Μετά από την χαριτωμένη περιπέτεια που είχα με το συμπαθές Νεκροταφείο και τον ακόμα συμπαθέστερο Δήμαρχο (ο οποίος παρέμεινε ο ίδιος και μετά τις εκλογές και μάλιστα από την πρώτη Κυριακή, που σημαίνει ότι θα είναι ακόμα πιο αλαζόνας από πριν...) αποφάσισα να βρω παρηγοριά στην αγκαλιά της φιλεύσπλαχνης Εκκλησίας...
Μετά από πολύ καιρό πόνου και στεναχώριας, είπα να γυρίσω σελίδα και να διαβώ της εκκλησιάς την πόρτα μαζί με το ταίρι μου, βεβαίως-βεβαίως. Νιώθωντας μίσος και απέχθεια για τον κύριο Δήμαρχο (και γενικότερα για τους δημάρχους) αποφάσισα να του κάνω πείσματα και να νυμφευτώ με τις ευλογίες της γεμάτης αγάπης, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης Εκκλησίας. Της Εκκλησίας που αγαπά τον άνθρωπο και όχι την ψήφο. Της Εκκλησίας που δεν έχει κόκκινο, μπλε ή πράσινο χρώμα. Της Εκκλησίας που, ως στοργικός και υπεύθυνος Ποιμένας, έχει πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή για το Ποίμνιό της...
Έτσι, η πρώτη μου κίνηση ήταν να επικοινωνήσω με την εκκλησία όπου επιθυμούμε να γίνει το μυστήριο. Ο υπεύθυνος μου ζήτησε πιστοποιητικά αγαμίας από τις ενορίες μας, μία εφημερίδα με την αγγελία του γάμου κι ένα παράβολο (ώπα της?) των 15 ευρώ (ξανά ώπα της?) το οποίο θα προμηθευτώ απο την εφορία (μάλιστα...). Οταν ρώτησα για την συγκεκριμένη ημερομηνία που με ενδιαφέρει, ο υπάλληλος ξεφύσηξε, και ενοχλημένος είπε: «Φέρτε αυτά που σας ζήτησα! Αλλιώς δεν κλείνουμε ημερομηνίες!». Πήρα μια βαθιά ανάσα, συγκράτησα τον εκνευρισμό μου και του εξήγησα ότι αν η συγκεκριμένη ημερομηνία είναι ήδη κλεισμένη, δεν υπάρχει λόγος να του φέρω αυτά που μου ζητάει. «Μισό λεπτό» μού είπε και – χρατς , χρουτς, χρατς, χρουτς - ξεφύλλισε ένα βιβλίο και μου είπε ξερά «Ναι, είναι ελεύθερη η ημερομηνία, φέρτε τα χαρτιά σας!». Τον ευχαρίστησα (τρομάρα μου) και κλείσαμε.
Η δεύτερη κίνηση λογικά ήταν να επικοινωνήσει ο καθένας μας με την αντίστοιχη ενορία του για να προμηθευτεί το πολυπόθητο πιστοποιητικό. Εδώ λοιπόν αποκαλύπτεται περίτραννα η Ελληνική νοοτροπία, η μοναδική μας χάρη ως λαός να κάνουμε πάντα ότι εμείς γουστάρουμε, ανάλογα τις ........... μας!
Σκηνή πρώτη:
Το έταιρον ήμισυ ανήκει σε ενορία επαρχίας και για να πάρει το πολύτιμο πιστοποιητικό («my precious!!» όπως έλεγε το χαριτωμένο Γκόλουμ) θα πρέπει να πάρει μια-δυο μέρες άδεια από τη δουλειά για να πάει μέχρι εκεί. Ελα όμως που ο παπάς της ενορίας είναι ξάδερφος της γυναίκας του θείου του κουμπάρου της πεθεράς του αδερφού της γυναίκας του θείου μας κι έτσι χωρίς πολλά-πολλά σε λίγες μέρες θα το έχουμε στα χέρια μας. Για να μην τον αδικήσω, εκτός των άλλων, είναι και ένας συμπαθέστατος άνθρωπος που γνωρίζει το έταιρον ήμισυ από τότε που ήταν μωρό (το έταιρον ήμισυ, όχι ο παπάς!) και με βουρκωμένα μάτια και πλατύ χαμόγελο ετοιμάζει το σχετικό πιστοποιητικό.
