Είχα παραμείνει άναυδη και αμίλητη, ενώ ο Στέφανος έβγαλε ένα χείμαρρο λέξεων, λέγοντάς μου ότι είμαι η ζωή του όλη, ότι δεν αντέχει μακριά μου, ότι επιτέλους με ξαναβρήκε, ότι με θέλει σαν τρελλός…
«Να σου πω, δεν πας καλά μου φαίνεται!» Του φώναξα.
«Με παράτησες για τη Μαρίνα και τώρα ζητάς και τα ρέστα? Κάθαρμα! Παράτα με ήσυχη, δεν θέλω να σε ξαναδώ!»
«Τη Μαρίνα? Ποια…. Α, τη Μαρίνα. Η Μαρίνα ήταν απλώς μια αφορμή, ήταν, ήταν ένα λάθος, πίστεψέ με. Εσένα θέλω. Σε θέλω σαν τρελλός!» μου απάντησε αφηνιασμένος.
«Κι έπρεπε να με βρεις τυχαία στο δρόμο για να μου το πεις? Αι παράτα μας ρε Στέφανε!» κι έκανα να φύγω.
«Όχι! Όχι! Μην φεύγεις! Όχι! Δώσ’ μου άλλη μια ευκαιρία. Μια τελευταία ευκαιρία. Σ’ αγαπάω Βάλια. Πάντα σ’ αγαπούσα. Εγω...»
«Στέφανε, σταμάτα!! ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ!!» του φώναξα τόσο δυνατά, που ένας-δυο περαστικοί γύρισαν και μας κοίταξαν.
Ήταν η σειρά του να μαρμαρώσει.
«Τι έκανες?»
«Δεν άκουσες? Παντρεύτηκα!» του είπα, δείχνοντάς του τη βέρα μου.
«Ελπίζω να αξίζει.»
«Βεβαίως και αξίζει. Είναι ο Βασίλης. Τον θυμάσαι τον Βασίλη, που του έκλεψες τη γυναίκα? Ή τον ξέχασες κι αυτόν, όπως την Μαρίνα???»
«…Ποιος?...»
Έμεινε για τέσσερα δευτερόλεπτα αμίλητος και μετά… λιποθύμησε!!!
Λιποθύμησε, μπροστά στα μάτια μου, μες τη μέση του δρόμου!
Δεν πίστευα στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Έσκυψα πάνω του κι άρχισα να του χτυπάω ελαφρά το πρόσωπο φωνάζοντας το όνομά του. Δυο-τρεις άλλοι περαστικοί είχαν σταθεί από πάνω μας και τους ζήτησα βοήθεια. Τον σήκωσαν και τον κάθησαν σ’ ένα παγκάκι. Άρχισε να συνέρχεται. Ήταν κατάχλωμος. Δεν μπορούσα να καταλάβω όμως το λόγο. Τόσο πολύ του είχε στοιχίσει ότι παντρεύτηκα τον Βασίλη?
«Είσαι καλύτερα?» τον ρώτησα. «Μπορείς να σηκωθείς? Στέφανε, πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου. Είσαι εντάξει?»
«Βάλια, σε παρακαλώ. Πήγαινέ με σπίτι μου. Εδώ πιο πάνω είναι.
Κάτι μέσα μου με έτρωγε, το παραδέχομαι. Δεν μπορούσα να τον αφήσω. Σηκωθήκαμε και σιγά-σιγά πήγαμε στο σπίτι του.
Ήταν δύο τετράγωνα παρακάτω, σε μια καινούρια πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο.
«Ώστε εδώ μετακόμισες λοιπόν, κι εγώ σ’έψαχνα στο παλιό σου σπίτι και στο παλιό σου κινητό, ε?»
Εκείνος ήταν ακόμα χλωμός. «Ναι, εδώ» μου απάντησε.
«Εδώ μένεις με το .. Μαρινάκι, Στέφανε?»
