«Ορίστε κύριε, τα τριαντάφυλλά σας! Τυχερή η όμορφη κοπέλλα που θα τα πάρει!»
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Εγώ είμαι ο τυχερός, που το πεπρωμένο μου θέλει να πάω αυτά τα λουλούδια σ’αυτό το κορίτσι!»
«Αν μου επιτρέπετε, είναι κάποια ιδιαίτερη περίσταση σήμερα και πήρατε τόσα λουλούδια?»
«Ναι! Είναι…»
«Κύριε? Με ακούτε κύριε? Είναι 25 ευρώ και πενήντα λεπτά.»
«Ε? Πώς? Α, ναι, συγνώμη, συγνώμη… Πόσο είπατε?»
«25 και μισό»
Ο Χ πλήρωσε και κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν στο φημισμένο ανθοπωλείο της Αλεξάνδρειας. Οχι! Βρισκόταν στο μικρό ανθοπωλείο του κοιμητηρίου. Γύρω του λουλούδια, ανθοστήλες, κεριά, λιβάνια, καντήλια και μικρά στεφάνια. Έσφιξε στην αγκαλιά του τη μεγάλη ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα που μόλις είχε αγοράσει. Την έσφιξε τόσο που τα αγκάθια βυθίστικαν στις παλάμες του και συμπλήρωσαν τον πόνο που ένιωθε μέσα του. Εκλεισε ελαφρώς τα μάτια του και βγήκε έξω από το μαγαζάκι.
Το νεκροταφείο εκείνη τη μέρα ήταν πιο όμορφο από ποτέ! Του έκανε τρομερή εντύπωση. Ολα τα μνήματα ήταν κατάλευκα, πλυμένα, καθαρά. Τα λουλούδια είχαν πολύ ζωηρά χρώματα, τα δέντρα ήταν καταπράσινα και τα πουλάκια κελαηδούσαν. Σαν να περπατούσε μέσα σ’ένα ανθόσπαρτο δάσος.
«Ακούς τα πουλιά Χ?» του έλεγε στα άπταιστα γαλλικά της. Κι εκείνος της κρατούσε το χέρι και περπατούσαν μέσα στους Κήπους της Αλεξανδρείας, μιλώντας, γελώντας, ζώντας. Ο καυτός ήλιος τους ζέσταινε το σώμα και την καρδιά. Ο καθαρός αέρας έμπαινε στα πνευμόνια τους και περνούσε κατ’ευθείαν στην ψυχή τους. Την έκανε καθάρια, αγνή, γνήσια. Μα τώρα οι κήποι ήταν μακριά, όπως και όλες οι όμορφες στιγμές, τα όμορφα χρόνια σ’εκείνον τον τόπο...
Αχ, εκείνος ο τόπος. Ηταν η μάνα τους. Κι έφυγαν απο εκεί με τόσο άσχημο τρόπο, τόσο απότομα, τόσο άδικα. Τόσο βιαστικά, που άφησαν εκεί την αθωότητα και την αγνή τους αγάπη, όπως ένας ξεχνάει τα κλειδιά του μέσα στο σπίτι, κλείνει την πόρτα και μετά δεν μπορεί να ξαναμπεί αν δεν φωνάξει κλειδαρά.
Κι αυτοί δεν φώναξαν ποτέ τον κλειδαρά...
Ο Χ βουρκωμένος άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Τα συναισθήματά του ήταν πολύ μπερδεμένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν το κοιμητήριο. Οσες φορές πήγαινε ήταν στα όρια της απελπισίας, πονεμένος, λυπημένος και σχεδόν τραγικός. Γιατί όμως εκείνη την ημέρα ειδικά του συνέβαιναν όλα αυτά? Το όνειρο, το άρωμα, οι αναμνήσεις... Γιατί?? Και τι δουλειά είχε ο Α πρωί πρωί να του τηλεφωνήσει και να του λέει βλακείες??
Εφτασε πάνω απ’το μνήμα.
Τραβάει μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του και ξετυλίγει τα λουλούδια. Γεμίζει νερό τις ανθοστήλες και τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα. Επικρατούσε ησυχία.
«Νεκρική σιγή» μονολόγησε, συνειδητοποιώντας πόσο κυριολεκτική ήταν η φράση του.
Κοιτούσε το μνήμα, από πάνω ως κάτω. Τον σταυρό, τη φωτογραφία της, τα λουλούδια, τα μάρμαρα, το καντήλι και το θυμιατό. Ποτέ του δεν χώνεψε τους παπάδες και την εκκλησία. Δεν πίστευε σ’αυτούς ούτε σ’αυτά που διδάσκουν.
