Ήταν ένα ηλιόλουστο Σάββατο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, ενώ ένα απαλό αεράκι έκανε τα δέντρα να βγάζουν ήχους απαλούς, γαλήνιους, χαλαρωτικούς.
Ο κόσμος ήταν πολύς. Όλη η καλή κοινωνία των Αθηνών. Με τα συνολάκια τους οι κυρίες, με τα κουστουμάκια τους οι κύριοι. Κάποιες κρατούσαν βεντάλιες, για τη ζέστη. Τις κουνούσαν πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πότε γρήγορα, πότε αργά, πότε με ανυπομονησία, πότε με θλίψη. Ναι, κυριαρχούσε η θλίψη ως συναίσθημα και το μαύρο ως χρώμα.
Γιατί όλοι αυτοί, οι καλοντυμένοι άνθρωποι, είχαν έρθει για να τιμήσουν την Ελένη Δρακά. Μια από τις πλουσιότερες κυρίες των Αθηνών, που δεν ήταν πια ανάμεσά μας.
Σε μια γωνία του κοιμητηρίου, μια κοπέλλα στεκόταν κάτω από ένα δέντρο και παρατηρούσε ένα πουλάκι που έτριβε το ράμφος του σ’ένα κλαδάκι.
Κοίταξε γύρω της, κι ελάχιστα πρόσωπα της ήταν γνωστά.
«Περίεργο», σκέφτηκε. «Στην κηδεία του άντρα της δεν είχα δει ούτε τόσο κόσμο, ούτε αυτόν τον κόσμο»
Βέβαια, γιατί στην κηδεία του Γιώργου Δρακά, είχε πάει με τον πατέρα της και παιδικό φίλο του θανόντος και θυμόταν ξεκάθαρα ότι εκείνη η κηδεία είχε εξελιχθεί σε συγκέντρωση παλιών φίλων και συμμαθητών οι οποίοι αναπόλησαν τα παιδικά τους χρόνια, τις πλάκες που έκαναν στο σχολείο μαζί με τον Γιώργο, δάκρυσαν, γέλασαν και απέδωσαν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής στο φίλο τους, τον φτωχό Γιώργο, που έζησε ορφανός και οι φιλικές οικογένειες τον φρόντιζαν. Ο Γιώργος που δεν είχε παπούτσια μικρός, μα η τύχη του χαμογέλασε όταν μεγάλωσε και κατάφερε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, να φύγει στο Παρίσι και εκεί να γνωρίσει την belle Helene, όπως την έλεγαν όλοι, την ωραία Ελένη, η οποία τον αγάπησε με όλη της την ψυχή και η οποία είχε αμύθητη περιουσία....
Αλλά η σημερινή κηδεία δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα.
Αναστέναξε ελαφρά και μύρισε το λουλούδι που κρατούσε. Ένα λευκό τριαντάφυλλο.
«Τα λουλούδια δεν μυρίζουν τίποτα πια. Τι διάολο τους ρίχνουν, συντηρητικά?» ξανασκέφτηκε, προχωρώντας προς την εκκλησία γιατί το μυστήριο θα άρχιζε από στιγμή σε στιγμή.
Στην πορεία προς το σημείο της ταφής της Ελένης Δρακά, μπορούσε κανείς να διακρίνει μπροστά-μπροστά την κόρη της, Μόνικα. Η Μόνικα ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχροινή, γοητευτική και γύρω στα 40. Παντρεμένη με άλλον έναν γόνο πλούσιας οικογένειας, δεν είχε καταλάβει ότι στον πλανήτη Γη υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα, από αρρώστιες που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν, κι ότι τα λεφτά που ξοδεύει μηνιαίως για τα prada παπούτσια της και τα escada κουστουμάκια της θα έφθαναν για να σωθούν ολόκληρες οικογένειες...
Το φέρετρο ήταν μαύρο, από ύψιστης ποιότητας ξύλο, όπως θα άρμοζε στην κηδεία της Ελένης Δρακά. Η Μόνικα, ως μια καθώς πρέπει κληρονόμος, είχε φροντίσει και την τελευταία λεπτομέρεια.
Όταν το φέρετρο τοποθετήθηκε στη θέση του ο κόσμος άρχισε να ρίχνει χώμα και λουλούδια. Άφθονα λουλούδια, πανάκριβα λουλούδια, ανθοδέσμες ολόκληρες. Κάποια στιγμή, ένα χέρι πέταξε και το λευκό τριαντάφυλλο. Ένα λευκό τριαντάφυλλο που έμοιαζε σαν χαλίκι ανάμεσα σε ρουμπίνια και μπριγιάν.
Η Μόνικα σήκωσε το βλέμμα να δει από πού προήλθε το τριαντάφυλλο. Δεν κατάλαβε αμέσως, αλλά είδε ανάμεσα στο πλήθος ένα κορίτσι, με ένα μαύρο λινό φόρεμα και γυαλιά ηλίου, που δεν της θύμιζε τίποτα.
Δεν έδωσε σημασία.
Δεν ήξερε να δίνει σημασία.
Όταν κάθησαν στο καφέ του νεκροταφείου, η Μόνικα παρείγγηλε espresso και το γκαρσόνι της τον έφερε μετά από λίγο, κοιτώντας την με απορία. Άναψε τσιγάρο, κι έβαλε λίγο κονιάκ στο ποτήρι της. Ευτυχώς είχε κανονίσει και αυτήν την λεπτομέρεια, γιατί δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της αν οι ... καλεσμένοι της – γιατί έτσι τους έβλεπε – αναγκαζόντουσαν να πιουν αυτά τα άθλια παρασκευάσματα που αυτοαποκαλούνται «κονιάκ», στις κοινές κηδείες.
