχιστον).
Άουτς! Αυτό πόνεσε...
ασκαρ, λες να'ταν λαθάκια? ή τους έβαλε όλους στη θέση του? θα'θελα πολύ να ακούσω τη γνώμη ενός φιλοσοφου.
patsiouri μου, καλώς μας ήρθες! Μου έλειψες. Αχχχ.......patsiourάκι μου.
Γλαρένια μου, πολύ σωστά τα λες. Να τη βράσω τέτοια θεϊκή αγάπη...
Καθώς επίσης να βράσω και τέτοια "μητρική" αγάπη, που κάνει μανάδες να γίνονται δυνάστες των παιδιών τους μέχρι την τελευταία πνοή (...των παιδιών τους...).
evitaki, κι εγώ αυτό φοβάμαι. Οτι μόνοι μας τη φτιάχνουμε τη μοίρα μας, μόνοι μας πληρώνουμε τα σπασμένα μας.
σνουπάκι, ούπς με συγχωρείς. Σε πάτησα κατα λάθος! (ας κάνουμε και λίγο πλακίτσα, αλλιώς θα μας πάρει από κατω!)
πάντα κάποιος την πληρώνει.....
συνήθως οι πιο αδικημένοι....
αχ, αχ......
φιλάκια....
Σου στέλνω μια μεγάααααλη διαδυκτική αγκαλιά!Δεν ξέρω τι άλλο.
Θα έλεγα πως ισχύουν και οι δυο εκδοχές!
Ανάλογα με τις προτιμήσεις του... ο καθένας διαλέγει και παίρνει!
(έτσι δεν γίνεται με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας;)
κι εγώ μια μεγάαααααλη διαδυκτιακή αγκαλιά που να χωράει όλους σας, αυτές τις μαύρες ώρες....
Post a Comment