Σκηνή δεύτερη:
Ο σιχαμένος πρωτευουσιάνος βάτραχος (αυτός είμαι εγώ!) που κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια μου, ανήκω σε μια πρωτευουσιάνικη ενορία. Ετσι, τηλεφώνησα για να συνεννοηθώ, όλο χαρά κι αισιοδοξία και με ανυπομονησία να μιλήσω με τον καλό παπά, που σίγουρα θα ακγαλιάσει με αγάπη την πρόθεσή μου να κάνω οικογένεια με τις ευλογίες της φιλεύσπλαχνης Εκκλησίας και......
«ΕΜΠΡΟΟΟΟΟΟΣ???»
Μια τσιριχτή γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μου τρύπησε πέρα για πέρα το τύμπανο του αυτιού μου.
«Ναι, καλημέρα σας. Μπορώ να κάνω μια ερώτηση?»
«Να κάνετε!» απαντάει αυτή χαρούμενη, λες και της τηλεφωνούσα από κανένα διαγωνισμό.
«Για πιστοποιητικό αγαμίας, τι χρειάζεστε? Δύο μάρτυρες με τις ταυτότητες τους? Και τι ώρες μπορώ να έρθω?»
«Τίποτ’αλλο δεν χρειάζεται. Αλλά να έρθεις με τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου (με αυστηρό ύφος) και έναν φίλο. Μην μας φέρεις ΔΥΟ φίλους σου!!!»
«Συγνώμη, δύο μάρτυρες δεν χρειάζονται? Εγώ έχω ακούσει ότι....»
«ΕΝΑΣ συγγενής πρώτου βαθμού κι ΕΝΑΣ μάρτυρας. Εντάξει? (με τσαμπουκά)»
«Ξέρετε... Ο πατέρας μου αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκτός Αθηνών και είναι και μεγάλος....»
«Ε, ας έρθει η μαμά σου! Δεν μπορεί??»
«Ξέρετε....δεν ζει.»
«Ας έρθει ο αδερφός σου!»
«Δεν έχω»
«Ούτε αδερφή? (Ι.Q. ραδικιού....)»
«ΟΧΙ! (αρχίζω και τα παίρνω...)»
«ΜΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ????»
«ΟΧΙ!!! (τώρα τα πήρα!)»
«ΑΑΑΑΑΑ, δεν ξέρω! Να συνεννοηθείς με τον ιερέα τότε. Αλλά μην μας έρθεις τώρα σύντομα γιατί έχουμε και πανηγύρι, εντάξει?»
«Δηλαδή πότε να έρθω?»
«Δεν ξέρω. Μετά το πανηγύρι. Κάποιο απόγευμα.»
«Τι ώρα? 5μμ με 7μμ?»
«ΑΑΑΑΑ, για να σου πω! Στις 6μμ έχουμε Εσπερινό. Πάρε τηλέφωνο ένα πρωί και συνεννοηθείτε με τον ιερέα. Γειά σου!»
«Γειά σας....»
Και μου το’κλεισε. Ετσι απλά, έτσι εύκολα. Το ένα πιστοποιητικό αγαμίας θα έρθει απο 350 χιλιόμετρα μακρυά χωρίς δυσκολία ενώ το άλλο θα έρθει από τη διπλανή γωνία μετά από πολύ κόπο και πολλά τρεχάματα και παρακάλια. Ετσι είναι αυτή η χώρα. Ο καθένας κάτι ό,τι γουστάρει. Γι’αυτό δεν θα πάμε ποτέ μπροστά.
..........Κύριε Δήμαρχε, καλέ μου κύριε Δήμαρχε, μήπως να βάλω νερό στο κρασί μου και να γίνουμε πάλι φίλοι??? Αλήθεια, τι χαρτιά χρειάζεσαι Δημαρχούλη μου για πολιτικό γάμο???
Ελλαδάρα μου εσύ!!!