Αφού ξόδεψε αρκετό χρόνο κουβεντιάζοντας με όλους όσοι την πλησίαζαν για να την συλλυπηθούν, κοίταξε το ρολόι της.
«Νικόλα, νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνουμε.» είπε στον σύζυγό της.
Ο Νικόλας συμφώνησε και της είπε «ας περιμένουμε να φύγουν οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου και μετά θα πάω να φέρω το αυτοκίνητο».
Εικοσι λεπτά αργότερα, είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Και οι Σωτηρίου και οι Χατζηδημητρίου, και οι Παπαδόπουλοι και οι Χαριτάκηδες. Και κάτι τελευταίες θείτσες και γιαγιούλες, αποχαιρετούσαν την Μόνικα ρωτώντας «που είναι ο μικρός Κίμων?» και η Μόνικα απαντούσε «κυρία Άννα, δεν είναι μέρος για ένα παιδί αυτό».
Η Μόνικα είχε βγάλει το γιό της Κίμωνα, γιατί το Γιώργος της φαινόταν πολύ συνηθισμένο, ενώ το Παντελής – το όνομα του πεθερού της – πολύ λαϊκό.
Αφού χαιρέτησε και τις τελευταίες θείτσες, έβαλε το κινητό της στην Louis Vuitton τσάντα της, φόρεσε τα Gucci γυαλιά ηλίου της και έκανε να φύγει. Μόλις κινήθηκε, μια κοπέλλα σηκώθηκε από μια καρέκλα και την πλησίασε. Ήταν η κοπέλλα με το μαύρο λινό φόρεμα και το λευκό τριαντάφυλλο.
Η Μόνικα περπατώντας την κοιτούσε, χωρίς να είναι σίγουρη αν θα έπρεπε να της μιλήσει. Τη στιγμή όμως που πέρασε δίπλα της, άκουσε μια φωνή να λέει:
«Μόνικα!»
Στάθηκε, ανασήκωσε τα γυαλιά της και την κοίταξε. «Ναι?» της είπε.
«Συλλυπητήρια» της είπε η κοπέλλα και άπλωσε το χέρι της.
Η Μόνικα της έδωσε το δικό της, κοιτώντας την με απορία. Πριν προλάβει να την ρωτήσει ποιά είναι, η κοπέλλα απάντησε:
«Είμαι η Χαρά, η κόρη της Αλίκης, της καλύτερης φίλης της μητέρας σου»
«Η κόρη της Αλίκης?» είπε η Μόνικα, και για πρώτη φορά καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, έδειξε να ταράζεται. «Της Αλίκης η κόρη?» ξανάπε.
«Ναι. Και θα’θελα κάποια στιγμή να μιλήσουμε.»
Η Μόνικα έδειχνε όχι μόνο ταραγμένη τώρα, αλλά και τρομαγμένη.
«Γιατί?» ρώτησε, με μεγάλη αγωνία, λες και περίμενε να ακούσει κάτι συγκλονιστικό.
ΜΠΙΙΙΙΠ!!!!
ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ!!!!
«ΜΟΝΙΚΑ! ΕΛΑ!» φώναξε ο Νικόλας μέσα από την πολυτελή Mercedes compressor του.
«Μισό λεπτό» είπε η Μόνικα στη Χαρά και έτρεξε στο αυτοκίνητο.
Μετά από μισό λεπτό, ο Νικόλας είχε φύγει κι η Μόνικα είχε επιστρέψει.
«Με συγχωρείς γι’αυτό, Χαρά. Πες μου, σε παρακαλώ, τι έχεις να μου πεις?»
«Κοίτα, δεν είναι κάτι σοβαρό.. Μπορεί και να γελάσεις... Κοίτα. Για να είμαι ειλικρινής ίσως να μην είναι καλή ιδέα να...»
«Χαρά! Τι έχεις να μου πεις?» ρώτησε η Μόνικα αυτή τη φορά με απελπισία στη φωνή της.
«Τίποτα. Θέλω απλά να μιλήσουμε για την μαμά σου και την μαμά μου. Ήταν η τελευταία επιθυμία της μητέρας μου να...»
Η Μόνικα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη και μονολόγησε «πλάκα μου κάνεις»
«Οχι, εγώ δεν ...»
« Χαρά, αυτή ήταν κι η τελευταία επιθυμία της δικής μου μητέρας. Να βρω την Χαρά Σωτηροπούλου και να μιλήσω μαζί της για την Αλίκη. Αν και εγώ δεν έδωσα σημασία στα λεγόμενά της. Νόμιζα ότι ήταν το παραλήρημα των τελευταίων λεπτών. Αλλά τώρα, μου εμφανίζεσαι εσύ από το πουθενά και μου λες ακριβώς το ίδιο..... Το ίδιο. Χαρά, έχεις αυτοκίνητο?»
«Ναι, είναι λίγο πιο κάτω, παρκαρισμένο.»
«Θες να πάμε για ένα καφέ, να μιλήσουμε?»
..Έτσι, για πρώτη φορά η Μόνικα και η Χαρά περπάτησαν πλάι-πλάι και, χωρίς να το ξέρουν, ξεκίνησαν το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής τους.....