«Αχ, Βάλια, σε παρακαλώ. Σου είπα, η Μαρίνα ήταν ένα λάθος…»
«Δεν σε ρώτησα αυτό, αλλά, δεν πειράζει. Μην απαντάς, δεν χρειάζεται. Εξάλλου φαίνεται ότι μάλλον δεν μένεις μόνος»
«Βάλια, εγώ..»
«Εσύ με κορόιδεψες. Αυτό έκανες εσύ. Και δεν θα στο συγχωρέσω ποτέ. Δεν είχες καν τα κότσια να μου εξηγήσεις από το τηλέφωνο γιατί με άφησες»
«Εχασα το κινητό μου και … και δεν θυμόμουν απ’ έξω τον αριθμό σου κι όταν άλλαξα συσκευή δεν…»
«Άστο Στέφανε. Άστο.»
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Φτου! Ήταν ο Βασίλης! Έκανα νόημα στον Στέφανο να σωπάσει.
«Ναι? Ελα. Ναι, έρχομαι, μόλις τελείωσα τον καφέ με την Μαρία. ….. Ξέρω τι ώρα είναι Βασίλη. Σου είπα, έρχομαι. Σε μισή ώρα το πολύ θα είμαι σπίτι»
Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Στέφανο στα μάτια. «Ο Βασίλης. Φεύγω. Να προσέχεις Στέφανε»
Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός του και βγήκα. Εκείνος με κοίταζε σαν δαρμένο σκυλί.
«Βάλια, δεν αγάπησα ποτέ κανέναν όσο εσένα», μου είπε έτοιμος να κλάψει.
«Ας με κρατούσες, τότε!» του απάντησα τσαντισμένη, καλώντας το ασανσέρ.
«Δώσ’ μου τον αριθμό του κινητού σου τηλεφώνου. Τουλάχιστον να μιλάμε καμιά φορά.»
«Δεν είναι καλή ιδέα. Δεν είμαι για τέτοια τώρα.»
«Σε παρακαλώ, μόνο για να μαθαίνω ότι είσαι καλά»
Έκανα ένα μορφασμό, ξεφύσηξα και άρχισα να του λέω τον αριθμό μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή ότι η κινητή τηλεφωνία θα είχε την τιμητική της εκείνη την ημέρα…
Αφού τον αποθήκευσε μου έδωσε το κινητό του. «Ρίξ’ του κι εσύ μια ματιά ότι καταχώρησα σωστά τον αριθμό».
Πήρα το κινητό του στα χέρια μου. Έριξα μια γρήγορη ματιά. Ναι. Ο αριθμός ήταν αποθηκευμένος σωστά.
Εκείνη τη στιγμή όμως, το κινητό του, ενώ ακόμα το κοιτούσα, χτύπησε.
Στην οθόνη δεν φάνηκε αριθμός, μα μόνο «το μωρό μου» να αναβοσβήνει.
«Αντίο Στέφανε!!» του είπα σχεδόν πετώντας του το κινητό. «Το… μωρό σου σε ψάχνει»
Άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και μπήκα μέσα.
Την ώρα που έκλεισε η πόρτα και το ασανσέρ ξεκινούσε, τον άκουσα να απαντάει «Ελα, τώρα θα σ’ έπαιρνα!» κάπως τσαντισμένος. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Εγώ κατέβαινα και ευχόμουν να μην τον είχα δει εκείνη την ημέρα.
….
Φτάνοντας σπίτι ο Βασίλης με περίμενε πάααρα πολύ νευριασμένος.
«Ρε Βάλια? Μας δουλεύεις κανονικότατα? Τι ώρα είναι αυτή? Ξέρεις τι ώρα μου είχες πει ότι θα γύριζες σπίτι? Εχεις έρθει με δύο ώρες καθυστέρηση!»
«Συγνώμη κύριε προϊστάμενε!» του απάντησα εγώ πολύ θυμωμένα.
Κι έτσι άρχισε ένας υπέροχος καυγάς! Άρχισε αυτός να μου λέει ότι έχω αλλάξει κι ότι αρχίζω και αντιδρώ και ότι δεν είναι συμπεριφορά παντρεμένης γυναίκας αυτή. Εγώ του επιτέθηκα λέγοντάς του ότι παράτησα την θέση μου στην εταιρία για χάρη του, ε δεν θα παρατήσω και τη ζωή μου!