Υ.Γ. Κι έχω κι άλλη περιπέτεια να σας διηγηθώ, αλλά σας την φυλάω για κάποιο μελλοντικό post. Φιλάκια.
γιατί και οι βάτραχοι έχουν ψυχή… because there's a lot of soul in them frogs!
10.25.2006
10.09.2006
ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
O X και ο Α. μπήκανε στην αίθουσα. Ήταν και οι δύο διστακτικοί. Ο Χ όμως περισσότερο. Ήξερε βαθιά μέσα του ότι τον περίμενε μια πολύ συγκινητική βραδιά. Οταν τον κάλεσαν, αρχικά αρνήθηκε. Δεν ήθελε να πάει. Δεν ήθελε να τους δει. Ήξερε ότι κατά βάθος θα πονούσε λίγο... Ο Α και εγώ τον πείσαμε. Ετσι, στην είσοδο της αίθουσας, κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και τέλος ακολούθησε τον Α.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι έμοιαζαν μεταξύ τους, τι παράξενο. Ήταν όλοι παρόμοιας ηλικίας, όλοι παρόμοια ντυμένοι και σχεδόν όλοι άντρες. Ο Χ προχωρούσε κοιτώντας μπροστά ενώ ο Α κοιτούσε περίεργα γύρω του….
Από μικροί έτσι ήταν. Ο Χ κοιτούσε πάντα μπροστά. Ο Α κοιτούσε πάντα περίεργα. Ο Χ είχε όνειρα. Ο Α είχε γκόμενες. Ο Χ είχε πίστη. Ο Α είχε τόλμη. Ο Χ είχε γνώσεις. Ο Α είχε άκρες. Ο Χ είχε σπάνιες αρετές. Ο Α είχε τύχη....
Ξαφνικά ο Α σταματάει μπροστά σ’έναν από τους παρευρισκόμενους και τον αρπάζει απ’το μπράτσο. «Γιώργο???» του λέει. Ο άλλος τα’χασε. Τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Α του έκανε μια γκριμάτσα και ο άλλος αναφώνησε δυνατά «Εσύ είσαι? Τι γίνεσαι βρε θηρίο?? Πω πω πω!!! Πόσα χρόνια είχα να σε δω?? Η γκριμάτσα σου όμως, ίδια κι απαράλλαχτη!». Αγκαλιάστηκαν. Ο Χ κοιτούσε αλλού, σαν να ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. «Τι γίνεσαι βρε Α» συνέχισε ο άλλος. «Ο αδερφός σου τι κάνει?». Εκεί ο Χ ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του. Δεν πίστευε στ’αυτιά του. Κοίταξε προσεκτικά τον κύριο που λεγόταν Γιώργος. Ο Α, δείχνοντας το Χ απαντάει «ΝΑ ‘ΤΟΣ!». Και τότε ο Γιώργος αγκαλιάζει τον Χ και τον φιλάει. Ο Χ σαστισμένος ρωτάει ποιός είναι ο κύριος. Ο Α του απάντησε προφέροντας το ονοματεπώνυμο του Γιώργου. Ο Χ πετάχτηκε στον αέρα, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω?» είπε με λίγο σπασμένη φωνή. «Πενήντα» του απάντησε ο Γιώργος...
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Χ πήρε το απολυτήριο Λυκείου του. Πενήντα χρόνια, σαν νερό, σαν αεράκι. Ήταν μικρό αγόρι τότε. Ενα αγόρι με όνειρα, με ελπίδες, ένα αγόρι με βραβεία, ένα αγόρι που έκανε περήφανους τους γονείς και τους καθηγητές του. Ενα αγόρι που σίγουρα θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ενα αγόρι που με υποτροφία σπούδαζε γιατρός, ένα αγόρι που θα γινόταν καρδιοχειρούργος για την ακρίβεια, ένα αγόρι που κάποιοι καθηγητές στο πανεπιστήμιο το σύστηναν σε ήδη καταξιωμένους γιατρούς ως «γιατρό» και όχι ως «φοιτητή ιατρικής».