«Παραμύθια!» είχε πει μικρός στο θείο του το Νικόλα που ήταν παπάς.
«Οχι μικρέ μου» του είχε απαντήσει αυτός. «Υπάρχει Θεός και η απόδειξή Του είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που με το θάνατο και την Ανάστασή Του.....»
«Μπούρδες!!! Μπούρδες!!! Αν υπήρχε Θεός δεν θα έπαιρνε τον μπαμπά μου! Δεν μας άφηνε μόνους με τη μαμά!»
Ο Χ και ο Α είχαν φάει την εκκλησία με το κουτάλι μικροί. Η γιαγιά τους είχε φροντίσει γι’αυτό. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία, πρωί-μεσημέρι-βράδυ προσευχή, όσπρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, νηστεία τη Σαρακοστή και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να καταφέρει μια γιαγιά να μεγαλώσει δύο καλούς Χριστιανούς.
Μα όταν πέθανε ο πατέρας τους, τα χαλάσανε με το Θεό. Τους τον πήρε πολύ νέο, όταν αυτοί ήταν ακόμα παιδιά, μόλις δεκάξι. Ο Χ ήταν παρών όταν έγινε. Εκεί που παίζανε και γελούσαν, εκεί που διασκέδαζαν μετά το μεσημεριανό φαγητό, όταν ο πατέρας τους ξάπλωνε κι εκείνοι τον πείραζαν κι αυτός τους κυνηγούσε. Εκεί τον χάσανε. Μέσα από το παιχνίδι, μέσα από τα χέρια τους τον πήρε ο Θεός και δεν Του το συγχωρέσανε ποτέ...
Ανοιξε τα βουρκωμένα του μάτια και είπε χαμηλόφωνα «Πού είσαι αγαπημένη μου Λ? Πού είσαι???»
«ΑΧΑ!!! Ωστε εδώ είσαι!» άκουσε μια γνώριμη φωνή να του λέει. «Σε έψαχνα κάτω για να φωνάξω τον παπά»
Στράβωσε πάλι τη μούρη του και αγριοκοίταξε ξεφυσώντας αποδοκιμαστικά. «Πφφφ....»
Ηταν η κόρη του, που του έσπαγε τα νεύρα. Ώρες-ώρες του ‘ρχόταν να την πνίξει. Πάντα ευδιάθετη, πάντα δραστήρια, πάντα υπό έλεγχο... Αυτός στεκόταν εκεί και υπέφερε κι εκείνη ήταν πάντοτε έτοιμη να του κάνει παρατήρηση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν τσακωθεί. Τον εκνεύριζε ακόμη και το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα της. Καστανά μακριά μαλλιά, σκούρα μάτια και ωραίο χαμόγελο...
«Πφφφ! Δεν κατάλαβα. Γιατί με ψάχνεις? Λες να είχα πάει βόλτα στο νεκροταφείο??» είπε με πολύ αγριεμένο ύφος.
Εκείνη δεν μίλησε. Αναψε το κεράκι και την ώρα που έβαζε τον αναπτήρα στην τσάντα της ο Χ θα μπορούσε να ορκιστεί ότι είδε βουρκωμένα τα μάτια της. Αυτή έβγαλε βιαστικά από την τσάντα της τα γυαλιά ηλίου της και τα φόρεσε. Γύρισε και τον κοίταξε πίσω από τα σκούρα τζάμια και του είπε αποφασιστικά:
«Πάω να βρω παπά. Μην απομακρυνθείς»
Κι έφυγε.
Ο Χ άναψε ένα νέο τσιγάρο νευριασμένος. Το βλέμμα του έπεσε στο κερί που μόλις είχε ανάψει η κόρη του. Αυτό τρεμόπαιζε πολύ έντονα, σαν κάποιος να το φυσούσε προσπαθώντας να το σβήσει. Ο Χ κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας για μυστηριώδη ρεύματα αέρα. Μα τα φύλλα των δέντρων ήταν εντελώς ακίνητα.
Κοίταξε το μνήμα. Ήταν διαφορετικό. Το όνομα ήταν άλλο. Το όνομα ήταν... το δικό του?? Μα, πώς? Οχι, όχι, δεν ήταν το δικό του, ήταν του παππού του! Και από κάτω ακριβώς και του πατέρα του. Ο οικογενειακός τους τάφος. Πήγε να τον αγγίξει μα το χέρι του κρατούσε εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πανέμορφη. «Λυπάμαι για τον μπαμπά σου» του είπε. «Κι εγώ τον έχασα πολύ μικρή. Ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν πέθανε από καρδιά. Ήταν τόσο σπουδαίος βιολιστής, ξέρεις. Διάσημος στην Αλεξάνδρεια. Ήμουν μικρή, κι όμως ακόμα μου λείπει. Αλήθεια, τη μαμά σου πότε θα τη γνωρίσω?». Ο Χ την κοίταξε μην μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πάει τόσο πίσω στο χρόνο. Την ώρα που πήγε να της απαντήσει εκείνη τον διέκοψε. «Αχ, έσβησε το κεράκι, ας το ανάψουμε». Βάζει ο Χ το χέρι του στην τσέπη να βρει αναπτήρα και....