Κι όπως καταλαβαίνετε, έγινε ένας μικρός χαμός.
Την ώρα του κακού χαμού, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου.
«Να!! Ποιός είναι τέτοια ώρα Βάλια?? Εεε?» μου είπε με το ύφος του αφεντικού, αυτό το ύφος που με εξόργιζε.
Αρπαξα το κινητό μου και διάβασα το μήνυμα.
ΕΙΣΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ.
Ο αριθμός ήταν άγνωστος, αλλά δεν ήμουν χαζή. Ήταν ο Στέφανος.
«Τίποτα. Η Μαρία είναι.»
Ο Βασίλης περίμενε κι άλλες εξηγήσεις, αλλά φυσικά τον κοίταξα με το βλέμμα που αντιπαθούσε περισσότερο και του είπα «Δεν κατάλαβα τώρα! Θα μας κάνεις και ανάκριση? Κοίτα να ασχοληθείς λίγο με την ανύπαρκτη ερωτική μας ζωή και άσε το κινητό μου στην άκρη»
Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, πήρε το ύφος γενικού διευθυντού που απευθύνεται σε δούλο και φωνάζοντας μού είπε όλο θυμό και φωνές «Η ερωτική μας ζωή είναι μια χαρά και δεν σηκώνω κουβέντα! Οσο για τα τηλεφωνήματά σου, αν θες να ξέρεις απαιτώ να γνωρίζω ποιός σου στέλνει μηνύματα, ποιός σε καλεί και ποιόν καλείς από το κινητό σου! Όπως εγώ δεν κρύβω τίποτα, απαιτώ να μην κρύβεις κι εσύ! Τ’ ακούς??»
Ο Θεός είναι μεγάλος όμως, φίλοι μου. Ο λαός λέει ότι ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη. Κι εκείνη τη στιγμή μάλλον ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί κι ο Θεός δεν κοιμόταν…
Εκείνη τη στιγμή της οργισμένης απάντησης του Βασίλη, χτύπησε το κινητό του!
«Μπά???? Εντεκάμιση η ώρα το βράδυ σε ψάχνουν οι φίλοι σου??? Για να δω, ποιός είναι?»
Προσπάθησε να με πιάσει, αλλά ήμουν πάντα πιο γρήγορη και πιο ευέλικτη από αυτόν. Άρπαξα το κινητό από το τραπέζι του σαλονιού.
Στην οθόνη δεν φάνηκε αριθμός, αλλά… το όνομα «Μαρίνα» να αναβοσβήνει!
Του το έδωσα με μίσος. «Απάντησέ το ΤΩΡΑ! Και μην τολμήσεις να της πεις ότι είμαι δίπλα σου! ΤΩΡΑ!»
Ο Βασίλης άσπρισε. Πήρε το κινητό στα χέρια του.
«ΤΩΡΑ Βασίλη, αλλιώς τα μαζεύω και φεύγω!»
Απάντησε. Δεν της είπε ότι ήμουν δίπλα, αλλά δεν χρειάστηκε. Φαινόταν από το ύφος του.
«Ναι? Γεια. Ναι. Ναι. Όχι. Μάλιστα. Καληνύχτα.»
«Δεν μου λες Βασιλάκη? Τι δουλειά έχει τέτοια ώρα να σου τηλεφωνάει η Μαρίνα? Ποια? Η Μαρίνα?? Υποτίθεται ότι έχετε χαθεί εδώ και τόσο καιρό! Τι συμβαίνει Βασίλη?? Μήπως να της τηλεφωνήσω να τη ρωτήσω???»