Και σήμερα, ήταν ένας ηλικιωμένος. Ενας γέρος. Ενας μονόχνωτος άνθρωπος, χωρίς πολλούς φίλους. Σιωπηλός, αγέλαστος, απογοητευμένος. Πενήντα χρόνια μετά και τα όνειρα είχαν κάνει φτερα. Οι γνώσεις, οι έπαινοι, οι υποτροφίες, τα βραβεία, τα ατελείωτα μπράβο έμειναν κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά του χωρίς να μπορέσει να αξιοποιήσει τις μεγάλες αρετές του.
Ο Χ άρχισε να χαλαρώνει. Κρατώντας το ποτό του άρχισε να περιφέρεται στο χώρο μαζί με τον Α. Το παιχνίδι «μάντεψε ποιός» είχε αρχίσει να του αρέσει. Ο Α πάντα έκανε την αρχή και άρπαζε κόσμο από τα μπράτσα, έκανε τα σκέρτσα του και μετά τους άφηνε να μαντέψουν. Ο Χ ακολουθούσε απλώς ρωτώντας τους «Αν αυτός είναι ο Α, εγώ ποιός είμαι?» . Το παιχνίδι συνεχίστηκε αρκετή ώρα κι η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη.
Κάποια στιγμή ο Α αρπάζει κι άλλον έναν απ’το μπράτσο και κάνει το γνωστό σκέρτσο. Ο άλλος μένει ανέκφραστος. «Ελα βρε Γρηγόρη» λέει ο Α. «Δεν με γνώρισες?». Ο Γρηγόρης με απορία ρωτάει «Για θυμισέ μου, για θύμισέ μου...» Ο Α απαντάει λέγοντας μόνο το επώνυμό του. Ο Γρηγόρης σουφρώνει τα φρύδια. «Αυτός είσαι? Και πώς σε θυμάμαι διαφορετικό εγώ?». Ο Γρηγόρης ήταν μία πολύ ευγενική φυσιογνωμία και καταξιωμένος γιατρός στην ειδικότητά του. Ο Α κοντοστάθηκε και επανέλαβε το επώνυμό του και μετά και το μικρό του όνομα. «Μα, εγώ ήξερα κάποιον Χ με αυτό το επώνυμο, όχι Α». Και τότε ο Χ έλαμψε! Επιτέλους! Κάποιος που δεν ήξερε τον Α, αλλά ήξερε τον Χ! Πλησίασε τον Γρηγόρη, του χτύπησε ελαφρά την πλάτη και είπε «Δεν θυμάσαι τον Α? Ο αδερφός μου είναι». Ο Γρηγόρης κοιτάει τον Χ, βουρκώνει, στολίζει με ένα πλατύ χαμόγελο το πρόσωπό του, τον αγκαλιάζει σφιχτά και τον φιλάει. «Χ μου! Γιατρέ μου!!!» αναφωνεί. Ο Χ κατέβασε το βλέμμα και σαν να θύμωσε λίγο. «Δεν είμαι γιατρός» είπε τσαντισμένος. «Κάποτε ήμουν. Εσύ είσαι γιατρός». Ο Γρηγόρης επέμεινε «Οοοοοχι. ΕΣΥ είσαι γιατρός. Εγώ είμαι έμπορος. Εμαθα μια τέχνη και την εμπορεύομαι. ΕΣΥ είσαι ΓΙΑΤΡΟΣ!».
Ο Χ βούρκωσε κι ήπιε μια γουλιά ποτό. Χαμογελώντας, ξαναχτύπησε τον Γρηγόρη στην πλάτη και δεν είπε λέξη...
Ετσι πέρασε η βραδιά. Με βλέμματα όλο περιέργεια, συναντήσεις με ανθρώπους μετά από χρόνια, ζεστές αγκαλιές με φίλους που είχαν λείψει από όλους τους παρευρισκόμενους, ατάκες που έλεγαν στα νιάτα τους και που επαναλαμβάνοντάς τες πήγαιναν πίσω στο χρόνο, ξαναζούσαν τη φιλία τους από την αρχή, ξαναζούσαν τη ζωή τους από την αρχή. Γέλασαν, χωράτεψαν, διασκέδασαν, έφαγαν όλοι μαζί, έκαναν συγκινητικές προπόσεις πίνοντας, όπως τότε, όπως παλιά....
