11.27.2006

Only You... μέρος 1ο

Φώτα.... Γέλια.... Μουσική…

Μουσική…

Τι όμορφη μουσική….

….Χορεύουμε?

…Σας αρέσει αυτό το τραγούδι? Είναι όμορφο σαν τα μάτια σας.

….Και τι όμορφο χαμόγελο είναι αυτό?

Τι? Δεν σας ακούω. Τι? Χτυπάει το κουδούνι δυνατά δεσποινίς, δεν σας ακούω…

…Δεν σας ακούωωωωω……….


ΝΤΡΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝ!!!!!!


Ο Χ πετάχτηκε καταϊδρωμένος απ’το κρεββάτι του! Κοίταξε με μίσος το ξυπνητήρι και το χτύπησε με δύναμη για να κλείσει.

Στ’αυτιά του ακόμα αντηχούσε μουσική. Κοίταξε γύρω του ζαλισμένος. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με το άρωμά της!! Ο Χ χαμογελαστός άπλωσε το χέρι του στ’αριστερά του. Το μαξιλάρι δίπλα του ήταν άδειο. Γούρλωσε τα μάτια του και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Ξανακοίταξε γύρω του και το βλέμμα του έπεσε στη φωτογραφία της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα μεγάλα μαύρα μάτια και το χαμόγελο όλο αγάπη...

Μύρισε με πείσμα τον αέρα. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πριν ένα λεπτό είχε μυρίσει το άρωμά της!

Σηκώθηκε. Εριξε μια ματιά στο αντιπαθητικό ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν 8.05 το πρωί. Στο κομοδίνο του, δίπλα στο ρολόι, βρισκόταν και το μικρό ημερολογιάκι. Πάντα στην ίδια θέση, πάντα να δείχνει την ίδια ακριβώς ημερομηνία: 17 Νοεμβρίου 2003.

Ο Χ κάθε χρόνο αγόραζε αυτά τα ημερολόγια που τα κρεμάς στον τοίχο και κάθε μέρα κόβεις τη σελιδούλα, διαβάζοντας από πίσω κρύα ανέκδοτα ή ατελείς συνταγές μαγειρικής. Το συγκεκριμένο ημερολογιάκι όμως δεν το είχε ξαναγγίξει από εκείνη τη μέρα. Το έβαλε στο κομοδίνο του και το κράτησε εκεί για να το βλέπει κάθε πρωί και να ξεγελάει τον εαυτό του έστω και για λίγα δευτερόλεπτα...

Προχώρησε προς το μπάνιο, περνώντας μπροστά από το ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Έκοψε τη σελιδούλα και διάβασε το κρύο ανέκδοτο. Η επόμενη σελιδούλα έγραφε 18 Νοεμβρίου 2006.

Την ώρα που τραβούσε το καζανάκι, χτύπησε το τηλέφωνο! Χτύπησε μία, χτύπησε δύο, χτύπησε πέντε φορές. Την έκτη ο Χ βγήκε σαν μαινόμενος ταύρος και έτρεξε προς τη συσκευή.

«ΕΜΠΡΟΣ??? ΕΜΠΡΟΣ!!!»

«Ελα, καλημέρα» του απάντησε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής

«Καλημέρα. Τι θες?»

«Καλά είσαι?»

«Καλά είμαι. Τι θες!!»

«Τίποτα, είδα ένα παράξενο όνειρο. Ησουν εσύ και η....»

«Και τι μ’αυτό ρε Α? Με δουλεύεις? Πιστεύεις και στα όνειρα τώρα?»

«Οχι ρε παιδί μου, απλά επειδή σας ονειρεύτηκα, πήρα να δω αν είσαι καλά.»

«Αγγούρια! Μια χαρά είμαι και είμαι και στο μπάνιο. Θα σε πάρω εγώ αργότερα! Γειά!»

Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαναπροχώρησε προς το μπάνιο μονολογώντας «Άσε μας ρε Α, πρωί-πρωί. Επειδή πήγαμε πριν ένα μήνα μαζί σε μια γιορτή νομίζεις ότι σε έχω συγχωρέσει κιόλας....»

Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Α κατέβαζε αργά το ακουστικό στην τηλεφωνική του συσκευή με το βλέμμα του να κοιτάζει στο κενό. Ειχε ξανακούσει ότι τα δίδυμα αδέρφια πολλές φορές βιώνουν τα ίδια συναισθήματα ενώ βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, όμως τόσα χρόνια δεν του είχε συμβεί ούτε μία φορά αυτό. Μύρισε με απορία τον αέρα. Εντάξει. Αυτό το γυναικείο άρωμα που από το πρωί του είχε σπάσει τη μύτη, δεν υπήρχε πια εκεί.

.....................

Ο Χ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα λέγοντας ένα ξερό «καλημέρα». Το όχημα ξεκίνησε. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός για την εποχή. Απαλή μουσική έπαιζε από τα ηχεία πίσω του και το ζεστό φως αγκάλιαζε το σώμα του.

«Μου χαρίζετε αυτόν το χορό δεσποινίς?»
«Pardon?»
«Χορεύετε?»
«Oui, Monsieur…..»
«Με συγχωρείτε, με λένε Χ. Εσάς?»
«L.»

Ο χορός άρχισε, κι ο διάλογος συνεχίστηκε στα Γαλλικά. Ο Χ επιστράτευσε τις υψηλού επιπέδου γνώσεις του, αφού η L μιλούσε άψογα μόνο Γαλλικά και Ιταλικά. Η μουσική έπαιζε δυνατά μα η πιο μαγική μελωδία ήταν τα μάτια της και το χαμόγελό της.....

«Μπαμπά! Μπαμπά!! Κοιμάσαι???»

Ο Χ πετάχτηκε! «Τι??» είπε.

«Τι έχεις? Κοιμάσαι? Φτάσαμε.»

«Τι λες? Δεν κοιμάμαι!! Πφφφφ!!!»

Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και του φάνηκε ότι πάλι μύρισε το γνώριμο γυναικείο άρωμά της. Ο ήλιος τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο κι αυτός έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Εβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του κι άναψε τσιγάρο. Εκανε μια μεγάλη τζούρα για να καλύψει το επίμονο γυναικείο άρωμα. Ενιωθε κάπως παράξενα, κάπως αλλόκοτα. Εκανε άλλη μια τζούρα και μετά άλλη μια ακόμα, ενώ προχωρούσε με αργά βήματα. Κάποια στιγμή σταμάτησε, πέταξε κάτω τη γόπα και την πάτησε με άχτι.

Βρισκόταν μπροστά στη μεγάλη μαύρη σιδερένια πύλη του δημοτικού νεκροταφείου.

(....συνεχίζεται....)

2 comments:

Anonymous said...

Οταν σου λεω πως οταν γραφεις......

Περιμενουμε την συνεχεια !
Μην αργησεις!!

anima rana said...

Tι καλη που είσαι... Σ'ευχαριστώ!