Αυτός εγκατέλειψε το ύφος χιλίων καρδιναλίων που είχε μέχρι πριν πέντε λεπτά και με ταπεινότητα μου είπε:
«Δεν ήθελα να σε στεναχωρέσω. Τώρα τελευταία η Μαρίνα μού τηλεφωνάει, μα εγώ την απορρίπτω. Σου το ορκίζομαι, τη Μαρίνα δεν την έχω ξαναδεί από τότε. Με τη Μαρίνα δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως. Πού και πού μου στέλνει κανένα μήνυμα, μα της είπα ότι παντρευτήκαμε κι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι μεταξύ μας. Κάποια στιγμή θα το πάρει απόφαση.»
Δεν συνέχισα τον καυγά γιατί είχα κι εγώ λίγο λερωμένη τη φωλιά μου. Πριν λίγα λεπτά είχα λάβει μήνυμα από τον Στέφανο, οπότε προς το παρόν δεν ήθελα να επιτεθώ στον Βασίλη για τα μηνύματα της Μαρίνας.
Του είπα ότι είμαι κουρασμένη και ότι πάω για ένα ντους και ύπνο.
Στο μπάνιο, πήρα μαζί μου το κινητό μου. Ξαναδιάβασα το μήνυμα του Στέφανου.
Αποφάσισα να του απαντήσω:
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ.
ΘΕΛΩ ΑΠΛΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ. ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ
Και μετά από ένα λεπτό μού ήρθε η απάντηση:
ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΕΣΕΝΑ. ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ.
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ, ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΥΤΕΣ ΒΡΑΔΙΕΣ ΠΑΘΟΥΣ ΜΑΣ. ΕΥΧΟΜΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΙΣ ΞΑΝΑΖΗΣΟΥΜΕ,
ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΦΟΡΑ… ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ.
Και τότε βαθιά μέσα μου άναψε πάλι μια μικρή φλόγα, μια κάψα, μια λαχτάρα για όλα όσα είχα στερηθεί πολύ καιρό από τον σύζυγό μου..
(συνεχίζεται….)
7 comments:
βατραχάκι...... επιτέλους επέστρεψες!!!!!!! ελπίζω να ευχαριστήθηκες το γαμήλιο ταξίδι σου. Σου εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένοι και να κάνετε πραγματικότητα όλα σας τα όνειρα.
και επιστροφή στα τα της Βάλιας: αυτή την φορά δεν σου θυμώνω για το συνεχίζεται γιατί επιτέλους έδωσες μια πιθανή ημερομηνία για το φινάλε. Γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να γυρίσει πίσω σε αυτόν αλλά να χωρίσει με τον Βασίλη. Βέβαια για μια νύχτα θα μπορούσε να ζήσει το έντονο πάθος..... αρκεί μετά να μπορεί να φύγει και να ξεχάσει όλη την ιστορία...
φιλάκια....
Δοκιμάσαμε κι αλλού και δεν μας κάνει γι αυτό ας ξαναγυρίσουμε στα παλιά...ο Βασίλης στην πρώην του και η Βάλια στον δικό της, δεν με καιει τόσο το τι θα γίνει όσο το τι έγινε και την θέλει πίσω...
Kάντε λίγο υπομονή και σύντομα θα λυθούν οι απορίες σας...
φιλάκια και καλώς σας βρήκα!
Αυτη η Βαλλια μου φαινετε εχει συμβαση αοριστου χρονου με την γκαντεμια ε;; (φτου, φτου μακρια απο μας!)
Πολλα σεναρια περνανε απ το μυαλο μου, αλλα θα περιμενο καρτερικα την δικη σου εκδοχη...
καλησπερα σας...
hlia, όντως η συγκεκριμένη έχει κάνει συμβόλαιο με την ατυχία! Είμαι σίγουρη ότι μέσα σ'όλα τα σενάρια που περάσανε από το μυαλό σου, υπάρχει κι αυτό που θα γράψω.
Κάτι σχεδιάζει αυτό το βετράχι...κάτι..."το μωρό μου" στην αναγνώριση, έ??? Για να το σκεφτώ...
patsiouri..... το'χω πει εγώ. Αυτή η Agatha Christie φταίει για όλα! Διαβάζεις τις σκέψεις μου!
Post a Comment