Μια ζωή ολόκληρη χώρεσε σε μια χούφτα εκείνη τη βραδιά. Κι εγώ, ένας απλός θεατής, ένας κομπάρσος σε όλο αυτό το σκηνικό, είχα συγκινηθεί βαθύτατα. Έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια όλα αυτά που κατά καιρούς άκουγα μόνο από τυχαίες συζητήσεις. Είδα ένα διαφορετικό πρόσωπο του Χ, μιας που ο Α δεν είχε κάτι καινούριο να μου δείξει. Οπως ήταν πάντα, έτσι ήταν και εκείνη τη βραδιά.
Ο Χ εκείνο το βράδυ μεταμορφώθηκε, ως δια μαγείας, σαν τη Σταχτοπούτα! Είδα έναν άλλο άνθρωπο, κεφάτο, με όνειρα, με ιδέες, με χιούμορ, με αρετές, με δύναμη, με φίλους!!! Με τόσο πολλούς φίλους, που δεν το πίστευα!!! Φίλους που έκλαψαν όταν τον ξανάδαν μετά από την μακροχρόνια απουσία του. Φίλους που αγάπησαν τον Χ κι όχι τον πρώτο μαθητή. Τον Χ, κι όχι τον άριστο φοιτητή. Μόνο τον Χ. Κι ο Χ άφησε πενήντα χρόνια να περάσουν για να το καταλάβει, για να το πιστέψει, για να το νιώσει...
Η βραδιά πέρασε, η βραδιά τελείωσε και φύγαμε. Οι αποχαιρετισμοί ήταν χαλαροί και κεφάτοι, λες και θα ξανασυναντιόντουσαν το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Δεν ξέρω πότε θα τους ξαναδεί. Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ ποτέ έτσι όπως εκείνη τη βραδιά. Οπως και στη Σταχτοπούτα, μετά τις δώδεκα τα μάγια εξαφανίστηκαν, χάθηκαν. Η άμαξα έγινε κολοκύθα, τα άλογα ποντικοί κι ο Χ ξανάγινε όπως πριν...
Μπορεί να μην είμαι νεράιδα και να μην μπορέσω ποτέ να τον ξαναμεταμορφώσω σε πρίγκηπα, εμαθα όμως δύο πράγματα εκείνη τη βραδιά. Ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και παντοτινοί και ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια καλά κρυμμένη Σταχτοπούτα στην ψυχή μας.....
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι έμοιαζαν μεταξύ τους, τι παράξενο. Ήταν όλοι παρόμοιας ηλικίας, όλοι παρόμοια ντυμένοι και σχεδόν όλοι άντρες. Ο Χ προχωρούσε κοιτώντας μπροστά ενώ ο Α κοιτούσε περίεργα γύρω του….
Από μικροί έτσι ήταν. Ο Χ κοιτούσε πάντα μπροστά. Ο Α κοιτούσε πάντα περίεργα. Ο Χ είχε όνειρα. Ο Α είχε γκόμενες. Ο Χ είχε πίστη. Ο Α είχε τόλμη. Ο Χ είχε γνώσεις. Ο Α είχε άκρες. Ο Χ είχε σπάνιες αρετές. Ο Α είχε τύχη....
Ξαφνικά ο Α σταματάει μπροστά σ’έναν από τους παρευρισκόμενους και τον αρπάζει απ’το μπράτσο. «Γιώργο???» του λέει. Ο άλλος τα’χασε. Τον κοίταξε προσεκτικά. Ο Α του έκανε μια γκριμάτσα και ο άλλος αναφώνησε δυνατά «Εσύ είσαι? Τι γίνεσαι βρε θηρίο?? Πω πω πω!!! Πόσα χρόνια είχα να σε δω?? Η γκριμάτσα σου όμως, ίδια κι απαράλλαχτη!». Αγκαλιάστηκαν. Ο Χ κοιτούσε αλλού, σαν να ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. «Τι γίνεσαι βρε Α» συνέχισε ο άλλος. «Ο αδερφός σου τι κάνει?». Εκεί ο Χ ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του. Δεν πίστευε στ’αυτιά του. Κοίταξε προσεκτικά τον κύριο που λεγόταν Γιώργος. Ο Α, δείχνοντας το Χ απαντάει «ΝΑ ‘ΤΟΣ!». Και τότε ο Γιώργος αγκαλιάζει τον Χ και τον φιλάει. Ο Χ σαστισμένος ρωτάει ποιός είναι ο κύριος. Ο Α του απάντησε προφέροντας το ονοματεπώνυμο του Γιώργου. Ο Χ πετάχτηκε στον αέρα, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο, γέλασε δυνατά και τον αγκάλιασε. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω?» είπε με λίγο σπασμένη φωνή. «Πενήντα» του απάντησε ο Γιώργος...