«Φτάσαμε πάτερ! Εδώ είναι το μνήμα. Μπαμπά!! Το κεράκι έσβησε, δεν το είδες??»
Ο Χ πετάχτηκε απότομα και το βλέμμα του έπεσε στο κερί.
Και το κερί είχε σβήσει.
(...συνεχίζεται....)
Υ.Γ. το 3ο μέρος της ιστορίας θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον...
9 comments:
Μην αργησει πολυ να ερθει η συνεχεια.
Τα φιλια μου μαζι με την καλημερα μου!
καλημέρα γλυκιά μου!!! Βλέπω απέκτησα φανατική αναγνώστρια!!! χι χι χι φιλάκια!
Πολύ συγκινητικό (οταν διαβάζω κατι τοσο ωραίο και παράλληλα φτιαχνω τις εικόνες στο μυαλό μου γίνεται ακόμα πιο έντονο).
Μια απορία (ελπίζω να την λύσεις στο 3ο μέρος) τι δεν έχει συγχωρήσει ο Χ. στον Α.?
"φανατικη" ???
ειναι μικρη λεξη !!
Στο blog σου εχω βρει αυτο που μου αρεσει,ξερεις τι??
Δεν ψαχνεις να βρεις ομορφες λεξεις, λεξεις "επιτηδευμενες" δεν τα γραφεις "ποιητικα"
Αυτο ειναι που θελω.
Δε με γνωριζεις... δε σε γνωριζω...
ομως θα δεις με τον καιρο πως η annamaria ο,τι γραφει, το εννοει!!
μαράκι, δεν ξέρω αν θα είναι στο τρίτο μέρος, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί τι είναι αυτό που ο Χ δεν συγχώρεσε ποτέ στον Α!
annamaria και πάλι σ'ευχαριστώ. Και η anima rana ό,τι γράφει το εννοεί. Μεγάλη σύμπτωση η γνωριμία μας! και λατρεύω τις συμπτώσεις...
ασχετο με το post αλλα για σενα λεει... http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=758525&lngDtrID=252
καλημερα!
Kαλημέρα hlia!
Μετά τους Ισπανούς βατράχους (όπως είχα αναφέρει σε δικό σου παλιότερο post) τώρα και οι Γερμανοί (φίλοι μας) βάτραχοι τραβάνε παρόμοιο ζόρι!
Ευτυχώς που εγώ ακόμα επιβιώνω.
Να δούμε μέχρι πότε....
Η φιλανθρωπία βλέπω σου δημιουργεί και λογοτεχνικό οίστρο, συγχαρητήρια, γράφεις πολύ όμορφα!!Συμφωνώ επίσης με την ΆνναΜαρία, το blog σου έχει κάτι διαφορετικό και άνέμορφο, κι εγώ είχα ψάξει πολλά blogs μέχρι να κολλήσω σε σένα και άλλους 3-4. Αλήθεια, είναι τυχαίες οι ιστορίες σου ή βγαλμένες από τη ζωή (σου??)
Τα συγχαρητήρια όλων μας στον αρραβωνιάρη σου που διάλεξε τέτοιο κορίτσι και στους φίλους σου που έχουν τέτοια φίλη.
Αυτά...
ΥΓ:Τί νεα από τα σκυλουκάκια??
ΥΓ2: Είχες δέν είχες πάντως πάλι με παπάδες πάς να μας μπλέξεις στο διήγημα, ρε μπάς και είσαι η απιστεύτου μαζόχα και τους κρυφογουστάρεις?????
patsiouraki μου, κατ'αρχάς ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Οι ιστορίες δεν είναι 100% πραγματικές, αλλά έχουν πολύ μεγάλη δόση αλήθειας.
Οι παπάδες είναι όντως ένα απαραίτητο στοιχείο στη φάση της συγκεκριμένης ιστορίας, αλλά δεν θα μας ακολουθήσουν στα επόμενα επεισόδεια!
Τα σκυλουκάκια είναι καλά και θηλάζουν προς το παρόν. Τον γλύτωσαν τον δήμιο! Αν προκύψει κάτι θα σας ενημερώσω.
Post a Comment