Στην απέραντη ησυχία του χαμένου στο κενό μυαλού μου, ένας δυνατός ήχος διέκοψε τα πάντα.
Πετάχτηκα και κοίταξα με μίσος το κομοδίνο μου. Ήταν το ξυπνητήρι. Ξεφύσηξα και το’κλεισα. Έπρεπε να σηκωθώ και ειδικά εκείνο το πρωί, δεν είχα καμμία όρεξη.
Σύρθηκα κυριολεκτικά από το κρεββάτι μου και ακολούθησα τη συνηθισμένη πρωινή διαδικασία, αλλά εκείνη την ημέρα όλα έμοιαζαν λίγο διαφορετικά, λίγο πιο σιωπηλά, λίγο πιο λυπημένα...
Ήμουν ήδη ντυμένη και έτοιμη να κατέβω.
Όπως πάντα, έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Ναι, όντως ήμουν λίγο διαφορετική, πιο σιωπηλή, πιο λυπημένη. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ημέρες, τα ρούχα μου ήταν πιο λιτά και χωρίς χρώματα. Μόνο λευκό και μαύρο. Το μακιγιάζ απλό και φυσικό. Κι η έκφρασή μου σοβαρή.
Αναστέναξα, έβαλα τα γυαλιά ηλίου μου και βγήκα από το σπίτι.
Στη διαδρομή για τη δουλειά τον σκεφτόμουν έντονα. Είχα τόσο καιρό να τον δω. Πάντα όμως νιώθαμε το ίδιο αδερφικοί φίλοι, όπως τότε, στο σχολείο...
Το σχολείο τέλειωσε κι εμείς, συνεχίσαμε να είμαστε αγαπημένοι, αλλά από απόσταση πια.
Είναι απίστευτο πόσο με πληγώνει όποτε συνειδητοποιώ ότι, ενώ μέναμε τόσο κοντά, επικοινωνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια μόνο μέσω sms και email.
Μλεγμένοι με τις δήθεν σπουδαίες δουλειές μας και την αξιόλογη καριέρα μας, δεν βλεπόμασταν πια. Την τελευταία φορά που είχαμε επικοινωνήσει, ήταν όταν μου είπε ότι δεν θα μπορέσει να έρθει στο γάμο μου, λόγω σοβαρού οικογενειακού θέματος. Του είχα πει ότι είμαι δίπλα του κι αν χρειαστεί οτιδήποτε, να μη διστάσει να με αναζητήσει.
«Πόσο πολύ τον νιώθω», σκέφτηκα. Μόλις την προηγούμενη μέρα μού είχε ανακοινώσει ότι έχασε τη μητέρα του. Ενώ κολυμπούσα ανάμεσα σε έγγραφα, ανακοινώσεις, emails και τηλεφωνήματα, ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου τηλεφώνου ακούστηκε. Είχα sms. «Αργότερα.» σκέφτηκα. «Τώρα πνίγομαι.» Κανένα εικοσάλεπτο αργότερα, θυμήθηκα ότι κάποιος μού είχε στείλει ένα μήνυμα. Το διάβασα. Έμεινα αμίλητη. Σίγησαν όλα γύρω μου. Τα «τακ-τακ» του πληκτρολογίου, τα «τιρ-τιρ-τιρ» του τηλεφώνου, τα «ντλινγκ» του email, τα «χρατς-χρουτς» της αρχειοθέτησης. Όλα σώπασαν, όλα σταμάτησαν, όλα πάγωσαν.
«Τι έπαθες??» άκουσα τη φωνή της προϊσταμένης μου να μου λέει. Την κοίταζα χωρίς να της μιλάω. Μία εκείνη και μία το κινητό μου. «Τι συμβαίνει Αnima? Ανησυχώ!» είπε και σηκώθηκε από το γραφείο της. Την είχα τρομάξει με την έκφραση του προσώπου μου.
Της εξήγησα τι είχε συμβεί κι ότι την επόμενη ημέρα ήταν η κηδεία. Η επόμενη μέρα ήταν μια τρελλή μέρα στο κοτέτσι. Επισκέπτες, meetings, projects κι άλλες ... σιχαμένες λέξεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρω να λείψω, ούτε δεκάλεπτο.
Εκείνη, με κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Και μου’πε τι θα κάνουμε.
.....
Έτσι, είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η μέρα που για πρώτη φορά στα .. χιλιάδες χρόνια που εργάζομαι στο κοτέτσι (είμαι ένας αιωνόβιος αμφίβιος βάτραχος που δουλεύω σ’ένα κοτέτσι με χρυσά αυγά και μην αρχίσετε τις αδιάκριτες ερωτήσεις!) θα έφευγα μόνο για μία ώρα , σε μια τόσο δύσκολη μέρα και ενημερώνοντας αποκλειστικά και μόνο την προϊσταμένη μου!
Ήταν μια πρόκληση.
Την ώρα ενός δίωρου meeting, εγώ θα εξαφανιζόμουν για μία ώρα. Τελειώνοντας οι γύπες θα έπρεπε να βρουν το βατράχι στη θέση του, αλλιώς.....