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Χ πήρε το απολυτήριο Λυκείου του. Πενήντα χρόνια, σαν νερό, σαν αεράκι. Ήταν μικρό αγόρι τότε. Ενα αγόρι με όνειρα, με ελπίδες, ένα αγόρι με βραβεία, ένα αγόρι που έκανε περήφανους τους γονείς και τους καθηγητές του. Ενα αγόρι που σίγουρα θα είχε ένα λαμπρό μέλλον μπροστά του. Ενα αγόρι που με υποτροφία σπούδαζε γιατρός, ένα αγόρι που θα γινόταν καρδιοχειρούργος για την ακρίβεια, ένα αγόρι που κάποιοι καθηγητές στο πανεπιστήμιο το σύστηναν σε ήδη καταξιωμένους γιατρούς ως «γιατρό» και όχι ως «φοιτητή ιατρικής».
Και σήμερα, ήταν ένας ηλικιωμένος. Ενας γέρος. Ενας μονόχνωτος άνθρωπος, χωρίς πολλούς φίλους. Σιωπηλός, αγέλαστος, απογοητευμένος. Πενήντα χρόνια μετά και τα όνειρα είχαν κάνει φτερα. Οι γνώσεις, οι έπαινοι, οι υποτροφίες, τα βραβεία, τα ατελείωτα μπράβο έμειναν κλειδωμένα στο μυαλό και την καρδιά του χωρίς να μπορέσει να αξιοποιήσει τις μεγάλες αρετές του.
Ο Χ άρχισε να χαλαρώνει. Κρατώντας το ποτό του άρχισε να περιφέρεται στο χώρο μαζί με τον Α. Το παιχνίδι «μάντεψε ποιός» είχε αρχίσει να του αρέσει. Ο Α πάντα έκανε την αρχή και άρπαζε κόσμο από τα μπράτσα, έκανε τα σκέρτσα του και μετά τους άφηνε να μαντέψουν. Ο Χ ακολουθούσε απλώς ρωτώντας τους «Αν αυτός είναι ο Α, εγώ ποιός είμαι?» . Το παιχνίδι συνεχίστηκε αρκετή ώρα κι η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη.
Κάποια στιγμή ο Α αρπάζει κι άλλον έναν απ’το μπράτσο και κάνει το γνωστό σκέρτσο. Ο άλλος μένει ανέκφραστος. «Ελα βρε Γρηγόρη» λέει ο Α. «Δεν με γνώρισες?». Ο Γρηγόρης με απορία ρωτάει «Για θυμισέ μου, για θύμισέ μου...» Ο Α απαντάει λέγοντας μόνο το επώνυμό του. Ο Γρηγόρης σουφρώνει τα φρύδια. «Αυτός είσαι? Και πώς σε θυμάμαι διαφορετικό εγώ?». Ο Γρηγόρης ήταν μία πολύ ευγενική φυσιογνωμία και καταξιωμένος γιατρός στην ειδικότητά του. Ο Α κοντοστάθηκε και επανέλαβε το επώνυμό του και μετά και το μικρό του όνομα. «Μα, εγώ ήξερα κάποιον Χ με αυτό το επώνυμο, όχι Α». Και τότε ο Χ έλαμψε! Επιτέλους! Κάποιος που δεν ήξερε τον Α, αλλά ήξερε τον Χ! Πλησίασε τον Γρηγόρη, του χτύπησε ελαφρά την πλάτη και είπε «Δεν θυμάσαι τον Α? Ο αδερφός μου είναι». Ο Γρηγόρης κοιτάει τον Χ, βουρκώνει, στολίζει με ένα πλατύ χαμόγελο το πρόσωπό του, τον αγκαλιάζει σφιχτά και τον φιλάει. «Χ μου! Γιατρέ μου!!!» αναφωνεί. Ο Χ κατέβασε το βλέμμα και σαν να θύμωσε λίγο. «Δεν είμαι γιατρός» είπε τσαντισμένος. «Κάποτε ήμουν. Εσύ είσαι γιατρός». Ο Γρηγόρης επέμεινε «Οοοοοχι. ΕΣΥ είσαι γιατρός. Εγώ είμαι έμπορος. Εμαθα μια τέχνη και την εμπορεύομαι. ΕΣΥ είσαι ΓΙΑΤΡΟΣ!».