Το meeting άρχισε. Μισή ώρα αργότερα ήμουν μέσα σ’ένα ταξί, στην κίνηση, στη ζέστη, να προσπαθώ να φτάσω στον προορισμό μου μέσα σε δέκα λεπτά. Τελικά έφτασα σε είκοσι.
Είχα αργήσει! Ισως να μην προλάβαινα την τελετή. Περνώντας ην καγκελόπορτα του νεκροταφείου σκέφτηκα «Τώρα και η δική του μανούλα θα είναι εδώ...» και κατέβασα το κεφάλι.
Πήρα δύο λουλουδάκια κι έτρεξα στην εκκλησία. Δεν ήταν κανείς εκεί!!!!
«Ανεβείτε την ανηφόρα. Θα τους βρείτε όλους εκεί. Τρέξτε όμως!!» μου είπε ένας υπάλληλος.
Κρατώντας τα δύο λουλουδάκια, άρχισα να τρέχω. Η ζέστη, αφόρητη. Ο ήλιος, καυτός. Η ημερομηνία, 21. Η ώρα, 11 και. Μου θύμιζαν κάτι όλα αυτά. Την ίδια ανηφόρα είχα ανέβει πριν λίγα χρόνια, κι ήταν 21 του μήνα και η ώρα 11 και κάτι....
Ενώ κόντευα να φτάσω, είδα ότι ο κόσμος κατέβαινε! «Φτου σου! Πάλι δεν τους πρόλαβα!» σκέφτηκα. Εψαξα με μια γρήγορη ματιά να τον δω, μα δεν τον ξεχώρισα στο πλήθος.
Όταν έφτασα εκεί που μου είχε πει ο υπάλληλος νωρίτερα, δεν ήταν κανείς εκεί. Μόνο κάτι τύποι με φτυάρια. Ένιωσα μια απαλή αναγούλα. «Εδώ είναι η ταφή των έντεκα?». Μου απάντησαν θετικά. Ενα μικρό βουναλάκι χώμα, γεμάτο στεφάνια κι ανθοδέσμες.
Άφησα το ένα ροζ τριαντάφυλλο κι έφυγα τρέχοντας. Είχα κι άλλη μια υποχρέωση.....
Μετά από ένα λεπτό ακουμπούσα το δεύτερο ροζ τριαντάφυλλο, σε άλλο ένα μικρό βουναλάκι από χώμα, με μια φωτογραφία στη μία άκρη, με μικρά χορταράκια φυτρωμένα παντού και έναν μαρμάρινο σταυρό ξαπλωμένο στη μέση. Ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από την τελευταία απόπειρα εκταφής που είχαμε κάνει, τον περασμένο Χειμώνα.
Θυμήθηκα τότε, που οι υπάλληλοι του νεκροταφείου μού είχαν πει ψυχρά «Δεν θα την βγάλουμε. Δεν έχει λιώσει. Παράταση άλλον έναν χρόνο».
Χαμογέλασα βουρκωμένη στο χλοερό βουναλάκι. "Μαμά, ήρθε κι η μαμά του Ν εδώ. Πρέπει να φύγω, για να προλάβω να τον δω μετά από τόσα χρόνια".
Της έστειλα ένα πεταχτό φιλί από μακριά κι άρχισα πάλι να τρέχω.
Στο κατέβασμα γλύστρησα τρεις φορές κι ευτυχώς που δεν έπεσα, γιατί τώρα και τη δουλειά μου θα είχα χάσει και τα δυο πόδια στο γύψο θα είχα!
Μπήκα σαν την τρελλή στο καφενείο. Δυο-τρεις γύρισαν να με κοιτάξουν, δεν ξέρω γιατί. Προχώρησα. Οι μνήμες ξαναγύρισαν. Τα γκαρσόνια, οι καφέδες, τα θλιμμένα πρόσωπα ...
Ξαφνικά τον είδα! Γύρισα πίσω στο χρόνο, στα σχολικά χρόνια, στα ανέμελα αυτά χρόνια. Τον πλησίασα και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Τα χείλη του ψέλλισαν «Anima!» με έκπληξη και τα μάτια του δάκρυσαν.
«Την τελευταία φορά που τον είδα, είχαμε και οι δύο τις μανούλες μας...» σκέφτηκα κι αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να τον αγκαλιάσω κλαίγοντας. «Δεν πρόλαβα την τελετή, αλλά ανέβηκα κι άφησα ένα λουλουδάκι» τού είπα μέσα σε λυγμούς.
Δεν είπαμε πολλά, αλλά τα συναισθήματα ήταν τόσο δυνατά, που διέγραψαν αυτομάτως όλα αυτά τα χρόνια που είχαμε να συναντηθούμε.
Ήμασταν πλέον οι κολλητοί από το σχολείο που δεν χαθήκαμε ποτέ.
Κάθησα για δέκα λεπτά σ’ενα άλλο τραπέζι για να ηρεμήσω. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ένα άδειο οικογενειακό τραπέζι σε σχήμα «Π», απέναντί μου. Ήταν το τραπέζι που είχα καθήσει εγώ κάποτε....
Η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να φύγω τρέχοντας! Χαιρέτησα αυτόν και την οικογένειά του κι εξαφανίστηκα.
....
Η διαδρομή της επιστροφής ήταν πιο σύντομη. Δεν είχε τόσο κίνηση όπως νωρίτερα.
Στη διάρκεια ενός μίνι μποτιλιαρίσματος, μες στη ζέστη και το καυσαέριο, στο πλάι της λεωφόρου δύο μικρές λευκές πεταλουδίτσες πετούσαν μαζί, ευτυχισμένες και ανάλαφρες. Ήρθαν δίπλα στο ταξί, σχεδόν μπροστά στο παράθυρό μου, παίζοντας χαρούμενα κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Τις κοίταξα. Τις κοίταξα και δεν ξέρω αν κανείς άλλος εκείνη την ώρα τις είχε προσέξει. Μήπως δεν χρειαζόταν κανείς άλλος να τις προσέξει, παρά μόνο εγώ?
«Μανούλα, τώρα δεν θα είσαι πια μόνη. Θα έχεις παρέα και τη μαμά του Ν, να μας κοιτάτε από ψηλά, να μας προστατεύετε και να μας καμαρώνετε» σκέφτηκα κοιτώντας τες ενώ ένα απαλό χαμόγελο κι ένα δάκρυ εμφανίστηκαν στο πρόσωπό μου.....
Το ταξί με άφησε στο κοτέτσι στην ώρα μου. Τα είχα καταφέρει. Ήμουν στο γραφείο μου πριν τελειώσει το meeting και οι γύπες δεν κατάλαβαν τίποτα. Η προϊσταμένη μου μού έκλεισε το μάτι βγαίνοντας. Είδε τα κόκκινα μάτια μου και δεν ρώτησε τίποτα .
Δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ αυτές τις δύο μικρές, λευκές πεταλουδίτσες....
10 comments:
Είθε να σε συνοδεύουν πάντα :)
Μια τεράστια αγκαλιά
Σ'ευχαριστώ μικρή μου siciliana.
αααα ζήλεψα!
Θέλω κι εγώ μια φίλη σαν την άνιμα!
Οι πεταλουδίτσες σίγουρα πετούν ανέμελες.
΄Ομως εμείς γιατί έχουμε κάνει τη ζωή μας τόσο δύσκολη (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου βεβαίως), τόσο αγχώδη.
Και γιατί να συνηθίζουμε τελευταία να βρισκόμαστε με τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ αποκλειστικαά σε γάμους, βαπτίσεις, κηδείες και μνημόσυνα.
Καταλήγουμε να μην παρακολουθούμε τις τλετές αυτές καθ' αυτές, αλλά να συζηταμε με συγγενείς και φίλους επιμένοντας σε 1 ώρα το πολύ, να καλύψουμε κενά .....χρόνων.
Αποξένωση;
Αδιαφορία;
Υπερατομισμός;
Γλαρένιες αγκαλιές
(έχω ένα γάμο αρχές Ιουλίου. Δε θα μπορέσω να παρακολουθήσω το μυστήριο....όλοι τότε θα θέλουν να μάθουν τα νέα για τα γλαρόπουλα....)
ασκαρδαμυκτί, ΕΧΕΙΣ μια φίλη σαν την ανιμα. Την ανιμα!
Γλαράκι μου, πόσο δίκιο έχεις. Εχουμε καταλήξει να βλέπουμε τους φίλους μας όταν "αναγκαστικά" χρειαστεί να παρευρεθούμε σε μια κοινωνική "υποχρέωση".
Αρα, τι? Αναγκαστικά υποχρεωνόμαστε να θυμηθούμε ότι είμαστε άνθρωποι με αισθήματα??? Μάλλον....
Αχ βατραχάκι μου εσύ...να 'ξερες πώς σε νιώθω...ο φίλος σου είναι πολύ τυχερός άνθρωπος...πολύ, και κοιτάξτε να μήν ξαναχαθείτε, ποτέ...τ'ακούς?? Ποτέ.
Σας χαρίζω τον έγγαμο βίο ... κι εγώ την Κυριακή φεύγω για Άγιο Όρος!
Να βρω την ησυχία μου από τις καρακαηδόνες..
Οι πεταλούδες είναι χρωματιστές και ελεύθερες!!Εμείς τι από τα δυό είμαστε?
γλυκέ ασκαρδαμυκτί, τι σου συμβαίνει?? Παλουκώσου στ'αυγά σου, άτιμο πλάσμα, γιατί θα έρθω εκεί και θα σου τραβήξω το τσουλούφι! Δύστροπο πλάσμα!
daydreamer, είμαστε πεταλούδες καρφιτσωμένες σε μια κορνίζα.....
patsiouri, ναι. Δεν θα ξαναχαθούμε. Ποτέ πια!
Αν θα χαθεις παλι με το φιλο σου δε μπορω να το ξερω...
αυτο που ξερω ομως ειναι πως, αυτες οι "δυο πεταλουδιτσες"
θα συντροφευουν το καθε βημα σας!!
Post a Comment