Ο Χ βούρκωσε κι ήπιε μια γουλιά ποτό. Χαμογελώντας, ξαναχτύπησε τον Γρηγόρη στην πλάτη και δεν είπε λέξη...
Ετσι πέρασε η βραδιά. Με βλέμματα όλο περιέργεια, συναντήσεις με ανθρώπους μετά από χρόνια, ζεστές αγκαλιές με φίλους που είχαν λείψει από όλους τους παρευρισκόμενους, ατάκες που έλεγαν στα νιάτα τους και που επαναλαμβάνοντάς τες πήγαιναν πίσω στο χρόνο, ξαναζούσαν τη φιλία τους από την αρχή, ξαναζούσαν τη ζωή τους από την αρχή. Γέλασαν, χωράτεψαν, διασκέδασαν, έφαγαν όλοι μαζί, έκαναν συγκινητικές προπόσεις πίνοντας, όπως τότε, όπως παλιά....
Μια ζωή ολόκληρη χώρεσε σε μια χούφτα εκείνη τη βραδιά. Κι εγώ, ένας απλός θεατής, ένας κομπάρσος σε όλο αυτό το σκηνικό, είχα συγκινηθεί βαθύτατα. Έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια όλα αυτά που κατά καιρούς άκουγα μόνο από τυχαίες συζητήσεις. Είδα ένα διαφορετικό πρόσωπο του Χ, μιας που ο Α δεν είχε κάτι καινούριο να μου δείξει. Οπως ήταν πάντα, έτσι ήταν και εκείνη τη βραδιά.
Ο Χ εκείνο το βράδυ μεταμορφώθηκε, ως δια μαγείας, σαν τη Σταχτοπούτα! Είδα έναν άλλο άνθρωπο, κεφάτο, με όνειρα, με ιδέες, με χιούμορ, με αρετές, με δύναμη, με φίλους!!! Με τόσο πολλούς φίλους, που δεν το πίστευα!!! Φίλους που έκλαψαν όταν τον ξανάδαν μετά από την μακροχρόνια απουσία του. Φίλους που αγάπησαν τον Χ κι όχι τον πρώτο μαθητή. Τον Χ, κι όχι τον άριστο φοιτητή. Μόνο τον Χ. Κι ο Χ άφησε πενήντα χρόνια να περάσουν για να το καταλάβει, για να το πιστέψει, για να το νιώσει...
Η βραδιά πέρασε, η βραδιά τελείωσε και φύγαμε. Οι αποχαιρετισμοί ήταν χαλαροί και κεφάτοι, λες και θα ξανασυναντιόντουσαν το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Δεν ξέρω πότε θα τους ξαναδεί. Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ ποτέ έτσι όπως εκείνη τη βραδιά. Οπως και στη Σταχτοπούτα, μετά τις δώδεκα τα μάγια εξαφανίστηκαν, χάθηκαν. Η άμαξα έγινε κολοκύθα, τα άλογα ποντικοί κι ο Χ ξανάγινε όπως πριν...
Μπορεί να μην είμαι νεράιδα και να μην μπορέσω ποτέ να τον ξαναμεταμορφώσω σε πρίγκηπα, εμαθα όμως δύο πράγματα εκείνη τη βραδιά. Ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και παντοτινοί και ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια καλά κρυμμένη Σταχτοπούτα στην ψυχή μας.....
Subscribe to:
Posts (Atom)